7ο Κεφάλαιο – Τό μαρτυρικό του τέλος καί ἡ μνήμη του στήν ἐποχή μας

Τό μαρτυρικό του τέλος καί ἡ μνήμη του στήν ἐποχή μας

7.1 Ἡ δίκη

Στήν Ἀθήνα, ἔγιναν διάφορες ἀναστατώσεις, προκειμένου ἀπό εὐλάβεια νά δεῖ ὁ κόσμος τόν Παπουλᾶκο, πού εφρουρεῖτο στό ἀτμόπλοιο. Τόν ἐξέτασαν ἰατροί, οἱ ὁποῖοι συνέστησαν νά ἀποβιβαστεῖ, ἐπειδή εἶχε καταπονηθεῖ ὁ ὀργανισμός του, ἀπό τίς κακουχίες τῆς συλλήψεώς του. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, μεταφέρθηκε στίς ὑγρές φυλακές τοῦ Κάστρου τοῦ Ρίου Πατρών, ὅπου δόθηκε ἐντολή νά μήν ἐπιτρέπεται ἡ ἐπαφή του μέ κανέναν. Ἐκεῖ ἤπλιζαν ὅτι θά πέθαινε ἀπό τις συνθῆκες κρατήσεως ἤ ἀπό ἐσκεμμένη δηλητηρίαση, πράγμα πού ἐφορμόστηκε σέ ἄλλους μοναχούς, ὀπαδούς του Παπουλάκη, οἱ ὁποῖοι κρατοῦνταν ἐκεῖ.

Μετά ἀπό τό ἄδικο τέλος ὁρισμένων φυλακισμένων, γιά νά ἠρεμήσουν τό μένος τοῦ πλήθους, σέ ὅσους συνελήφθησαν τήν περίοδο τῆς ἐξάψεως (συμμετέχοντες στά γεγονότα τῆς «καλογηρικῆς συνωμοσίας») δόθηκε χάρη μέ τό ἀπό 9 Αὐγούστου 1852 Βασιλικό Διάταγμα, πού δημοσιεύθηκε στίς 22 τοῦ ἰδίου μήνα, ἐνῶ ἐννέα ἄτομα, οἱ ὁποῖοι θεωρήθηκαν πρωτεργάτες, παραπέμφθηκαν σέ δίκη γιά παραβάσεις σέ βαθμό πλημμελήματος. Ὁ Παπουλᾶκος δέ καί ὁρισμένοι ἀκόλουθοί του, ὁρίστηκε νά δικαστοῦν γιά παραβάσεις σέ βαθμό κακουργήματος, τήν 26 Ἰουνίου 1853, ἐνώπιον τοῦ Κακουργοδικείου Ἀθηνῶν, ὡς ὑπαίτιοι στάσεως κατά τῶν καθεστώτων. Παρ’ όλη τήν παρέλευση μεγάλου χρονικοῦ διαστήματος, συνέρρευσαν πλήθη κληρικών καί λαϊκῶν στήν δίκη.

Ὁ Παπουλᾶκος στό δικαστήριο εὔτολμος καί ἀτάραχος, ἔδειξε ὅτι ἐπιθυμοῦσε νά δικαστεῖ καί δήλωσε ὅτι δέν χρειαζόταν συνήγορο, διότι εἶχε τόν Ἰησοῦ Χριστό γιά νά ἀποδείξει τήν ἀθωότητά του. Οἱ διεθνεῖς συγκυρίες, μέ τόν Κριμαϊκό πόλεμο ἐπί θύραις, εἶχε προκαλέσει ἀνησυχία στήν κυβέρνηση γιά τήν στάση τῆς Ρωσίας. Ἔτσι, ἡ δίκη, λόγω τῆς ὑποστήριξης πού εἶχε ὁ Παπουλάκος ἀπό τον λαό, ἀπέκτησε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Δόθηκε ἀναβολή στήν δίκη, ἐξαιτίας τῆς ἀπουσίας μαρτύρων, γιά τήν 16 Σεπτεμβρίου 1853. Τελικῶς, γιά νά ἀνασχέσουν τόν λαϊκό ξεσηκωμό, ἀναγκάστηκαν να δώσουν χάρη, τόν Αὔγουστο του 1853, ὁπότε ὅλοι οἱ κατηγορούμενοι ἀπαλλάχθηκαν τῶν ποινικῶν κατηγοριῶν, μέ Βασιλικό Διάταγμα, ἐπειδή (σύμφωνα με τό Διάταγμα) «ἔδειξαν φανερά σημεῖα μεταμέλειας».

Ἀμέσως ἡ Ἱερά Σύνοδος μέ ἀπόφασή της κατόπιν πιέσεων τοῦ Γενικοῦ Γραμματέως τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως Ἀνδρέα Μάμουκα, γιά νά φιμώσει τό λόγο του Παπουλάκου, ἀποφασίζει νά τόν περιορίσει σέ κάποια μονή ἀπόμακρου νησιοῦ, ὥστε νά εἶναι «ἀκίνδυνος».

Μέσα ἀπό τά, ἀποκαλυπτικού περιεχομένου, δημόσια ἔγγραφα, πού κατέχει τό «Ἱστορικό Ἀρχεῖο Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος», εμφανίζονται ἐνδιαφέρουσες συμπτώσεις ἡμερομηνιῶν, ἄξιες ἀπορίας γιά τό πώς οἱ τότε ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους τακτοποιοῦσαν καί διεκπεραιώναν, ὄχι μόνο «ἐγγράφως», ἀλλά καί «ἐμπράκτως» σοβαρές ὑποθέσεις ἐντός μίας μόνο ἡμέρας! Σημαντικές ὑποθέσεις, ὅπως αὐτές τῆς ἐξορίας τοῦ Παπουλάκου καί τῶν μαθητῶν του καί ὅπως τοῦ ὁσίου Διονυσίου τῆς Σκιάθου, ὥστε τελικά νά θαυμάζει κανείς τό συντονισμό των δημοσίων υπηρεσιών τότε, σέ σύγκριση μέ τίς τωρινές!

7.2 Ὁ ἐγκλεισμός στίς Μονές Προφήτου Ἡλιοῦ Θήρα καί Παναχράντου Ἄνδρου

Ἀρχικά μεταφέρεται στις 22 Ἰανουαρίου 1854 στή Μονή Προφήτη Ἠλία Θήρας. Ἔτσι, στίς ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 1854, ὁ Ὑπουργός τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως σέ ἔγγραφο πρός τό Νομάρχη Κυκλάδων γράφει γιά τόν περιορισμό τοῦ Χριστοφόρου στήν Θήρα:

Διά τῆς ὑπ’ ἀριθ: 1638 (25 Ἀπριλίου 1852) ἐπισημειωτικῆς διαταγῆς μας, ἀνηγγείλαμεν εἰς ὑμᾶς ὅτι κατά τά ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀποφασισθέντα, καί παρά τῆς Α. Μ. ἐγκριθέντα ὁ μοναχός Χριστοφόρος ἔμελλε νά σταλῇ εἰς περιορισμόν ἐντός τῆς ἐν Θήρᾳ Μονής τοῦ Προφήτου Ἠλιού, ὡς ἐναντίον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κανόνων καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς διατάξεως κηρύττων ἄνευ ἀδείας Ἐκκλησιαστικῆς τινος Ἀρχῆς, καί ὡς ἀπειθήσας εἰς τάς Συνοδικάς διαταγάς.

Ἀλλ’ ἡ ἐκτέλεσις τῆς Συνοδικῆς ταύτης ἀποφάσεως ἀνεβλήθη μέχρι τοῦδε, διότι ὁ εἰρημένος μοναχός, τότε συγχρόνως συλληφθείς, παρεδόθη εἰς τά Ποινικά Δικαστήρια, καί διετέλει ὑπόδικος εἰς τάς ἐν Ρίῳ φυλακάς, ἕνεκα τῶν κατά τήν Λακωνίαν συμβάντων τότε ἀνταρτικῶν κινημάτων.

Ἐπειδή ὅμως, διά Διατάγματος α΄ μηνός ἱσταμένου ἡ Α.Μ. ἔδωκεν ἀμνηστείαν εἰς τρεῖς ἐπί τῷ αὐτῷ ἐγκλήματι κρατουμένους, ὧν εἷς εἶναι καί ο μοναχός Χριστοφόρος, καί ἐπειδή ἡ μέν ἀμνηστεία ἀφορᾷ τήν κατάστασιν τούτου ὡς πολίτου, ἡ δέ ἄνωθι μνημονευθεῖσα Συνοδική ἀπόφασις ἀφορᾷ τήν κατάστασιν τοῦ ἰδίου ὡς μοναχοῦ, καί πρόκειται νῦν νά ἐκτελεσθῇ, διά ταῦτα σπεύσαντες συνεννοήθημεν ἤδη μετά τῶν ἐπί τῶν Ἐσωτερικῶν καί ἐπί τῆς Δικαιοσύνης Ὑπουργείων.

Καθά δέ εἰδοποίησεν ἡμᾶς τό Ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν, ὁ Νομάρχης Ἀχαΐας καί Ἤλιδος παρηγγέλθη διά τούτο συγχρόνως μέ τήν παρά τοῦ ἁρμοδίου Εἰσαγγελέως γενησομένην ἐνέργειαν τοῦ περί ἀμνηστείας Βασιλικοῦ Διατάγματος, ἐπιβάλῃ τῆς ἐκτελέσεως τοῦ κατά Ἀπριλίου μηνός τοῦ ἔτους 1852 προεκδοθέντος καί κυρώσαντος τήν ἀπόφασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπιβιβάζων τόν μοναχόν Χριστοφόρον εἰς τό ἐπίτηδες ἀποσταλέν εἰς Πάτρας Βασιλικόν Πλοῖον, ὅπως μεταφέρῃ αὐτόν εἰς Θήραν.

Ταῦτα διά τῆς παρούσης γνωστοποιοῦντες εἰς ὑμᾶς, Σᾶς παρακαλοῦμεν νά παραγγείλητε ἄνευ ἀναβολῆς εἰς τόν Ἔπαρχον Θήρας, ἵνα, ἅμα φθάσῃ ἐκεῖσε τό πλοῖον τό φέρον τόν μοναχόν Χριστοφόρον, ἀποστείλῃ τοῦτον κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τοῦ πλοίου εἰς τήν μονήν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ἐντός τῆς ὁποίας θέλει μείνει περιωρισμένος κατά τά προαποφασθέντα περί αὐτοῦ ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

Περί τῆς ἐκτελέσεω, ἀναμένομεν ταχεῖαν τήν παρ’ ὑμῶν ἀπάντησιν, μέ τήν ἐπιστροφήν τοῦ Συνοδικοῦ ἐγγράφου, τοῦ ἐπιγεγραμμένου φέροντος τήν ὑπ΄ ἀριθ. 1638 (25 Ἀπριλίου 1852) διαταγήν μας»

Ὅμως, πολλοί ἐπισκέπτες ἀπό τή Σαντορίνη καί ἀπό πολλά μέρη τῶν Βαλκανίων ἀρχισαν να ἀνηφορίζουν στή Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία, γιά νά πάρουν τήν εὐχή καί τίς νουθεσίες τοῦ ταλαιπωρημένου Γέροντα. Ὁ καθηγούμενος Σεραφείμ Καΐρης μέ ἀπόφαση τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου ἐνημερώνει τόν ἔπαρχο Θήρας ὅτι 

«εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 1044 τῆς ἀπό 29 Ἀπριλίου προσκλήσεώς σας, τήν ὁποίαν κατά τήν 3ην τ. μ. μόνον ἐλάβομεν, σᾶς ἀναφέρομεν, κ. Ἔπαρχε, ὅτι ὁ Μοναχός Χριστοφόρος Παπουλάκης, δυνάμει τῶν διαταγῶν τῆς Σ. Κυβερνήσεως, ἐν ᾧ εἶναι περιωρισμένος σωματικῶς ἐντός τῆς ἡμετέρας Μονῆς, εἶναι καί πνευματικῶς διατεταγμένος νά μή συναναστρέφηται μέ τόν τυχόντα οὔτε νά ὁμιλῇ κατά τινος.

Ἀλλ’ ἐπειδή, ὡς ἠξεύρετε, κ. Ἔπαρχε, εἰς τήν Μονήν μας συχνάζουσι χριστιανοί εὐλάβειας χάριν εἰς τόν Προφήτην, εἰς τούς ὁποίους, ἄν καί εἶναι ἀπηγορευμένη ἡ ἀντάμωσις τοῦ εἰρημένου Παπουλάκη, ἐνίοτε εὐρισκόμενος οὗτος ἐκτός τῆς οἰκίας του (καθότι οὔτε φυλακήν ἔχομεν, διά νά τόν κλείσωμεν, οὔτε φύλακα, νά τόν φυλάττη ἐπίτηδες) καί ἤθελε ἀπαντήσει κατά τύχην τινά ὁμιλῶν πρός αὐτόν, καθότι ἔχει αὐτήν τήν ἰδέαν, ὅτι τοῦτο εἶναι χρέος του θρησκευτικόν, πάντοτε ὅμως περί ψυχικῆς ὠφελείας καί οὐδέποτε περισσότερον, διότι εἶναι καί πνευματικῶς διατεταγμένος, ὡς εἴρηται αὐστηρότατα, ἀλλ’, ὡς φαίνεται, σπερμολόγοι τινές διέσωσαν τοιαύτην φήμην πρός ἐνοχοποίησιν, μ’ ὅλον ὅτι καθ’, ὅσον παρετηρήθη ὑπό φρονίμων, ἀπό τόν ἄνθρωπον τοῦτον δέν βγαίνει τίποτε, διότι οὔτε παιδείαν ἔχει οὔτε γνῶσιν, διά νά ἐνεργήσῃ περισσότερον».

Ἕνα μήνα ἀργότερα σέ παρόμοια ἐπιστολή τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ στόν Ἔπαρχον Θήρας μεταξύ άλλων ἀναφέρεται

«Ἄν καί πρό τίνων ἡμερῶν ἀνεφέραμεν ὑμῖν διά τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 51 ἐγγράφου ἡμῶν πρός ἀπάντησιν ὅτι ὁ περιωρισμένος ἐν τῇ Μονῇ ἡμῶν Χριστοφόρος Παπουλάκης ὑπάρχει σωματικῶς καί πνευματικῶς περιωρισμένος. Ἤδη μέ λύπην οὐ μικράν ἀναφέρομεν πρός ὑμᾶς, κ. Ἔπαρχε, ὅτι αὐτός οὗτος ὁ μοναχός Χριστοφόρος Παπουλάκης ἀποπτύσας πάντα χαλινόν θέλει ἐνάντια τῶν διατάξεων καί τῶν προφορικῶν ἡμῶν ἀπαγορεύσεων νά κηρύττῃ καί ἄς ἐνεργήσωσιν αἱ ἀρχαί κατ’ αὐτοῦ ὅ,τι θέλουσι.

Ταῦτα μέ θλίψιν ἀναφέροντες σᾶς προσκαλοῦμεν, κ. Ἔπαρχε, νά ἐνεργήσητε πρός περιορισμόν τοῦ ὅ,τι ἀνάγκη ἐστι, διότι ἡμεῖς οὔτε νά τόν κατακλείσωμεν ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ δυνάμεθα, ἀλλ’ οὔτε τούς προσερχόμενους καθ’ ἑκάστην καί μάλιστα κατά τάς ἑορτάς χριστιανούς νά ἀναχαιτίσωμεν ἐσμέν ἱκανοί, ἐπειδή, κωλυόμενοι προσέρχεσθαι αὐτῷ γογγύζωσι, καθ’ ἡμῶν καί ἐπιφέρουσιν ἀπείρους κατηγορίας».

Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ μεταφορά του Παπουλάκου ἀπό τή Σαντορίνη «εἴς ἀπόκεντρον μέρος», στή Μονή Παναχράντου τῆς Ἄνδρου.

Ὁ Παπουλᾶκος ἀπό τή Σαντορίνη στήν Ἄνδρο μεταφέρθηκε μέ τή βασιλική γολέττα «Ναυτίλος» τήν 20ῃ Ἰουλίου 1854. Ἀπό τό Ἐπαρχεῖο Ἄνδρου μετά ἀπό ἐννέα ἡμέρες, συνοδευόμενος ἀπό δύο στρατιῶτες, παραδίδεται στό Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, κατόπιν ἐπανειλημμένων διαταγῶν γιά τόν αὐστηρότατο περιορισμό του καί τήν ἐπ’ αὐτοῦ ἐπαγρύπνησιν. Στή Μονή εἶχε διαμορφωθεῖ εἰδικό μοναχικό κελλί, πού τό φρουροῦσε ἕνας χωροφύλακας, ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖ. Τίς ἡμέρες μποροῦσε νά συμμετέχει κανονικά στό πρόγραμμα τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς καί τό βράδυ ἐγκλειόταν, φρουρούμενος στό κελλί του. Μέ τήν πνευματικότητά του κέρδισε τήν ὑπόληψη τοῦ ἡγουμένου καί τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς, ἐνῷ ἡ φήμη του ἕλκυε γιά πολύ καιρό κόσμο καθημερινά, καί ἰδιαίτερα τίς ἑόρτιες ἡμέρες. Πολλοί πιστοί, ἀλλά καί πολλοί ξένοι λαϊκοί καί κληρικοί, ἀπό τά γύρω χωριά τοῦ νησιοῦ καί ἀπό ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς Ἑλλάδας, ἰδιαιτέρως δέ ἀπό Ὕδρα, Σπέτσες, Κρανίδι, Κάρυστο, Κρήτη καί ἄλλα νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀπό τό Μοριά καί κυρίως ἀπό τή Λακωνία καί τήν Ἀρκαδία, ἔρχονταν, γιά νά λάβουν τήν εὐχή του ἤ νά πάρουν ράσο του ἤ κάποιο ἐγκόλπιο σταυρό, πού σκάλιζε ὁ ἴδιος. Ἐπίσης, συνέχισε νά κηρύττει στό συγκεντρωμένο πλήθος ἐντός τῆς Μονῆς, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία. Ἀπό τόν ὑπ’ ἀριθ. 36 Κώδικα τῆς Μονῆς (Πρωτόκολλον ἐξερχομένων, σελ. 339-435) τῶν ἐτῶν 1854-1855 παρουσιάζονται ἐνδεικτικά ὁρισμένα ἔγγραφα, πού καταγράφουν τά γεγονότα τόν ἡμερῶν του:

4 Μαρτίου 1855

Πρός τό Βασιλικόν Ἐπαρχεῖον Ἄνδρου

Ἡ Μονή ἡμῶν κειμένη μεταξύ τῶν δύο Δήμων, δέν δύναται νά περιστείλῃ τήν συρροήν τῶν πολιτῶν, προσερχομένων καθ’ ἑκάστην πρός ἐπίσκεψιν τοῦ ἐνταῦθα περιωρισμένου Χριστοφόρου Παπουλάκου, ὅστις ἀδιακόπως καταγινόμενος εἰς τό διδάσκειν καί ἐνσπείρειν τάραχον καί ἔριδας εἰς τούς πολίτας τῶν Δήμων τούτων καί ἐνίοτε καί εἰς αὐτήν τήν Μονήν, ἄν καί ἡμεῖς ἐπαγρυπνοῦμεν, ὅσον δυνάμεθα.

Ὅθεν, παρακαλοῦμεν, κ. Ἔπαρχε, ἵνα ἀναφέρετε πρός τό Σ. Ὑπουργεῖον τά δέοντα, προκαλοῦντες τήν μετάθεσιν τοῦ εἰρημένου Χριστοφόρου εἴς ἀπόκεντρον μέρος.

Βαθυσεβάστως ὑποσημειούμεθα

Οἱ εὐπειθέστατοι Ὁ ἡγούμενος Ἰωακείμ Ἱερ(ομόναχος) Λεφάκις

Οἱ σύμβουλοι, Ἰωαννίκιος Ἱερ(ομόναχος) Γιαννίσης

Λεόντιος Ἱερ(ομόναχος) Μύλας»

Ἄλλα δύο ἔγγραφα μέ ἡμερομηνία 17 Ἰουνίου 1855 καί 31 Ὀκτωβρίου 1855 ἀντιστοίχως, πού ἀπευθύνονται πρός τόν Ἐπίσκοπον Ἄνδρου καί Κέας γράφουν μεταξύ ἄλλων

«Ἡ Μονή αὐτή δέν εἶναι κατάλληλος διά τοιούτους, ἐπειδή εἶναι μεταξύ τῶν δύο Δήμων Ἄνδρου καί Κορθίου καί καθ’ ἑκάστην διαβαίνοντες ἐνταῦθα οἱ ἄνθρωποι, ἄλλος μέν διά περιέργειαν, ἄλλοι ἀπατημένοι ἀπό ἄνοιαν, ὅτι ὁ Παπουλᾶκος εἶναι προγνώστης, ἀπαιτοῦσι νά τόν ἴδωσι καί ἡμεῖς πάσχομεν, δέν δυνάμεθα νά ἀφήνωμεν ἀνοικτήν τήν θύραν τῆς Μονῆς καί οὐχί μόνον ἐντόπιοι καθ’ ἑκάστην, ὡς δέν λανθάνει τήν ἐπισκοπήν τοῦτο, ἀλλά παρατηροῦμεν καί ὅσοι τῶν ἐκτός προσορμισθῶσιν ἀπό οἱονδήποτε λιμένα τῆς Ἄνδρου, ἔρχονται εἰς ἐπίσκεψίν του καί μάλιστα τῶν κάτω μερῶν οἱ ναῦται.

Ὅθεν, παρακαλοῦμεν τήν ἐπισκοπήν ταύτην, ἵνα ἀναγγείλῃ, ὅπου δεῖ, περί τούτου, διά νά περιορισθῇ εἰς ἄλλο μέρος ἀπόκεντρον διά τά περαιτέρω».


«Ἡ Νομαρχία Κυκλάδων συνεννοήσει καί τῆς Μοιραρχίας ἀπέστειλεν εἰς τήν Μονήν μας δύο χωροφύλακας εἰς τό νά ἐπιτηροῦν τόν ἐν τῇ Μονῇ μας ταύτῃ περιωρισμένον μοναχόν Χριστοφόρον Παπουλάκην, μή ἐξερχόμενον τῆς θύρας τῆς Μονῆς καί μή λαμβάνοντα συνέντευξιν μετά τῶν ἐν αὐτῇ προσερχόμενων. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ Μονή αὐτή ὑποκύπτει εἰς ἔξοδα, ἕνεκα τούτων, ἴσως, καί ἡ Κυβέρνησις δέν παραδέχεται τά τοιαῦτα, διά νά ἁπαλλαχθῶμεν τῶν τοιούτων ἐξόδων, ὑποσχόμεθα πρός αὐτήν νά ἐπιτηρῶμεν αὐτόν περιωρισμένον ἐντός τοῦ κελλίου του καί οὐδέποτε ἐξερχόμενον τῆς θύρας τῆς Μονῆς μας, οὔτε νά λαμβάνωνται συνεντεύξεις μετά τῶν ἐν αὐτῇ προσερχομένων.

Ὅθεν, διά ταῦτα παρακαλοῦμεν τήν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα, ἵνα εὐαρεστηθῆτε καί ἐνεργήσητε τήν αἴτησίν μας, προκαλώντας τήν ἐκ τῆς Μονῆς μας ἀποβολήν τῶν δύο εἰρημένων χωροφυλάκων».

Οἱ στρατιῶτες καί οἱ φύλακες τόν σέβονταν καί τοῦ πρέσφεραν τά ἀπαραίτητα. Σέ ἄρθρο ἐπικριτικό γιά τόν ἐπίσκοπο Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος ράπισε, τόν Γέροντα Χριστοφόρο, παρατηρεῖ ὁ ἀναγνώστης τί εἴδους προσοχή τοῦ πρόσφεραν οἱ φρουροί του:

«Τί σημαίνει, ἄν αὐτοί οἱ στρατιῶται, συλλαβόντες ἄλλοτε τόν Παπουλάκην, ὄχι μόνον δέν ἐκακοποίησαν, ἀλλά καί περιεποιήθησαν αὐτόν;

Τί ἄν οἱ φυλάσσοντες τόν Παπουλάκην ἐν τῇ μονῇ τοῦ περιορισμοῦ του δύο χωροφύλακες ὄχι μόνον δέν ἐκακομεταχειρίσθησαν πώποτε, ἀλλά καί περιποιοῦνται αὐτόν ἀδιακόπως;

Τί ἄν ἡ Ἱερά Σύνοδος, περιορίσασα τόν Παπουλάκην, οὔτ’ ἐρράβδισεν, οὔτ’ ἄλλως ἐβασάνισεν αὐτόν;».

Ὁ ζῆλος τοῦ μοναχοῦ Χριστοφόρου γιά κήρυγμα δέν σταμάτησε ἀκόμη καί κατά τά χρόνια τοῦ σωματικοῦ του περιορισμοῦ. Διακήρυττε ὅτι «ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται». Πολλές φορές, ἐνῶ τόν ἀμπάρωναν στά πετρόκτιστα ὑπόγεια τῆς Μονής Παναχράντου, ἐν τούτοις ὁ γέροντας κατά παράξενο καί θαυμαστό τρόπο, χωρίς νά ὑπάρχει διαφυγή, χανόταν γιά κάποιες μέρες καί ἐπέστρεφε πάλι στό κελλί τῆς δοκιμασίας του. Οἱ φύλακες καί οἱ πατέρες τῆς Μονῆς ἀρχικά ἀνησυχοῦσαν, ἀλλά ὁ Παπουλᾶκος τούς διαβεβαίωνε ὅτι θά ἐνανέλθει. Σέ πολλές περιοχές τῆς Ἄνδρου ἐπικρατοῦσαν φόνοι, ἀδικίες, κλοπές καί ἄλλα δεινά. Ἰδιαιτέρως στά ὀρεινά μέρη τοῦ δήμου Ἄρνης τά πράγματα ἦταν δύσκολα. Τότε ὁ Παπουλᾶκος, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό κελλί του, βρισκόταν ἐκεῖ, ὥστε μέ τό ἁγνό κήρυγμα καί τήν πίστη του νά ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στήν ἠθική καί στήν τάξη. Ὁ ἀγώνας του ἔπιασε τόπο καί ἔτσι μέχρι σήμερα οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ θυμοῦνται ἀπό τούς παπποῦδες τους τήν καταλυτική ἐπίδραση τῶν διδαχῶν τοῦ Γέροντα στό νησί.

Ὁ νῦν σεβάσμιος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Παναχράντου ἀρχιμ. Εὐδόκιμος καί ὁ ἱερομόναχος τῆς συνοδείας του π. Ἀέτιος ἀναφέρουν πολλά θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή παραμονή τοῦ Παπουλάκου στό νησί. Ἐνδεικτικά διηγοῦνται ὅτι, ὅταν οἱ φύλακες ρωτοῦσαν τόν Χριστοφόρο πώς ἔβγαινε ἀπό τό κελλί, ἐνῶ ἦταν ἀμπαρωμένο, τούς ἀπαντοῦσε: «μέ ἐλευθερώνει αὐτός πού ἐσεῖς δέν πιστεύετε». Κάποια στιγμή ὁ Παπουλᾶκος, γιά νά δοκιμάσει κάποιον μοναχό, τοῦ ζήτησε κάποιο καρπό ἀπό τόν κῆπο. Ὁ μοναχός ψευδόμενος ἀπάντησε ὅτι ὁ συγκεκριμένος καρπός δέν ὑπῆρχε στόν κῆπο. Ὅταν ἀργότερα ὁ μοναχός πῆγε στόν κῆπο, διαπίστωσε ὅτι ὁ καρπός αὐτός ἦταν μαραμένος.

Ἐπίσης στήν Ἄρνη θυμοῦνται ὅτι κάποιος, ἀνεβασμένος σέ ἕνα δένδρο, ἤθελε νά αὐτοκτονήσει. Στίς ἐκκλήσεις τῶν παρόντων δέν λύγιζε καί ἐπέμενε στήν ἀπόφασή του. Τότε περνοῦσε ὁ Παπουλᾶκος καί τόν παρεκάλεσαν νά ἀποτρέψει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀπόπειρα αὐτή. Ἐκεῖνος μέ τό μοναδικό τρόπο καί τήν πραεῖα φωνή του τόν μετέπεισε καί κατέβηκε ἀπό τό δέντρο.

Στήν Ἄρνη ὁ Παπουλᾶκος ἀνέβηκε στό ψηλότερο σημεῖο τοῦ νησιοῦ (ὑψ. 997μ) στά παρεκκλήσια τῆς Παναγίας καί τοῦ Προφήτη Ἠλία γιά ἄσκηση καί προσευχή. Ἐκεῖ τόν ἐντόπισαν οἱ ποιμένες, στούς ὁποίους ἀπηύθυνε νουθεσίες. Χαμηλότερα ἀπό τό παρεκκλήσιο τοῦ Προφήτη Ἠλία σώζεται μέχρι σήμερα τό «Κελλί τοῦ Παπουλάκου». Αὐτό βρίσκεται στήν ρίζα τοῦ βράχου καί εἶναι πετρόκτιστο. Σύμφωνα μέ τούς ντόπιους, ἐκεῖ ἔμεινε τρία βράδια ὁ γέροντας, ἐνῶ στήν Ἄρνη ὑποδεικνύουν καί τό σπίτι, ὅπου φιλοξενοῦνταν.

Σημαντικές εἶναι ἡ μαρτυρίες, πού ἔχουν καταγραφεῖ ἀπό ἀνδριῶτες γιά τόν Παπουλάκη. Ὁ π. Μιχαήλ Ψαριανός ἀπό τήν Πιτροφό τοῦ νησιοῦ ἀναφέρει 

«Ὅ Παπουλᾶκος καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο, ἀπό τά Καλάβρυτα. Παράτησε τή δουλειά του, ἀπό τήν ὁποία ζοῦσε (ἦταν χασάπης), καί βγῆκε στήν ἐπαρχία νά διδάξει τό σκλαβωμένο καί ἀγράμματο λαό.

Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε γίνει καλόγερος. Ἦταν ἀδελφός τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου. Στήν προσπάθειά του νά ξυπνήσει τό λαό κατηγορήθηκε γιά ἀνυπακοή καί τόν ἔστειλαν, γιά νά τόν τιμωρήσουν, στήν Ἄνδρο, στό Μοναστήρι τῆς Πανάχραντου.

Καί στήν Ἄνδρο δέν εἶχε καλύτερη τύχη. Μητροπολίτης Ἄνδρου τότε ἦταν ὁ Μητροφάνης, συμπολίτης τοῦ Παπουλάκου καί γνωστός γιά τήν σκληρότητά του.

Ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἦλθε σέ σύγκρουσι μαζί του καί ἔπαθε πάρα πολλά, βασανίστηκε καί πέθανε στά ὑπόγεια κελλιά τῆς Μονῆς.

Τό μόνο πού ὑπάρχει ἀπό τόν Παπουλάκο εἶναι τό τρίχινο ράσο του, τό ὁποῖο βρίσκεται στό Μουσεῖο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν».

Ἡ Ἀθηνᾶ Γιαννούλα ἀπό τό Φελλό Ἄνδρου μαρτυρεῖ μεταξύ ἄλλων

«Ὁ Παπουλᾶκος ἤ Παπουλάκης ἦταν ἅγιος καί προφήτης.

Στό χέρι του κρατοῦσε ἕνα ξύλο, τό ὁποῖο τό ἔλεγε «Ἅγιο ξύλο». Πήγαινε στά σπίτια μέρα καί ἔλεγε στόν κόσμο τί θά γίνει στό μέλλον. Ἦταν ἀσκητής. Δέν ἔτρωγε, ἀλλά στά σπίτια πού πήγαινε ζητοῦσε καί τοῦ ἔδιναν ψωμί, ἐλιές καί ἕνα λυχνάρι, πού τό ἤθελε ὅπως ἔλεγε, γιά νά βλέπει τή νύχτα νά περπατάει, ἐνῶ δέν τόν εἶχαν δεῖ ποτέ νά περπατάει νύχτα.

Μόνο πού ἔβρισκαν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τους ὅ,τι τοῦ εἶχαν δώσει, δηλαδή τό ψωμί, τίς ἐλιές καί τό λυχνάρι. Καί τό πιό περίεργο ἦταν πού τά ἔβρισκαν ἄθιχτα. Δέν τά πείραζε οὔτε σκύλος οὔτε γάτα.

Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὁ Παπουλᾶκος, ὅπως τόν ἔλεγαν, ὅταν τόν ρωτοῦσαν πῶς τόν λένε, δέν ἔλεγε ποτέ τό ὄνομά του. Ἔλεγε ὅτι δέν ἤξερε πώς τόν λένε. Ὁ Παπουλᾶκος εἶχε προβλέψει: Γιά τά σύρματα τῆς Δ.Ε.Η. καί τοῦ Ο.Τ.Ε., δηλαδή εἶχε πεῖ ὅτι ὅλος ὁ κόσμος θά ἑνωθεῖ μέ σύρματα. Ἐπίσης ἔλεγε ὅτι οἱ ἄνθρωποι θά μιλοῦν μεταξύ τους ἀπό τή μία ἄκρη τοῦ κόσμου στήν ἄλλη μέ τά σύρματα, καί ἐννοοῦσε τά τηλέφωνα πού ἔχομε σήμερα.

Ἀκόμα εἶχε πεῖ ὅτι θά δεῖτε στόν ἀέρα νά πετοῦν σιδερένια πουλιά, πού σέ μερικούς θά προκαλοῦν φόβο καί καταστροφή, καί σέ ἄλλους χαρά, καί ὅπως πράγματι σήμερα ἔχομε τά ἀεροπλάνα.

Εἶχε πεῖ ὅτι θά ἔρθει καιρός πού δέν θά σέβεται ὁ ἀδελφός τήν ἀδελφή, ὁ πατέρας τήν κόρη. Θά περπατάει ὁ κόσμος γυμνός καί δέν θά ντρέπονται, θά εἶναι σάν τά ζῶα. Εἶχε πεῖ ὅτι θά δεῖτε τή γῆ νά κουνιέται, τά σπίτια νά πέφτουν καί ἄνθρωποι νά σκοτώνονται, καί ὅπως φαίνεται ἐννοοῦσε τούς σεισμούς.

Ἐπίσης εἶχε μιλήσει γιά τούς πολέμους καί τίς καταστροφές. Ἀκόμα εἶχε πεῖ ὅτι ἡ περιοχή τοῦ χωριοῦ Φελλός θά γεμίσει κάποτε ξένες ἀποικίες. Πράγματι στό χωριό αὐτό σήμερα ἔχουν χτίσει σπίτια πάρα πολλοί Ἐγγλέζοι.

Δηλαδή, ὅσα εἶχε πεῖ αὐτός ἄνθρωπος, ὅλα ἔχουν γίνει».

Ὁ Ἰωάννης Παπαδόπουλος ἀπό τά Φάλικα Ἄνδρου λέει «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος

Ἦταν ἕνας πολύ πιστός ἄνθρωπος.

Γύρισε ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδος, ὅπου βρῆκε μεγάλο κίνδυνο στήν Πάτρα στήν Ἀχαΐα, πού τόν εἶχαν, γιά νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ἀργότερα ἦρθε στήν Ἄνδρο, ὅπου δίδασκε κι ἐδῶ τή θρησκεία κι ἀκόμη πρόβλεπε γιά τό μέλλον, κι ὅλοι τόν πίστευαν. Ἔτσι τόν ἔστειλαν στό Μοναστήρι Πανάχραντος μέ φρουρούς, γιατί τόν νόμιζαν κατάσκοπο.

Ἐκεῖ λοιπόν πήγαινε καί παρακολουθοῦσε τή λειτουργία μέ τή συνοδεία τοῦ φρουροῦ πού τόν φύλαγε. Ὁ ἡγούμενος τότε παρακάλεσε τό φρουρό νά τόν ἀφήνει νά ἔρχεται νά τόν βοηθάει στήν ψαλμωδία. Μία μέρα ὁ Παπουλᾶκος ὀνειρεύτηκε ὅτι στό χωριό Ἄρνη οἱ κάτοικοι φιλονικοῦσαν μεταξύ τους.

Πῆγε λοιπόν στόν ἡγούμενο κρυφά, χωρίς δηλαδή νά βγεῖ ἀπό τήν πόρτα, δηλαδή ἐκ θαύματος, γιατί δέν ὑπῆρχε τίποτα ἄλλο στό κελλί του παρά ἕνας μικρός φεγγίτης. Τοῦ εἶπε ὅτι θά λείψει γιά 3 μέρες. Πῆγε λοιπόν, χωρίς ὁ σκοπός νά τόν πάρει εἴδηση. Περνώντας οἱ μέρες, ὁ σκοπός δέν τόν ἔβλεπε καί τό εἶπε στόν ἡγούμενο.

Ὁ ἡγούμενος ὅμως ἀπέφυγε νά τοῦ πεῖ τήν ἀλήθεια. Μετά τίς 3 μέρες φανερώθηκε καί εἶπε νά μήν τιμωρήσουν τόν σκοπό, γιατί ἔβγαινε ἀπό τόν φεγγίτη. Ἀναγκάστηκαν νά εἰδοποιήσουν τήν ἀστυνομία. Ὅταν ἦρθε, διαπίστωσαν ότι αὐτό ἦταν ἀδύνατο. Ἔτσι ὅλοι πίστεψαν ὅτι ἦταν ἕνα θαῦμα.

Ὁ φρουρός, πού τόν φύλαγε, πίστεψε τόσο πολύ, ὥστε ἔγινε κι ὁ ἴδιος μοναχός καί πῆρε καί τό ὄνομά του. Προέβλεψε ἀκόμη ὁ Παπουλᾶκος ὅτι τό μοναστήρι θά μείνει μ’ ἕνα ἄτομο ἀπό 40 πού ἦταν τότε. Ἀπό τήν 1-18 Ἰανουαρίου ἔζησε μέ τρία κομμάτια ἀντίδωρο. Καί τήν ἡμέρα αὐτή τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πέθανε.

Λένε ἀκόμη ὅτι σ’ ὅποιο μέρος πήγαινε, τόν παρακολουθοῦσε τόσος πολύς κόσμος, ὥστε ἀνέβαιναν καί πάνω στά δέντρα. Σέ ἄλλα ὅμως μέρη τόν θεωροῦσαν φακίρη. Τέλος, τόν ἔθαψαν στήν ἐκκλησία Φωτοδότη μαζί μέ τόν φρουρό

Ὁ ἀείμνηστος Μιχάλης Δούκισσας κάτοικος Μεσσαριᾶς Ἄνδρου μεταξύ ἄλλων λέει:

Θά σοῦ τά πῶ, ὅπως τά ἄκουσα ἀκριβῶς ἀπό τό στόμα κάποιου πού ἤξερε προσωπικά τόν Παπουλᾶκο. Ἦταν τό 1940 καί εἶχα πάει στό Βουνί νά πάρω κρασί.

Ὁ ἄνθρωπος, πού μοῦ τά εἶπε, ἦταν παπποῦς τῆς γυναίκας μου καί ἦταν τότε 94 χρονῶν. Ἐνῶ καθόμαστε μέσα στό σπίτι, ξαφνικά ἀκούσαμε νά περνάει ἀεροπλάνο καί βγήκαμε νά ἀπολαύσουμε τό θέαμα.

Τό ὑψόμετρο ἦταν μεγάλο καί διακρινόταν καθαρά τό ἀεροπλάνο. Λέω τότε στόν παπποῦ, πού καθόταν παραπέρα· Παπποῦ, τό εἶδες τό ἀεροπλάνο; Ὄχι, παιδάκι μου, δέν μπορῶ νά τό δῶ. Μά δέ μου λές, εἶναι ἄνθρωποι ἐκεῖ μέσα; Ναί, παπποῦ. Καλά μᾶς τά ἔλεγε ὁ Παπουλᾶκος, ὅτι θά ἔρθει καιρός, πού ὁ ἄνθρωπος θά πετάξει, καί ἐμεῖς τόν κοροϊδεύαμε.

Καί ὅτι θά ἔρθει καιρός πού οἱ ἄνθρωποι θά δεθοῦν μέ τίς κλωστές, καί τοῦ λέγαμε: Δέν θά μποροῦν νά τίς σπάσουν; Καί ὅτι θά ἔρθει καιρός πού θά δένουνε τούς σκύλους μέ τά λουκάνικα καί αὐτοί θά φοβοῦνται νά τά φᾶνε καί νά ἐλευθερωθοῦν. Καλά μας τά λεγε ὁ μεγάλος αὐτός προφήτης.

Ὁ παπποῦς μου ζοῦσε στά Φάλικα, ὅπου εἶναι καί τό μοναστήρι, καί ἀπό 15 χρονῶν εἶχε πάει ἐκεῖ, γιά νά μάθει γράμματα. Αὐτό γινόταν μέ ὅλους τους πρωτότοκους γυιούς, οἱ ὁποῖοι ἤ ἔφευγαν ἀργότερα ἤ ἔμεναν καί ἔγραφαν τήν περιουσία τους στό μοναστήρι.

Ἐγώ ὁ ἴδιος πρόλαβα 600 ἄτομα πλήρωμα μοναστηριοῦ (300 προεστοί καί 300 μοναχοί), οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή δέν χωροῦσαν ὅλοι ἐκεῖ, ζοῦσαν στό βουνό σέ κονάκια καί συγκεντρώνονταν κάθε Σαββατόβραδο στήν Πανάχραντο καί τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς φεύγανε πάλι, γιά τίς δουλειές τους. Γιατί καί καλλιεργούσανε κτήματα, ἀλλά καί ἐκτρέφανε πολλά ζῶα.

Ἔχω ἀκούσει ἐπίσης ὅτι ὁ Παπουλᾶκος ἐξαφανιζόταν ἀπό τή Μονή γιά πολλές μέρες (8 – 10) καί τόν χάνανε οἱ ὑπόλοιποι. Κι ὅταν ἐπέστρεφε καί τόν ρωτοῦσαν ποῦ ἦταν, τούς ἀπαντοῦσε: Μά καλά, πρίν ἀπό μία ὥρα μαζί δέν ἤμαστε; Εἶχα πάει νά ἀρμέξω καί ἐπέστρεφα. Γιατί ἀνησυχήσατε; Τό ποῦ πήγαινε ὅλο αὐτό τόν καιρό ἦταν ἄγνωστο στούς ὑπόλοιπους

Κατά τήν παραμονή τοῦ Παπουλάκου στήν Ἄνδρο ἐκοιμήθη ὁ οἰκεῖος ἱεράρχης καί τόν διαδέχθηκε ὁ Μητροφάνης Οἰκονομίδης, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τή γενέτειρα τοῦ Παπουλάκου καί ὡς ἐκ τούτου γνωρίζονταν ἀπό λαϊκοί. Ὁ Μητροφάνης κατηγορήθηκε ὅτι ἀνῆλθε στό ἀρχιερατικό ἀξίωμα μέ σιμωνία, δηλαδή πληρώνοντας. Τό θέρος τοῦ 1855 ὁ Μητροφάνης ἀνέβηκε στή Μονή Παναχράντου καί δυστυχῶς παρεκτράπηκε. Ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς ἀναφέρεται ἐκτενῶς στό τραγικό αὐτό ἐπεισόδιο. Καταχωρεῖται ἕνα ἀπόσπασμα ἀνταποκριτή ἀπό τήν Ἄνδρο:

"Προσεκλήθη εἰς τήν Μονήν Παναχράντου καί καθ’ ἥν στιγμήν οἱ χριστιανοί ἐδέοντο τοῦ Ὑψίστου μετά κατανύξεως καί συντριβῆς καρδίας, ὁ λειτουργός Μητροφάνης ραπίζει τόν ἀμαθῆ καί ἄπειρον ἱερομόναχόν του, καταφέρει εἰς τήν κεφαλήν τοῦ φρενοβλαβοῦς Π. Μαυρομιχάλη τά εἰς χεῖρας του ἀργυρᾶ δικεροτρίκερα.

Ἐξέρχεται καί προσκαλεῖ τόν γέροντα Παπουλάκον, ἵνα τόν νουθετήσῃ ὁ χρείαν ἔχων νουθεσίας καί ἀκούει παρ’ αὐτοῦ τό «ἰατρέ, θεράπευσον πρῶτον σεαυτόν». Ἀλλ’ ἀντί ἑνός λόγου τοῦ θείου Εὐαγγελίου ραπίζει τόν δυστυχῆ αὐτόν γέροντα καί κατασυντρίβει ἐπί τῆς κεφαλῆς του παχεῖαν ράβδον.

Εἴτα καταδεσμεύει αὐτόν εἰς κάθυγρόν τι καί σκοτεινόν δωμάτιον τῆς Μονῆς, ὅπως ἐκεῖ ἀποδώσῃ τάς τελευταίας πνοάς του. Ὁ παράτολμος Μητροφάνης κατεβαίνει εἰς τήν πόλιν καί διαδίδει ψευδῶς ὅτι ὁ πνέων τά λοίσθια γέρων ὕβρισε τό ἱερόν τοῦ Βασιλέως πρόσωπον.

Μεσολαβήσει τοῦ δικηγόρου Ν. Σαριπόλου πρός τόν ἀπηνῆ Μητροφάνην, μεταφέρεται ὁ δυστυχής γέρων εἰς ἄλλο δωμάτιον, ἄλλως ὁ Χριστοφόρος Παπουλᾶκος ἤθελε κατακλείεσθαι σήμερον εἰς ἕνα ψυχρόν τάφον καί ὁ λεγόμενος Ἱεράρχης ἤθελεν εἶσθαι ὁ προφανής του ἀνθρώπου φονεύς.

Καί καταλήγει ὁ ἐξ Ἄνδρου διατριβογράφος:

Περαίνοντες λέγομεν εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον ὅτι οὔτε ὁ προσηλυτισμός τῆς ρωμαϊκῆς προπαγάνδας, οὔτε αἱ βιβλικαί ἐξ Ἀμερικῆς ἑταιρεῖαι, οὔτε οἱ Κίγκαι καί οἱ Καΐραι, οὔτε ἄλλος τις ἐχθρός τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως βλάπτει τοσούτῳ καιρίως τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ὅσῳ οἱ τοιοῦτοι λεγόμενοι στρατιῶται της, οἷος ὁ δεινός ρήτωρ καί εὔσχημος Θεολόγος Μητροφάνης"

Μετά ἀπό αὐτό τό γεγονός ὁ δικηγόρος Ν. Σαρίπολος ζητᾶ νά δεῖ τόν ὁμολογητή ὁσιομάρτυρα γέροντα Χριστοφόρο καί σημειώνει μεταξύ ἄλλων στήν ἀναφορά του:

«Περιεργείας χάριν ἐζήτησα νά ἴδω τόν Παπουλᾶκον, καί τοῦτο μοί ἐπετράπη.

Εἰς τήν θέαν λοιπόν ἀνδρός γέροντος ἐν καθύγρῳ κεκλεισμένου δωματίῳ, καί ἐπί τῆς ὑγρᾶς γῆς κειμένου, τό ράσον αὐτοῦ μόνον ὡς κλίνην ἔχοντος, πικρῶς συνεκινήθην, ἡ δέ λύπη μου ηὔξησε ὅτ’ ἔμαθον ὅτι ἦν καί ἀσθενής, καί ὅτι τῷ ἐγένετο καί ἀφαίμαξις ἐκείνην τήν ἡμέραν.

Καίτοι ἐγίνωσκον τήν αἰτίαν, δι’ ἥν ὁ Παπουλᾶκος ἐτιμωρεῖτο οὕτως, ἠρώτησα ὅμως αὐτόν, οὗτος δέ μοί εἶπεν ὅτι τόν ἐκτύπησεν ὁ ἀρχιερεύς καί τόν ἐφυλάκισε, διότι ἐλάλησε πρός αὐτόν τήν ἀλήθειαν.

Τίς δέ ἦτο ἡ κατά Παπουλᾶκον ἀλήθεια αὕτη; Ὅτι ὁ ἀρχιερεύς ἠγόρασε χρήμασι τήν ἐπισκοπήν, ὅτι τά δαπανηθέντα, ὡς εἰκός, ἔμελλε νά εἰσπράξῃ παρά τοῦ ποιμνίου του, ἵνα μή ζημιωθῇ, καί πρός τοῦτο μάλιστα ἔφερε τῷ ἀρχιερεῖ καί αὐτός ὁ Παπουλᾶκος τήν εἰσφοράν του δραχμήν μίαν».

Ὅμως μετά ἀπό τήν πτώση ἀκολουθεῖ καί ἡ μετάνοια. Ὁ ἐπίσκοπος Μητροφάνης ζήτησε νά μήν ταφεῖ στό καθιερωμένο μέρος ταφῆς τῶν ἐπισκόπων της Ἄνδρου, στό χωριό Ἐπισκοπιό, ἀλλά στή Μονή Παναχράντου, στό Κοιμητήριο τοῦ Φωτοδότη, κοντά στόν τάφο τοῦ Χριστοφόρου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἐκδημήσει μαρτυρικά ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου. Προφανῶς ἐνίωσε τύψεις ὁ παρεκτραπεῖς φονέας ἐπίσκοπος Μητροφάνης.

Μετά ἀπό αὐτούς τούς κατατρεγμούς, ὁ ὁμολογητής καί μάρτυρας Χριστοφόρος αἰσθάνθηκε ὅτι ἔφτανε ἡ ὥρα νά φύγει ἀπό τό μάταιο αὐτό κόσμο. Ἀφοῦ συγχωρέθηκε καί ἑτοιμάσθηκε μέ τά μυστήρια της Ἐκκλησίας μας, κοιμήθηκε τό βράδυ τῆς 18 πρός 19 Ἰανουαρίου 1861, ἥσυχα, ταπεινά καί θρηνήθηκε ὡς Ὁσιομάρτυρας .

7.3 Ἡ διαχρονική τιμή τοῦ Παπουλάκου ὡς Ἀποστόλου τοῦ Γένους καί ὡς ὁμολογητοῦ

Ἐτάφη στό κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναχράντου Ἄνδρου καί ἔγραψαν σέ ἕναν ξύλινο σταυρό

ΜΟΝΑΧΟΣ / ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ / ΚΗΡΥΚΑΣ / ΕΚΟΙΜΗΘΗ ΕΝ ΚΥΡΙΩ / 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1861

Ἀπό τούς πρώτους χρόνους τῆς κοίμησής του ἔγιναν προσπάθειες γιά τήν ἁγιοκατάταξή του, καί τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Ἡ σθεναρή του δράση, ἡ ὁποία ἀποκάλυπτε τά πονηρά σχέδια κατά τῆς Πίστεως καί τοῦ Ἔθνους, δημιουργοῦσε «πρόβλημα» στήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή, στήν συνείδηση, ὄχι μόνο τῶν ἁπλῶν πιστῶν, πού, οὕτως ἤ ἄλλως, πάντα πίστευαν στήν ἁγιότητά του, ἀλλά καί στήν συνείδηση τῶν πολλῶν Ἱεραρχῶν καί σημαντικῶν προσωπικοτήτων. Σέ μητροπόλεις πού ἔδρασε θεωρεῖται προστάτης καί Φωτιστής, π.χ. στά ὅρια τῆς Μητροπόλεως Θήρας μνημονεύεται ὡς ἑξῆς: «Τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Χριστοφόρου καί Διονυσίου τοῦ Ἐπιφανιάδου, τῶν Φωτιστῶν τῆς νήσου Θήρας». Στήν Μάνη μνημονεύεται: «Τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Νίκωνος τοῦ Μετανοεῖτε καί Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου, τῶν Φωτιστῶν τῶν Λακεδαιμονίων».

Ὑπάρχει πλῆθος ἐπίσημων ἀναφορῶν ἀρχιερέων, πού ἀναγνωρίζουν τό ἔργο του, ἀκόμα καί τήν ἁγιότητά του. Ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του, τά ὁποῖα παρέμειναν στό ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, δέν ἔγινε μέ ἐπισημότητα, ἀλλά σιωπηλά. Ὕστερα ἀπό ἐπιμονή τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ τοῦ Παπουλάκου, Ἄρμπουνα, ὁ Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος Πάτσης, στίς 12 Σεπτεμβρίου 1973 φρόντισε νά μεταφερθεῖ ἡ κάρα τοῦ στό ναό τῆς Ἱερᾶς Σκήτης τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στά Ἄρμπουνα Κλειτορίας, πού εἶχε κτίσει ὁ ἴδιος. Ἔκτοτε πλῆθος κόσμου προσέρχεται στό ὀρεινό χωριό καί ἀσπάζεται τήν Τιμία Κάρα του, ἡ ὁποία ἔχει τεθεῖ σέ ἐπίχρυση λειψανοθήκη, εὐωδιάζει καί θαυματουργεῖ, ἐνῶ κοσμεῖται μέ πλούσια ἀναθήματα καί ἄλλα τάματα. Ὅπου ἀλλοῦ φυλάσσονται ἱερά λείψανα τιμῶνται μέ τίς δέουσες ὀρθόδοξες παραδόσεις. Μοναχοί κατά τήν κουρά τους καί λαϊκοί μετά τό ἱερό Μυστήριό του Βαπτίσματος φέρουν τό ὄνομά του. Παλαιότερα εἶχαν συνταχθεῖ ἱερές ἀκολουθίες καί παρακλητικός κανών πρός τιμήν του.

Μέ πρωτοβουλία τοῦ Ἰνστιτούτου γιά τόν Χριστοφόρο Παπουλᾶκο καί χάριν τῆς διάδοσης τῆς μνήμης τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου καί πρός δόξαν Θεοῦ, προέβημεν στήν ἔκδοση τῆς Ἀκολουθίας, τοῦ Παρακλητικοῦ κανόνος καί τῶν Χαιρετιστηρίων Οἴκων στό νέο αὐτό ἱεραπόστολο, ποιήματα τοῦ Μεγάλου Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας καί φιλτάτου Καθηγητοῦ, Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια. Ἐπαινοῦμε αὐτόν καὶ θερμῶς εὐχαριστοῦμε για τήν ὑμνογραφικήν του διακονίαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας. Η πλήρης Ακολουθία θα διανέμεται ἀπό τό ἱεραποστολικό καί μή κερδοσκοπικό Ἰνστιτοῦτο «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» εἰς μνημόσυνον αἰώνιον τοῦ ἀειμνήστου ἱερέως π. Νικολάου Ἀ. Πέττα, ἐνθέρμου θιασώτου καί ζηλωτοῦ τοῦ ὁσιομάρτυρος Χριστοφόρου (κεντρική διάθεση κ. Μαρία, τηλ. 2610-312151, 2610-323243 καί τηλεομοιότυπο: 2610-344629).

Ἡ ἱστορική δαγγεροτυπία τοῦ Παπουλάκου ἀπό τήν ἐποχή πού ζοῦσε καί βρέθηκε στήν οἰκία του στόν Ἄρμπουνα, ἔχει τοποθετηθεί σέ πολλά εἰκονοστάσια σπιτιῶν, ἀλλά καί ναῶν. Ἐπίσης, ἔχουν ἱστορηθεῖ πλεῖστες εἰκόνες τοῦ ὁσιομάρτυρος Χριστοφόρου καί ἔχουν κτισθεῖ ναοί σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια, ἀφιερωμένοι στήν μνήμη του, ὅπως μικρό ἐκκλησάκι στά Ἄρμπουνα τῆς οἰκογένειας Νασιόπουλου, παρεκκλήσιο στήν Ἱερά Μονή Ἁγίων Αὐγουστίνου καί Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ στό Τρίκορφο Φωκίδος, στήν Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας, στό Ἐμπορεῖο Θήρας, στό Ναύπλιο, στήν Ζωφριά Ἀττικῆς. Ἀκόμα στό Μαρκόπουλο Ἀττικῆς ὑπάρχει μεγαλοπρεπές πνευματικό κέντρο μέ τήν ὀνομασία «Ὁ Παπουλᾶκος», πού τό ἵδρυσε ὁ γνωστός γιά τό φιλανθρωπικό του ἔργο π. Διονύσιος Καλάργυρος, ὅπου σέ αὐτά τιμᾶται ταπεινά τό ὄνομα τοῦ Ὁσίου.

7.4 Τί γράφουν γιά τόν Παπουλᾶκο σύγχρονες προσωπικότητες

Πολλές εἶναι οἱ πνευματικές μορφές τῆς ἐποχῆς μας, πού ἔχουν ἀναφερθεῖ στήν προσωπικότητα, τήν ὁσιότητα, τή δράση, τίς προφητεῖες και τά θαύματα τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου του Παπουλάκου. Μάλιστα πολλοί ἱεράρχες τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι σύμφωνοι μέ τήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του, ἐνῶ πλῆθος ἐγγράφων ἀπό Ἱεράρχες, συλλογή θαυμάτων τοῦ Παπουλάκου κ.τ.λ., πού κατέχει τό «Ἱστορικό Ἀρχεῖο Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» ἐνισχύει τήν ἄποψη αὐτή.

Ἀπό αὐτές τίς ἐπιστολές, πού τίς περισσότερες δημοσιεύουν ὁ ἀρχιμ. Νεκτάριος Μουλατσιώτης καί ὁ Νασιόπουλος μεταγράφονται ὁρισμένες.

Ἀπό τό σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὁ φωτισμένος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας γράφει «Ἡ Ἐκκλησία ζητεῖ ἀπό ἠμᾶς τούς κληρικούς τήν ζωήν καί τό ἱεραποστολικόν ἔργον τοῦ Παπουλάκου».

Ἀκόμα οἱ μακαριστοί ἀρχιεπίσκοποι Ἀμερικῆς Μιχαήλ καί Ἰάκωβος, ὁ μέν πρῶτος σέ ἐπιστολή τοῦ πρός τόν Ἐθνικό Κήρυκα τῆς Νέας Ὑόρκη χαρακτηρίζει τόν Παπουλᾶκο «ἐμπνευσμένην φυσιογνωμίαν μεγάλου ἀνθρώπου τοῦ λαοῦ» καί ὁ δεύτερος ἀναφέρει τήν 8η Μαρτίου 1985 «Εἰς τήν ἐποχήν μας, κατά τήν ὁποίαν τά κηρύγματα τῆς ἀρνήσεως καί τῆς ἀθεΐας δηλητηριάζουν ἐπικινδύνως τάς ψυχάς τῶν νέων, ἡ προβολή ἡρώων τοῦ πνεύματος καί τῆς ἀρετῆς, ὡς ὁ Παπουλᾶκος, εἶναι ἀναγκαία».

Ἐπίσης, βλέπε τήν δήλωση τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεποσκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου, ὅτι σέ ἐπίσκεψή του στήν Κλειτορία: «…θά ἁγιοποιήσει τόν Παπουλάκο», ὡστόσο λόγο τῆς ταχείας ἀσθένειάς του καί τῆς κοιμήσεώς του δέν πρόλαβε.

Ὁ μακαριστός μητροπολίτης Ἀργολίδος Χρυσόστομος, στις 4 Μαρτίου 1985, μεταξύ ἄλλων γράφει: «Χαίρω ἰδιαιτέρως διά τήν ἐπίδοσίν Σας, πρός προβολήν τοῦ ὄντος Ἁγίου ἀνδρός Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου. Εἶναι καιρός νά προβληθῆ ἡ Ἁγία ὄντως αὔτη μορφή, πού ἡ ψυχή τοῦ διεκαίετο ἀπό τόν ἔρωτα πρός τόν Χριστόν καί τήν Ἑλλάδα».

Ὁ μακαριστός μητροπολίτης Νικαίας Γεώργιος τή 12η Μαρτίου 1985 μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: «Ἀπ’ ὅσα κατά καιρούς ἔχουν γραφτεῖ ἀπό ἱκανούς ἐρευνητάς, ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Παπουλᾶκος ὄντως ὑπῆρξε μία φλογερή προσωπικότης γεμάτη ἀπό ἀφοσίωσιν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τήν πατρίδα, κάτι παρόμοιον μέ τόν ἅγιον Κοσμᾶν τόν Αἰτωλόν».

Ὁ μακαριστός μητροπολίτης Λαρίσης Σεραφείμ ἀναφέρει: «Ἀγαπητέ π. Νεκτάριε, εὐχαριστῶ θερμως. Σᾶς συγχαίρω διά τήν ζηλωτικήν Σας προσπάθειαν καί εὔχομαι διαπύρως καλήν δύναμιν στήν θεοφιλῆ προσπάθειάν σας. Δέν γνωρίζω τόσα ὅσα ἐσεῖς διά τόν Ἁγ. Χριστοφόρον Παπουλᾶκον. Τιμῶ καί εὐλαβοῦμαι τό ὄνομά του –ἐξ ὅσων ἔχω ἀκούσει- καί πάλιν Σας εὔχομαι Καλήν Δύναμιν καί τόν θεῖον φωτισμόν τοῦ καλοῦ ἔργου».

Ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολις Λάμπης καί Σφακίων τή 25 Ἰανουαρίου 1983 γράφει: «Ὁ Παπουλάκος εἶναι καταξιωμένος εἰς τήν συνείδησιν τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ καί τοῦτο ἀποτελεῖ τό μοναδικόν στοιχεῖον διά τήν ἀναγνώρισίν του ὡς Ἁγίου της Ἐκκλησίας. Οὐδέν ἕτερον χρειάζεται».

Ὁ σεβασμιώτατος μητροπολίτης Γρεβενῶν κ. Σέργιος στις 26 Ἰανουαρίου 1983 λέει ὅτι εὐχαριστεῖ γιά τήν ἀποστολή εἰκόνων τοῦ μοναχοῦ Παπουλάκου: «..καί συγχαίρομεν διά τήν ἀπόφασιν ὑμῶν ὑπέρ τοῦ ἁγίου καί ἐνθομάρτυρος, πιστοῦ τέκνου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς φιλτάτης ἠμῶν πατρίδος τῆς Ἑλλάδος..».

Ὁ γνωστός γιά τήν ἐνασχόλησή του μέ τήν νεοελληνική ἱστορία Σπύρος Μαρκεζίνης, γράφει: «Ὑπῆρξαν πάντοτε οἱ πιστεύοντες εἰς τήν ἁγνότητα ἀκόμα καί τήν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρός».

Θαυματουργή εἰκόνα τοῦ νέου ἀποστόλου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού φυλάσσεται στήν Ἱ. Μονή Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου (Ἑλληνικό Γορτυνίας)
Θαυματουργή εἰκόνα τοῦ νέου ἀποστόλου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού φυλάσσεται στήν Ἱ. Μονή Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου (Ἑλληνικό Γορτυνίας)