Ἡ ἀνοιχτή ρήξη μέ τίς ἀρχές
5.1 Ἡ συνέχεια τῆς περιοδείας του
Ὅπως εἶναι ἐπόμενο, ὁρισμένα ὄργανα τῆς δημόσιας διοίκησης, νομάρχες, ἔπαρχοι καί χωροφύλακες, οἱ ὁποῖοι συχνά ἔλπιζαν σέ προαγωγές, ἑρμήνευαν ὡς ἀντικαθεστωτικά τά λεγόμενά του καί, ἀπό ἕνα σημεῖο καί ἔπειτα, δέν δίσταζαν νά ἐνημερώνουν μέ ἡμιεπίσημες ἐπιστολές τους τήν κεντρική διοίκηση στήν Ἀθήνα. Ὁ νομάρχης Μεσσηνίας Γ. Ροντόπουλος, μετά τήν Διδαχή τοῦ Παπουλάκου στήν Καλαμάτα, τοῦ ζήτησε νά φύγει ἀπό τήν πρωτεύουσα ἀθόρυβα, ὅπως καί πράγματι ἔφυγε, γιά νά μήν προκληθεῖ ἀναστάτωση. Κατόπιν, μετέβη διαδοχικά στούς δήμους Ἀλαγονίας, Ἀμφείας καί Θουρίας. Ἔφτασε μέχρι τήν Μονή Βουλκάνου, ὅπου τόν φιλοξένησε ὁ Καθηγούμενος μέ τήν συνοδεία του. Ἐπειδή, ὅμως, συνέχιζε τό κηρυκτικό τοῦ ἔργο, ὁ νομάρχης τοῦ παρήγγειλε, ἐπιτακτικά καί αὐθαίρετα, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν περιοχή του. Ὄντως, κατευθύνθηκε, διά τῆς ὁδοῦ τῶν Δερβενῖων, στόν νομό Ἀρκαδίας, μή πορευόμενος πρός τούς δήμους τῆς ἐπαρχίας Μεσσήνης, ὅπου ἐπιμόνως τόν προσκαλοῦσαν κλῆρος καί λαός. Στήν πορεία, κατευθύνθηκε στόν δῆμο Τριπόλεως καί τελικά ἔφτασε στήν Κυπαρισσία, ὅπου ὁ ἔπαρχος Τριφυλίας τόν δέχτηκε.
Ἐντωμεταξύ, ἡ κυβέρνηση πανικοβλημένη ἀπό τά τεκταινόμενα, τά σχετικά μέ τήν ἀποδοχή καί προσήλωση τοῦ λαοῦ πρός τόν ὅσιο Χριστοφόρο, ἦρθε σέ ἀντιπαράθεση μέ τήν Ἱερά Σύνοδο, ἡ ὁποία ἐξέδωσε ἀπόφαση νά προσέλθει ἐνώπιόν της «ἵνα δώσῃ λόγον περὶ τοῦ σκανδαλώδους αὐτοῦ κηρύγματος». Ὁ Παπουλᾶκος, ἔχοντας τήν κακή ἐμπειρία τῆς πρώτης ἐμφανίσεώς του ἐνώπιόν της Συνόδου, γιά τήν ἄδεια κηρύγματος, καί κατανοώντας τίς προθέσεις τῆς δουλικῆς, πρός τήν ξενόφερτη ἐξουσία, Συνόδου, δέν ἀνταποκρίθηκε καί κατευθύνθηκε στα Ἄρμπουνα, γιά νά συνεχίσει τήν ἄσκηση τοῦ κηρύγματός του.
5.2 Δεύτερος κύκλος τῆς περιοδείας του
Τούς δύο τελευταίους μῆνες τοῦ 1851 καί τούς τρεῖς πρώτους του ἑπομένου ἔτους δέν εἶναι γνωστές οἱ ἐνέργειές του, ἀλλά ἐκτιμᾶται ὅτι παρέμεινε ἡσυχάζων στά Ἄρμπουνα, στήν Σκήτη καί στήν οἰκία του.
Ὁ νέος κύκλος τῆς περιοδείας του ξεκίνησε ἀπό τήν ἐπαρχία Σπετσῶν καί τήν Ἑρμιονίδα, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπό τήν Κορινθία καί τήν Ἀργολίδα. Τό κήρυγμά του στίς Σπέτσες καρποφόρησε ὅσο πουθενά ἀλλοῦ μέχρι τότε. Οἱ ἐκδηλώσεις εὐλάβειας τῶν κατοίκων ἔφτασαν σέ ἀκραῖα σημεῖα. Ἀκόμα καί οἱ λίθοι, πάνω στούς ὁποίους πάτησε, γιά νά κηρύξει, θεωροῦνταν ὅτι εἶχαν θαυματουργικές ἰδιότητες. Μάλιστα διαδόθηκε ὅτι ἐμφανιζόταν καθ’ ὕπνο σέ πιστούς καί τούς ὑποδείκνυε σημεῖα, γιά νά ἀνοίξουν πηγάδια, ὅπως στίς Σπέτσες. Σημειωτέον πώς ή κεντροανατολική πλευρά τοῦ συγκεκριμένου νησιοῦ ἦταν τελείως ἄνυδρη. Πράγματι, ἕνας εὐλαβής Σπετσιώτης, ποῦ εἶδε σέ ὅραμα τόν Παπουλᾶκο, μετέβη στό υποδειχθέν σημεῖο καί, ἀνοίγοντας πηγάδι, βρῆκε ἀναβλύζον πόσιμο νερό. Τό πηγάδι αὐτό θεωρήθηκε ὡς ἁγίασμα καί τό θαῦμα ταξίδεψε στόμα μέ στόμα σέ ὅλους, ὅσοι πίστευαν καί ὅσοι ἔμελλε νά πιστέψουν στήν ἁγιότητα τοῦ Παπουλάκου.
Ἀκολούθως, μετέβη, ἀπέναντι των Σπετσῶν, στό Κρανίδι, τοῦ ὁποίου οἱ κάτοικοι ἦταν Ἀρβανίτες. Τά ἀποτελέσματα τῆς ὁμιλίας τοῦ ἦταν καί ἐκεί ἐκπληκτικά. Τό κήρυγμά του τό ἐκφώνησε ἀπό ἕνα δέντρο, στό ὁποῖο μετά τήν ἀποχώρησή του ἀνήγειραν προσκυνητάρι μέ σταυρό.
Στίς Σπέτσες καί στό Κρανίδι τά πλήθη ἄρχισαν νά ἐξεγείρονται ἐναντίον τῶν ἐκπροσώπων τῆς δημόσιας διοίκησης, πού ἤθελαν νά φιμώσουν τόν Ἁγιοπατέρα τους. Λιτανεῖες καί ἀγρυπνίες γίνονταν στήν μνήμη του. Οἱ ἱερεῖς ἐκεῖ, ἀλλά καί σέ ἄλλα μέρη τίς ἐπικράτειας ἔπαυσαν νά μνημονεύουν τό ὄνομα τοῦ βασιλέως κατά τήν Θεία Λειτουργία καί ἀντί αὐτοῦ μνημόνευαν τό ὄνομα τοῦ Χριστοφόρου «ὡς ὀρθοτομοῦντος τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Στήν Ὕδρα καί στίς Σπέτσες ἔβλεπαν νά κινοῦνται τά κανδήλια καί να δακρύζουν οἱ εἰκόνες κατά τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του.
Μετά ἔφτασε στήν Λακωνία, διερχόμενος ἀπό τῆς ἐπαρχίες Κορινθίας καί Ἀργολίδος. Στήν Λακωνία οἱ ἀκόλουθοί του, γιά νά μήν συλλάβουν τόν ὅσιο Χριστοφόρο, ἔκαναν πραγματική ἔνοπλη στάση, ὅπως θά περιγραφεῖ παρακάτω, ἡ ὁποία μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἕνα εἶδος ἐπαναστατικοῦ «κινήματος».
5.3 Στήν Λακωνία
Ὁ Παπουλᾶκος μετέβη στόν νομό Λακωνίας τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1852. Ἀποβιβάστηκε στήν Μονεμβασιά, περιῆλθε ἀρχικῶς τίς ἐπαρχίες Ἐπιδαύρου, Γυθείου καί μετ’ ὀλίγον ὁλόκληρη ἡ κεντρική καί δυτική Λακωνία ἦταν ἀνάστατη ἀπό τά κηρύγματά του. Εἶναι ἐκπληκτικό, πῶς στήν τόσο τραχειά καί δυσπρόσιτη Μάνη κατάφερε νά ἔχει τόσο ἀπροσδόκητα ἀποτελέσματα ὁ λόγος του. Ὁρισμένες δυτικόφιλες ἐφημερίδες στήν Ἀθήνα πίεζαν ἀφόρητα τό κράτος γιά τήν σύλληψή του, μέ ἐπικριτικά σχόλια, ἐνῶ παράλληλα οἱ ἀναφορές τῶν νομαρχῶν, ἐπάρχων καί χωροφυλάκων ἄρχισαν νά μιλοῦν γιά τήν ἐπικίνδυνη ἔξαψη, πού προκαλοῦσε ἐναντίον τῆς ἐξουσίας καί τῶν ξένων προστατῶν της «ὁ λαοπλάνος Παπουλᾶκος, ἀγύρτης» κ.ἅ..
Ὑπῆρξε ἐξαναγκασμός τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πολιτεία, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι πολλά κείμενα τῶν Συνοδικῶν ἐγγράφων τά συνέτασσε ὁ Γεν. Γραμματέας τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, Ἀνδρέας Μάμουκας, καί κατόπιν μέ ἀπειλές τά πήγαιναν στήν Ἱ. Σύνοδο γιά νά τά ὑπογράψει αὐτοστιγμεί! Ἔτσι, στίς 15 Μαΐου 1852 ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀφαίρεσε τήν ἄδεια κηρύγματος καί τοῦ ἐπέβαλε περιορισμό στήν Μονή τοῦ Προφήτου Ἠλιού Θήρας, δῆθεν γιά τήν παρακοή του νά παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν της, ἐνῶ ο πραγματικός λόγος ἦταν ὅτι ἤθελε νά τόν φιμώση, γιατί καταφερόταν κατά τῶν ἀπεσταλμένων τῆς Δύσης, καί τῶν μεγάλων δυνάμεων, πού εἶχε, κάθε μία, τά συμφέροντα της. Κυρίως ἐπέκρινε τρεῖς χῶρες καί ἐξηγοῦσε προορατικά τί θέλει κάθε μία ἀπό αὐτές. Γιά τήν Ἀγγλία έλεγε ότι θέλει νά κατευθύνει τά πολιτικά πράγματα τῆς χώρας μας, για τούς Ὀθωμανοῦς ότι ἤθελαν νά πάρουν τήν Μικρά Ἀσία (βλ. Μικρασιατική Καταστρωφή τοῦ 1922) καί γιά τούς Ἑβραίους ὅτι θέλουν νά καταλάβουν τήν Ἁγία Γῆ (βλ. τήν ἵδρυση τοῦ ἑβραϊκοῦ κράτους καί τίς ἐπιδιώσεις τους γιά τό Πατριαρχεῖο).
Ἐπίσης, ἀπέστειλε ἐγκύκλιο πρός κλῆρο καί λαό τῆς Λακωνίας, διά τῆς ὁποίας κατήγγειλε τόν «λήρους ἀσέμνους καὶ σκανδαλώδεις ἐξευρευγόμενο» μοναχό Χριστοφόρο καί παρακινοῦσε τούς πιστούς σέ ὑπακοή τοῦ Βασιλέα καί τῆς κυβέρνησης καί κυρίως ἐξύβριζε ξένα κράτη, πού προστάτευαν τήν ἐξουσία. Ἐπιπλέον, ἀπέστειλε δύο διαπρεπεῖς, πεπαιδευμένους καί εὐφραδεῖς ἱεροκήρυκες τόν Καλλίνικο Καστόρχη, τόν μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπο Φθιώτιδος καί τόν Νεόφυτο Κωνσταντινίδη. Ὁ πρῶτος ἀπεστάλη στήν Λακωνία καί ὁ δεύτερος στίς ἐπαρχίες Σπετσῶν καί Ἑρμιονίδος.
Ἡ ἐγκύκλιος καί ἡ ἀποστολή τῶν ἱεροκηρύκων εἶχε τά ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀποτελέσματα και παρόργισε περαιτέρω κλῆρο καί λαό. Οἱ κληρικοί, ἀπό τή μία, δέν δέχτηκαν τίς ἐγκυκλίους, διότι γνώριζαν ὑπό ποιά πίεση ἐκδόθηκαν καί ἀμφισβήτησαν τό κῦρος τους, διότι δέν ἔφεραν τίς ἀπαιτούμενες ὑπογραφές τῶν ἱεραρχῶν. Από τήν ἄλλη, ὁ λαός διέδιδε ὅτι ἡ Σύνοδος διά τῆς ἐγκυκλίου τῆς κατά τοῦ Παπουλάκου, ὑπέκυψε στις προτεστατικές επιδιώξεις των «Λουθηροκαλβινιστῶν» οἱ ὁποῖοι ἀπαγόρευαν τό βάπτισμα πρό τοῦ εἰκοστοῦ ἔτους τῆς ἡλικίας, τήν χρήση τοῦ ἁγίου μύρου καί διέταξε τήν κατάργηση τῶν νηστειῶν καί τήν καθαίρεση τῶν ἁγίων εἰκόνων. Γενικῶς, κατάλαβαν ὅτι ἡ κυβέρνηση ἔχοντας φιμώσει καί ὑποτάξει τήν Σύνοδο, ἐργάζονταν νά ἀλλοιώσουν τό Ὀρθόδοξο δόγμα η, ὅπως ἔλεγε ὁ Παπουλᾶκος, «κινδυνεύει τό θρησκευτικόν». Ὁ λαός τοῦ Κρανιδίου ὀργίσθηκε τόσο πολύ μέ τόν ἀρχιμ. Νεόφυτο Κωνσταντινίδη, ὅταν αὐτός προσπάθησε νά κηρύξει, πού προέβη σέ ἐχθρικές διαδηλώσεις ἐναντίον του. Ὁρισμένοι θερμόαιμοι μάλιστα λιθοβόλησαν τήν οἰκία ὅπου διέμενε, μέ ἀποτέλεσμα ὁ συγκεκριμένος ἱεροκήρυκας, νά ἀποχωρήσει ἐσπευσμένα τελείως ἄπρακτος, ἐνῶ πλῆθος τόν προέπεμπε μέχρι τήν παραλία μετ’ ὀνειδιστικῶν κραυγῶν καί χειρονομιῶν.
Παράλληλα, ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ὁ ἐκκλησιαστικός ἐπίτροπος τῆς νομαρχίας Ἀργολίδος καί Κορινθίας ἀπαγόρευσε τήν τέλεση τῶν καθημερινῶν παρακλήσεων στό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στίς Σπέτσες, λόγω του ὅτι ἀπό ἐκεῖ προέρχονταν διαδηλώσεις ὑπέρ τοῦ Παπουλάκου. Οἱ ἱερεῖς γνωστοποίησαν ὅτι παρεμποδίζονταν στήν τέλεση τῶν ἱεροπραξιῶν τους ἀπό τον Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο, και, ἔτσι, τό ἑσπέρας τῆς 22ας Μαΐου 1852 τρεῖς χιλιάδες πολίτες περίπου, λιθοβόλησαν τήν οἰκία τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Ζαχαρία Μαθᾶ καί πολιόρκησαν τό ἐπαρχεῖο, ζητώντας τό πρωτότυπό τῆς ἐγκυκλίου τῆς Συνόδου, γιά νά τό κάψουν ἐπιδεικτικά. Τελικά πείσθηκαν νά ἀπέλθουν, ἀφοῦ ἔλαβαν ἄδεια νά τελέσουν ἀγρυπνία στό ναό.
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Μαΐου 1852 δόθηκαν ἐντολές στά ὄργανα τῆς δημόσιας διοίκησης νά συλλάβουν τόν Παπουλᾶκο. Παράλληλα ὅμως, στούς ἀνθρώπους, πού παρακολουθοῦσαν τά κηρύγματά του, ἐκτός ἀπό πολυάριθμες γυναῖκες ἐμπλέκονταν καί ἔνοπλοι άνδρες, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νά τόν συνοδεύουν σέ κάθε τόπο γιά προστασία του. Ὁ ἀριθμός τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἐναλλάσσονταν, ἀναλόγως των περιστάσεων. Σύμφωνα μέ ἔκθεση τοῦ ἐπάρχου Οἰτύλου, στό χωριό Προάστιο τοῦ δήμου Καρδαμύλης, μετέβη συνοδευόμενος από τριακοσίους ἔνοπλους. Στό χωριό Λαγκαδά, ἡ δημόσια δύναμη, πού απεστάλη πρός καταστολή ταραχῶν, τόν βρῆκε νά περιφρουρεῖται ἀπό ἑκατόν πενήντα ἐνόπλους. Ὁ ἴδιος ἔπαρχος ἀνέφερε ὅτι ἡ φρουρά τοῦ ἔφτασε νά ἀποτελεῖται καί ἀπό τέσσερις χιλιάδες λαοῦ.
Στά Πηγάδια μετέβη ἐκ δήμου Ἀβίας μέ δυόμισι ἤ τρεῖς χιλιάδες λαοῦ. Στό Μαυροβούνιο οἱ συνηγμένοι ἀνέρχονταν στούς ἕξι χιλιάδες. Χαρακτηριστικά, ὁ ἔπαρχος Γυθείου, στό ἀπό 14 Μαΐου 1852 ἔγγραφό του πρός τόν Ὑπουργό Ἐσωτερικῶν, ἀνέφερε:
Ἀνάμεσα στόν κόσμο πού τόν ἀκολουθοῦσαν, πρωτοστατοῦσε ὁ κλῆρος. Σύσσωμο τό ἱερατεῖο Λακωνίας, ἀψηφοῦσε τίς παραινέσεις τῆς Συνόδου καί συνόδευε τόν Παπουλᾶκο. Ὁ ἐπίσκοπος Ἀσίνης Μακάριος, μέσα στό ὅλο ἐνθουσιαστικό κλίμα ἀναγνώρισε τήν ἁγιότητα τοῦ Παπουλάκου. Μάλιστα περιβεβλημένος τήν ἀρχιερατική του στολή καί περιστοιχισμένος ὑπό ἱερέων καί διακόνων τόν ὑποδέχτηκε σέ ὁμιλία του πού πραγματοποίησε στήν περιφέρειά του.
5.4 Ἡ διάλυση τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας
Ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς ζητοῦσε τήν ἐπέμβαση τῆς κυβέρνησης γιά νά φιμώσουν τόν Παπουλᾶκο. Οἱ μυθώδεις φῆμες γιά τήν ἐπιρροή τῶν Ρώσων, ὡς ὁμοδόξων, ὥστε νά ἐκπληρωθοῦν οἱ προφητεῖες τοῦ Ἀγαθαγγέλου γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Πόλης καί τήν ἐκπλήρωση τῆς μεγάλης ἰδέας, εἶχαν τρομερή διάδοση ἀνάμεσα στόν λαό. Πολλές ἀπό τίς φῆμες ἦταν προφανές ὅτι ὑποκινοῦνταν ἀπό τούς ρωσόφιλους. Ὅλα αὐτά, σέ συνδυασμό μέ τήν πνευματική ἐπανάσταση τῶν λεγομένων «Παπουλακιστῶν», ὁδήγησαν τόν Κοσμᾶ Φλαμιάτο καί τά μέλη τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας, σέ μία ἐσπευσμένη γενική συγκέντρωση στήν Λακωνία.
Ἡ Λακωνία κατακλείστηκε ἀπό ρασοφόρους, γιά αὐτό ἡ κυβέρνηση φοβούμενη τήν ὅλη ἔκρυθμη κατάσταση, προέβη σέ δυναμικές ἐνέργειες. Ἀρχικῶς ἀπαγόρευσε τήν ἐλεύθερη μετακίνηση τῶν κληρικῶν χωρίς εἰδικό διαβατήριο καί κατόπιν σταδιακά ἐξέδωσε μαζικά ἐντάλματα σύλληψης καί ξυλοδαρμοῦ τους. Πρῶτα συνελήφθησαν ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ὁ Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος καί ἀργότερα πολλοί ἄλλοι λαϊκοί, μοναχοί καί ἱερεῖς τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας. Ἀπό ἔρευνα δέ, πού ἔγινε στήν οἰκία τοῦ Φλαμιᾶτου ἀνευρέθησαν ἐπιστολές μέ τίς ὁποῖες ἐπικοινωνοῦσε μέ διάφορα μέλη τῆς Ἑταιρείας, ἔτσι σιγά – σιγά (μέ τήν ἔρευνα πού προχωροῦσε) συνελήφθησαν ἑκατοντάδες ἄτομα σέ ὅλη τήν τότε Ἑλλάδα, μεταξύ τῶν ὁποίων περίπου ἑκατόν πενήντα κληρικοί. Τά γεγονότα αὐτά, ἐξαιτίας τῆς συμμετοχῆς πολλῶν κληρικῶν, πῆραν ἀπό τόν τύπο τῆς ἐποχῆς τόν τίτλο «καλογηρική συνωμοσία».
Ἡ πνευματική ἀφύπνιση τοῦ Χριστοφόρου εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀνησυχεῖ τά γρανάζια τῆς ἐξουσίας καί «ἐφοβήθησαν» δηλαδή «φόβον, ἐκεῖ, ὅπου οὐκ ἦν φόβος», καί, ὅπου τόν ἔβλεπαν νά κηρύττει, τόν συνελάμβαναν ἀμέσως. Ἄρθρο ἐφημερίδας γράφει γιά τό θέμα τοῦ φόβου ἀπό τοῦς μοναχούς «βεβαιοῦται ὅτι οἱ μέχρι τοῦδε συλληφθέντες καί εἰς φυλακάς ὁδηγηθέντες Καλόγηροι λογίζονται μέχρι τῶν 150». Πίσω μάλιστα ἀπό τό κίνημα αὐτό διέβλεπαν ὅλα τά μοναστικά κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως τό Ἅγιο Ὄρος, τίς Μονές τῆς Βοιωτίας, τῶν Μετεώρων, τῶν Νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καί τοῦ Ἰονίου, τῆς Ἀττικῆς καί τῆς Πελοποννήσου. Σημειώνει ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς γιά τό θέμα αὐτό χαρακτηριστικά:
Ἡ ἀνάκρισις ἐπί τῆς καλογηρικῆς συνωμοσίας ἐξακολουθεῖ· συνελήφθησαν πολλά ἄτομα, ἐφυλακίσθησαν πολλοί καλόγηροι· ὡς λέγουσιν, ἡ ἑστία τῆς καλογερικῆς ταύτης συνωμοσίας εἶναι τό ἅγιον Ὅρος καί τό Μέγα Σπήλαιον τῆς Πελοποννήσου καί τά ἐπισημότερα μοναστήρια τῆς Στερεάς.
Σκοπός δέ τῶν μοναχών ἡ καταστροφή τῶν ἐκπαιδευτικῶν καταστημάτων, ἡ διατήρησις μόνον τῶν μικρῶν σχολείων, εἰς τά ὁποία νά μανθάνωσι τά μειράκια τό ὀκταήχι, καί τόν ἀπόστολον, ὡς ἐπί τῆς βαρβάρου ἐποχῆς, καί ἄλλα τοιαῦτα μωρῶν καί φωτοσβεστῶν σχέδια».
Μία ἄλλη ἐφημερίδα παρομοιάζει τό γεγονός τῆς σύλληψης τῶν κληρικῶν ὡς ἑξῆς:
«Αἱ Ἀθῆναι ἀπό τινος ὁμοιάζουν τήν Μαδρίτην τῆς Ἱσπανίας ἤ τήν Ρώμην, διότι ὡς ἐκεῖ εἰς πᾶσαν γωνίαν δέν ἀπαντᾷ τις ἤ καλογήρους, οὕτω καί ἐνταῦθα, ὡς ἐκ συνθήματος, πρό πολλοῦ εἶχον συρρεύσει ἄπειροι κληρικοί. Ἤδη ὅμως ἤρχισε ν’ ἀραιοῦται ἡ τάξις αὐτῶν, διότι οἱ πλειότεροι ἐξ αὐτῶν συλληφθέντες ἐφυλακίσθησαν καί ἄλλοι ἀπήχθησαν εἰς Πάτρας, ἔνθα ἀνακρίνονται».
Γιά νά πτοηθεῖ μάλιστα αὐτός ὁ ἀγώνας γιά πνευματική ἀφύπνιση, ἀπειλοῦσαν τίς Μονές ὅτι ἡ ἐξουσία θά τίς κλείσει. Γράφει μία ἐφημερίδα γιά τό θέμα αὐτό: «Ὡς βεβαία λέγεται ἡ σύνταξις νομοσχεδίου περί τῶν ἱερῶν Μονῶν, καθ’ ὅ αἱ τέσσαρες ἰδίως Μοναί τοῦ Μεγασπηλαίου, τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, τῶν Ταξιαρχῶν καί τῶν Ἁγίων Θεοδώρων λαμβάνουσιν ἐμμέσως τήν τύχην τῶν κατά τό 1833 διαλυθέντων Μοναστηρίων διά τῆς Ἀντιβασιλείας»
Ἐπίσης, ἀπό τίς ἀποκαλούμενες «ἐπικίνδυνες κατά τοῦ καθεστώτος κατασχεμένες ἐπιστολές», ἐπιβεβαιώθηκε ἡ σχέση τοῦ Παπουλάκου μέ τόν Φλαμιᾶτο καί τήν Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία, ἀλλά, ὅπως προαναφέρθηκε ἡ σύλληψή του δέν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση, ἀφοῦ ὅπως ἔλεγε ὁ Παπουλᾶκος «θά μέ συλλάβετε, ὅταν εἶναι ἡ στιγμή ἀπό τόν Θεό».