4ο Κεφάλαιο – Μερική ἀναστολή καί ἐντατικοποίηση τῆς δράσεώς του

Μερική ἀναστολή καί ἐντατικοποίηση τῆς δράσεώς του

4.1 Ἕνας ἀνασταλτικός παράγοντας στήν δράση του

Τό κήρυγμά του ἦταν δίστομη ρομφαία, σύμφωνα μέ τήν εὐαγγελική ρήση. Ἤδη σέ ἔγγραφο τοῦ 1851, ὁ νομάρχης Ἀρκαδίας κατόπιν καταγγελίας τοῦ δημοδιδάσκαλου Λαγκαδίων καί Γορτυνίας Σεραφείμ Παναγάκη, τόν συνέλαβε στήν Τρίπολη, ὕστερα ἀπό ὁμιλία, πού εἶχε πραγματοποιήσει κατά τοῦ ἄθεου τρόπου διδασκαλίας, πού ἤθελαν νά ἐπιβάλουν οἱ Βαυαροί. Τελικά, κατόπιν παρεμβάσεως τοῦ Πρωθυπουργοῦ Κωνσταντίνου Κανάρη, διατάχθηκε ἡ ἀπελευθέρωσή του ὑπό τήν προϋπόθεση νά παρουσιαστεῖ γιά απολογία ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

Πράγματι, γύρω στά 1848 παρουσιάζεται στήν Ἱερά Σύνοδο, ἐπιδιώκοντας νά τοῦ χορηγηθεῖ ἄδεια ἱεροκήρυκα. Ἡ Σύνοδος τοῦ ἀρνήθηκε τήν ἄδεια, γιατί πιεζόταν ἀπό τήν ἐξουσία. Εἰδικότερα, οἱ τότε Μητροπολίτες Ἀθηνῶν Νεόφυτος Μεταξᾶς καί ὁ Σύρου καί Τήνου Δανιήλ ὑποστήριξαν τήν αἴτησή του, ἀλλά οἱ Καλαβρύτων Βαρθολομαῖος, Οἰτύλου Προκόπιος καί ὁ ἐντεταλμένος ἀπό τήν ἐξουσία, περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἀρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης, ὑπερίσχυσαν ἀρνούμενοι τή χορήγηση ἀδείας, διότι δέν διέθετε τά «ἀπαιτούμενα προσόντα καὶ ἐφόδια».

Ἡ ἄρνηση αὐτή προκάλεσε ἀναστάτωση στό λαό, πού περίμενε τίς σωτηριώδεις Διδαχές του καί εἶχε μονάχα προσωρινά ἀνασταλτικό ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ ὁ Παπουλάκος ἐν τέλει συνέχισε τό κηρυκτικό του ἔργο περιοδικά, κατόπιν γραπτῆς ἀδείας τῶν Μοραϊτῶν ἐπισκόπων. Ὡς ἐδῶ, ἀπό ὅ,τι εἴδαμε, περιῆλθε κυρίως τῆν ἐπαρχία Καλαβρύτων, τῶν νομῶν Ἀχαΐας καί Ἀρκαδίας. Ἡ οὐσιαστική ὅμως ἐντατικοποίηση τῆς δράσης του ἔγινε τά ἑπόμενα ἔτη, 1851 καί 1852.

4.2 Ἡ ἐντατικοποίηση τῆς δράσεώς του μέ ἔντονη κριτική τῶν αὐθαιρεσιῶν τῆς ἐξουσίας

Τό 1851 σχηματίζεται κυβέρνηση ἀπό τόν ναύαρχο Ἀντώνιο Κριεζῆ, στήν ὁποία γίνονται ὑπουργοί διάφορα στελέχη τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας. Ἔτσι μέ τήν στήριξη τῆς κυβέρνησης, ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Νεόφυτος Μεταξᾶς, κατάφερε νά πείσει τήν Ἱερά Σύνοδο νά τοῦ χορηγήσει τήν προηγουμένως αἰτηθεῖσα καί ἀπορριφθεῖσα ἄδεια κηρύγματος. Ἡ εἴδηση μεταδόθηκε ραγδαία μέ πολλές μυθώδεις φῆμες περί προστασίας του ἀπό τόν Τσάρο τῆς Ρωσίας.

Οἱ νέες καί ἐντατικότερες ἐμφανίσεις του ἄρχισαν πρῶτα ἀπό τήν ἐπαρχία Ὀλυμπίας. Κήρυξε στήν πρωτεύουσα αὐτῆς καί περιῆλθε διαδοχικά τήν ἐπαρχία Τριφυλίας, τούς νομούς Ἀρκαδίας, Λακωνίας καί κατόπιν, στίς 10 Ὀκτωβρίου 1851, εἰσῆλθε στήν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ Μεσσηνίας, τήν Καλαμάτα. Ἦταν, πλέον, γνωστός παντοῦ. Ὅπου καί ἐάν μετέβαινε γινόταν δεκτός μέ ἐκδηλώσεις θαυμασμοῦ. Οἱ φῆμες σχετικά μέ τό πρόσωπό του περιεῖχαν θαυμασμό καί ἀναφορές σέ θαυμαστά γεγονότα, ὅταν προέρχονταν ἀπό τόν κοινό λαό, ενώ περιεῖχαν χυδαίο ὑβρεολόγιο καί εἰρωνεία, ὅταν προέρχονταν ἀπό τούς πολεμίους του.

Τά κηρύγματά του, ὅπως προαναφέρθηκε, ἔλαβαν ἐπιπλέον ἔντονα ἐπικριτικό χαρακτήρα γιά τό πολιτικό γίγνεσθαι. Συγκεκριμένα, ἔκανε λόγο περί «ψωριῶντος ἐριφίου, τὸ ὁποῖον ἔπρεπε ν’ ἀποδιωχθῇ ἐκ τῆς ποίμνης, ἵνα μὴ μεταδώσῃ τὴν νόσον καὶ εἰς τὰ λοιπά». Ἡ παραβολή στρεφόταν κατά τοῦ βασιλιᾶ Ὄθωνα, ἡ θρησκευτική ταυτότητα τοῦ ὁποίου ὡς Καθολικοῦ ἀποτελοῦσε σκάνδαλο τόσο γιά τόν Παπουλᾶκο, ὅσο καί γιά τούς ὀπαδούς τῶν Φιλορθοδόξων, τήν στιγμή πού μέ τήν ἰσχύουσα νομοθεσία γιά τό αὐτοκέφαλό της Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, αὐτός ἐτίθετο ἀντικανονικῶς ἐπικεφαλῆς αὐτῆς. Περαιτέρω, κατηγοροῦσε καί τήν Ἱερά Σύνοδο, ὑπονοῶντας τόν Φαρμακίδη, ὅτι ἦταν ἕνα ἄβουλο ὑποχείριο στίς ἐπιδιώξεις τῆς ἀλλόδοξης κρατικῆς ἐξουσίας.

Αὐτήν τήν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας δέν τήν ἀνεχόταν ὁ ἁπλός Ἕλληνας, ἀλλά οὔτε καί κάποιοι Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν μποροῦσαν εὔκολα νά ἀρθρώσουν ἀντίρρηση. Σύμφωνα μέ πηγές τῆς ἐποχῆς, ὁρισμένοι ἱεράρχες ἔβαζαν μπροστά τόν Χριστοφόρο, γιά νά ἐπικρίνει αὐτός τίς αὐθαιρεσίες τῆς κρατικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, διότι οἱ ἴδιοι ἀπειλοῦνταν ἀπό τήν ἑκάστοτε ἐξουσία μέ καθαίρεση. Ἡ πίεση, ἡ ἐξάρτηση καί ἡ βία, ὄχι μόνο γιά τά ἐκκλησιαστικά πράγματα, ἀλλά καί γιά τά πολιτικά, λυποῦσαν καί πίκραιναν τόν Παπουλᾶκο. Τή φιμωμένη φωνή τῆς ἐκκλησίας καί τήν οὐσιαστική ἀδυναμία τοῦ κράτους νά καλύψει τό χάσμα, πού ἀφηνε ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία, μποροῦσε μόνο νά καλύψει ἡ διατήρηση τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς ἐθνικοῦ κέντρου.

Ο Παπουλᾶκος ἐλεγε, ἐπίσης, ὅτι ἡ κυβέρνηση σκόπευε νά συνδέσει ὅλες τίς ἐπαρχίες τοῦ κράτους «μέ μίαν κλωστήν», ἐνῶ καλοῦσε τά ἀτμόπλοια «καρότσες τοῦ διαβόλου». Μέ αὐτά ἐξέφραζε τήν δυσμένειά του σέ συγκεκριμένα σημεῖα τῆς τεχνολογικῆς προόδου, τῆς ὁποίας τά ἀτμόπλοια, ἐκείνη τήν ἐποχή στήν Ἑλλάδα, ἦταν ἡ αἰχμή τοῦ δόρατος. Ἐξέφραζε τίς ἐπιφυλάξεις του ἔναντι τής τεχνολογίας, ὥστε νά μή γίνουμε δοῦλοι της.

Ἄλλωστε, πίστευε ὅτι ἡ μέ ὅρια χρήση της τεχνολογίας δέν ἔκανε κακό, ὅπως συμπεραίνεται ἀπό τό ὅτι χρησιμοποίησε τήν προηγμένη τεχνολογία τῆς ἐποχῆς του, ὥστε νά ληφθεῖ ἡ μορφή του σέ δαγγεροτυπία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ παλαιότερη ἐν Ἑλλάδι φωτογραφία.

Γιά τήν φράση ὅτι θά συνδεθοῦν ὅλες οἱ ἐπαρχίες «μέ μίαν κλωστήν» πολλοί ἰσχυρίζονταν ὅτι τήν ἔλεγε γιά τόν τηλέγραφο, πού ἦρθε μερικές δεκαετίες ἀργότερα. Στίς μέρες μας, βέβαια, μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι τήν ἔλεγε προφητικά, γιά τό ἠλεκτρικό ρεῦμα, γιά τό τηλέφωνο, γιά τό διαδίκτυο καί γενικότερα γιά τά συστήματα τηλεπικοινωνίας.

Ὅπως καί νά ἔχει, ἀπό τήν τάση τοῦ ἐναντίον κάθε περιττῆς πολυτέλειας καί τήν κριτική τοῦ ἐναντίον συγκεκριμένων τεχνολογικῶν κατασκευασμάτων, χαρακτηρίστηκε ὀπισθοδρομικός, ἐφόσον ἡ τεχνολογία θεωροῦνταν «θρίαμβος τοῦ πολιτισμοῦ» καί τήν θέση τοῦ Θεοῦ τήν πῆρε αὐτή. Ἐπίσης ἔπαιρνε τό μέρος τῶν ἀδικημένων καί τῶν πτωχῶν. Συχνά ἔλεγε λόγια παραμυθίας, ὅπως

«Ἀδέλφια μου, ὁ Θεός ἀγαπάει ὄλον τόν κόσμον, κανέναν δέν θέλει νά χαθεῖ, ἀπομακρύνει ὅμως ὅλους ἐκείνους, πού κλέβουν τόν ἱδρώτα τῶν πτωχῶν, καί ὅλους ἐκείνους πού κάνουν κακό στήν δύσμοιρη πατρίδα μας»

Στίς γυναῖκες ἔκανε διάφορες παραινέσεις, νά ἀπέχουν ἀπό τά μάγια, ἐξαιτίας τῶν προλήψεων καί τῶν δεισιδαιμονιῶν πού ἦταν (καί δυστυχῶς παραμένουν) ἐξαιρετικά διαδεδομένες στή χώρα μας. Θέλοντας νά τίς περιορίσει ἀπό τήν περιττή, κατ’ αὐτόν, ἐξωτερική περιποίηση τοῦ σώματός, πού εἶχε ἀρχίσει δειλά–δειλά νά ἐπηρεάζεται ἀπό τά εὐρωπαϊκά πρότυπα, χαρακτήριζε τά τσουλούφια, «ἤτοι τούς περί τούς κροτάφους κυρτούς βοστρύχους», ως «μαξιλαράκια, ἐπάνω εἰς τὰ ὁποῖα ἐκάθητο ὁ διάβολος καὶ ἐψιθύριζεν εἰς τὸ αὐτὶ λόγους ἁμαρτίας».

Κατέκρινε τήν κενή πνευματικότητας δυτικότροπη παιδεία, πού εἶχε ἀρχίσει νά εἰσέρχεται στήν Ἑλλάδα ἐντατικά μέ τό νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο καί τό συνολικό σύστημα τῆς παιδείας. Συμβούλευε τούς γονεῖς νά μήν στέλνουν τά παιδιά τους στά σχολεῖα αὐτά, ἀλλά στά ἀλληλοδιδακτικά, αὐτά πού μέχρι τότε ἦταν δοκιμασμένα καί ἔδωσαν μεγάλους καρπούς στόν πονεμένο ραγιά, ὅπως τήν Ἐλευθερία του. Πολλοί τόν κατηγόρησαν ὅτι ἐξαιτίας τῆς περιορισμένης του μόρφωσης, ἦταν ἐναντίον κάθε εἴδους «προοδευτικῆς παιδείας», ἐνῶ αὐτός στήν ἀλήθεια ἀντιπρότεινε, μία πιό ὑγιῆ, παιδεία, ἡ ὁποία νά ἔχει ὡς βάση τῆς τήν ἀρχαιοελληνική καί βυζαντινή γνώση, καθώς ἐπίσης καί τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, τό Ψαλτήριο καί τήν μουσική Ὀκτάηχο.

Ἐν ὀλίγοις, στρεφόταν ἐναντίον τῶν «ἀθέων γραμμάτων πού ἔπλεκαν τό σάββανο τοῦ Γένους», ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε, πού ἦταν φορεῖς τῶν ἀνατρεπτικῶν κάθε πατροπαράδοτης ἀξίας ἰδεῶν τοῦ διαφωτισμοῦ, καί ὄχι ἐναντίον τῶν «θεοτικῶν γραμμάτων» τῆς πίστεως. Ἄλλωστε ὁ εἰκονογραφικός τύπος τοῦ Παπουλάκου, νά κρατᾶ εἰλητάριο πού ἀναγράφει «τά ἄθεα γράμματα θά καταστρέψουν τόν τόπο μας», ἐπιβεβαιώνει αὐτή τήν διδασκαλία του.

Οἱ ἐπικρίσεις του ἐναντίον τῆς κυβέρνησης συνεχίζοντα, κατηγοροῦσε ὅτι ἦταν ὄργανο τῆς παντοδύναμης Ἀγγλίας, ἡ ὁποία προσπαθοῦσε νά ἐπιβληθεῖ στήν Ἑλλάδα μέ ὑποχείριό της τόν Βασιλιά. Θύμιζε τούς ἐκβιασμούς καί τήν ἄτιμη πολιτική τῆς Ἀγγλίας γιά τά τεκταινόμενα στή χώρα μας. Ἀναφερόταν δηλαδή στά Παρκερικά, στόν ἀποκλεισμό τοῦ Λιμανιοῦ τοῦ Πειραιᾶ, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἔλλειψη τροφίμων, ὥστε νά ἀναγκαστοῦμε νά ἐπισυνάψουμε καί ἄλλα δυσβάστακτα δάνεια ἀπό τήν Ἀγγλία.

Τούς κρατικούς λειτουργούς, πού δέν ὑπηρετοῦσαν τό δίκαιο, ὀνόμαζε πειθήνια ὄργανα τῆς διοίκησης, ἀφοῦ ὑποτάχθηκαν δουλικῶς στήν ξενόφερτη ἐξουσία, πού καταπίεζε τό λαό. Ἀδικαιολόγητος ἐπίσης ἦταν γι’ αὐτόν, ὁ τρόπος πού ἐπιβαλλόταν ἡ ἐξουσία στό λαό, καί τό ὅτι ἡ ἐξουσία μιλοῦσε μέ τόν πιό ἀπαξιωτικό τρόπο γιά τό λαό, πού κυβερνοῦσε καί τόν ὀνόμαζε μειράκια, ἀπονενοημένους, σχιζοφρενῆ, κακοβούλια κ.τ.λ..

Τούς απεσταλμένους τῆς Δύσης, πού κατέφθαναν στην Ἑλλάδα γιά νά ἐπιβάλλουν τό δικό τους Εὐαγγέλιο, τούς ἀποκάλυπτε καί τούς ἀποκαλοῦσε Λουθηροκαλβίνους, δηλαδή ὑπονοοῦσε τόν προτεσταντισμό πού ὑποθαλπόταν ἀπό τήν Ἀγγλία μέσω αὐτῶν. Ἐνδεικτικό παράδειγμα ἦταν ὁ ἱεραπόστολος Κίνγκ καί οἱ σχολές πού ἱδρύονταν, ὅπως π.χ. ἡ Σχολή Χίλ, γιά νά θέσουν ὑπό τήν ἐπιρροή τούς τά παιδιά τῶν ἐπιφανῶν οἰκογενειῶν, τά ὁποία κατόπιν γίνονταν κρατικοί λειτουργοί.

Τέλος, καταφερόταν καί ἐναντίον τοῦ ἄγνωστου νόμου περί ὅρκου στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, πού ἐπέβαλλαν στά δικαστήρια. Ὑπενθύμιζε ὅτι ὁ ὅρκος ἐπί τοῦ Εὐαγγελίου ἀντιτίθεται στήν χριστιανική διδασκαλία καί ὅτι νέος αὐτός νόμος ἦταν περιττός, ἀφοῦ ἀρκοῦσε ὁ παλαιότερος τρόπος τοῦ ὅρκου. Μέ αὐστηρό τρόπο ἀποκαλοῦσε τά δικαστήρια «γυφτόσπιτα», ἐξαιτίας τῆς βεβήλωσης τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, πού γινόταν μέσω τοῦ ἀναγκαστικοῦ ὅρκου, πού ἐπιβαλλόταν στούς μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές ψευδορκοῦσαν. Ἡ ἄρνηση τοῦ ὅρκου ὑποδήλωνε ὁμολογία πίστεως. Χαρακτηριστικά σέ κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου ἔλεγε:

«τοῦτον τόν Νόμον τοῦ Χριστοῦ, τόν ἔγραψαν τέσσαροι βαγγελιστάδες, ἑφτά σύνοδοι Οἰκουμενικές καί ἕντεκα τοπικοί, καί ἕντεκα μελεούνια μάρτυρες,

ὅπου τούς ἔλεγαν «κᾶμε ὅρκον βρέ, δέν κάνω βρέ!» καί τούς ἐσκότωναν καί εἶναι ἕντεκα μελεούνια μάρτυρες».

Τά δικαστήρια τά ἔλεγε γυφτόσπιτα καί σκεφτόταν: «τόν ὅρκο βρέ πού σας λένε οἱ κριτές νά κάμετε ἐκ τοῦ κατά ποῖον νόμον εἶναι;»

4.3 Χαρακτηριστικά δείγματα τοῦ λόγου καί τοῦ ὕφους του

Γιά νά γίνει πιό κατανοητό τό ὕφος τοῦ κηρύγματός του καί οἱ πολιτικές παρεμβάσεις, παρατίθενται δύο κείμενα τοῦ ἰδίου, όπως ἀκριβῶς βρέθηκαν σέ πηγές, διατηρώντας τήν ὀρθογραφία τούς ἐκ τοῦ πρωτοτύπου. Ἐκτιμᾶται ὅτι, εἴτε τά ἀνέγραψε ὁ ἴδιος εἴτε τρίτο πρόσωπο, καθ’ ὑπαγόρευσή του. Τό πρῶτο δημοσιεύθηκε στά φύλλα τῆς ἐφημερίδας «Αθηνάς» τήν 30 Ἰουνίου 1852, προφανῶς πρός γελοιοποίησή του λόγω του ὅτι εἶναι ἐξαιρετικά ἀνορθόγραφο καί ἀσύντακτο. Ὑπάρχει τό ἐνδεχόμενο νά παραποιήθηκε σκόπιμα ὥστε νά φαίνεται κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἀλλά τό νοηματικό περιεχόμενο πιστεύεται βάσιμα ὅτι εἶναι τοῦ Παπουλάκου. Δέν ἀποτελεῖ κήρυγμα, ἀλλά παραίνεση στούς κατοίκους τῆς περιοχῆς τῆς Λακωνίας νά μήν ἐπιστρατευθοῦν ἐθελοντικά ἀπό τήν στρατιωτική δύναμη πού εἶχε μεταβεῖ ἐκεῖ πρός καταδίωξή του. Εἶναι χαρακτηριστικό της ἁπλότητάς του καί ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ἐυλογημένη χριστιανή εὔχόμε θὰ σας

Πρόσεξε καλός μὴ γελαστί τε κανής χριστιανος καὶ γρὰ φτίτε εἷς τῆς Πολή το φρουρᾶς δι ανα μὲ πί ἄσετε διότι ὁσι δὲν γράφτου ἡ νε με τον Χριστόν καὶ ὀσυ γρά φτούν ἡ νε με τον διἄβολῶ,

Οὑδὲ τὰ λο για λαθηροκαρβείνων νἀ ἀγρηκάτε ὅπου σας λέγουν κάτι. ὁτι τάχα θαχαθεῖτε μὴ φοβάστε οι χριστιανεί διοτι αὐτοί εχουν σκοποὺς νὰ μὲ φονεύσουν. ἔμεινε εἰς ἐντροπὴν ὅπου ἐσκοτόθει ὁ κυβερνήτης ἡλακονία καὶ γυρεύουν να σκοτόσουν καὶ ἑμένα νὰ κόλαστούν.

Γυναῖκες, δὲ μοῦ εἶπατε ὅτιεστε χριστιανές.

Ὁποία Γυναίκα γραφθεῖ Ο ἄνδρας της ἤ τὸ πεδι της εἰς τὸ Διαβολο να μὴν ἴδη οτι απηγαίνει οὕτε τὰ πεδία της οὕτε το σπητη της

Χριστοφόρος μοναχός».

Περισσότερο χαρακτηριστικό τῶν θέσεών του εἶναι τό ἀκόλουθο γράμμα πού ἀπεύθυνε πρός τόν Βασιλιά καί ἐγχειρίστηκε μέσω μίας ἄγνωστης γυναίκας στόν δήμαρχο Καρδαμύλης, ἐνῶ διώκετο ἀπό ἔνοπλα σώματα στρατοῦ:

«Ἔν Ἐλλάς τῇ 21 Μαΐου 1852.

Μεγαλειώτατε Βασιλεῦς

Κάθε νεώτερον εἶναι ἀξιώτερον ἀπό το παλεόν, ἡ Βασιλεῖα τὴς Μεγαλειότι σου ἐτήραξεν ὅλα τά Βασίλεια τά παλαιᾶ διὰ τοῦτο ἔχωμεν ἀπὸ τον Ἀφέντη τόν θεόν και μᾶς ἐπαρίγγιλε τὸ Ἀπόδωτι τά τοῦ Καίσαρος καίσαρι και τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ· ἔχομεν καί τὴν μπίστιν μας Μεγαλειώτατε 1830 χρόνους Ἀσάλευτι· ἀπό τά 30 ἔως τά 1852 τὴν μπίστιν μας τῆν χάσαμε διά τῇ μὰς το ἔδοσες ἐγράφως δια χειρόν σου διὰ να φυλάξης την μπίστιν μας. Σήμὲρον μεγαλειότατε Βασιλεῦ,

Πολυχρονεμένε Βλέπομε τους Κριτάς ὅπου ἔχεις εἰς τὰ Δικαστυριά σου. Ἐσταθίκαμε και ἐμολύναμε τῇ Ἅγιον Εὐαγγέλιον τοῦ Ἀφεντοῦ μας Χριστοῦ με τους ὅρκους και διὰ τοῦτο οἱ Πίστι μας χάνετε ἐδῶ και ζητοῦμε την μπίστι μας νὰ την στερεώσομε.

Τώρα οἱ Μεγαλιώτη σου πῶς ἔχεις χώρια Παπά εἰς την μπίστιν του και χωριστά ἡ Βασίλισσα εἰς τἠν ἐδικήν της Πίστιν. Ἔνια σου Μεγαλειώτατε, τώρα μᾶς λέγει καὶ ὁ Βασιλεύς μας ὁ οὑράνιος ὑπὲρ μάχου ὑπέρ πίστεος και πατρίδος. –

Ἐμεῖς οἱ Δούλι σου Γρέθωμε κατά την Μπίστι μας ὅσα Δεσποτιλίκια εἴχαμε και καθέδρας Δεσποτάδον μας. Ἀπὸ τὰ 1830 ὅπου τὰ εἴχαμεν τοῦς ἰδίους Δεσποτάδες θέλομεν εἰς τὰς ἰδίας θέσις θέλωμεν τοῦς Δεσποτάδες μας καὶ ἀπό Κάθε τόπον καὶ τὸν Δεσπότη μας νὰ ᾖναι ἀνεξάρτητος καί να μη τον ὀρίζη οἱ Σύνοδος.

θέλομεν να βγῇ το ἁγιόν μας Εὐαγγέλειον ἀπὸ τὰ Κρητίρια διότι το μολύνανε μέ τούς ὥρκους· θέλομε νὰ βάλωμεν Διδασκάλους κοινοῦς μὲ τον ὠκτίηχον και με ὅσα Βιβλεῖα ὅπου ἐσύνθεσαν οἱ Πραπάτορές μας.

Ἑλλνικοῦς καὶ Ἀλλιλοδιδακτικοῦς Διδασκάλους δέν τους θέλωμεν. Τόσον νά γίνωμε τῆς Μεγαλιώτι σού Δούλει ἐπακούει ὅλος ὁ λαὸς τῆς Ἑλλάς και διεμοῦ τοῦ Σκλάβου σου Χριστοφόρου Κύρικος.

Ἔστηλες Βασιλεικά Διατάγματα να με σκλαβόσουν· ἐγώ Κρίνομε κατά τούς νόμους τῆς Μεγαλιώτη σούβ να μελεικὁ ὅπου ἤθελεν εἶνε οἱ περισσότεροι ψύφι νά ὑπάρχῃ τὸ Δικαίωμα. Δια τοῦτο, Μεγαλιώτατε ἔδωσαι τους ψύφους τις ἡ Ἐλλάς, μοῦ εἴπανε νά σοῦ ἀποκριθῶ ἐάν εἶσαι Δίκαιος Βασιλεῦς

Δόσε τό δίκαιον τοῦ λαού ὅπου φωνάζουν διά τήν Μπίστι μας καὶ νά μή βάνῃς βάση εἰς τους ῥαδιοῦργους, Μεγαλιώτατε καί τότε θέλεις ἔχεις μεγάλην εἰρίνην εἰς τό Κράτο σου· ὅλος ὁ λαός τῆς Ἐλλάς παρακαλοῦμε τόν Θεόν αὐτώ νά μᾶς γενῇ νά μακροϊμερέβης καὶ νὰ ζῆς ὡς μεγαλιώτατος Βασιλεῦς τῆς Ἐλλάς.

ὁ Δούλο σου

Χριστοφόρος Κήρυκας Ἐλλαδίτης».

Τό ἀνωτέρω ἔγγραφο ἔφερε τήν ἐπιγραφή: «Δοθῆ εἰς χεῖρας τοῦ Μεγαλιοτάτου Κράτους τοῦ Βασιλεῦς τῆς Ἐλλὰς Ὄθων», συνοδευόμενο από την ακόλουθη επιστολή προς τον «Γενεώτατον Κύριον Βουλευτὴν Γρηγόριον Πατριαρχέαν εἰς Λιασίνοβα»:

«Γενεώτατε κύριε Γρηγόριε Βουλευτὰ

τὴν 21 Μαΐου 1852.

Χαῖροις. Παρακαλοῦμεν Διεύθυνε τὴν Ἀναφωρὰν εἰς τὸν Βασιλέα μας ὅπου ἔχης τὸ Κύρος καὶ την ἰσχῦν καὶ πυγαίνη Ἀσφαλήσ ὁγρύγορα Διατῇ ὁ λαὸς ἂν δὲν προχτήσῃ Αὐτὸ δὲν ἰσυχάζῃ.

Ἐγῶ δὲν κρίβομε ἀλλὰ περπατῶ παρὸν καὶ ὄποτε ἔλθη ἡ Ἀναφορὰ νἀ μοῦ δώσης ἴδιση – καὶ νὰ Βουλόσης τὴν Βασιλικὴν Ἀναφορὰν καὶ ὅσοι σὲ ῥοτοῦνε Αὐτὸ γυρεύη ὅλι ἡ Ἐλλὰς καὶ Κράτι τὸ σχέδιον τῆς Ἀναφορᾶς καὶ δίνετο ὅλον τῶν χριστιανῶν ἂν εἶναι πιστοὶ χριστιανοί.

Τόσον καὶ μένομεν

Χριστοφόρος Κήρυκας».

Ἐπίσης, εἶχε τήν παρρησία νά κατονομάζει δημόσια ξένες δυνάμεις πού ὑπέσκαπταν τή μικρή Ἑλλάδα καί ἀποκάλυπτε τίς ἐπιδιώξεις τους μέ προφητική ἀκρίβεια. Αὐτός εἶναι ὁ βασικότερος λόγος πού ἐκδιώχθηκε καί φυλακίστηκε. Ἐνδεικτικό γιά τήν τόλμη τοῦ αὐτή εἶναι ἡ ἀπόρρητη ἐπιστολή πρός τόν ὑπουργό τῶν Ἐσωτερικῶν, πού συντάσει ἀξιωματοῦχος, ὁ ὁποῖος παρακολουθοῦσε τόν Χριστοφόρο στό Μοριᾶ:

«Ἐχθές ἐμετέβη εἰς ἕν προετοιμασμένον μέρος, ὅπου ἡ Δημαρχία τήν εἶχον ἑτοιμάσει, ἐξῆλθεν τῆς Πόλεως καί ἀφοῦ κήρυξε περί ζωοκλοπίας, περί φόνων καί ψευδορκιῶν καί πολλά περί ἁμαρτημάτων ἐπιπλέον καί λοιπά, ἦλθεν καί εἰς πολιτικά καί πρόσωπα.

Δηλαδή περί Ἄγγλων, Ὀθωμανῶν καί Ἑβραίων! Ὅ,τι δῆθεν αὐτοί θέλουν νά μᾶς χαλάσουν τήν θρησκείαν μας καί ὅτι εἶναι σύμφωνοι οἱ μέν Ἄγγλοι, νά πάρουν τήν Ἑλλάδα, οἱ Ὀθωμανοί τήν ἀνατολή καί οἱ Ἑβραίοι τήν Ἱερουσαλήμ, ἀνέφερε πρός τούτοις καί τά περιστατικά τῶν Ἄγγλων εἰς καιρόν, ὅπου μᾶς εἶχαν πάρει τά πλοῖα καί τά τοιαῦτα.

Εἶπεν πρός τούτους καί περί τῶν Μοναστηρίων, ὅπου ἐχαλάσθησαν – καί περί ἀρχιερέων – ὅπου ὅτι ἔχομεν καί ὅτι τί δέν κάμνουν ἄλλους, ἐπειδή εἶναι ἱκανοί νά χαλάσουν τήν θρησκεία. Εἶπεν πρός τούτοις ὅτι ὁ Καΐρης ἔβαλεν τήν φωτιάν καί ὁ Φαρμακίδης ἔχυσεν τό φαρμάκι».

Σπάνιες πληροφορίες γιά τό περιεχόμενο τῶν διδαχῶν τοῦ Χριστοφόρου παρέχει ἡ ἀπαντητική ἐγκύκλιος τοῦ ἱεροκήρυκα ἀρχιμ. Ἰωσήφ Κωνσταντινίδη «ὑπ’ ἀριθ. 1643, ἐν Ναυπλίῳ, τήν 14 Μαρτίου 1852, πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδας,

Περί τοῦ περιφερομένου ἤδη καί κηρύττοντος Χριστοφόρου μοναχοῦ.

Κατά χρέος μου εἰδοποιῶ τήν Ἱεράν Συνόδον διά τῆς παρούσης μου περί τοῦ αὐτεπαγγέλτως περιφερομένου καί ἤδη (ὡς καί περί οὗ εἰς τά λοιπά τῆς Πελοποννήσου μέρη) καί κηρύττοντος τόν λόγον τοῦ Θεοῦ Χριστοφόρου μοναχοῦ, καί κοινῶς Ἁγιοπατέρα λεγομένου. Ἐνεφανίσθη οὗτος κατ’ αὐτάς καί εἰς τήν Ἀργολίδα.

Καί κηρύττοντος εἴς τινα χωρία τοῦ Ἄργους, πανταχόθεν ἀπεστάλησαν ἐπιστολαί καί ἐπιτροπαί προσκαλοῦσαι αὐτόν νά μεταβῇ καί εἰς τά μέρη των πρός τοῦτο. Καί μεταβάς ἐκήρυξε τήν 5 τοῦ παρόντος εἰς Ἄργος, τήν 6 εἰς τάς Μυκήνας, τήν 7 εἰς τήν Ἰναχίαν, τήν 8 εἰς τήν Μηδείαν, τήν 9 εἰς τήν Πρόνοιαν τοῦ Ναυπλίου, τήν 10 εἴς τινα ἄλλα χωρία τοῦ αὐτοῦ Δήμου, καί εἰς τό Τολόν, καί τήν 11 ἀνεχώρησε διά τό Ἄστρος, ὡς προσκεκλημένος καί ἐκεῖθεν. Ἅμα εἰδοποιήθην αὐτόν ἐν Ἄρνῃ ἐρχόμενον, μετέβην καί ἐγώ ἐκεῖ, καί παρευρέθην εἰς τό κήρυγμά του.

Πρώτην ἤδη φοράν ἤκουσα τόν ἄνθρωπον αὐτόν κηρύττοντα, ἀλλά μέ ὅλην τήν ἀμάθειαν, καί μέ τό πολύ ἁπλοῦν εἰς τάς ἐκφράσεις ὕφος του, κανείς δέν δύναται καί νά ἀμφιβάλλη εἰς τήν Θείαν ἔμπνευσιν, μέ Θεῖον ζῆλον, καί μέ σκοπόν ὠφελείας ψυχικῆς, διδασκαλίαν τοῦ ἀνθρώπου τούτου.

Τό κήρυγμά του γίνεται εἰς ὅλα τά μέρη ἐπί πλατειῶν, ὅπου μετά κωδωνοκρουσίαν συνήρχετο ἀμέσως ὁ λαός, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, καί οἱ πάσης ἡλικίας καί τάξεως ἄνθρωποι, καί διαρκεῖ ὁ λόγος του 3 καί 4 περίπου ὥρας, μέ θαυμασίαν ἐπιμονήν τε καί ὑπομονήν, τοῦ μέν διδάσκοντος καί ἀντέχοντος, ἐν τοιαύτῃ ἡλικίᾳ μάλιστα, τῶν διά μετά μεγίστης σιωπῆς καί προσοχῆς ἀκουόντων τήν διδασκαλίαν του.

Εἰς τό ἐν Προνοίᾳ κήρυγμά του (ἔνθα ἐξῆλθον καί οἱ τῆς πόλεως Ναυπλίου) παρευρέθησαν καί ὅλαι αἱ Διοικητικαί καί Στρατιωτικαί Ἀρχαί, οἱ καθηγηταί καί οἱ διδάσκαλοι, καί ὅλοι οἱ Δικαστικοί (ἐμοῦ μόνου, ὡς ἀσθενοῦντος κατά τή αὐτή ἡμέραν, λείποντος), καί ὁ κόσμος, ὅλος, μ’ ὅλας τάς ἁπλοϊκάς καί χυδαϊκάς ἐκφράσεις του, ἔμεινε κατά πολλά εὐχαριστημένος εἰς τό κήρυγμά του, καί ἤρχισαν οἱ πάντες ἤ οἱ πλείονες νά συναισθάνονται τήν ἑαυτήν διαγωγήν.

Τό κήρυγμά του, μέ διάφορα ἀπό τῶν Ἱερῶν Γραφῶν παραδείγματα, καί μέ καταλλήλους καί ἐπιτυγχανομένας τινάς ἐξομοιώσεις του, περιστρέφεται εἰς τά ἀκόλουθα.

Περί ἀληθείας ἐν γένει.

Περί ἀκριβοῦς διατηρήσεως τῶν Θείων ἐντολῶν.

Περί ζήλου καί διαφυλάξεως τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Πίστεως, ὡς ἐπιβουλευομένης πάντοτε καί ἤδη ἀπό τούς ἐχθρούς της, καί νά εἴμεθα πολλά προσεκτικοί.

Περί τελείας ὑπακοῆς εἰς τόν Βασιλέα ἡμῶν καί εἰς τήν Κυβέρνησίν του, εἰς τάς Διοικητικάς, τάς Δικαστικάς, καί Στρατιωτικάς Ἀρχάς, ὡς καί εἰς τά παρ’ αὐτῶν διαταττόμενα, μέχρι θυσίας καί αὐτῆς τῆς ζωῆς ἡμῶν, πρός τῷ, «ἀπόδοτε τά τῷ καίσαρος καίσαρι, καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» κ.τ.λ.

Περί τῶν κακῶν, ἅτινα προέρχονται ἐκ τῶν κομμάτων, καί περί ὁμονοίας καί ἀγάπης τῶν χριστιανῶν.

Περί τῶν συμβαινόντων λῃστειῶν καί ἀδικιῶν, τῆς ἐπιστροφῆς αὐτῶν, καί περί ἀποχῆς τοῦ λοιποῦ ἀπό τῶν τοιούτων. Περί προσευχῆς. Περί Νηστείας καί τῆς πολυειδῶς καί πολυτρόπως ἀπατήσεώς της ἤδη.

Περί ἐλεημοσύνης ταῖς ἰδίαις ἡμῶν χερσί τό κατά δύναμιν.

Περί ὅρκου, ὅτι, μ΄ὅλον ὅτι εἶναι ἀπηγορευμένος οὗτος ὅλως ἀπό τό Ἱερόν Εὐαγγέλιόν μας, ἡμεῖς καί ὁρκιζόμεθα τήν σήμερον, δέν λέγομεν τήν ἀλήθειαν εἰς τά δικαστήρια, καί γινόμεθα ὡς ἐκ τούτου ἐπίορκοι. Καί τέλος,

Περί μετανοίας,

Περί ἐξομολογήσεως,

Περί ἐπιστροφῆς ἡμῶν εἰς τόν Θεόν, κτλ.

Καί Περί ἀποχῆς τῶν κακῶν ἐν γένει.

Ὁ δέ καρπός τῆς διδασκαλίας τοῦ ἀνθρώπου τούτου, εἶναι τόσον τελεσφόρος, καί τόσον πολλήν καί καλήν ἐντύπωσιν ποιεῖ, ὥστε αὐθωρεί μεταβάλλει καί μεταφέρει ψυχάς ἀπολλυμένας εἰς μετάνοιαν, καί εἰς δάκρυα κατανύξεως.

Οἱ δέ ἄνθρωποι τόσον πείθονται καί ὑπακούουσιν εἰς τούς λόγους του, ὡς νά διδάσκωνται ἀπό Θείαν τινά Ἀρχήν. Καί τόσον σέβας καί ὑπόληψιν τῷ ἀποδίδουσιν, ὥστε μετά τό τέλος τοῦ λόγου του, φιλοτιμοῦνται, τίς πρῶτος νά προασπασθῇ τήν χεῖρα του, καί τίς νά προφθάσῃ νά κόψῃ μέρος ἀπό τό ράσον του, διά νά ἔχῃ αὐτό χάριν Σεβασμοῦ καί εὐλαβείας του».

Ἐπίσης μία σημαντική μαρτυρία πού καταγράφεται στό βιβλίο τοῦ Βασίλειου Χριστοπούλου «Κάτοικος Πατρῶν» δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τόν λόγο τοῦ Παπουλάκου.

Ὁ συγγραφέας, πολιτικός μηχανικός, ἀναφέρεται στό χειρόγραφο ἀρχεῖο, πού ἐντοπίστηκε σέ παλαιά οἰκία Πατρινοῦ (πρῶτο μισό του 19ου αἰώνα) καί φυλασσόταν σέ κρύπτη ἑνός τοίχου καί ἀνευρέθη δέ, ὅταν ἄρχισαν οἱ ἐργασίες ἀναπαλαίωσης, κατά τήν δεκαετία τοῦ 1990. Τό εἶχε κρύψει ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ κάτοικος της οικίας, Δημήτριος Γιαννόπουλος.

Ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων ὁ Δημήτρης Γιαννόπουλος

«Στόν κύκλο τοῦ ἅγιου δασκάλου (δήλ. τοῦ Φλαμιάτου) γνώρισα καί ἄλλους, τόν ἀδελφό Συμεών καί τόν ἴδιο τόν Παπουλᾶκο. Καταγόταν ἀπό τά Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων καί ἦταν ἄνθρωπος λαϊκός – χασάπης στά νιάτα του – ἀλλά εἶχε ἐμπνευστεῖ ἀπό τήν ὀρθοδοξία καί τήν χάρη Σου. Πρῶτος αὐτός εἶχε δεῖ τούς κινδύνους ἀπό τόν χωρισμό τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησίας καί τήν ἐπιρροή τοῦ καθολικισμοῦ ἀπό τό ἀγγλο-γαλλικό κόμμα καί ἀπό τόν ἀλλόθρησκο βασιλέα μας.

Ἡ παρουσία του μέ ἐμψύχωνε. Ἕνας ἁπλός καί ἀμόρφωτος ἄνθρωπος μέ τή δύναμή Σου, Κύριε, ἀπόκτησε σοφία καί δύναμη. Κατάλαβα ὅτι τό θέλημά Σου εἶναι πάνω ἀπό τίς ἐξουσίες τῶν ἀνθρώπων.

Πολλές φορές ὁ ἅγιος Παπουλᾶκος μέ τόν ἁγιοκήρυκα Φλαμιᾶτο καί ἄλλους καλογήρους ἀπό τό Μέγα Σπήλαιο ἐρχόσαντε στό μαγαζί μου. Μετά τίς 10 τό βράδυ ἔκλεινα τίς πόρτες ἀπό τόν φόβο τῶν χωροφυλάκων καί καθόμαστε μέχρι τά μεσάνυχτα. Ἔβγαζα ψωμί καί προσφάϊ γιά ὅλους, ρακί καί κρασί, καί συζητάγαμε θεολογικά καί πολιτικά. Πιό πολύ ἀκούγαμε τόν ἅγιο νά μιλάει γιά τήν ὀρθοδοξία μας. Κάθοταν στό κεφάλι τοῦ τραπεζιοῦ, σ’ ἕνα μεγάλο και γερό πάγκο πού τόν εἶχα μόνο γι’ αὐτόν. Ἀκόμα τόν φυλάω, καί στούς δικούς μου ἀνθρώπους, ὅταν μέ ρωτοῦν τούς τόν δείχνω. Κάθονται ἐπάνω του καί κάνουν τόν σταυρό τους.

Καθόταν λοιπόν στόν πάγκο του καί ἡ φωνή του, βροντερή καί θεϊκιά, ἦταν σάν νά ἐρχόταν ἀπό τόν οὐρανό. Ὅταν μιλοῦσε, ἦταν σάν ἀπό τό ἀγριεμένο καί κόκκινο πρόσωπό του νά ἀκοῦμε τήν δική Σου φωνή.

Ἀπό τότε πού ὁ Μαυροκορδᾶτος καί ὁ Κωλέττης ἤρθανε στά πράγματα, ἔλεγε, ἀνέβηκε ἡ ἐπιρροή τῆς Ἀγγλογαλλίας. Ὅλη τους ἡ προσπάθεια ἦταν γιά τή θρησκεία μας. Χτίζαν φράγκικα σχολειά, δυτικές ἐκκλησίες καί Μοναστήρια καί κάναν στόν κόσμο κατήχηση ὅτι, γιά νά προοδέψουμε, ἔπρεπε νά γίνουμε φράγκικη Εὐρώπη. Ἀρχηγός στά ἄνομα σχέδιά τους εἶχαν τόν βασιλέα μας. Ποτέ τοῦ δέ βαφτίστηκε οὔτε ὁ ἴδιος οὔτε τά παιδιά του, οὔτε καί αὐτόν τό διάδοχό του θρόνου ἤθελε νά τόν βαφτίσει.

Κοντά στό βασιλέα, οἱ πρόξενοι καί οἱ δικοί μας φραγκοφορεμένοι. Ἡ κατήχηση αὐτή ἐναντίον τῆς πατρίδας μας ἀπό τήν ἀπελευθέρωση μέχρι καί σήμερα συνεχῶς προοδεύει. Ἔχουν παραλύσει ὁλόκληρο τό κράτος, τή διοίκηση, ἀκόμα καί τήν ἐκκλησία.

Ἀγρίευε ὁ ἅγιος, τά μάτια τοῦ πετοῦσαν φλόγες καί οἱ φλέβες τοῦ λαιμοῦ τοῦ φούσκωναν ἕτοιμες νά σπάσουν, ὅταν μίλαγε γιά τούς φραγκοφορεμένους.

-Ὅλοι αὐτοί βάλθηκαν νά μᾶς ἀλλαξοπιστήσουν. Ἐμεῖς μόνο θρησκεία καί γλῶσσα ξέραμε καί αὐτά μᾶς κράτησαν ζωντανούς τόσα χρόνια κάτω ἀπό τόν Τοῦρκο, γιά νά μποροῦμε νά καμαρώνουμε τώρα πού εἴμαστε βασίλειο».

– Ναί, ἅγιε πατέρα».

-Τί θά ποῦμε στό Ρήγα καί στόν Ἀθανάσιο Διάκο, στόν Καραϊσκάκη καί στούς Κολοκοτρωναίους, ποῦ θυσίασαν τή ζωή τους γιά τήν ὀρθοδοξία; Ὅτι τά παιδιά σας, πού τούς δώσατε λεύτερη πατρίδα, θέλουνε νά γυρίσουν πίστη καί θρησκεία;»

Στά 1850 οἱ δεσποτάδες χώρισαν τήν Ἑλλάδα ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινούπολης καί τήν κήρυξαν ἀνεξάρτητη. Ὅταν ὁ ἅγιος μιλοῦσε γι’ αὐτό, ἀγρίευε καί χτυποῦσε μέ δύναμη τά χέρια τοῦ πάνω στό τραπέζι.

-Ἀντισταθεῖτε ἀδελφοί! Σέ λίγο καιρό θά μᾶς εἰποῦν νά μονοιάσουμε μέ τήν Δυτική Ἐκκλησία καί ὕστερα νά ἀρνηθοῦμε καί τήν πίστη μας! Ἀντισταθεῖτε!

Αὐτές ἦταν οἱ διδαχές τοῦ Παπουλάκου. Ἔλεγε καί ἄλλα πιό θεολογικά μέσα ἀπό τίς γραφές, ἀλλά δέν τά θυμᾶμαι. Ἄν σήμερα ἡ ὀρθοδοξία ἔζησε καί δέν φραγκέψαμε, τό χρωστᾶμε σ’ αὐτό τόν ἅγιο, πού τόν κατηγόρησαν ἀγύρτη καί ἀπατεώνα. Μέ τήν βοήθειά του στύλωσα τήν πίστη μου καί προόδεψα θρησκευτικά καί ἐπαγγελματικά.

Σήμερα πού τά γράφω καί πού ἀσχολοῦμαι μέ τά ἐκκλησιαστικά σάν ἐπίτροπος στόν Ἄϊ – Νικόλα τό Βλατεριώτη, βλέπω πόσο λείπουν αὐτές οἱ μορφές ἀπό τή θρησκεία μας. Χάθηκε ἡ μαχητική ὀρθοδοξία, ἄλλοι ἐξορίστηκαν στίς φυλακές καί ἄλλους τούς κλεῖσαν μέ τή βία στά Μοναστήρια.

Τά δύο κόμματα, ἔλεγε ὁ ἁγιοπατέρας, ἐκεῖ τσακώνονται καί ἐκεῖ μονοιάζουν καί τά μοιράζουνε. Ἡ πίστης τούς εἶναι ἡ ἴδια: φράγκικο καί χρῆμα. Ἀπό κεῖ περιμένουν τό μπράβο, ὄχι ἀπό τούς φτωχό-Ἕλληνες. Αὐτούς τούς ἔχουν γιά παρακεντέδες. Καί μετά, ὅλα δικά τους. οἰκόπεδα καί γῆ γεμάτη ἡ Ἑλλάδα, παίρνουν ὅσα θέλουν.

Χρόνιά μας ἐμπαίζουν, ἀλλά ἐμεῖς, οἱ φτωχοί χωριάτες καί μικρομαγαζάτορες τῆς πόλης, κάνουμε πώς δέν καταλαβαίνουμε. Τότε, τό 1851, ἐρχότατε ὁ χωροφύλακας καί ἐπί ἐξυβρίσει τοῦ νόμου ἔμπαινε στό μαγαζί σου γιά ἔρευνα καί δέν ἄφηνε λίθον ἐπί λίθου. Σήμερα κάπως μαλάκωσαν. Μετά τά γεγονότα τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 1862, πού διαξᾶνε τό βασιλέα, ὁ χωροφύλακας κρατιέται μακριά, ὄχι ἀπό σεβασμό ἀλλά ἀπό φόβο.

Στά τέλη τοῦ 1852 ὁ Παπουλάκος ξεσήκωσε Μάνη καί Καλαμάτα καί παραλίγο νά κάμει ἐπανάσταση. Τότε τό κράτος ἀγρίεψε, ὀργανώθηκε καί κτύπησε τούς ὀπαδούς του. Τούς κλείσαν σέ φυλακές καί μοναστήρια, ὅμως τόν ἴδιο δέν τόλμηξσαν νά τόν πάνε σέ δίκη. Τό κίνημα εἶχε ρίζες καί ὁ λαός τόν ἀγάπαγε.

Μαζί μέ τό κράτος κινήθηκαν καί οἱ μεγάλοι ἔμποροι, ἀνάμεσά τους ὁ Τομαρόπουλος. Εἶμαι σίγουρος πώς αὐτός ἔστειλε τόν ἀστυνόμο καί μοῦ ἔκαμε κατ’ οἶκον ἔρευνα, ψάχνοντας νά βρεῖ ὑλικό της ὀρθοδοξίας. Τότε γνώρισα γιά τά καλά τί πά’ νά πεῖ «κατ’ οἶκον». Κατώγια καί ἀνώγια, σεντο΄καί, πιθάρια, βαρέλες καί κουβέλια νά τά ἀναποδογυρίζουν, νά σκίζουν τά στρώματα, νά σού γκρεμᾶνε τούς γιούκους∙ νά σού σκορπᾶνε τό βίος στούς ἀέρηδες γιά νά βροῦν ἕνα φυλλάδιο ἤ μία ἀπόδειξη συνδρομῆς κι ἐσύ νά μήν μπορεῖς νά τούς πεῖς κουβέντα. Ποῦ ζοῦμε, Κύριε, σέ ὀρθόδοξο κράτος ἤ στοῦ Μωάμεθ! Οὔτε οἱ Τοῦρκοι τέτοιο μίσος.

Ὅμως τί νά γράψω μπροστά σέ ὅσα πέρασε ὁ ἁγιοπατέρας; Τόν φυλάκισαν στό καστέλλι τοῦ Ρίου καί τόν βασάνισαν. Εὐτυχῶς μετά ἀπό ἕνα μήνα τόν ἔστειλαν σέ μοναστήρι καλόγηρο. Ἀπαλλάχτηκε ἀπό τά βασανιστήρια τῆς φυλακῆς καί ὅλοι ἡσυχάσαμε. Τόν δάσκαλο Φλαμιάτο τόν ἔκκλεισαν καί αὐτόν στό Ρίο καί μετά τόν στείλαν καλόγηρο στήν Ἄνδρο, νά τόν ξεχάσει ὁ κόσμος, καί κεῖ μέ τήν ἡσυχία τούς τόν ξεκάνανε.

Γιά πολλά χρόνια τους κατηγοροῦσαν ἀγύρτες καί ψευτοπροφῆτες ὅτι φάγανε τά λεφτά τοῦ κόσμου καί πλούτισαν. Γιά μένα ὅμως ἤσαν ἁγνοί πατριῶτες καί καλοί χριστιανοί καί εἶχαν προφητέψει πολλά δεινά πού ἔπεσαν στήν Ἑλλάδα ἀπό τούς Ἀγγλογάλλους. Ἔφτασαν μέχρι νά ἀποκλείσουν μέ τόν στόλο τούς Ἀθήνα καί Πειραιά. Ἀκόμα καί τήν Πάτρα δυσκόλεψαν καί πάγωσαν τό ἐμπόριο

Γιά τά λίγα λεφτά πού ἔδωσα, αἰσθάνομαι ὅτι ἔκανα τό πιό θεάρεστο ἔργο, καί νά λυπᾶμαι, εἶναι πού δέν μπόρεσα νά δώσω περισσότερα καί πού δέν εἶχα τή μόρφωση καί τό θάρρος νά γίνω σάν κι αὐτούς, καί ἄς μέ φυλάκισαν

«Μακάριοι ἐστέ, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσιν καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι, ἕνεκεν ἐμοῦ, χαίρετε καί ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Ὅμως ἐγώ, ὁ ἁμαρτωλός, στάθηκα μικρός, ἀρνήθηκα τόν προστάτη μου, αὐτόν πού μέ ἔσωσε ἀπό τό σάλεμα τοῦ νοῦ καί μ’ ἔβαλε στό δρόμο τῆς σωτηρίας Σου.

– Ἤσουν κι ἐσύ ὀπαδός τοῦ ἀγύρτου Παπουλάκου;

-Ἐγώ μαγαζί εἶχα, κύρ ἀστυνόμε, καί ἐρχόταν ὁ ἅγιος καλόγερος νά πιεῖ μέ τούς φίλους του κάνα ρακί.

-Ἅγιος καλόγερος, ἐ;

Προδόθηκα ὅτι τόν θαύμαζα καί μετά πῆγα νά ξεφύγω μέ χειρότερη ἄρνηση.

-Οὔτε πού κουβεντίαζα μαζί του.

-Ἔπαιρνες ὅμως τή Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας;

-Πελάτες ἤσαντε, μέ γράψαν συνδρομητή, δέν μποροῦσα νά ἀρνηθῶ.

Πολλοί Πατρέοι ξέραν τή γνωριμία μας καί ἀνάμεσά τους καί οἱ χωροφυλάκοι. Ἔτσι δύσκολα μέ πίστευαν. Συχώρα μου, Κύριε, τή λιγοψυχία, ὅπως τή συχώρεσες καί στόν Ἀπόστολό Σου Πέτρο καί τόν ἔκαμες στερνά ἅγιό της ὀρθοδοξίας. Καί τιμώρησε αὐτούς πού τόν πολέμησαν. Δέν εἶναι δίκαιο ὁ Τομαρόπουλος ἀκόμα νά ζεῖ καί ὁ ἅγιος πατέρας νά ἔχει πεθάνει στίς φυλακές. Ἡ δικαιοσύνη Σου δέν πρέπει νά τόν ἀφήσει ἀτιμώρητο.

Ἐρχόσαντε χριστιανοί καί μέ ρωτοῦσαν ποῦ κάθισε ὁ ἁγιοπατέρας, νά καθίσουν κι αὐτοί νά εὐλογηθοῦν. Καμάρωνα καί τούς ἔδειχνα τόν πάγκο του. Οἱ πατέρες στή φυλακή κι ἐγώ στό ρακοπωλεῖο μου νά ἐμπορεύομαι τή φήμη πού ἔδωσαν στό μαγαζί… Ἀπό βλεδυρᾶς καρδίας καί ψυχῆς ἐρρυπωμένης, ἀπό ρυπαρῶν χειλέων, δέξου μέ Κύριε, καί δός ἐμοί τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἐν μετανοίᾳ ἐκτελέσαι».

Ἀπό αὐτό τό κείμενο συμπεραίνει κανείς ὅτι σωστά τοῦ ἔχει δοθεῖ ὁ τίτλος «Νέος Ἀπόστολος τῆς Ορθοδοξίας καί τοῦ Γένους», καί ὅτι ὡς νέος Ἄτλας σήκωσε στούς γερασμένους ὤμους του τήν Πίστη μας, παρά τις κακοπάθειες, πού δέχτηκε, ἀκόμη καί τόν ξυλοδαρμό ἀπό τόν ἐπίσκοπο Μητροφάνη…

Ἀσημένια λειψανοθήκη τῶν ὁσίων Χριστοφόρου καί Διονυσίου τῶν Παπουλάκηδων (Ἱ. Ν. Εὐαγγελισμοῦ Ἐμπορείου Θήρας, προνοίᾳ ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα)
Ἀσημένια λειψανοθήκη τῶν ὁσίων Χριστοφόρου καί Διονυσίου τῶν Παπουλάκηδων (Ἱ. Ν. Εὐαγγελισμοῦ Ἐμπορείου Θήρας, προνοίᾳ ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα)