Ἔναρξη κηρυκτικής δράσης καί ἡ ἀποδοχή τοῦ κόσμου
3.1 Τό παρουσιαστικό καί τό ὕφος του
Ὁ Μοναχός Χριστοφόρος ἦταν σχεδόν ἑβδομηκονταετής, βραχύσωμος μέ ὑπόλευκη γενειάδα, ἀλλά στιβαρός καί ἀκμαῖος, ἔφερε ράσο χονδρό, καλογηρικό σκοῦφο στό κεφάλι του καί πάντα βάδιζε μέ σταυροφόρο ράβδο. Τό γενικότερο σεβάσμιο ὕφος καί ἦθος μαζί μέ τό μικρόσωμο ἀνάστημά του, είχε ως αποτέλεσμα να ἐπονομαστεῖ ἀπό τον κόσμο «Παπουλᾶκος», ἐνῶ στά περισσότερα ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς του ἀναφέρεται ὡς «Παπουλάκης». Ἡ φωνή του ἦταν ἀσθενής, ἀλλά ὅταν δίδασκε τά πλήθη, ἀποκτοῦσε ἀπροσδόκητη ἔνταση καί γινόταν εὐκρινέστατη. Ὁ λόγος τοῦ ἦταν ἁπλοϊκός, ζωηρός καί ἐξαιρετικά πειστικός στούς χωρικούς, ἐφόσον ἦταν σπλάχνο ἀπό τά σπλάχνα τους καί μιλοῦσε κατ’ οὐσίαν τήν δική τους «γλῶσσα».
Ὅταν ἡ Βαυαροκρατία θέλησε νά ἀλλοίωσει τό ἑλληνορθόδοξο πνεῦμα μέ ἀπαράδεκτες καί ὕποπτες καινοτομίες, ὁ Χριστοφόρος τέθηκε ἐπικεφαλῆς στόν ἀγῶνα γιά τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία. Μαζί του λόγιοι ρασοφόροι τῆς ἐποχής του, ὅπως ο Κεφαλλονίτης Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ὁ Μεγαλοσπηλιώτης Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ ὅσιος Διονύσιος Ἐπιφανιάδης, ὁ μοναχός Συμεών, ὁ μετέπειτα Καθηγούμενος τῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὁ μοναχός Ἰερόθεος Μητρόπουλος, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Πατρῶν, καί ἄλλοι Κολλυβάδες καί πνευματικοί ἄνθρωποι ἀπό ὅλα τά κοινωνικά καί μορφωτικά στρώματα.
3.2 Τα κηρύγματα
Ἕνας πελοποννήσιος ἀρθρογράφος σημειώνει:
Αἴφνης ἀνεφάνη ἐπί τίνος ἐξώστου γλυκύς τήν μορφήν, σπινθηροβόλον τό πεῦμα, νευρικῶς κινούμενος, ἄλλοτε μέν ἀτενίζων τόν Ταΰγετον, ἄλλοτε δ’ ἐμβλέπων πρός τό κάτωθεν αὐτοῦ ἐν σιγῇ ἀναμένον πλῆθος, ἐλάχιστος τό σῶμα καί μικροσκοπικός, ἐξ οὗ καί Παπουλάκος (μικρός παπούλης), διότι τό πραγματικό του ὄνομα ἦτο Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος. Καί ἤρξατο διά τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ ἀγορεύων».
Τά κηρύγματά του δέν ἦταν πομπώδη καί τυποποιημένα, ἀλλά δίδασκε τά αὐτονόητά της Εὐαγγελικῆς Διδασκαλίας, περί τηρήσεως τῶν βασικῶν παραγγελμάτων τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καί λατρείας. Τά πλήθη μεθοῦσαν πνευματικά ἀπό τήν ὅλη παρουσία του καί διέδιδαν τά θαύματα καί τίς προφητεῖες του. Ἡ εὐλάβεια τοῦ κόσμου ἐκδηλωνόταν πρός τό πρόσωπό του, μέ διάφορους τρόπους. Τοῦ ἔκοβαν κομμάτια ἀπό τό ράσο του, τρίχες ἀπό τά γένια του. Ἀκόμα καί πέτρες ἀπό τά σημεῖα, πού πατοῦσε, γιά νά κηρύξει, ἤ ἀπό τήν Σκήτη καί τήν οἰκία του στόν Ἄρμπουνα.
Χαρακτηριστικά ἀναφέρεται, ὅτι, καθώς ευλαβεῖς χριστιανοί ἔκοβαν κομμάτια ἀπό τό ράσο του, αὐτό ἀμέσως συμπληρωνόταν ἀπό μόνο του! Αὐτά τά κομμάτια τά χρησιμοποιοῦσαν ὡς φυλακτά, γιά προστασία ἀπό διάφορα κακά καί τά φύλαγαν στό εἰκονοστάσι ἤ τά κρεμοῦσαν στό λαιμό, ἀλλά καί γιά εὐλογίες στήν σοδειά τους οἱ ἀγρότες ἤ στήν ἁλιεία τους οἱ ψαράδες, πού τά ἔραβαν στά δίχτυα καί ἔπιαναν πολλά ψάρια. Σέ πολλά μέρη τοῦ Μοριᾶ φυλάσσονται ἀκόμα τέτοια φυλακτά μέσα σέ λειψανοθῆκες.
Οἱ γυναῖκες τά χρησιμοποιοῦσαν ἀντί γιά προζύμι στήν κατασκευή ἄρτου, ἐφόσον μέ θαυμαστό τρόπο, σταυρώνοντας τή ζύμη, φούσκωνε. Βέβαια στό θαυμαστό γεγονός αὐτό, ὑπῆρχαν καί οἱ κακόβουλοι καί μή πειστικοί ἀντίλογοι. Γιά παράδειγμα στό ἀνωτέρω, μία ἀθηναϊκή ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς ἐξηγοῦσε ὅτι ἁπλούστατα τό φούσκωμα τῆς ζύμης γινόταν ἀπό τήν χημική ἐνέργεια τῆς ἐκ τοῦ ἱδρῶτος λιπαρότητας τοῦ ὑφάσματος!.
Περαιτέρω, κλῆρος καί λαός διέκρινε τό διορατικό, προορατικό καί προφητικό χάρισμα τοῦ Ἁγιοπατέρα. Κατά τήν διάρκεια τῶν ὁμιλιῶν του, ἔλεγε προφητεῖες γιά τά μέλλοντα νά συμβοῦν. Ἐν γένει, ἀπό τούς Ρωμιούς τιμῶνταν ὡς ἅγιος, ἐνῶ ἀπό τήν ξενόφερτη, ἀνώτερη κοινωνικά στάθμη ἀνθρώπων τῆς Ἀθήνας καί τῶν κρατικῶν λειτουργῶν, πού προσδοκοῦσαν εὔσημα ἀπό τήν ἐξουσία, ἐθεωρεῖτο χυδαῖος, ἀγύρτης καί λαοπλάνος.
Ἀφοῦ ἔγινε γνωστός, τό πρόγραμμα τῆς ἐμφανίσεώς του καί τῆς ὑποδοχῆς του στά διάφορα μέρη ἦταν στερεότυπο. Ὅταν οἱ κατά τόπους ἐκκλησιαστικές καί κοσμικές ἐξουσίες τόν καλοῦσαν, μετέβαινε πορευόμενος πεζός, ἀκολουθούμενος ὑπό πιστῶν, ὁρισμένοι ἀπό τούς ὁποίους προανήγγελλαν τήν ἄφιξή του στίς πόλεις καί στά χωριά, ἀπό ὅπου ἔμελλε νά διέλθει. Οἱ καμπάνες τῶν ναῶν χτυποῦσαν χαρμόσυνα, ὁ ἐπίσκοπος μέ τούς κληρικούς, μέ ἅπαντα τά ἱερατικά τους ἐνδύματα, ἐξέρχονταν πρός προϋπάντηση, οἱ δημοδιδάσκαλοι μετά τῶν μαθητῶν τους σέ παράταξη, καθώς καί ὅλες οἱ ἀρχές κάθε περιοχῆς. Οἱ γυναῖκες ἔφερναν τά βρέφη, γιά νά τά εὐλογήσει. Μετά τήν εἴσοδό του, ἀναπαυόταν ἤ προσευχόταν γιά λίγο. Ἀκολούθως, ἀνέβαινε σέ κάποιον ἐξώστη οἰκίας ἤ ἐξέδρας, πού στηνόταν ἐπί τούτου, ἤ σέ κάποιο μεγάλο δέντρο καί ἄρχιζε.
Τά ἀποτελέσματα ἀπό τά κηρύγματά του ἦταν ἐντυπωσιακά, ἀφοῦ μέ τό λόγο του μεταμόρφωνε τό λαό, ὥστε νά ἐπικρατεῖ ἀγάπη, δικαιοσύνη καί συγχώρηση. Ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς γράφει πώς: «ὅ,τι δέν κατάφεραν οἱ νόμοι, τό κατόρθωσε μέ τό κήρυγμά του ὁ Χριστοφόρος». Ἡ φιλανθρωπία καί ἡ καλοσύνη ἐξαπλώνονται παντοῦ, ἀπ’ ὅπου περνᾷ.
Ἀναζωπυρώθηκε ἡ οὐσιαστική συμμετοχή τοῦ κόσμου στήν Ὀρθόδοξη λατρεία. Ἡ ζωοκλοπή καί ἡ ληστεία μειώθηκαν ἐμφανῶς. Οἰκογένειες μέ χρόνια μίση καί αἰσθήματα ἀντεκδίκησης συμφιλιώθηκαν, αὐξήθηκαν οἱ ἐλεημοσύνες στούς πτωχούς καί, γενικότερα, αὐξήθηκαν τά πρακτικά ἔργα χριστιανικῆς ἀρετῆς. Αὐτά καί μόνο ἦταν ἀρκετά, γιά νά τοῦ ἀποδοθεῖ ἁγιότητα βίου καί ἔργου ἀπό τούς ἁπλοϊκούς χωρικούς, τῶν ὁποίων ἐξῆπτε τόν θρησκευτικό ζῆλο.
Τούς καρπούς τῶν θεόπνευστων Διδαχῶν του ἀναγνωρίζουν καί οἱ πολέμιοί του. Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς:
Ἐξέρχεται εἷς γέρων ὀγδοήκοντα πέντε ἐτῶν ἀπό τούς δρυμούς καί τά ὄρη τῶν Καλαβρύτων, ὁ Μοναχός Χριστοφόρος, κηρύττει τόν λόγον τοῦ θείου Εὐαγγελίου, καί πλησίον του, ἀπό τά πλέον ἀπόμακρα μέρη, τρέχουσι τά πλήθη εἰς τήν διδαχήν του.
Μεγάλη ἡ πίστις: Μεγάλη ἡ ἰσχύς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ: Εἰς τό πεῖσμα Σου, ὑλιστά φιλόσοφε, ὁ γέρων Χριστοφόρος, πιστεύων εἰς τό ὄνομα τοῦ Ὑψίστου, περιτρέχει τήν Λακωνίαν, τήν Λακεδαίμονα, τήν Μεσσηνίαν, καί καταπαύει διά τοῦ θείου κηρύγματος τόν φόνον, τήν κλοπήν, τήν ζωοκλοπήν, τήν γαστριμαργίαν, τήν ἐπιορκίαν καί ὅλα τά ἐγκλήματα, ἠθικά καί πολιτικά. Τίς μεγαλύτερος εὐεργέτης τῆς Ἑλλάδος;
Τί κατώρθωσαν ἄχρι τοῦδε οἱ αὐστηροί νόμοι, αἱ αὐστηραί καταδιώξεις, τά Δικαστήρια, τά Μεταβατικά;
Ἀπορίας ἀξία ἦτο καί ἡ συνάθροισις, ἣτις ἐγένετο εἰς Καλάμας, πρωτεύουσαν τοῦ Νομοῦ Μεσσηνίας. Τό ποσόν τοῦ πλήθους, ὡς ἐγνώρισα, ὑπερέβαινε τόν ἀριθμόν τῶν δέκα χιλιάδων.
Ὅλα τά κλοπιμαῖα ἐπεστρέφοντο αὐθωρεί, ὅλα τά εὑρήματα ἐρρίπτοντο εἰς τόν ἄμβωνα τοῦ Κήρυκος καί στιγμιαίως ἐδίδοντο εἰς τούς κυρίους των.
Εἰς τά παράδοξα ταῦτα ἤμην παρών καί ἔβλεπον τά πλήθη κυματούμενα, ὡς εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἰς τάς ἕνδεκα ἱσταμένου μηνός, ἡμέραν πέμπτην, ἤρχισεν ἡ ἀγόρευσις τοῦ ἀσκητοῦ καί διήρκεσεν ὅλην τήν ἡμέραν εἰς τόν ποταμόν, ἐξαιρουμένης ὀλίγης ἀναπαύσεως, τό μεσημέρι ὡς δύο ὥρας· τάς δέ ἄλλας ἠγόρευσεν ὁ Κῆρυξ, καί ἀνευφημίαι ὑψοῦντο παντοχόθεν. Ἄν τις εἶχε κατά νοῦν ἄλλα ἀντιχριστιανικά, δέν ἐτόλμα νά προφέρη γρῦ, διότι ἤθελε γίνει θῦμα τοῦ λαοῦ παραχρῆμα».
3.3 Δύο σημαντικά πρόσωπα πού ἐπηρέασαν τά κηρύγματά του
Δυό σημαντικές συναντήσεις μέσα στό ἴδιο ἔτος, τό 1847, ἔπαιξαν σπουδαῖο ρόλο στή ζωή τοῦ Παπουλάκου καί ἄλλαξαν τήν κηρυκτική τοῦ δράση. Ὁ πρῶτος ἦταν ὁ λόγιος Καθηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, καί ὁ δεύτερος ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος (γιά τόν ὁποῖο ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει σέ προηγούμενο κεφάλαιο τά σχετικά μέ τήν δράση του καί τήν Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία).
Ὁ Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος γεννήθηκε τό 1814 στή Βρωμοσέλα Μεγαλοπόλεως. Παιδί ἀκόμη, δωδεκαετής, ἐγκαταστάθηκε στή Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου πιθανότατα ἔλαβε τή στοιχειώδη μόρφωση. Ἐκπαιδεύτηκε ἀργότερα σέ ἀνώτερα σχολεῖα τῆς Καλαμάτας καί τῆς Αἴγινας. Σέ ἡλικία 25 ἐτῶν χειροτονήθηκε διάκονος καί κατόπιν πρεσβύτερος. Καθοριστικό ρόλο στή μετέπειτα πορεία του ἔπαιξε ἡ γνωριμία του, γύρω στά 1842, μέ τόν Κοσμᾶ Φλαμιᾶτο. Ὁ τελευταῖος τόν παρότρυνε νά ἐπιδοθεῖ στό ἱεραποστολικό ἔργο, ἀφοῦ πρῶτα μελετήσει ἐμβριθῶς τήν Ἁγία Γραφή καί τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτά τά ἐφόδια ὁ Ἰγνάτιος ξεκίνησε τήν κηρυκτική τοῦ δράση περιοδεύοντας ἀνά τήν Πελοπόννησο, γενόμενος ἕνας ἀπό τούς πιό γνωστούς ἐξομολόγους. Μέσα σέ αὐτό πνεῦμα ὁ Παπουλᾶκος ἀναζήτησε τόν ἱερομόναχο Ἰγνάτιο ὡς καθοδηγητή του.
Ἡ συνάντηση τοῦ Παπουλάκου μέ τούς δύο προαναφερθέντες ὑπῆρξε καθοριστικῆς σημασίας, ἐνῶ στό Μέγα Σπήλαιο ὅλοι συναναστρέφονταν μέ τόν Κωνσταντῖνο τόν ἐξ Οἰκονόμων, πού ζοῦσε ἐκεῖ.
Μέ ὅλους αὐτούς διατήρησε ἐπαφή καί φαίνεται ὅτι γαλουχήθηκε στίς ἰδέες τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας. Ἔτσι, τά κηρύγματά του ἄρχισαν νά προσλαμβάνουν «πολιτική χροιά», ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν της πίστεως καί τῶν «κακῶς κειμένων» τῆς βαυαρικῆς κρατικῆς ἐξουσίας.