2.α) Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Ὁ ὁσιομάρτυρας Χριστοφόρος Παπουλᾶκος ἐμφανίζεται στό στερέωμα τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ὀρθοδοξίας σέ μία πολύ σημαντική ἐποχή, ἀπό ἐκκλησιαστική καί πολιτική ἄποψη. Τό ἑλληνικό ἔθνος μετά τό θρίαμβο τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 προσπαθεῖ νά συσταθεῖ ὡς κράτος.
Ἡ ἄφιξη τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδος Ἰωάννη Καποδίστρια, «τοῦ μεγάλου Ἕλληνα πατριώτη καί ἀσύγκριτου πολιτικοῦ ἀνδρός», χαροποίησε σφόδρα τούς Ἕλληνες. Οὐδέποτε ἄνθρωποι δέχθηκαν εὐνοϊκότερα τόν λυτρωτή τους. Ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ Καποδίστρια γιά ὀργανωτική συγκρότηση τοῦ κράτους πήγαζαν ἀπό τήν ἀκλόνητη ἀφοσίωσή του στήν Ὀρθοδοξία. Σταθερό κριτήριο γιά τήν κάθε ἐνέργειά του ἦταν ἡ πίστη του στόν ἐπουράνιο Θεό. Ἔδειξε ἰδιαίτερη εὐαισθησία στό ἐκκλησιαστικό ζήτημα. Δέν θεωροῦσε ὀρθή τήν πραξικοπηματική ἀπόσπαση τής Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κανονικό ἔδαφος τοῦ ὁποίου αὐτή ἀποτελοῦσε. Αὐτό μαρτυρεῖ καί ἡ ἀλληλογραφία του μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Λύση ὅμως στό ἐκκλησιαστικό ζήτημα δέν πρόφτασε νά δώσει, γιατί δολοφονήθηκε ἀπό ἐχθρούς τῆς πατρίδας.
2.β) Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Τήν λύση προσπάθησε νά δώσει ἡ Ἀντιβασιλεία τό 1833 μέ τήν «Αὐτογνώμονα Ἀνακήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου της Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». Τό ἔργο αὐτό ἀνέλαβε νά τό ὑλοποιήσει ὁ Μάουερ μέ συνεργό του τόν ἀρχιμ. Θεόκλητο Φαρμακίδη καί μέ συνέπειες ὀδυνηρές. Ὄχι μόνο δέν βοήθησαν στήν καλύτερη ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά τουναντίον δημιούργησαν ἀκόμη ἔκρυθμη κατάσταση καί χειρότερη ἐκκλησιαστική ἀνωμαλία, ἀφοῦ διακόπηκαν οἱ κανονικές ἐκκλησιαστικές σχέσεις μέ τό Πατριαρχεῖο. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε τώρα ἐπικεφαλῆς, στό διοικητικό της μέρος, τόν βασιλιά Ὄθωνα, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν καν ὀρθόδοξος. Ἡ ἀκτινοβολία καί τό κύρος, πού εἶχε κατά τά χρόνια τῆς δουλείας, ἄρχισε νά μειώνεται. Αὐτό ἦταν κάτι, πού ἡ Ἀντιβασιλεία ἐπεδίωκε μέ πάθος, γιά νά μπορέσει πλέον ἀνενόχλητη νά ἐφαρμόσει τά ἀντιορθόδοξα σχέδιά της. Ἡ κατάσταση αὐτή διατηρήθηκε ἐπί 17 ἔτη, τόσα δηλαδή, ὅσα χρειαζόταν ἡ Βαυαρική ἐξοὐσία, γιά νά προχωρήσει στό ξερίζωμα τῶν δομῶν καί τῶν θεσμῶν τῆς Ρωμιοσύνης. Ἔτσι προχώρησαν στή δημιουργία ἑνός κράτους, ὅπως τό ἤθελαν αὐτοί, μέ τήν Ἐκκλησία παροπλισμένη καί καταφρονημένη. Μέσα σ’ αὐτήν, λοιπόν, τήν περίοδο, πού ἡ Ἐκκλησία ἦταν στό περιθώριο καί ἐπικρατοῦσε πνευματικῆ σύγχυση σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, βρέθηκαν κάποιοι λαϊκοί καί κληρικοί φωτιστές, οἱ ὁποῖοι ἐπωμίσθηκαν τό βάρος τῆς πνευματικῆς ἀνάτασης.
Ὁ λαός, πού παρακολουθοῦσε τά τεκταινόμενα εἰς βάρος τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, περίμενε μέ ἀγωνία καί προσευχή, τούς πνευματικούς ἡγέτες του, γιά νά κινηθεῖ. Καί νά πού ἐμφανίσθηκε ὁ πρῶτος, ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος ἀπό τήν Κεφαλλονιά. Ὁ Φλαμιᾶτος μελετώντας μόνος του καί κάνοντας σπουδές στήν Δύση ἀπέκτησε σπουδαία παιδεία, ἐνῶ ὡς ἀληθινός πατριώτης, μέ τό κήρυγμά του στηλίτευε τίς ἀγγλικές βαρβαρότητες καί τήν δυναστεία τους στά Ἰόνια Νησιά. Γύρω στά 1830 συνελήφθη, ἀλλά ἀργότερα ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Τό 1841 ἦρθε στήν Πάτρα. Γρήγορα γνωρίζεται μέ φωτισμένους μοναχούς καί λαϊκούς της Ἀχαΐας, οἱ ὁποῖο ἀγωνίζονται καί αὐτοί γιά τήν ἀνόρθωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀποφασίζουν νά ὀργανωθοῦν καί νά μή μείνουν ἀπαθεῖς ἀπέναντι στά τεκναινόμενα ἀπό τούς Βαυαρούς καί ἄλλες ἐξωγενεῖς πηγές ἐξουσίας εἰς βάρος τοῦ ἔθνους καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πίστεως.
Καθώς Βαυαροκρατία ἐκδήλωνε, μέ ἀπαράδεκτες καί ὑστερόβουλες καινοτομίες, τή θέλησή της νά ἀλλοιώσει τό γνήσιο ρωμαίηκο και ορθόδοξο πνεῦμα, ὁ μοναχός Χριστοφόρος μαζί με λογίους μοναχοῦς καί ἱερεῖς ἀντιστέκονται. Μεταξύ αὐτῶν διακρίνονται: ὁ Κεφαλλονίτης Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ὁ Μεγαλοσπηλιώτης Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, ὁ Κωνσταντῖνος ἐξ Οἰκονόμων, ὁ ὅσιος Διονύσιος Ἐπιφανιάδης, ὁ καθηγούμενος τῆς Μονῆς Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους Συμεών καί ἄλλοι Κολλυβάδες καί πνευματικοί ἄνθρωποι, ἀπό ὅλα τά κοινωνικά καί μορφωτικά στρώματα. Περιοδεύουν σέ πολλές περιοχές, κηρύττουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παράδοσής μας, ἐκδίδουν καί διακινοῦν φυλλάδια καί βιβλία, ἐνῶ μέ ὁποιοδήποτε μέσο της ἐποχῆς λαλοῦν λόγο Ἀληθείας.
Οἱ στόχοι τῶν ἀνωτέρων ἦταν:
1. Ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία νά ἐπανέλθει στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
2. Ὁ Βασιλιάς Ὄθων νά βαπτισθεῖ Ὀρθόδοξος, ὡς ἄρχοντας ἑνός Ὀρθοδόξου κράτους.
3. Νά σταματήσουν οἱ προδοσίες εἰς βάρος τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί τοῦ ταλαίπωρου Γένους μέ ὁποιοδήποτε τρόπο φανερό ἤ συγκεκαλυμμένο.
Τό Κράτος πανικοβάλλεται καί ἐπεμβαίνει, συλλαμβάνει τυχηδόν κληρικούς και φυλακίζει πολλούς, ακόμη καί χωρίς ἀπολογία, στά ἀνήλια καί ἀπάνθρωπα κελλιά τοῦ Κάστρου τοῦ Ρίου. Ἀνάμεσά τους καί ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος. Ἐκεῖ, ἀφοῦ πρῶτα θά καρεῖ Μοναχός στό παρεκκλήσιο τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τοῦ Κάστρου τοῦ Ρίου ἀπό πατέρες, πού εἶχαν ἐγκλεισθεῖ μαζί του, θά πεθάνει ἀπό τίς κακουχίες στις 22 Ιουνίου του 1852 καί θά νά γίνει ἕνας ἀπό τούς πρωτομάρτυρες στόν ἀγώνα ὑπέρ τῆς παράδοσης στήν Ἐκκλησία καί τό Κράτος, θύμα τοῦ ἀρτισύστατου Ἑλληνικοῦ Κράτους.
Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἄρθρο τῆς ἐφημερίδα ΑΙΩΝ (23 Ἰουλίου 1852) γιά τό τραγικό τέλος τοῦ Μοναχοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου πού τόν δηλητηρίασαν προτού καν ἀπολογηθεῖ:
«Ὁ ἱερεύς Κοσμᾶς Φλαμιάτος, κατηγορηθεῖς ὡς ἀρχηγός τῆς δῆθεν θρησκευτικῆς ἑταιρείας κατά τῶν καθεστώτων, ἀπέθανεν ἐν τῇ δεινῇ φυλακῇ τοῦ ἐρειπωμένου φρουρίου τῶν Πατρών, ἀπέθανε, πρίν ἤ δικασθῆ, διά νά δειχθῶσι καί δικαστικῶς ἤ αὐτός μέν ἔνοχος, οἱ δέ κατήγοροι, μᾶλλον δέ ἡ κατήγορος αὐτοῦ Κυβέρνησις, ἀθῶοι, ἤ αὐτός μέν ἀθῶος, οἱ δέ κατήγοροί του συκοφάνται καί μηχανορράφοι, ἄλλους ὑπηρετοῦντες καί τήν συνείδησίν των προδίδοντες. Προφυλακισθείς οὗτος ἐν τῷ φρουρίῳ, ὑπέπεσεν εἰς νόσον βαρυτάτην· στερούμενος δέ καταλύματος ἁρμοδίου νά σώση τήν ὑγείαν του, ἐστερεῖτο συγχρόνως καί περιποιήσεως καταλλήλου καί ἰατρικῆς βοηθείας. Τήν τοιαύτην ἐλεεινήν καί ἐπικίνδυνον κατάστασιν τούτου βεβαιούμενος ὁ ἐν τῇ πόλει τῶν Πατρών ἐμπορευόμενος ἀδελφός του Συμεών Φλαμιᾶτος, ἐξῃτήσατο διά τῆς ἀπό 25 Ἰουνίου ἀναφορᾶς του πρός τόν Εἰσαγγελέα:
«Α΄. Νά ἀποσταλῶσι παρ’ αὐτοῦ οἱ Ἰατροί Κύριοι Ἄννινος, Χρυσανθόπουλος καί Παπαδόπουλος, ὅπως ἐπισκεφθῶσι τόν πάσχοντα, καί βεβαιώσωσιν, ἄν πάσχῃ οὕτως δεινῶς·
Β΄. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, νά διατάξη καί λόγῳ φιλανθρωπίας καί λόγῳ δικαιοσύνης, ὥστε νά τεθῇ ὑπό θεραπείαν ὁ πάσχων ἐκτός τοῦ φρουρίου, φρουρούμενος συγχρόνως ὑπό τῶν ἀναγκαίων χωροφυλάκων.»
Τί δικαιότερον καί νομιμώτερον ἄλλο παρά τήν τοιαύτην αἴτησιν τοῦ Σ. Φλαμιάτου; Εἰς ποῖον τῶν βαρβαρωτέρων τόπων, εἰς ποίαν καί τήν πλέον ἀπάνθρωπον καί τήν πλέον σκληροτράχηλον κοινωνίαν, δέν ἤθελεν εἰσακουσθῆ εὐθύς αἴτησις τοιαύτη; Καί ὅμως οὐδεμία παρά πᾶσαν προσδοκίαν ἐδόθη ἀκρόασις, ἡ αἴτησις ἀπερρίφθη, καί ὁ πάσχων εἰς τήν προφυλακήν νά καταβῇ, εἵπετο εἰς τόν τάφον ἕνεκα πάσης στερήσεως καί ἰατροῦ καί περιποιήσεως οἰκείας καί ἁρμοδίας.
Βεβαίως δέν διαφιλονεικεῖ τις εἰς τήν Κυβέρνησιν τό δικαίωμα τοῦ νά καταδιώκῃ ἐκείνους, ὅσοι, εἴτε ἀληθῶς εἴτε μή, καταγγέλλονται εἰς αὐτήν ὡς διασείοντες τά καθεστῶτα· ἀλλ’ ἐπίσης καί οἱ καταγγελλόμενοι δέν ἀφαιροῦνται τοῦ δικαιώματός τοῦ νά θεωρῶσιν ἀθώους ἑαυτούς, μέχρις οὗ δικαστικῶς κηρυχθῶσιν ἔνοχοι. Ἀθώων ἄρα θεωρουμένων τῶν ὑπό ἀνάκρισιν μόνην διατελούντων, συγχωρεῖται, ἐρωτῶμεν, ποτέ τό νά ἐνεργῇ ἡ καταδιώκουσα Ἐξουσία ἐναντίον αὐτῶν μέτρα τοιαῦτα, δι’ ὧν νά ἀποθνήσκωσιν οὗτοι, πρίν ἤ ἐξελεγχθῶσιν ἔνοχοι; Ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, καταγγελλόμενοι ὁπωσδήποτε καί ὑπό ἀνάκρισιν τιθέμενοι, συγχωρεῖται νά προφυλακίζωνται μετά τῶν ληστῶν καί τῶν ἐκ συστήματος κακούργων;
Ἀλλ’ ἐν τῇ Ἑλλάδι ὅλα θεωροῦνται συγκεχωρημένα, προκειμένου σκοποῦ πολιτικοῦ μάλιστα. Ἀδιάφορον δι’ ἡμᾶς, ὅσας αἰσχροί ἄνθρωποι καί μισθωτοί λιβελλογράφοι τῶν τριόδων θέλουσιν ἐξεμέσει καί πάλιν ὕβρεις, προπηλακισμούς καί ἐνοχοποιήσεις· ὀφείλομεν τήν ἀλήθειαν νά λέγωμεν, τήν ἀθωότητα νά ὑπερασπίζωμεν, καί τήν ἐπιβουλήν νά καταδιώκωμεν, ὅπου ἄν ὑπάρχωσιν αὖται. Εἰς τήν παροῦσαν δέ περίστασιν καθῆκον ἡμῶν θεωροῦμεν τήν δημοσίευσιν μιᾶς περί τοῦ καταγγελθέντος Κοσμᾶ Φλαμιάτου ἐκθέσεως, τήν ὁποίαν ἐλάβομεν πρό πολλῶν ἡμερῶν, ἀλλά δέν ἠδυνήθημεν εὐθύς νά δημοσιεύσωμεν ἕνεκα ἄλλης σπουδαιοτέρας ὕλης. Διά τῆς ἐκθέσεως ταύτης γνωρίζει πλέον ὅλος ὁ κόσμος, διατί ὁ ἀποθανῶν Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος κατηγγέλθη, καί πρός ποίους σκοπούς προφυλακίσθη· θέλει γνωρίσει ὡσαύτως, διά ποίους σκοπούς περιελήφθησαν εἰς τήν καταγγελίαν κατά τοῦ Φλαμιάτου καί ὅλαι σχεδόν αἱ ἱερεαί Μοναί τῆς Πελοποννήσου καί Στερεᾶς, καί τό μεγαλύτερον μέρος τῶν Μοναχῶν καί Ἱερέων. Ἤδη διεδέχθη τόν σάλον τῶν ἀνακριτῶν, ἐρευνῶν, καταδιώξεων καί φυλακίσεων ἡ νηνεμία, ὄχι διότι ἀπέθανεν ὁ Φλαμιᾶτος, ἀλλά διότι δέν ὑπάρχει πλέον ἀνάγκη, διότι ἐτελείωσαν τά Ἐκκλησιαστικά νομοσχέδια.
Ἰδού ἡ ἔκθεσις:
«Ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ἀνήρ προβεβηκώς ἤδη τήν ἡλικίαν, εὑρίσκεται καθειργμένος διά πολιτικόν ἔγκλημα. Ὑπό τό βάρος κατηγορίας τοιαύτης εὑρισκόμενος, δέν δύναται μέν ἐνώπιον τῶν ἀνακριτῶν του νά ἀκουσθῆ, φέρων εἰς ἀπολογίαν τῆς κατ’ αὐτοῦ συκοφαντίας τόν βίον του ὁλόκληρον καί τήν εἰς πολλά μέρη τοῦ κόσμου πολιτείαν του, ἀλλ’ ἐνόπιον τοῦ κοινοῦ, ἐνώπιον ὅλων ἐκείνων, οἵτινες τόν ἐγνώρισαν, οἵτινες τόν ἤκουσαν λαλοῦντα, οἵτινες ἀνέγνωσαν τάς συγγραφάς του, δύναται μετά πλείστης πεποιθήσεως νά παραστήσῃ τήν ἀθωότητά του καί νά ἐπιτύχῃ, τήν ὁποίαν πᾶς συκοφαντούμενος ἐλπίζει συμπάθειαν καί ἀνακούφισιν εἰς τά δεινά του.
«Ὑπάρχουν ἴσως ἄνθρωποι, οἵτινες, ἐξηπατημένοι ὄντες ἀπό τάς ψευδεῖς φήμας, πιστεύουσιν, ὅτι τό ἔγκλημα τοῦ Φλαμιάτου, τό ἔγκλημα τοῦ Γριμάνη, εἶναι ἤδη ἀποδεδειγμένον ἀπό σωρείαν ἐπιστολῶν καί ἐγγράφων, τά ὁποῖα ἡ δραστηρία ἀνεκάλυψε καί ἔχει ἤδη εἰς τήν κατοχήν τῆς ὡς μέσα ἀποδείξεως.
«Ἄν ποτε οἱ κατηρούμενοι ἴδωσι τά πρόσωπα τῶν ἁρμοδίων δικαστῶν αὐτῶν, ἄν ποτε ἡ δικαστική ὑπεράσπισίς των ἀκουσθῆ ἀπό τό κοινόν, τότε θέλει διαλυθῆ πάσα ἀμφιβολία, τότε θέλει ἀποδειχθῆ, ὅτι καί ὁ Φλαμιᾶτος καί ὁ Γριμάνης ἀδίκως συνελήφθησαν καί ἐφυλακίσθησαν, καί ἀδίκως ἔπαθον, ὅσα πάσχουσι. Ἀλλά τί τό ὄφελος δι’ αὐτούς; Οἱ προκαλέσαντες τήν σκηνήν αὐτήν θέλουν δικαιολογεῖσθαι πάντοτε, ὅτι ἡ τοσαύτη αὐστηρότης ἦτο ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτος, διότι ἐπρόκειτο περί φρικτοῦ καί τρομεροῦ κακουργήματος.
«Καί ποῖον τό κακούργημα τοῦτο; Ἡ θρησκευτική ἀφοσίωσις τοῦ Φλαμιάτου, ἡ ὑπερβάλλουσα αὐτοῦ προσκόλλησις εἰς τήν ἰδέαν του, ὅτι ὀφείλει νά προστατεύῃ τήν θρησκείαν, ἐπιβουλευομένην ὑπό τῶν ξένων. Ἰδού ὅλος ὁ βίος, ἰδού ὅλη ἡ πολιτεία τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου.
«Καί ὁ βίος οὗτος, ἡ πολιτεία αὕτη ἔδωκεν ἀφορμήν εἰς τήν ἀνάκρισιν νά τόν συλλάβῃ καί νά τόν φυλακίσῃ, νά τοῦ κατάσχῃ τά ἔγγραφά του, νά τόν ὑποβάλῃ εἰς τήν κατηγορίαν τοῦ ταραξίου, τοῦ στασιαστοῦ, τοῦ μελετήσαντος τήν καταστροφήν τοῦ παντός. Καί ὄχι μόνον ἐσυκοφαντήθη τοιουτοτρόπως αὐτός ὑπό τῶν ὑπενεργησάντων τήν τοιαύτην δῆθεν ἀνακάλυψιν, ἀλλά προσέτι ἐσυκοφαντήθησαν καί ἐφυλακίσθησαν καί αὐτοί οἱ σχετικοί του ἤ φίλοι του, διότι τόν ἐγνώρισαν, διότι συνωμίλουν μετ’ αὐτοῦ, διότι συνεμερίζοντο τάς πεποιθήσεις του ἤ διότι ἁπλῶς ἔτυχε νά τόν ἀκροασθώσι ποτε ὁμιλοῦντα.
Ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος τά πάντοτε ἐπρέσβευσεν, ὅπου δήποτε καί ἄν ἐστάθη. Καί εἰς τήν Ἑπτάνησον καί εἰς τήν Μολδαυΐαν καί εἰς τήν Ἑλλάδα εἶναι πάντοτε ὁ αὐτός. Καί δέν ἐπρέσβευσε τώρα τάς ἀρχάς, τάς ὁποίας ἔχει καί διά τάς ὁποίας τοσοῦτο σκληρῶς συκοφαντεῖται καί καταδιώκεται, διότι τᾶς ἐπρέσβευε πρό 25 ἐτῶν, προτοῦ ἀκόμη καθιδρυθῆ τό Ἑλληνικόν βασίλειον, καί τᾶς ἐπρέσβευσεν ἔκτοτε καί θέλει τάς πρεσβεύει μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς του, διότι τοιαύτην ἔχει πεποίθησιν, καί οὕτω πως ἡ θρησκευτική του συνείδησις τοῦ λέγει.
«Ἡ ἀνάκρισις δέν εἶχεν ἀνάγκην διόλου νά κατάσχῃ τά ἔγγραφα καί τήν ἀλληλογραφίαν τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου. Δέν ἔκρυπτε ποτέ τίποτε ἀπό τό κοινόν, ἀπό τήν δημοσιότητα. Ὅ,τι σήμερον ἡ ἀνάκρισις ζητεῖ εἰς τά ἔγγραφά του, εἰς τήν ἀλληλογραφίαν του, ἠδύνατο νά τό πορισθῇ ἐκ τῶν δεδημοσιευμένων πρό πολλῶν ἤδη ἐτῶν βιβλίων του. Πρόχειρον εἶναι παντοῦ τά σύγγραμμά του, ἐπιγραφόμενον ‘Φωνή Ὀρθόδοξος’. Ὅ,τι πρεσβεύει, ὅ,τι λέγει, ὅ,τι κηρύττει δι’ αὐτοῦ, τό αὐτό ἀποβλέπουν καί ὅλα τά κατασχεθέντα ἔγγραφά του καί ὅλη ἡ ἀλληλογραφία του· τό αὐτό φρονεῖ καί σήμερον, τό αὐτό ἐφρόνει, καί ὅταν συνελήφθη· τό αὐτό θέλει φρονεῖ καί θέλει φέρει εἰς ἀπολογίαν του· καί, ὅταν ἀπολογηθῇ ἐνώπιον τῶν δικαστῶν, θ’ ἀκούσωσι τήν ἀπολογίαν του, καί θ’ ἀποφανθῶσι περί τῆς παύσεως τῶν δεινῶν του. Ὅταν ἡ Ὀρθόδοξος Φωνή ἐξεδόθη, οὐδόλως ἐκίνησε τήν χολήν τῶν ἀνακριτῶν ὑπαλλήλων, ἀλλ’ ἀπεναντίας ἐθεωρήθη τό ἔργον παρά πάντων θεοφιλέστατον, ἀναγκαιότατον. Καμμία τῶν Ἀρχῶν τοῦ τόπου δέν ἐθεώρησαν αὐτό ἐπιλήψιμον, ἐν Ἀθήναις ἐκδοθέν μάλιστα, ἀλλ’ ἀπεναντίας ἀφέθη παντοῦ ἐλεύθερον νά κυκλοφορῇ καί ν’ ἀναγινώσκεται ἐπί τοσαύτα ἔτη. Καί σήμερον, κατηγορουμένου τοῦ Φλαμιάτου, ἡ ἀνάκρισις δέν στηρίζεται εἰς ἄλλο, εἰμή εἰς τήν παρεξήγησιν καί παρερμήνευσιν τῶν διαλαμβανομένων εἰς τήν Ὀρθόδοξον Φωνήν, διότι ὅλος ὁ νοῦς τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου, ὅλος ὁ βίος του, ὅλη ἡ κατασχεθεῖσα ἀλληλογραφία του δέν περιστρέφονται εἰς ἄλλο, εἰμή εἰς τάς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Φωνῇ διαλαμβανομένας ἀρχάς καί θρησκευτικάς πεποιθήσεις. Ἄν λοιπόν τό βιβλίον τοῦ ἦναι ἀντικοινωνικόν, καί ὄχι φιλοκοινωνικόν, ἄν περιέχῃ βλαστημίαν τινά κατά τῆς Πολιτείας καί τῶν Ἀρχῶν, ἄν ἔχῃ τούς σκοπούς, τούς ὁποίους σήμερον ἀποδίδουν εἰς τόν Φλαμιάτον οἱ διῶκται αὐτοῦ, ἄν, ἐν ἑνί λόγῳ, ὑπάρχῃ τι ἐπιλήψιμον εἰς τό βιβλίον του ἐκεῖνο,τότε ἠμπορεῖ νά εἴπη τίς, ὅτι καί ἡ διαγωγή τοῦ Φλαμιάτου εἶναι ἐπιλήψιμος, εἶναι πολεμία τῆς πολιτείας. Ἀλλά τοῦτο δέν ὑπάρχει, διότι, ἄν τό βιβλίον του ἤθελεν εἶσθαι ἐπιλήψιμον, τό ἄγρυπνον ὄμμα τῶν Ἀρχῶν δέν ἤθελε τό ἀφίνει πρό τοσούτων ἐτῶν εἰς κυκλοφορίαν.
Ἡ διαγωγή λοιπόν τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου εἶναι γνωστή εἰς ὅλον τό Πανελλήνιον πρό 30 σχεδόν ἐτῶν· αὕτη δέν ἔχει κανένα πολιτικόν σκοπόν, καί περιορίζεται μόνον καί μόνον εἰς τά θρησκευτικά καθήκοντά του, τά ὁποῖα θεωρεῖ ἀνώτερα παντός ἄλλου καθήκοντος. Ἡ διαγωγή τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου δέν ἔχει ἀνάγκην ἀνακρίσεων, διά ν’ ἀποδειχθῇ· αὕτη εἶναι φανερά καί ἐκ τῶν λόγων του καί ἐκ τῶν ἔργων του καί ἐκ τῶν συγγραφῶν του. Ἄνθρωπος ζῶν βίον μονῆρη καί σχεδόν ἀσκητικόν, βίον ἐρημίτου, δέν ἠμπορεῖ νά ἦναι ταραξίας, στασιαστής, ἀντάρτης, ἀποστάτης, ὅπως θέλωσι νά τόν ὀνομάσωσι. Ἡ πόλις τῶν Πατρῶν πρό δωδεκαετίας γνωρίζει καί αὐτόν καί τήν διαγωγήν του. Ὁλόκληρος λοιπόν ἡ πόλις αὕτη θά μαρτυρήσῃ εἰς τήν δίκην του, ἄν ἦναι τοιοῦτος, ὁποῖον ἡ παραμόρφωσις τῶν γνωστοτέρων ἀληθειῶν καί ἡ κακοβουλία ἠθέλησαν νά τόν χαρακτηρίσωσι. Ὁ Φλαμιᾶτος δέν ἔχει ἄλλο ἁμάρτημα, ἄν ἁμάρτημα δύναται τοῦτο νά ὀνομασθῆ, εἰμή ὅτι οὔτε τό ἐλάχιστον μέρος τῆς συνειδήσεώς του δέν ἀφιέρωσε πότε εἰς τά ἐγκόσμια, εἰς τά μάταια, εἰς τά ἐπίβουλα καί ψευδῆ τῆς ἐπιγείου κοινωνίας πράγματα. Ἀλλά διά τοῦτο δέν πταίει, δέν ὀφείλει λόγον εἰς κανένα, δέν ἥμαρτεν ἐνώπιον τῶν ἀνθρωπίνων νόμων. Ὁ μέγας πρός τήν θρησκείαν ζῆλος του δέν εἶναι ἔγκλημα προβλεπόμενον ἀπό τούς νόμους, ὡς δέν ἠμπορεῖ νά ἦναι ἔγκλημα, καί ἄν ἱερεύς τις, ἀπό ὑπερβάλλουσαν θρησκευτικήν ἀφοσίωσιν κυριευόμενος, προσεύχεται πρός τόν Θεόν ὄχι ἅπαξ ἤ δίς τῆς ἡμέρας, ἀλλά ἑκατοντάκις ἤ χιλιάκις».
2.γ) ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ
Ἕνας ἄλλος πρωτομάρτυρας, στό ἴδιο πνευματικό κλίμα μέ τόν Κοσμᾶ Φλαμιᾶτο, εἶναι ὁ ὅσιος καί ὁμολογητής Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος. Ἡ φωνή τοῦ λαοῦ τόν καλεῖ νά συνεχίσει τό ἔργο του Φλαμιάτου. Ἡ δράση του ἀρχίζει στό ἑξηκοστό ἔτος τῆς ἡλικίας του καί γι’ αὐτό ὁ λαός τόν ἀποκαλεῖ Παπουλᾶκο. Μέχρι τότε ὅμως δέν εἶχε διακόψει τίς σχέσεις του μέ τό Μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου. Ἡ κάπως ἀπότομη μεταστροφή του στό Μοναχισμό δέν πρέπει νά ἀναζητηθεῖ σέ παθολογικά αἴτια, ὅπως ἀβασάνιστα ἰσχυρίζονται οἱ βιογράφοι του, γιατί κρίνουν τά πράγματα χωρίς τήν πνευματική τους ὑπόσταση. Τό νευρικό του σύστημα δέν πειράχθηκε ἀπό τόν τύφο, ἀπό τόν ὁποῖο ἴσως προσβλήθηκε, ἀλλά ἡ μεταστροφή αὐτή ὀφείλεται σέ οὐράνιο κάλεσμα, πού δέχτηκε στήν οἰκία του, στόν Ἄρμπουνα Καλαβρύτων. Ὁ λαός τούς τρελούς δέν τούς ἁγιοποιεῖ, ὅ,τι καί ἄν ἰσχυρίζονται, ἀλλά τούς γελοιοποιεῖ, εἰδικά ἐκείνη τήν ἐποχή.
Ὁ Παπουλᾶκος δέν παρήγγειλε αἴφνης ἤ παραλόγως, σ’ ἕνα ράφτη ἕνα ράσο κι ἕνα σκοῦφο, γιά νά παριστάνει τόν καλόγερο. Ἀκολούθησε τήν ἀφιερωσή του στό Μοναχικό Τάγμα. Ἐκάρη Μοναχός στή Ἱερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων ἀπό τόν γέροντά του, ἀρχιμ. Ἰγνάτιο Λαμπρόπουλο καί ἔζησε γιά λίγο στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἀθανασίου κοντά στήν Κλειτορία. Ἄλλωστε, καί στίς ἐγκυκλίους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί στά ἑκατοντάδες κρατικά ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς φέρεται ὡς «Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος» ἤ «Παπουλάκης».
Στό Μέγα Σπήλαιο ἔμεινε γιά λίγο καιρό. Ἔπειτα ἐπέστρεψε στό χωριό του καί ἔμεινε στό σπίτι του, ὥσπου νά φτιάξει μία μικρή Ἱερά Σκήτη ἀφιερωμένη στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Δέν παρέμεινε ὅμως γιά πολύ, ὄχι ἐπειδή ὑπέφερε ἀπό μοναξιά (ἄλλωστε εἶχε καί δύο συμμοναστές, τούς μοναχούς Ἀβέρκιο καί Κοσμᾶ), ἀλλά γιατί ὁ Θεός τόν καλοῦσε ἀλλοῦ νά θερίσει στόν ἀμπελώνα Του καί νά θυσιαστεῖ. Δέν μποροῦσε νά βλέπει τήν πνεὐματικῆ ἀλλοτρίωση τοῦ ταλαίπωρου λαοῦ, ἡ ὁποία συστηματικά συντελοῦσαν ἀπό τούς Βαυαρούς καί τούς πάστορες τῆς Δύσης.
Πολύ εὔστοχα ἕνας σύγχρονός μας ἱεράρχης, ὁ γηραιός μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, γράφει: «Ὁ Χριστοφόρος δέν ἠδύνατο πλέον νά μείνει οὔτε μίαν ἡμέραν εἰς τήν σκήτην του. Τόν ἐκάλει ἡ φωνή τοῦ καθήκοντος. Ἐγκαταλείπει τό ἀσκητήριον καί ρίπτεται εἰς τόν ἀγώνα. Περιοδεύει τήν ὕπαιθρον. Κηρύττει εἰς τόν λαό τό κήρυγμα τῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας. Εἶχε πνεῦμα Ἅγιον. Ὅ,τι ἠσθάνετο ἡ καρδία του τό ἐξέφραζε κατά τόν ἁπλούστερον τρόπον. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκήρυττε. Πρόσωπον ἀνθρώπου δέν ἐλάμβανε ὑπ’ ὄψιν. Οἱ τρανοί της γῆς δέν ἠδύναντο νά τόν πτοήσουν. Εἶχε λάβει τήν μεγάλην του ἀπόφασιν: Νά μαρτυρήσει ὑπέρ τῆς ἀλήθειας μιμούμενος τόν Θεάνθρωπον».
Ὁ λόγος τοῦ Παπουλάκου εἶναι βάλσαμο γιά τούς δίκαιους καί ἔλεγχος γιά τούς δόλιους. Εἶναι λόγος τῆς ἀλήθειας. Μέ τό λόγο του μεταμορφώνει τό λαό, μεταλαμπαδεύει ἀγάπη, δικαιοσύνη, συγχώρηση, ὥστε ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς νά γράφει: «ὅ,τι δέν κατάφεραν οἱ νόμοι, τό κατόρθωσε μέ τό κήρυγμά του ὁ Χριστοφόρος». Μπορεῖ νά πεῖ κάποιος ὅτι ἔφτασε σέ κάποιες ὑπερβολές, ἀλλά ἐκεῖ πού εἶχε φτάσει τό θράσος τῆς κοσμικῆς ξενόφερτης ἐξουσίας εἰς βάρος των προγόνων μας και τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, δέν χωροῦσε πλέον ἄλλος λόγος. Κάποιος ἔπρεπε νά τολμήσει καί νά πληρώσει τό τίμημα. Ὅταν οἱ Βαυαροί καί οἰ ἐντόπιοι ὑποτακτικοί τους ἔχουν ξεριζώσει σχεδόν τά πᾶντα ἐκ θεμελίων, πῶς νά καθίσει κανείς μέ σταυρωμένα χέρια. Ἡ συνείδησή του τόν ἀφυπνίζει. Ὅταν ἀπό τά 600 Μοναστήρια, πού ἀποτελοῦσαν τά κάστρα τῆς Ὀρθοδοξίας στό Βυζάντιο καί στήν Τουρκοκρατία, ἔρχεται ὁ Μάουερ καί κλείνει τά 500, ἐκδιώκοντας τό ἔμψυχο ὑλικό καί καίγοντας τήν πολιτιστική μας κληρονομιά, πράγμα πού οὔτε οἱ Τοῦρκοι δέν τόλμησαν νά κάνουν, τό λιγότερο πού μπορεῖ νά κάνει κανείς εἶναι νά ὑψώσει φωνή διαμαρτυρίας, ἔστω καί ἄν αὐτό ἔχει ὡς τίμημα διώξεις, φυλακίσεις καί ξυλοδαρμό ἕως θανάτου.
2.δ) Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ
Πολλοί ἐρευνητές κατηγοροῦν τόν Παπουλᾶκο ὅτι τάχα στράφηκε ἐναντίον τῶν Γραμμάτων, γιατί ἦταν ἀγράμματος. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι στράφηκε ἐναντίον μίας παιδείας ὑλιστικῆς καί ἄθεης καί ἔγινε ὑπέρμαχος μίας παιδείας ἀρχαιοελληνικῆς καί Χριστοκεντρικῆς, πού ἐνέχει πνευματικότητα. Ὁλόκληρη σχεδόν ἡ Παιδεία στήν ἐποχή του βρισκόταν στά χέρια Καθολικῶν καί Προτεσταντῶν, σέ ξένα δηλαδή σώματα, ὡς πρός τήν μικρή πατρίδα μας. Ἦταν ὑποστηρικτής τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος τῆς ἀλληλοδιδακτικῆς μεθόδου καί ὄχι τῆς ξενόφερτης ἑλληνοδιδακτικῆς. Μέ τήν ἀλληλοδιδακτική μέθοδο ὁ Ρωμιός αἰσθανόταν πιό ἀσφαλής, ἀφοῦ μέ αὐτή τήν μέθοδο διδασκαλίας εἶχε ἀπολαύσει πολλούς πνευματικούς καρπούς. Δι’ αὐτῆς ἔγινε ἡ διάσωση τῆς πνευματικότητάς του καί αὐτή ἦταν πού ὁδήγησε στό Μεγάλο Ξεσηκωμό τοῦ 1821. Ἡ νέα μέθοδος βασιζόταν σε βαυαρικά μοντέλα, δέν ταίριαζε στήν ψυχοσύνθεση τοῦ Ἕλληνα καί δεν στέφθηκε ἀπό ἰδιαίτερη ἐπιτυχία. Ἄλλωστε ἤδη ἀπό τό 1821 εἶχε ὀργανωθεῖ ἡ παιδεία σέ ὅλους τούς χώρους τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τοῦ τόπου μας. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρθηκαν οἱ Καθολικοί γιά τήν ἵδρυση σχολείων, ἐκμεταλλευόμενοι τίς ἐλλείψεις τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας στόν τομέα αὐτό, ἐφόσον τό ἀνεξάρτητο κράτος εἶχε μόλις συσταθεῖ. Ἀπό τήν ἄλλη, ἦταν και οι Μισσιονάριοι τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ διάφορες ἱεραποστολικές ἑταιρεῖες, ἐξαπλωμένες παντοῦ, πού θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους «σωτῆρες» τῆς Ἀνατολῆς.
Γιά νά πετύχουν τήν ἀποξένωση τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν ἀγάπη πρός στούς προγόνους τους καί τή πατρίδα τους, χρησιμοποίησαν καί οί Προτεστάντες, ὅπως καί οἱ Καθολικοί, τόν εὐαίσθητο χῶρο τῆς Παιδείας. Οἱ Βαυαροί, ὅπως ἦταν αναμενόμενο, προωθοῦσαν τήν στρατηγική τοποθέτηση καθολικών και προτεσταντῶν στήν Ἑλληνική Κοινωνία, διορίζοντάς τους σέ θέσεις – κλειδιά τῆς Δημόσιας Παιδείας. Μέσα σ΄ αὐτό τό κλίμα, ὁ Παπουλᾶκος καί οἱ ἄλλοι κληρικοί καί λαϊκοί, ὕψωσαν φωνή ἀγανάκτησης καί διαμαρτυρίας, διατυμπανίζοντας ὅτι τό σχολαστικό και ἀθεϊστικό πνεῦμα τῆς Δύσης θά κατέστρεφε τόν τόπο.
Ὁ Παπουλᾶκος καλοῦσε τούς γονεῖς νά μήν στέλνουν τά παιδιά τους σέ τέτοια σχολεῖα, ἀλλά νά ἀρκοῦνται στά ἐκκλησιαστικά βιβλία τῶν Πατέρων καί στήν ἑλληνική γραμματεία, ὥσπου τό ἔθνος να ὀρθοποδήσει καί νά φτιάξει τά δικά του ἐκπαιδευτήρια. Δέν κήρυττε συλλήβδην ἐναντίον τῶν σχολείων, ὅπως τόν κατηγόρησαν κάποιοι. Ἦταν μία ἀντίδραση καθόλα φυσιολογική. Πόσο βάσιμες ἦταν οἱ ἀνησυχίες τοῦ Παπουλᾶκου καί τῶν ἄλλων ἀνήσυχων πνευμάτων τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, φαίνεται ἀπό τήν ἀντίδραση καί τήν καταδίκη του Μισσονάριου King καί ἀπό κάποια μέτρα, πού ἀναγκάστηκε νά λάβει ἡ Κυβέρνηση, ὅπως ὁ ἐκκλησιασμός τῶν μαθητῶν τήν Κυριακή κλπ. Βέβαια, ὁλόκληρη σχεδόν ἡ μετεπαναστική γενιά εἶχε μπολιαστεῖ μέ τό δυτικό θρησκευτικό πνεῦμα καί τρόπο ζωῆς, τό ὁποῖο κληροδοτήθηκε ἀπό γενιά σέ γενιά μέχρι σήμερα, πράγμα πού συντέλεσε στό νά ὁδηγηθεῖ ἡ νεοελληνική κοινωνία σέ πολλά ἀδιέξοδα, ἀκόμη καί σέ πολλά ἀπό τά σημερινά.
Ὁ Παπουλᾶκος κατηγορήθηκε ὅτι στράφηκε κατά τοῦ Ὄθωνα, ἀφοῦ μίλησε γιά «ψωριασμένο γίδι, πού πρέπει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό κοπάδι». Ἡ σημασία ὅμως αὐτῆς τῆς φράσης δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναφέρεται στό νεαρό βασιλιά Ὄθωνα, ἀλλά σέ κάθε ἑτερόδοξο, πού ἔχει καταλάβει βασικές θέσεις στήν κρατική μηχανή καί ἀποτελεῖ κίνδυνο πνευματικῆς διάβρωσης τοῦ λαοῦ. Ἄν δεχθοῦμε πώς ὄντως ἡ φράση αὐτή ἀπευθυνόταν στόν βασιλιά Ὄθωνα, γιατί πρέπει νά ἀποροῦμε γιά τήν ἀντίδραση κάποιων, ἀφοῦ ὁ Ὄθων ἦταν φανατικός Καθολικός, καί μάλιστα με ἐξουσία πού ἐπεκτεινόταν στά πράγματα τῆς Ἑλληνικῆς Ορθόδοξης Ἐκκλησίας;
Ὁ Παπουλᾶκος κατηγορήθηκε ὅτι, μέ τό κήρυγμά του ἐναντίον διαφόρων μέτρων καί κινήσεων τῆς Κυβέρνησης, καλλιεργοῦσε ἀδικαιολόγητα τήν ἀνησυχία στό λαό, ἐνῶ αυτός κήρυττε τήν ὀρθή πίστη καί τήν ἀντίθεση στά ἀντιπαραδοσιακά καί ἀντίθεα μέτρα τῶν Βαυαρῶν. Πραγματι, τό κήρυγμά του, ὅπως τουλάχιστον αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἔκθεση τοῦ Νομάρχη Μεσσηνίας καί πολλές πηγές τῆς ἐποχῆς, εἶναι μεστό σέ ἀλήθειες, αὐστηρά ἀκριβοδίκαιο καί σωτηριολογικό. Τίποτε τό ψεύτικο δέν ὑπάρχει, οὔτε προσωπικό συμφέρον ἐνέχει το κήρυγμά του, ὥστε ο Χριστοφόρος νά δημιουργεῖ ἐπίτηδες πλασματική εἰκόνα γιά τήν πολιτική καί τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση τῆς περιόδου αὐτῆς.
Καταφέρεται, ἐπίσης, μέ δριμύτητα κατά τῶν Χριστιανῶν ἐκείνων, πού μέ εὐκολία τρέχουν στά δικαστήρια καί ὁρκίζονται στό Εὐαγγέλιο καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον ψευδορκοῦν, ἀλλά καί κατά τῶν δικαστῶν, οἱ ὁποῖοι ὑποχρεώνουν τούς χριστιανούς νά ὁρκίζονται, ἀκόμα καί ὅταν δέν ὑπάρχει λόγος. Τό κήρυγμά του αὐτό δέν ἀποτελεῖ καινοτομία, ἀλλά εἶναι τά λόγια του Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ: «ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμώσαι ὅλως, μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, μήτε ἐν τῇ γῇ» (Ματθ. 5, 34-37). Σε ὁμιλία του στήν Καλαμάτα ὑποστήριξε ὅτι δέν ὑπῆρχε ἡ ἐλεύθερη φωνή τοῦ Πατριάρχου, γιατί τοῦ τήν φίμωσαν ὁ Φαρμακίδης, ὁ Καΐρης καί ὁ Μάουερ. Ἐπίσης οἱ θέσεις τῶν Ἀρχιερέων ἦταν κενές, ἀφοῦ δέν ἐπέτρεπε ἡ ἐξουσία ἐκλογή νέων ἐπισκόπων, γιατί φοβόταν τήν δύναμή τους. Ὅμως ἔλεγε ἁπλῶς τήν ἀλήθεια, ἀφοῦ οἱ κανονικές σχέσεις εἶχαν διακοπεῖ μέ τή Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Ἐπίσης δέν εἶναι ἀβάσιμη ἡ ἄποψή του ὅτι τήν Ἐκκλησία ἐπιβουλεύονται οἱ ἑτερόδοξοι καί ὅτι οἱ Ἄγγλοι προσπαθοῦν νά κατακτήσουν πνευματικά τήν Ἑλλάδα. Βέβαια οἱ σχέσεις μεταξύ τόν δύο Ἐκκλησιῶν, τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί τῆς ἐπισήμης πλέον «Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου της Ἑλλάδος», πού ἦταν δουλοπρεπής στήν πολιτική ἐξουσία, εἶχαν κατά κάποιο τρόπο ἀποκατασταθεῖ μόλις πρίν δύο χρόνια ἀπό τό χρόνο πού ἔλεγε αὐτά, ἀλλά οἱ συνέπειες τῆς διακοπῆς δέν ἦταν δυνατόν νά ἔχουν ἀρθεῖ σέ τόσο σύντομο χρόνο.
2.ε) Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΘΟΡΥΒΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ
Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ Ἱερά Σύνοδος στήν ἐγκύκλιο τῆς 15ης Μαΐου 1852 τόν κατηγορεῖ ὅτι: «διαστρέφει τήν γνησίαν διδασκαλίαν τοῦ θείου Εὐαγγελίου» καί ὅτι ἐμπνέει (στό λαό) ἰδέες ἀντιχριστιανικές καί ἄθεες. Ὡστόσο ἀρκετές ἀναφορές τῆς ἐποχῆς μαρτυροῦν τό ἀντίθετο. Ἐνδεικτικά, ὁ ἔπαρχος τῶν Σπετσῶν στίς 23 Μαΐου τοῦ 1852 γράφει: «Οὐδεμία λοιπόν κατά τῆς θρησκείας ἐπιβολή ὑφίσταται ἤδη, οὐδείς κίνδυνος ἀπειλεῖ αὐτήν ὡς ἡ κακοβουλία διαδίδει, διότι τήν ἱεράν ἡμῶν θρησκείαν προστατεύει ὁ τρισσέβαστος ἡμῶν βασιλεύς».
Ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν ὁ καθολικός βασιλιάς, καί μάλιστα φανατικός, μέ σύζυγο θιασώτη τοῦ προτεσταντισμοῦ νά παρέχουν προστασία στήν Ὀρθοδοξία; Προκαλεῖ ἀλγεινή ἐντύπωση τό γεγονός, ὅτι ἡ Σύνοδος φθάνει στό σημεῖο νά τόν κατηγορεῖ ὅτι «διαστρέφει τήν γνήσια διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου», ἐκεῖνον πού ὑπερασπίζεται τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου ἀπέναντι σ’ αὐτούς, οἱ ὁποῖο προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά τίς διαστρεβλώσουν.
Ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς περιόδου αὐτῆς ἔπρεπε νά ἀναλάβει πιό σοβαρά τίς εὐθύνες της, γιατί, παρά τίς πιέσεις πού δεχόταν ἀπό τήν ἀλλόδοξη Ἀντιβασιλεία, ὄφειλε νά ἀντιταχθεῖ δυναμικότερα. Αὐτή ἡ στάση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἔρχεται σε ἀντίφαση μέ τίς ἐγκυκλίους που ἀπέστελλε γιά νά τόν ἀφήσουν κάθε φορά ἐλεύθερο ἀπό τίς πολλές συλλήψεις του, ὅπου διαπίστωνε: «ὅ,τι ὅπου ἂν ἀπῆλθε, κηρύξας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀγυρτίαν, οὔτε ἰδιοτέλειάν τινα ἐφάνη μετελθών, ἀλλ’ ἀφιλοκερδὴς ὤν, καὶ ἀκτήμων, καὶ ὡς ὁ ὑπὸ ἁπλοῦς ἁπλούστατος τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ κηρύξας, συνέστειλε καὶ παντελῶς ἔπαυσε διὰ τῆς διδασκαλίας του τὴν ζωοκλοπήν, τήν δενδροκοπίαν, τὴν ψευδορκίαν κ.τ.λ. καί … ἡ Σύνοδος θεωρεῖ αὐτὸν τῆς κατ’ αὐτοῦ γενομένης κατηγορίας Ἀθῶον».
Δυστυχῶς ἡ Σύνοδος ἔγινε, ἄν ὄχι συμμέτοχος, τουλάχιστον παθητικός θεατής στά ξενόφερτα σχέδια τῶν Βαυαρῶν γιά τήν ἑλληνική κοινωνία. Δέν ἀντιστάθηκε στά σχέδια τῶν μελῶν τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, τά ὁποῖα στρέφονταν κατά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκείνων, πού ἔγιναν διῶκτες τῶν φωτισμένων διανοιῶν, πού ἀντιλήφθηκαν τίς ἐπιδιώξεις τῶν Βαὐαρῶν. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι ὅλες οἱ ἐνέργειες είς βάρος τοῦ Παπουλάκου ξεκινοῦσαν πρῶτα ἀπό τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶχε ὑποταχθεῖ πλήρης στήν κοσμική ἐξουσία. Μέ τήν ὑποταγή αὐτή, τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μοιραίως ὁδηγοῦνταν στήν ἐκκοσμίκευση, με ἀρχηγό ὄχι τόν Χριστό, ἀλλά τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου.
Ὅταν ἡ ξενόφερτη κοσμική ἐξουσία θορυβήθηκε ἀπό τή λαϊκή ὑποστήριξη προς τό πρόσωπο τοῦ Παπουλᾶκου, ἀποφάσισε νά τόν συλλάβει καί νά τόν ἀπομονώσει. Ὁ λαός ὅμως, τοῦ ὁποίου τά αἰσθητήρια τίς περισσότερες φορές εἶναι ἀλάνθαστα, τόν προστάτευε. Εἶναι ἐνδεικτικό αὐτό, πού ἔγραφε ὁ Ἔπαρχος Γυθείου στίς 14 Μαιου 1852: «Μήν σᾶς φαίνεται παράξενο γιατί δέν συνελήφθη μέχρι τοῦδε, καθότι δέν ἐπρόκειτο περί συλλήψεως ἑνός, ἀλλά χιλιάδων ἀνδρῶν καί γυναικῶν». Κάθε ἐνέργεια τῆς χωροφυλακῆς νά τόν σὑλλάβει προσέκρουε κυρίως στήν ἀντίσταση τῶν γυναικῶν καί ὅλων ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, πού εἶχε εὐεργετήσει καί οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τό πιό πιστό μέρος τῶν ὀπαδῶν του.
Προκειμένου νά σταματήσουν τήν ἐξάπλωση τοῦ ὀρθοδόξου καί γνήσιου κηρύγματος τοῦ Παπουλάκου ἔφτασαν μάλιστα στό σημεῖο μέ προκήρυξη νά ἀπαγορεὔοὑν ἀκόμη καί στά παιδιά νά μετέχουν στίς σὑγκεντρώσεις του. Ἡ προκήρυξη ἔλεγε ὅτι ὅσα παιδιά ἄνω τῶν 10 ἐτῶν παρέβαιναν τήν ἐντολή, θά σὑλλαμβάνονταν καί θά φυλακίζονταν πάραυτα! Μέ τέτοια τρομοκρατικά, ἀλλά καί γελοῖα συνάμα, μέτρα νόμιζαν ὅτι θά κατέστελλαν τόν πάνδημο ξεσηκωμό. Ἀκόμη, ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ ἐξουσία, πού χαρακτήριζε τό λαό, ὁ ὁποῖος ἀκολουθοῦσαι στόν Παπουλᾶκο, μέ αἰσχρά κοσμητικά ἐπίθετα. Ἐνδεικτικά χαρακτήριζαν τό πλῆθος ὡς «ἀπονενοημένο, μωρό, σχιζοφρενές, κακοβούλιο, δεισιδαιμονέστατο» κ.λ.π.
Ὅμως τό ὀρθόδοξο πνεὐματικό κίνημα τῶν «Παπουλακιστῶν» ἤ «Χριστοφοριζόντων» συνεχῶς ἀγκάλιαζε περισσότερους ἀνθρώπους ἀπό ὅλα τά κοινωνικά στρώματα. Κάποιοι ἐρευνητές προσπαθοῦν νά βροῦν τή χρονική στιγμή, πού τό κίνημα αὐτό πῆρε καί πολιτικές διαστάσεις. Κατά τή γνώμη μας, ξεκινοῦν ἀπό ἐσφαλμένες βάσεις καί προϋποθέσεις. Χωρίζουν αὐθαίρετα τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν πολιτική καί κοινωνική ζωή, ἐνῶ Ὀρθοδοξία καί κοινωνική ζωή πορεύονται παράλληλα, ἕνα ἀντάμωμα ζυμωμένο καί χαλυβδωμένο διά πυρός και σιδήρου, ἀνά τούς αἰῶνες. Ἔτσι βάδισαν στά 400 χρόνια τῆς δουλείας καί ἔτσι τό ἀπαιτοῦσαν οἱ χιλιάδες ἀγωνιστές, πού ἔδωσαν τό αἷμα τούς, γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ὁ Ἑλληνισμός ὡς πνεῦμα καί σάρκα ἀπό τούς Τούρκους. Ἀλλοτρίωση στήν ὀρθή πίστη σημαίνει ταυτόχρονα ἀλλοτρίωση στήν κοινωνική ζωή τοῦ τόπου. Ἑπομένως, ἀγωνιζόμενος ὁ Παπουλᾶκος γιά τήν ὀρθή πίστη, ἀγωνιζόταν γιά τήν κοινωνική καί πολιτική ἀνόρθωσή του καί γιά τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἐλευθερία.
Τό κήρυγμά τού στρεφόταν ἐναντίον ὅλων ἐκείνων τῶν μέτρων τῆς Πολιτείας, τά ὁποῖα ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί τήν ἰδιαιτερότητα τῆς φυλῆς μας. Ἔτσι, μοιραία τό κήρυγμά του παίρνει μία μορφή πολιτικοῦ χαρακτήρα, μίας ἐπανάστασης. Αὐτή ἡ διάσταση τοῦ κηρύγματός του ἐνόχλησε τούς Βαυαρούς, πού ἤθελαν τήν ἐκκλησιαστική ζωή περιορισμένη σέ μερικές ὧρες τήν ἑβδομάδα, σύμφωνα μέ τά δικά τους μοντέλα καί τήν ἐκκλησία ὑποταγμένη στήν πολιτεία. Ἤθελαν μέ κάθε τρόπο νά διασπάσουν αὐτή τήν ἑνότητα τοῦ κηρὕγματος τοῦ Παπουλᾶκου. Τόν σὐκοφάντησαν, τόν ἐξύβρισαν, τόν ἀποκάλεσαν «λαοπλάνο, ἀγύρτη, ἀπατεῶνα, χυδαῖο».
Δυστυχῶς, ἀπό βιαστική καί ἀνεξέταστη, ἀβασάνιστη καί πρόχειρη, ἐπιδερμική καί ἐπιπόλαια ἔρευνα, αὐτούς τούς βαρεῖς χαρακτηρισμούς ἀντιγράφουν ἀρκετοί μεταγενέστεροι ἐρευνητές στίς δικές τους προσπάθειες κρίσεως περί τοῦ προσώπου του. Ὅμως, μέ τό νά ἐξὑβρίζουν τόν Παπουλᾶκο, ὑβρίζουν τόν ἴδιο τό λαό, ὁ ὁποῖος κατά χιλιάδες τόν τιμοῦσε καί τόν προστάτευσε. Φθάνουν στό σημεῖο νά ἀποκαλοῦν τούς χιλιάδες ὀπαδούς τοῦ Παπουλάκου «ἀμαθεῖς, θρησκόληπτους καί πνευματικά καθυστερημένους». Σέ ἄλλες περιπτώσεις ὅμως, ὅταν ὁ λαός ἐκφράζεται μέ κινήσεις πολιτικές σύμφωνα μέ τήν ἰδεολογία τους, τότε αὐτός ὁ λαός «εἶναι προοδευτικός» καί ἔχει πάντα δίκιο, ἐνῶ σέ κινήσεις θρησκευτικές, συλλήβδην εἶναι «θρησκόληπτος». Σέ κάθε περίπτωση, ὁ λαός ἀκολουθοῦσε κατά χιλιάδες τόν Παπουλᾶκο, παρά τίς συκοφαντίες καί δολοπλοκίες, πού ἐξαπέλυε σέ βάρος του ἡ ἐξουσία.
Ἡ κοσμική ἐξουσία, γιά νά πετύχει τό σκοπό της, ἔφθασε στό τραγικό σημεῖο νά φέρει στήν ἐπιφάνεια παμπάλαια μίση, ξεχασμένα ἤδη τότε, ἀδιαφορώντας γιά τή διχόνοια, τήν ὁποία θά προκαλοῦσε στό λαό, ὅπως συνέβη στήν Καλαμάτα. Ἔτσι ὀχύρωσαν τήν πόλη αὐτή, γιά νά τήν προστατεύσουν τάχα ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν Λακώνων «κατακτητῶν», πού ἀκολουθοῦσαν τόν Παπουλᾶκο! Τό ὀρθόδοξο ἁγνό κίνημα τοῦ Χριστοφόρου ἔπρεπε νά κατασταλεῖ παντοῦ. Γι’ αὐτό, μετά τίς προσπάθειες νά τόν ἐξοντώσουν ἠθικά, ὡς προσωπικότητα, μέ τίς κάθε εἴδους συκοφαντίες, ἔπρεπε νά τόν ἐξοντώσουν καί σωματικά.
2.στ) Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ
Ἡ πολιτική καί ἡ ἐκκλησιαστική ἐξοὐσία, ὡς τελικό μέσο ἐξόντωσης τοῦ Χριστοφόρου, ἔστειλαν στήν Πελοπόννησο χιλιάδες στρατιῶτες σέ ξηρά καί θάλασσα, γιά νά συλλάβουν καί νά φέρουν δέσμιο στήν Ἀθήνα ἕναν μικρού ἀναστήματος καί ἄκακο Μοναχό. Ὅμως καί πάλι ὁ λαός δέν ἦταν διατεθειμένος νά ἐπιτρέψει κάτι τέτοιο. Ἁπλοί πολίτες, κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων καί τοπικοί ἄρχοντες τοῦ παρεῖχαν προστασία. Ἡ σύλληψή του ἦταν ἀδύνατη, ἀλλά καί ἡ ἐντολή στόν ἐπικεφαλῆς τῶν στρατιωτικῶν Γενναῖο Κολοκοτρώνη ἦταν σαφής. Οἱ Βαυαροί ἤθελαν νά συνεχίσουν τήν ἡθική ἐκθεμελίωση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας χωρίς κανένα ἐμπόδιο.
Ἐνώπιον τῆς δυσχέρειας νά ἐπιτύχουν τή σύλληψη του, ὡς λύση βρίσκεται ἡ προδοσία. Ἄλλωστε, ἡ προδοσία εἶναι φαινόμενο, πού ἐπαναλαμβάνεται συχνά στήν Ἱστορία. Πάντα ὑπάρχει ἕνας Ἐφιάλτης ἤ ἕνας Ἰούδας. Βρέθηκε ἀνάμεσα στούς 12 Μαθητές του Χριστού καί δέν θά βρισκόταν ἀνάμεσα στούς πολλούς ὀπαδούς τοῦ Παπουλάκου; Εἶναι ὁ Παπαβασίλαρος, πού τοῦ ὑποσχέθηκαν τά 30 ἀργύρια καί αὐτός ἀμέσως δέχτηκε νά τόν προδώσει. Ἡ τύχη τοῦ προδότη; Ὅμοια μέ ἐκείνη ὅλων τῶν κατά καιρούς προδοτῶν. Ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του πλήρωσε νά τοῦ πάρουν τό κεφάλι. Μέχρι σήμερα ἡ Μανιάτες ἀποστρέφονται τό ὄνομα τής οἰκογένειας αὐτῆς καί ὁμολογοῦν παρόμοιες πράξεις της καί στήν ὄψιμη ἱστορία τῆς Ἑλλάδος. Μάλιστα σύμφωνα μέ τούς συντοπίτες τους, σχεδόν ἔχει χαθεῖ ἡ φλέβα τῆς οἰκογενείας αὐτῆς.
Ἡ ὅλη ἐπιχείρηση τῆς σύλληψης κρατήθηκε μυστική. Δεκάδες ὁπλισμένοι φρουροί τόν ὁδήγησαν στίς φυλακές τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν. Δέν τόλμησαν νά τόν δικάσουν. Ἄλλωστε, μέ ποιές κατηγορίες; Ἔτσι, τοῦ παρέχουν ἀμνηστία. Ἡ ἐλευθερία ὅμως γι’ αὐτόν δέν θά ἔρθει. Δέν πτοεῖται ὅμως, ἴσα-ἴσα δέχεται τά πάντα σάν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Γιά τίς ἀρχές εἶναι ἀκόμη ἐπικίνδυνος. Ἔτσι ἡ πολιτεία πιέζει τή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν παραδίδει σέ αὐτήν. Αὐτή τόν κλείνει σέ Μονές τῆς Θήρας καί τῆς Ἄνδρου. Ἐκεῖ τόν ἐπισκέπτονται χιλιάδες κλήρου και λαοῦ. Οἱ ἀρχές θορυβοῦνται καί τοῦ ἀπαγορεύουν κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν κόσμο. Ἀκόμη τόν φοβοῦνται. Θά ἡσυχάσουν μόνο ὅταν επιτέλους τόν «ἐξοντώσουν». Ἀκόμη καί μετά τό μαρτυρικό του τέλος, θά προσπαθήσουν νά τόν ξεριζώσουν ἀπό τή μνήμη τοῦ λαοῦ, ἀπαγορεύοντας τήν προσκύνηση στόν τάφο του, τήν τιμή τῶν εἰκόνων του, ἀκόμη καί τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἀπό τοῦς συντοπίτες του, Πελοποννησίους.
2.ζ) ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΑΛΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΞΑΣΘΕΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ
Πολλοί ἐρευνητές ἰσχυρίζονται ἀνεξέταστα ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Χριστοφόρου Παπουλάκου ἔσβησε ἀπό τίς καρδιές τοῦ λαοῦ μας. Μάλιστα, γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τήν ἄποψή τους, φέρνουν ὡς ἐπιχείρημα τό γεγονός, ὅτι ὁ Παπουλᾶκος ἦταν ἕνας λαοπλάνος καί τίποτε ἄλλο. Στίς μέρες μας διατηρείται ἄσβεστη ἡ μνήμη τοῦ Παπουλᾶκου, ὄχι ὅμως στό βαθμό πού θά ἔπρεπε. Ὡστόσο, σάν μικρή φλόγα καίει στήν καρδιά τοῦ Ἕλληνα, φλόγα πού ἔχει τήν δύναμη νά γίνει πυρκαγιά καί λάβα.
Αὐτό ὀφείλεται, κατά τή γνώμη μας, στούς ἑξῆς παράγοντες:
1. Ἔγινε μία συστηματική, ἔντεχνη προσπάθεια τῆς τότε κοσμικῆς και, ἀτυχῶς, καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, νά ἐξαφανίσουν ὁλοσχερῶς τά ἴχνη τοῦ Παπουλᾶκου ἀπό φόβο ἀπέναντι στό ὀρθόδοξο καί ἑλληνικό κίνημα καί στά μηνύματά του.
2. Ἡ προσπάθεια αὐτή συνεχίσθηκε καί στούς μετέπειτα χρόνους, γιατί οἱ δομές πού ἴσχυαν τότε στήν πολιτική καί ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ὑπάρχουν ἀκόμη καί σήμερα μέ μικρές παραλλαγές καί ἄλλα πρόσωπα. Ἑπομένως, οἱ δομές πού δημιουργήθηκαν καί ἀναπτύχθηκαν σχετικά μέ τίς διώξεις τῶν ἀληθινών ὀπαδῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, φρόντισαν νά ἐξασφαλίζουν τήν ὕπαρξή τους.
3. Δέν περιορίσθηκαν μόνο στήν ἐξαπόλυση συκοφαντιῶν κατά τοῦ Παπουλάκου, ἀλλά, γιά περισσότερη ἀσφάλεια, προχώρησαν καί στήν πνευματική ἀλλοτρίωση τοῦ λαοῦ μας σέ ὅλους τούς τομεῖς. Αὐτό τό τελευταῖο, δυστὑχῶς, εἶναι καί τό σοβαρότερο, διότι τίς περισσότερες φορές εἶναι μία μή ἀναστρέψιμη κατάσταση. Τό στοιχεῖο τῆς διάκρισης ἐξασθένησε ἐπικίνδυνα, σέ σημεῖο, πού σήμερα πολλοί ἄνθρωποι θεωροῦν τό ψεῦδος ἀλήθεια καί τό καλό κακό.
4. Σέ αὐτήν τήν ἀλλοτρίωση συνέβαλαν καί οἱ κάθε εἴδους ἐρευνητές. Αὐτοί, ἀντί νά ζητοῦν σέ βάθος τήν ἀλήθεια, ἔγιναν, ὄχι πάντα ἐσκεμμένα, ὑποστηρικτές ἱστορικῶν ἀνακριβειῶν, πού ἔβλαψαν τήν ἀληθινή εἰκόνα του. Ἄλλες φορές πάλι ἤ ἁπλά σιωποῦν ἤ ἐξακολουθοῦν να τόν λοιδοροὖν.
5. Ἕνας τελευταῖος παράγοντας πού ἔπαιξε καταλυτικό ρόλο στό νά ἐξασθενήσει ἡ μνήμη τοῦ Παπουλάκου ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων εἶναι τά διάφορα ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά γεγονότα, τά ὁποῖα συνέβησαν σχεδόν ἀμέσως μετά τή σύλληψή του. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι καί ὁ Κριμαϊκός Πόλεμος.
Ὁλόκληρος ὁ ἑλληνικός λαός εἶχε στηρίξει στούς Ρώσους τίς ἐλπίδες του γιά τήν πραγματοποίηση τῆς Μεγάλης Ἰδέας, κατά τήν τελική ἔκβαση τοῦ πολέμου. Τό «ξανθό γένος», πού θά ἐλευθέρωνε τήν Κωνσταντινούπολη καί θά ἐτίθετο ἐπικεφαλῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ὑπέστη ἧττα. Οἱ ἐλπίδες τῶν Ἑλλήνων γιά τή Μεγάλη Ἰδέα, μία ἰδέα ἁγνή, ὄχι ἐθνικιστική, διαψεύσθηκαν, ἀλλά δέν ἐγκαταλείφθηκαν.
Ἡ δράση τοῦ Παπουλάκου καί τοῦ κινήματός του ἦλθε ὡς μία ὑγιής ἀντίδραση τῶν δυνάμεων τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἀπέναντι στή βίαιη ἐκδυτικοποίηση τῶν πάντων ἀπό τους Βαυαρούς καί τούς λίγους ντόπιους δυτικίζοντες και τούς λεγόμενους «γραικῦλους».
Πάντως, καί οἱ ἐγχώριες δυνάμεις, πού ἀντιμάχονταν τό φιλορθόδοξο κίνημα πού εἶχε ἱδρύσει ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ἀναζήτησαν πρότυπα πολιτικῆς λειτουργίας τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας μόνο ἀπό ξένες χῶρες, ἐνῶ μποροῦσαν νά προβάλλουν ὡς κορμό τό ἑλληνικό πρότυπο τῶν κοινοτήτων, πού εἶχε δοκιμασθεῖ μέ ἐπιτυχία κατά τούς αἰῶνες τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, παίρνοντας ὅμως καί ξένα στοιχεία, τά ὁποῖα θά βοηθοῦσαν στήν καλύτερη λειτουργία. Τελικά, ἡ Δύση, μέσα ἀπό αὐτή τή διαμάχη τῶν ἑλληνικῶν δὑνάμεων, κατόρθωσε νά πετύχει μέσα σέ λιγότερο ἀπό δύο δεκαετίες, ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο ἀγωνιζόταν πολλούς αἰῶνες, δηλαδή τήν, μερική ἔστω, πνευματική ὑποδούλωση τῆς Ἀνατολῆς, καί μάλιστα μέ δυνάμεις ἀπό τό ἐσωτερικό της!
Ἡ ἀντίσταση, πού προέβαλε τό λαϊκό ὀρθόδοξο κίνημα τοῦ Παπουλᾶκου, μπορεῖ νά μή σταμάτησε τελείως τά σχέδια τῶν Βαυαρῶν, ὅμως ἀναχαίτισε, ἔστω καί γιά λίγο, τά σχέδια αὐτά καί ἄναψε μία ἀχτίδα φωτός, σάν πνευματική ἀγωνιστικῆ παρακαταθήκη στίς ἑπόμενες γενιές τῶν Ρωμιῶν. Αὐτή ἡ ἀχτίδα εἶναι ἡ μεγάλη κληρονομιά τοῦ Νεοέλληνα.
Σήμερα, πού οἱ νέοι «Βαυαροί», μέ ὁποιαδήποτε μορφή, ἔχουν εἰσβάλει στήν ἑλληνική κοινωνία καί προσπαθοῦν νά μᾶς ἀποκόψουν ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ὀφείλουμε νά διατηροῦμε ἄσβεστες τίς ἀχτίδες φωτός, πού μᾶς κληροδότησαν οἱ πλεῖστοι πρωτομάρτυρες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, γιά νά μπορέσουμε νά ἀντισταθοῦμε στή νέα εἰσβολή. Γιατί καί πάλι σκοτεινές παγκόσμιες ἀνθελληνικές δυνάμεις κάνουν τά πάντα, γιά νά ἀλλοτριώσουν τήν ἐθνική μας ταυτότητα καί νά διασπάσουν τήν ἐθνική κοινωνική καί πνευματικῆ συνοχή μας. Οἱ χαλεποί καί μεταβατικοί καιροί μας τό ἐπιτάσσουν καί οἱ ὑγιεῖς δυνάμεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας ὀφείλουν γρηγοροῦν νά ἀντιταχθοῦν δυναμικά!