2ο Κεφάλαιο – Τά χρόνια μέχρι τήν ἔναρξη τῆς κηρυκτικῆς του δράσης

Τά χρόνια μέχρι τήν ἔναρξη τῆς κηρυκτικῆς του δράσης

2.1 Τά χρόνια τοῦ Παπουλάκου ὡς λαϊκοῦ

Ὁ μοναχός Χριστοφόρος, κατά κόσμον λεγόταν Χρῆστος Παναγιωτόπουλος, ἐνῶ τό παρατσούκλι τῆς οἰκογένειάς του ἦταν Μπουλούση. Γεννήθηκε στό μικρό ὀρεινό χωριό Ἄρμπουνα τῆς Κλειτορίας, τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων, γύρω στά 1770. Γιά τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του δέν ὑπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεῖα, καθώς ζοῦσε μία ἁπλή, συνηθισμένη ζωή ἑνός χωρικοῦ, ἡ ὁποία δέν φαινόταν νά προμηνύει αὐτά πού θά ἐπακολουθοῦσαν. Εἶχε ὅμως τήν τύχη νά ζήσει στήν πιό ἔντονη περίοδο τοῦ Ἔθνους μας. Συμμετεῖχε στή μεγάλη προετοιμασία καί στόν ἀγώνα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό μακρόχρονο ὀθωμανικό ζυγό.

Ἀπό τίς σωζόμενες ἐπιστολές του, φαίνεται ὅτι ἤξερε πολύ λίγα γράμματα, ἴσως νά εἶχε φοιτήσει στίς πρῶτες τάξεις δημοτικοῦ σχολείου ἤ να εἶχε διδαχτεῖ ἀπό κάποιον μοναχό ἤ ἱερέα, λόγω τῆς ἀνάγκης ἀνάγνωσης τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Ἡ κλίση καί ἡ ἀγάπη του στήν Ὀρθόδοξη λατρεία ἦταν ἔκδηλη ἀπό τήν μικρή του ἡλικία. Ἄναβε τά καντήλια σέ ἐγκαταλελειμμένες Ἐκκλησίες τοῦ χωριοῦ του καί ὅπου ἀλλοῦ συναντοῦσε ναό ἤ μοναστήρι, μελετοῦσε μέ ἀφοσίωση τά συναξάρια και, γενικῶς βίωνε ἁπλοϊκά, τόν πατροπαράδοτο Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς.

Μετερχόταν τό ἐπάγγελμα τοῦ κρεοπώλη, ἔσφαζε ζῶα καί ἐμπορευόταν κρέατα στά γύρω χωριά τοῦ δήμου Κλειτορίας, μαζί μέ τά τρία ἀδέλφια του Ἀκάκιο, Κωνσταντῖνο καί Ρήγα, ἐνῶ σέ ἔγγραφο φαίνεται νά ἔχει καί μία ἀδελφή.

Ἀνῆκε σέ «καλή οἰκογένεια», ἀφοῦ ἀπό τό ἐπάγγελμά του προσπόριζε ἀρκετά, ὥστε νά ἔχει μία εὐχερή, γιά τά δύσκολα δεδομένα τῆς ἐποχῆς, ζωή. Σέ προχωρημένη, πλέον, ἡλικία κατόπιν οὐράνιας ἀποκάλυψης, πού τόν καλοῦσε νά γίνει Μοναχός καί Κήρυκας, ἔμεινε ἀναίσθητος μέσα στήν οἰκία του στά Ἄρμπουνα, ὅπου μεταφέρεται στόν διπλανό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καί ἐπί τρεῖς ἡμέρες μένει πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ὡς νεκρός. Μετά ἀπό τήν θαυμαστή ἀνάρρωσή του, ἐπιστρέφει στό σπίτι τοῦ, ὅπου μιλάει στούς οἰκείους του γιά τήν ἀποκάλυψη, πού εἶχε ἀπό τόν Θεό.

Τό θεϊκό αὐτό σημεῖο καί ἡ θαυμαστή ἀνάρρωσή του, τόν συγκλόνισε μέ ἀποτέλεσμα ἐξίσου αἰφνιδιαστικά νά παραδώσει τήν περιουσία του στά ἀδέλφια του καί νά ἐγκαταλείψει τά ἐγκόσμια. Χαρακτηριστικά εἶπε:

«Θέλω πρῶτα νά μ’ ἀκούσετε κι ὕστερα νά μέ κρίνετε, τούς εἶπε.

Ἦρθε ἡ ὥρα, ἀδέλφια μου, νά χωρίσουμε…

Τό ξέρω πώς δέν τό θέλετε, τό ξέρω πώς τόσα χρόνια δουλεύουμε μαζί μονοιασμένα. Ἀλλά τίποτα πιά δέν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει τήν ἀπόφασή μου.

Δέν θέλω νά σᾶς κρύψω πώς κουράστηκα νά τήν πάρω, ἀλλά τώρα τήν πῆρα καί θά μισέψω …

Ὅλο τό ἔχει μου λοιπόν εἶναι δικό σας. Τό μόνο πού δέν σᾶς μοιράζω εἶναι ἡ σακκούλα μου, ὄχι ὅμως γιά νά τήν πάρω μαζί μου, ἀλλά γιά νά τήν μοιράσω σ’ ὅσους δέν ἔχουν στόν ἥλιο μοῖρα».

2.2 Τά πρῶτα χρόνια του ὡς Μοναχοῦ

Ἔγινε μοναχός σέ ἀρκετά μεγάλη ἡλικία καί ὀνομάστηκε Χριστοφόρος μετά ἀπό κάποιο ἄγνωστο σημεῖο, πού ἔλαβε στήν οἰκία του. Σύμφωνα μέ τίς πηγές, ἐκάρη μοναχός στήν ἱστορική Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, ὅπου ἐκεῖ ἦταν ἡγούμενος ὁ πνευματικός του καθοδηγητής καί λογιότατος ἀρχιμ. Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, ὅπου καί μόνασε ἀρχικά.

Ἀμέσως μετά ἄρχισε νά ἐπαιτεῖ, περιφερόμενος στά χωριά τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων. Λόγω τοῦ ἀσκητικοῦ τρόπου ζωῆς του, περίσσευαν οἱ ἐλεημοσύνες, πού συγκέντρωνε σέ εἴδη καί χρήματα, γιά αὐτό τά ἔδιδε στούς πτωχούς, παρακαλώντας τους νά μήν διαδίδουν τίς χειρονομίες του.

Τό 1830 ἐγκατέλειψε τόν πλάνητα βίο καί ἐγκαταστάθηκε σέ ἕνα κατάλυμα τῶν ζώων τῆς οἰκογένειάς του, στο ὅρος Γκαμήλα, ὑπερκείμενο τοῦ χωριοῦ του. Ἐκεῖ ἔχτισε μία καλύβα καί ξεκίνησε νά ἀνεγείρει τή μικρή Ἱερά Σκήτη, ἡ ὁποία ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό τό χωριό του, πρός τιμήν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, γιατί κατεῖχε μικρή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως.

Τό ἴδιο ἔτος, προκειμένου να ὁλοκληρώσει τό ταπεινό οἰκοδόμημα τῆς Σκήτης του, ἄρχισε νά περιοδεύει καί νά κηρύττει στά χωριά τῆς Ἀχαΐας καί κατόπιν τῆς Ἀρκαδίας. Στή Σκήτη τῆς Κοιμήσεως ἤ τοῦ Ἁγιοπατέρα, ὅπως λέγεται σήμερα, θά μονάσει μέ ἄλλους δυό μοναχούς, τόν Ἀβέρκιο καί τόν Κοσμᾶ. Μένει μαζί τους μέχρι τό 1847, καί μετά τούς ἐγκαταλείπει, γιατί ἀρχίζει τό οὐσιαστικό κηρυκτικό του ἔργο.