1ο Μέρος: Ιστορικό πλαίσιο

1.α) ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ

Τό κατά κόσμον ὄνομα τοῦ Μοναχοῦ Χριστοφόρου ἦταν Χρήστος Παναγιωτόπουλος, ἐνῶ παράλληλα ἡ οἰκογένειά του ἔφερε καί τό παρωνύμιο «Μπουλούσου». Ὁ λαός ὅμως τόν ἐπονόμασε Παπουλᾶκο ἤ Παπουλάκη. Γιά τό πῶς ἀποδόθηκε στόν Χριστοφόρο τό παρωνύμιο αὐτό ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις. Κάποιοι ὑποστηρίζουν, πράγμα πού φαίνεται πειστικό, ὅτι ὁ λαός τόν ἀποκάλεσε Παπουλᾶκο ἐξ αἰτίας τοῦ μικροῦ ἀναστήματός τού. Ἄλλοι ὅτι ὁ λαός τόν ὀνόμασε Παπουλᾶκο, ἐπειδή ἄρχισε τήν κηρυκτική του δράση σέ μεγάλη ἡλικία (κατόπιν ὅράματος, πού εἶχε στό σπίτι του, στόν Ἄρμπουνα Καλαβρύτων. Μάλιστα, ἀκόμη καί σήμερα τούς γέροντες Μοναχούς, ὁ λαός μας ἀποκαλεῖ μέ τό παρωνύμιο «Παππούλης». Τό «Παπουλᾶκος» εἶναι ὑποκοριστικό τοῦ «Παππούλης». Ἐπειδή οἱ Μοραΐτες τόν ἐκτιμοῦσαν καί τόν σέβονταν περισσότερο, τό «παπποῦλης» μετατράπηκε σέ «Παπουλᾶκης».

Ὁ ἴδιος βέβαια ὑπέγραφε ὡς «Χριστοφόρος μοναχός» ἤ «Χριστοφόρος Ἑλλαδίτης Κήρυκας». Τά δημόσια ἔγγραφα καί οἱ ἐγκύκλιοι τῆς τότε Ἱερᾶς Συνόδου, ὅπως καί οἱ ἀναφορές τῶν ἀρχόντων, τόν ἀναφέρουν μέ τό ὄνομα, πού καθιερώθηκε ἀπό τό λαό: «Παπουλάκης».

Τοιχογραφία τοῦ Ἁγιοπατέρα καί τοῦ ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους στόν Ἱ. Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Ζαρούχλας Ἀχαΐας, ὅπου εἶχε κηρύξει ὁ Παπουλᾶκος
Τοιχογραφία τοῦ Ἁγιοπατέρα καί τοῦ ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους στόν Ἱ. Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Ζαρούχλας Ἀχαΐας, ὅπου εἶχε κηρύξει ὁ Παπουλᾶκος

1.β) ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ

Γεννήθηκε στό χωριό Ἄρμπουνα τῆς ἐπαρχίας Κλειτορίας τῶν Καλαβρύτων τό ἔτος 1770. Πρόκειται γιά ὀρεινό χωριό, πού ἀνήκει σήμερα στόν Δῆμο Κλειτορίας, τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων τοῦ Νομοῦ Ἀχαΐας. Ἁπλώνεται ἀμφιθεατρικά σέ ὑψόμετρο ἐννιακοσίων μέτρων, ἀνάμεσα σέ δύο σχηματιζόμενες γωνιές καί οἱ οἰκίες τοῦ χωριοῦ εἶναι μοιρασμένες στίς δύο πλαγιές. Οἱ δύο αὐτοί ὄγκοι εἶναι πρόβουνα ἑνός ἀπό τά παρακλάδια τῆς μεγάλης ὁροσειρᾶς καί τοῦ μεγάλου συγκροτήματος τῶν Ἀροανίων Ὀρέων ἤ Χελμοῦ. Τό χωριό βρίσκεται Β.Α. τῆς κωμόπολης Κλειτορίας (Μαζαίικων) καί Ν.Α. τῆς πόλεως τῶν Καλαβρὕτων.

Στον Ἄρμπουνα πέρασε τά περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀσχολούμενος μέ τό ἐπάγγελμα τῆς εὔπορης οἰκογένειάς του, ἐκεῖνο τοῦ κρεοπώλη. Ἔτρεφε χοίρους μαζί μέ τόν πατέρα τού καί τά ἀδέλφια τού καί τό χειμώνα γυρνοῦσαν στά χωριά τῆς περιοχῆς πουλώντας κρέας. Ἔτσι ἥσυχα περνοῦσε τή ζωή τοῦ δεδομένου ὅτι ὁ χαρακτήρας του ἦταν ἤρεμος, πρᾶος, φιλήσυχος καί δίκαιος, καί γι’ αὐτό ἦταν ἀγαπητός στούς συγχωριανούς του. Κανείς δέν μποροῦσε τότε νά φανταστεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, πού τούς τροφοδοτοῦσε μέ κρέας, μετά ἀπό κάποια χρόνια θά γίνονταν γιά χιλιάδες ἀνθρώπους ὁ τροφοδότης τοῦ μηνύματος τῆς ἀντίστασης κατά τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, οἱ ὁποῖες ἐπιβουλεύονταν τήν Ὀρθοδοξία καί τό Ἔθνος.

Ἡ οἰκία τοῦ Χριστοφόρου Παναγιωτοπούλου (ἤ Μπουλουσαίου) στόν Ἄρμπουνα Καλαβρύτων (φωτ. 1990), λίγο πρίν ὑποστεῖ τή μεγάλη καταστροφή

1.γ) Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ ΤΟΥ

Σέ ἡλικία 60 περίπου ἐτῶν στρέφεται στό μοναχισμό. Ἥ μεταστροφή του αὐτή ἀποδίδεται σέ κάποιο Ὅραμα-Σημεῖο, πού εἶδε στήν οἰκία του στόν Ἄρμπουνα. Μάλιστα, ἀναφέρεται ὅτι ἔχασε τίς αἰσθήσεις τού καί παρέμεινε ὡς νεκρός ἐπί τρεῖς ἡμέρες. Ὅλη αὐτή ἡ περιπέτεια μέ τήν θαυμαστή ἐπάνοδό τού στήν ζωή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀλλάξει νόημα ἡ ὕπαρξή του. Ἡ ἄποψη ὁρισμένων ὅτι πέρασε τύφο καί μετά ἀποφάσισε νά γίνει Μοναχός δέν φαίνεται βάσιμη. Σύμφωνα μέ τήν ἰατρική ἐπιστήμη, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ τύφο ἤ μηνιγγίτιδα, δέν μπορεῖ νά αὐτενεργήσει καί ἀργότερα νά περιοδεύει τόσο συχνά καί νά κηρύττει, μέ ἀποτέλεσμα νά μεταστρέφει τόν λαό. Ὅταν συνῆλθε, μοίρασε τήν περιουσία τού στά τρία ἀδέλφια του, τόν Ἀκάκιο, τόν Κωνσταντίνο καί τόν Ρήγα, ἐνῶ ἀπό ἔγγραφα φαίνεται πῶς εἶχε καί μία ἀδελφή. Τό σπίτι του, μέσα στό ὁποῖο εἶχε λάβει τό Οὐράνιο Ὅραμα, ἀνέθεσε στά ἀδέλφια του, γιά νά τό φροντίζουν ὡς τόπο ἱερό καί ἅγιο.

Ἡ οἰκία τοῦ Παπουλάκου ὑπάρχει μέχρι σήμερα ἀλλά ἐρειπωμένη. Ἀνῆκε σέ ἀπογόνους του, πού ζοῦν στήν Αὐστραλία. Πρόσφατα ἀγοράσθηκε μέ προσωπικές μου δαπάνες, μέ σκοπό νά ἀναστηλωθεῖ καί νά ἀποκατασταθεῖ, γεγονός ἀναγκαῖο, πρίν καταρρεύσει τελείως καί ἐξαλειφθεῖ ἕνα σημαντικό κομμάτι τῆς νεότερης ἱστορίας τῆς πατρίδας μας. Ἕνας ἀπό τούς βασικούς σκοπούς τοῦ ἡμετέρου μή κερδοσκοπικοῦ Ἰνστιτοῦτου εἶναι καί αὐτός. Ἐπίσης, μεγάλη ἐπιδίωξη τοῦ ἴδιου ἱεραποστολικοῦ Ἰνστιτούτου, εἶναι ἡ προβολή τοῦ ἔργου τοῦ ὁσιομάρτυρος Χριστοφόρου καί ἄλλων σημαντικῶν ὄψιμων μορφῶν τοῦ Ἔθνους μας καί τῆς Ὀρθοδοξίας, καθώς καί ἡ ἱστορική οἰκία του νά καταστεῖ κέντρο μελέτης καί προβολῆς τῆς Πολιτιστικῆς μας Κληρονομιᾶς.

Μετά ἀπό τό Ὅραμα αὐτό, ἐκάρη Μοναχός στήν Ἱερά Μονῆ Μεγάλου Σπηλαίου τῶν Καλαβρύτων, ἐνῶ φαίνεται νά ἔζησε γιά μικρό χρονικό διάστημα στήν Ἱερά Μονῆ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στά Φίλια Κλειτορίας. Περιόδευε στά πέριξ χωριά, συγκεντρώνοντας διάφορα εἴδη καί χρήματα, πού τά μοίραζε στούς φτωχούς καί στά ὀρφανά. Παράλληλα κήρυττε τίς μεγάλες καί ἀκατάβλητες ἀλήθειες τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα ἡ φιλευσπλαχνία του, στούς ἔχοντας ἀνάγκη, τόν ἔκανε πάρα πολύ γνωστό καί ἀγαπητό στά κοντινά χωριά καί πόλεις. Οἱ χωρικοί ἔβλεπαν μέ ἔκπληξη ἕναν πρώην εὔπορο κρεοπώλη νά ἔχει ἀπαρνηθεῖ τά ἐγκόσμια, νά ἔχει ἐνδυθεῖ τό Μοναχικό σχῆμα καί νά κηρύττει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, οἱ προσφορές του πρός τούς φτωχούς ζητοῦσε νά μένουν αὐστηρά μυστικές, κατά τήν Εὐαγγελική ἀρχή: «Μή γνώτω ἡ ἀριστερά τί ποιεῖ ἡ δεξιά» (Ματθ., 6:3).

 

Γιά κάποιο διάστημα ἐγκατέλειψε αὐτόν τόν τρόπο διακονίας καί ἦλθε κοντά στό χωριό του, ὅπου ἔμεινε στήν οἰκία του. Παράλληλα, ἔκτισε Ἱερή Σκήτη, ἀφιερωμένη στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἐφόσον κατεῖχε ἀπό τήν οἰκογένειά του θαυματουργή εἰκόνα πρός τιμήν Της. Τήν Σκήτη οἰκοδόμησε ὁ ἴδιος στήν θέση τῆς στάνης τῆς οἰκογένειας τῶν Παναγιωτοπουλαίων ἤ Μπουλουσαίων καί μόνασε ἐκεῖ μέ ὀλιγομελῆ συνοδεία. Τό 1847 ἐγκατέλειψε τή Σκήτη του καί ἄρχισε νά περιοδεύει πάλι στά χωριά κηρύττοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ μελέτη τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων τῆς ἐποχῆς καί ἡ βαθειά ὑγιής θρησκευτικότητά του συντέλεσαν στο να γίνει συμπαθής στό λαό. Πολλοί ἤθελαν νά τόν σὑναντήσουν καί νά λάβουν τήν εὐλογία τοῦ ἐβδομηντάχρονου σεβάσμιου γέροντα μέ τό χονδροειδές ράσο καί τή λευκή γενειάδα. Ὁ λαός ἄκουγε μέ προσοχή τό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, τίς ἠθικές καί χριστιανικές ἀρχές, πού μέ θεία θέρμη καί εἰλικρίνεια παρουσίαζε. Ὅλοι τόν ἀγκάλιαζαν, γιατί στό πρόσωπό του ἔβλεπαν νά συμβαδίζουν τά ἄδολα καί πατρικά λόγια του Θεοῦ μέ τά ἔργα του.

Ἀπό τά χωριά τῆς Ἀχαΐας πέρασε στήν ὀρεινή Ἀρκαδία καί δίδαξε καί ἐκεῖ μέ τόν ἴδιο ζῆλο τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε στούς χωρικούς ἁπλά νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως νά μετανοοῦν, νά συμμετέχουν στήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν ληστεύουν, νά μήν ψευδομαρτυροῦν, νά μήν συνεχίζουν τά οἰκογενειακά μίση καί γενικά, ὁ ἕνας νά κάνει καλό στόν ἄλλο. Μέ τό κήρυγμά τού παραινοῦσε τούς ἀνθρώπους νά μαθαίνουν στά παιδιά τους ἁπλά γράμματα, ἀπό τά δοκιμασμένα σέ δύσκολες καταστάσεις ἐκκλησιαστικά βιβλία, γιατί γιά τά προερχόμενα ἀπό τή Δύση είχε ἐπιφυλαξη, ἀφοῦ ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος τῆς ἀθεΐας καί τῆς ἀμφισβήτησης τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἠθῶν τοῦ λαοῦ μας.

Ἡ ἐπιφυλακτική στάση ἔναντι τῆς νέας γνώσης, τῆς ἐρχόμενης ἀπό τήν Ἑσπερία, δέν ὀφείλεται στό ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν ἀγράμματος, ὅπως τόν κατηγοροῦν ὁρισμένοι, ἀλλά στό γενικότερο ἐκπαιδευτικό κλίμα τῆς ἐποχῆς, πού, ἐνῶ διέθετε δοκιμασμένες μεθόδους, πού μᾶς ὀδήγησαν στήν ἐθνική ἐπανάσταση και ἀπελευθέρωση, ἡ Ἑλλάδα μετά τήν ἀνεξαρτησία της, κατακλυζόταν ἀπό ὀρυμαγδό νέων ἐκπαιδευτικῶν, διοικητικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν μεθόδων καί ἀντιλήψεων, πολλές από τίς ὁποίες ἦταν ξένες πρός τό ἦθος καί τό χαρακτήρα τοῦ λαοῦ μας καί πιθανῶς ἐγκυμονοῦσαν κίνδυνο πνευματικῆς ἀλλοτρίωσης καί νέας ὑποδούλωσης.

Τό 1848 ἦρθε στήν Ἀθήνα, γιά νά ζητήσει τήν ἄδεια ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά κηρύττει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ Σύνοδος ὅμως ἀρνήθηκε νά τοῦ τήν παραχωρήσει. Ἡ ἄρνηση αὐτή πιθανόν ὀφείλεται, ὄχι τόσο στήν ἔλλειψη τῶν τυπικῶν προσόντων ἐκ μέρους τοῦ ὁσίου μοναχοῦ Χριστοφόρου, ὅσο στή σύνδεσή του μέ τήν Ἱερά Μονῆ Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, τῆς ὁποίας πολλοί μοναχοί ἀνῆκαν στήν κίνηση τῆς τότε δρώσας, «Φιλορθοδόξου Ἐταιρείας». Ἦταν ἀναμενόμενο ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νά μήν βλέπει μέ καλό μάτι τίς κινήσεις αὐτῆς τῆς πνευματικῆς Ἑταιρείας, δεδομένης τῆς δράσης της. Ἀργότερα, τό 1851, δόθηκε ἡ ἄδεια στόν Παπουλᾶκο ἀπό τή Σύνοδο νά κηρύττει σ’ ὅλη τήν Πελοπόννησο. Ἀφοῦ πλέον ἐφοδιάστηκε μέ τήν ἀναγκαία ἄδεια, ἐπιδόθηκε στό κήρυγμα μέ ἀκόμη μεγαλύτερο ζῆλο. Ἡ δράση του ἐντοπίζεται στήν Ἀρκαδία, στή Λακωνία καί στή Μεσσηνία.

Λίθος ἀπό τήν οἰκία τοῦ Παπουλάκου στόν Ἄρμπουνα. Ἀντικείμενο εὐλογίας, πού φυλάσσεται στό κελλί του καί νῦν παρεκκλήσιο πρός τιμή του στήν Ἱ. Μονή Προφήτη Ἠλιού Σαντορίνης

1.δ) Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑΣ ΤΟΥ

Ἰδιαίτερη προσοχή δινόταν στίς περιοδεῖες. Ἡ μετάβασή του ἀπό τόν ἕναν τόπο στόν ἄλλο γινόταν μέ συγκεκριμένο πρόγραμμα. Πρίν μεταβεῖ ὁπουδήποτε, στέλνονταν ἀγγελιοφόροι ἀπό τούς ἀποκτηθέντες και μόνιμους ὀπαδούς του, οἱ ὁποῖοι τόν ἀκολουθοῦσαν καί ἔφερναν τήν εἴδηση τῆς ἀφίξεώς του. Κατά τήν άφιξή του, ἄρχιζαν νά χτυποῦν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες. Οἱ κάτοικοι ἔβγαιναν στά ὅρια τοῦ χωριοῦ, γιά νά τόν ὑποδεχτοῦν. Στήν ὑποδοχή συμμετεῖχε καί ὁ κλῆρος, φορώντας τά ἐπίσημα ἄμφια, καί οἱ δάσκαλοι μέ τούς μαθητές τους σέ πομπή. Οἱ γυναῖκες ἔφερναν τά μωρά τους γιά νά τά εὐλογήσει ὁ γέροντας. Μετά τή σύντομη ὑποδοχή, ὅλοι εἰσέρχονταν πανηγυρικά στό χωριό.

Ἀφοῦ ἀναπαυόταν γιά λίγο, ἔβγαινε ἀπό κάποιο ἐξώστη καί μιλοῦσε στόν κόσμο. Ἄν δέν ὑπῆρχε ἐξώστης, στηνόταν πρόχειρη ἐξέδρα ἤ ἀκόμη ἀνέβαινε πάνω σ’ ἕνα δέντρο. Μπροστά του τοποθετοῦσε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας, ἡ ὁποία βρέθηκε θαμμένη στό ὑγρό κελλί, ὅπου ἔζησε τά τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του καί ἐκοιμήθη, στήν Ἱερά Μονή Παναχράντου Ἄνδρου, σύμφωνα μέ ὁράματα συγχρόνων Ἀθηναίων. Μετά τό πέρας τοῦ ἡμερησίου κηρύγματος, διέμενε σέ κάποια κοντινή Μονή, ἄν ὑπῆρχε, ἤ σέ κάποιο φτωχό καί πονεμένο σπίτι.

Ἕνας Πελοποννήσιος ἀρθρογράφος σημειώνει γιά τόν τρόπο ἐμφάνισης τοῦ Παπουλάκου: «Τό πλῆθος τήν ἡμέραν ἐκείνην τῶν ἀστῶν καί τῶν χωρικῶν εἶχεν ὑπερπληρώση τήν ἐπάνω πλατεῖαν τῆς πόλεως, πλῆθος σταυροκοπούμενον εἰς κάθε διήγησιν καί κάθε ἔργον τοῦ νέου προφήτου. Αἴφνης ἀνεφάνη ἐπί τίνος ἐξώστου γλυκύς τήν μορφήν, σπινθηροβόλον τό πνεύμα, νευρικῶς κινούμενος, ἄλλοτε μέν ἀτενίζων τόν Ταῧγετον, ἄλλοτε δ’ ἐμβλέπων πρός τό κάτωθεν αὐτοῦ ἐν σιγῇ ἀναμένον πλῆθος, ἐλάχιστος τό σῶμα καί μικροσκοπικός, ἐξ οὗ καί Παπουλᾶκος (μικρός παπούλης) διότι τό πραγματικό του ὄνομα ἦτο Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος. Καί ἤρξατο διά τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ ἀγορεύων».

Περαιτέρω, κλῆρος καί λαός διέκρινε τό διορατικό, προορατικό καί προφητικό χάρισμα τοῦ Ἁγιοπατέρα, καί γι’ αὐτό οἱ ἱερείς καί οἱ ἀρχιερεῖς τόν ὑπεδέχοντο με ἅπασα τή στολή τους. Κατά τή διάρκεια τῶν ὁμιλιῶν τού πρόφερε προφητεῖες καί τά μέλλοντα νά συμβούν. Ἐν γένει, ἀπό τούς ἁπλούς Ρωμιούς, τιμῶταν ὡς ἅγιος, ἐνῶ ἀπό τήν ξενόφερτη ἤ πνευματικῶς ξενόδουλη, ἀνώτερη κοινωνική στάθμη ἀνθρώπων τῆς Ἀθήνας καί τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν, πού προσδοκοῦσαν εὔνοια και ὀφέλη ἀπό τήν ἐξουσία, ἐθεωρεῖτο ὡς χυδαῖος, ἀγύρτης καί λαοπλάνος.

Οἱ ὁδικές ἱεραποστολικές περιοδεῖες τοῦ Παπουλᾶκου μποροῦν νά χωριστοῦν σέ τρεῖς. Ἡ πρώτη ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1850 ὡς τό Νοέμβριο τοῦ 1851, κατά τήν ὁποία ἐπισκέπτεται τήν Δυτική Πελοπόννησο καί κυρίως τήν Ἀχαΐα, Ἠλεία, Ἀρκαδία καί Μεσσηνία, καί τερματίζει αὐτήν τήν περιοδεία στήν Ἀθήνα. Στήν δεύτερη, ἀπό τό Μάρτιο ὡς τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1852 ἔχει ὡς βασικά κέντρα κηρύγματος τήν Ὕδρα, τίς Σπέτσες, τό Ναύπλιο καί τή Μάνη. Στήν τρίτη, τελευταία καί ἐντονότερη, ὡς ἀφετηρία ἔχει ὅλη τήν ἐπαρχία τῆς Μάνης καί τήν Ἐλαφόνησο, καί χρονικά ἐκτείνεται ἀπό τόν Ἀπρίλιο ὡς τόν Ἰούνιο τοῦ 1852, ὁπότε συλλαμβάνεται μέ προδοσία.

Εἰκόνα τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου ποιηθεῖσα τό 1982, κατά θαυμαστό τρόπο ἀπό τήν καθηγουμένη τῆς Ἱ. Μ. Ἁγ. Γεωργίου Αὐλίδος Βοιωτίας, ὑπό τῆς Μοναχῆς Παισΐας (πρώην Νεκταρίας)
Εἰκόνα τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου ποιηθεῖσα τό 1982, κατά θαυμαστό τρόπο ἀπό τήν καθηγουμένη τῆς Ἱ. Μ. Ἁγ. Γεωργίου Αὐλίδος Βοιωτίας, ὑπό τῆς Μοναχῆς Παισΐας (πρώην Νεκταρίας)

1.ε) ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ

Μέ τίς ἄδολες ὁμιλίες του σκορποῦσε συγκίνηση στόν κόσμο καί ἀναπτέρωνε τό ἠθικό του. Ἄν καί ἡ φωνή του ἦταν φυσικῶς σιγανή καί ἀδύνατη, ἀποκτοῦσε ἔνταση καί νεανικό σθένος ὅταν κήρυττε. Τό κήρυγμά του περιεῖχε τά βασικά θεολογικά νοήματα τῆς Πίστεώς μας καί ἁπλές θεολογικές ἀλήθειες καί προτροπές, βγαλμένες μέσα ἀπό τό Νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν κατανοητό ἀπό ὅλους.

Ἡ γλῶσσα, πού χρησιμοποιοῦσε, ἦταν αὐτή τοῦ κόσμου τῆς ὑπαίθρου τῆς ἐποχῆς, ὥστε νά γίνεται ἀμέσως κατανοητός ἀπό τό σύνολο τῶν ἀκροατῶν. Ἴσως κάποιες ἐκφράσεις ἤ λέξεις νά ἠχοῦσαν παράταιρα στούς μορφωμένους τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, ἀλλά, ἔτσι κι ἀλλιῶς, αὐτοί εἶχαν ψυχικῶς ἀποκοπεῖ ἀπό τό λαό καί ἀποτελοῦσαν ξεχωριστή κοινωνική τάξη. Ὡστόσο, ὅσοι διψοῦσαν νά καταλάβουν τό κήρυγμα τοῦ Παπουλᾶκου, τό κατανοοῦσαν μέ ἀρκετή εὐκολία. Ὑπῆρχαν καί ἄλλοι, πού δέν ἐπιθυμοῦσαν καμμία ἀπολύτως σχέση ἤ βρίσκονταν σέ ἀντίθεση πρός τό ὀρθόδοξο κήρυγμα τοῦ Χριστοφόρου, ἀφοῦ ἦταν προσκολλημένοι στό δυτικό-εὐρωπαϊκό πνεῦμα, τοῦ ὁποίου ἦταν φορεῖς καί ὑπέρμαχοι.

Τό κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου δέν περιoριζόταν μόνο στό θεολογικό μέρος, ἀλλά εἶχε ἠθικό καί κοινωνικό περιεχόμενο, ἐφόσον τό καλοῦσαν οἱ περιστάσεις. Ἢλεγχε μέ αὐστηρότητα τήν ἀδικία πρός τούς ἀσθενέστερους, τή ζωοκλοπή, τή μαγεία καί τά ἄλλα ἠθικά παραπτώματα. Ὁ σπόρος τοῦ κηρύγματός του γρήγορα ἄρχισε νά ἀποδίδει καρπούς. Οἱ κάτοικοι τῶν ὀρεινῶν χωριῶν, ἀπ’ ὅπου περνοῦσε, δέν ἦταν παθητικοί ἀκροατές τοῦ κηρύγματος, ἀλλά κατά θαυμαστό τρόπο συμμορφώνονταν μέ τίς ἠθικές ἐπιταγές καί ἄρχιζαν νά γίνονται ἠθικότεροι ἀπό πρίν. Τοιουτοτρόπως, οἱ κλοπές καί οἱ ληστεῖες περιορίσθηκαν σημαντικά.

Τό κήρυγμά του εἶχε τόσο μεγάλη ἀπήχηση, ὥστε νά συμφιλιώνονται καί ἄτομα ἤ οἰκογένειες, πού μεταξύ τους ὑπῆρχε ἀβυσσαλέο μίσος καί ἔφταναν ἀκόμα σέ φόνους. Σημαντικότατη εἶναι ἡ πληροφορία Γάλλου περιηγητῆ τῆς Πελοποννήσου τῆς περιόδου αὐτῆς (1854), τοῦ γνωστοῦ καί ἑλληνικῆς καταγωγῆς Yemeniz Eugene, ὁ ὁποῖος στό ἔργο τοῦ «Voyage dans le Royaume de Grèce», ἀναφέρεται στήν μοναδική προσφορά τοῦ Χριστοφόρου Παπουλᾶκου. Εἶναι γνωστό το φαινόμενο τῆς «βεντέτας», πού δυστυχῶς ὑπάρχει ἀκόμη καί σήμερα, ὡς ἄγραφος νόμος στήν περιοχή τῆς Μάνης. Ἐπίσης ὁ ἔπαρχος Οἰτύλου σέ ἀναφορά του στίς 31 Μαΐου 1852 πρός τό Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν, ἔγραφε: «ἐγένετο καί παραίτιός τινων καλῶν εἰς τόν τόπον του, συνδιαλλάξας οἰκογενείας ἐχθρικῶς διακειμένας πρός ἀλλήλας μέχρις αἵματος».

Ὁ Νομάρχης Μεσσηνίας, περιοδεύοντας τό 1851 στήν ἐπαρχία Ὀλυμπίας, γιά νά ἐξετάσει τό μεγάλο θέμα τῆς ζωοκλοπῆς, ἄκουσε ἀπό κατοίκους ὅτι ὁ περιορισμός τοῦ φαινομένου σαφῶς ὀφείλεται στό κήρυγμα τοῦ Παπουλᾶκου. Αὐτά ἀναγκάζονται νά τά ὁμολογήσουν ἀκόμη καί οἱ ἀντίπαλοί του, πού στίς δεκάδες ἐκθέσεις τους ἀπό φθόνο καί ἐμπάθεια τόν περικοσμοῦν μέ τά χειρότερα ἐπίθετα.

Βέβαια ὁ λαός, τοῦ ὁποίου τό αἰσθητήριο εἶναι ἀλάνθαστο καί ἀκριβοδίκαιο, εἶχε σχηματίσει γνώμη γιά τό πρόσωπο τοῦ Παπουλάκου. Γρήγορα ἀναγνώρισε στή ζωή καί στά ἔργα τοῦ Ὁσίου ἁγιότητα καί γνήσια πνευματικότητα. Ἔτσι, μέρα μέ τή μέρα, ἀνεξάρτητα ἀπό τό κώνειο ὁρισμένων, μεγάλωνε ἡ φήμη τοῦ ὡς ἀγίου ἀνδρός. Ἔφτασαν στό σημεῖο νά κόβουν κομμάτια ἀπό τό χοντρό καί τραχύ ράσο του καί νά τά ἔχουν σάν φυλαχτό, ἀποτρόπαιο κάθε κακοῦ ψυχῆς καί σώματος.

Οἱ γυναῖκες, πού ἀποτελοῦσαν τό μεγαλύτερο καί πιστότερο τμῆμα αὐτῶν, πού τόν ἀκολουθοῦσαν, διατηροῦσαν τά τεμάχια αὐτά στά εἰκονίσματα τῶν σπιτιῶν τους ὡς ἅγια λείψανα. Ἄλλες τά κρεμοῦσαν στόν λαιμό τῶν παιδιῶν τους ὡς φυλαχτό ἄλλες τά χρησιμοποιοῦσαν στή ζύμη γιά τήν παρασκευή τοῦ ψωμιοῦ καί τῆς λειτουργιᾶς. Τό ράσο τοῦ Χριστοφόρου ἔλαβε τέτοια ἐκτίμηση ἀπό τόν ἁπλό κόσμο, ὥστε ἔραβαν στά δίχτυά τους τεμάχιά του οἱ ἁλιεῖς στίς Κυκλάδες, γιά νά πιάσουν πλούσια ψάρια, καί ὁ σκοπός τους πραγματοποῦνταν. Ἐνδεικτικά ἀναφέρεται τό γνωστό παράδειγμα μέ τούς Ψαράδες τῶν Σπετσῶν.

Μία σημαντική μαρτυρία γιά τίς Διδαχές τοῦ Παπουλάκου, πού καταγράφεται στό βιβλίο τοῦ Βασιλείου Χριστοπούλου «Κάτοικος Πατρών» δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τόν λόγο τοῦ Παπουλάκου: Ὁ συγγραφέας, πολιτικός μηχανικός, ἀναφέρεται στό χειρόγραφο ἀρχεῖο, πού ἐντοπίστηκε σέ κατερειπωμένη οἰκία Πατρινοῦ, πού κατασκευάστηκε το πρῶτο μισό του 19ου αἰώνα. Αὐτό φυλασσόταν σέ κρύπτη ἐνός τοίχου καί βρέθηκε, ὅταν ἄρχισαν οἱ ἐργασίες ἀναπαλαίωσης, κατά τήν δεκαετία τοῦ 1990. Τό εἶχε κρύψει ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ παλαιός κάτοικος τοῦ σπιτιοῦ, Δημήτριος Γιαννόπουλος.

Ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων ὁ Γιαννόπουλος:

«Στόν κύκλο τοῦ ἅγιου δασκάλου (δηλ. τοῦ Φλαμιάτου) γνώρισα καί ἄλλους, τόν ἀδελφό Συμεών καί τόν ἴδιο τόν Παπουλᾶκο. Καταγόταν ἀπό τά Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων καί ἦταν ἄνθρωπος λαϊκός – χασάπης στά νιάτα τοῦ – ἀλλά εἶχε ἐμπνευστεῖ ἀπό τήν ὀρθοδοξία καί τήν χάρη Σου. Πρῶτος αὐτός εἶχε δεῖ τούς κινδύνους ἀπό τόν χωρισμό τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησίας (ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως) καί τήν ἐπιρροή τοῦ καθολικισμοῦ ἀπό τό ἀγγλογαλλικό κόμμα καί ἀπό τόν ἀλλόθρησκο βασιλέα μας.

Ἡ παρουσία του μέ ἐμψύχωνε. Ἕνας ἁπλός καί ἀμόρφωτος ἄνθρωπος μέ τή δύναμή Σου, Κύριε, ἀπόκτησε σοφία καί δύναμη. Κατάλαβα ὅτι τό θέλημά σου εἶναι πάνω ἀπό τίς ἐξουσίες τῶν ἀνθρώπων. Πολλές φορές ὁ ἅγιος Παπουλᾶκος μέ τόν ἁγιοκήρυκα Φλαμιᾶτο καί ἄλλους καλογήρους ἀπό τό Μέγα Σπήλαιο ἐρχόσαντε στό μαγαζί μου. Μετά τίς 10 τό βράδυ ἔκλεινα τίς πόρτες ἀπό τόν φόβο τῶν χωροφυλάκων καί καθόμαστε μέχρι τά μεσάνυχτα. Ἔβγαζα ψωμί καί προσφάι γιά ὅλους, ρακί καί κρασί, καί συζητάγαμε θεολογικά καί πολιτικά. Πιό πολύ ἀκούγαμε τόν ἅγιο νά μιλάει για, τήν ὀρθοδοξία μας. Καθόταν στό κεφάλι τοῦ τραπεζιοῦ, σ’ ἕνα μεγάλο και γερό πάγκο πού τόν εἶχα μόνο γι’ αὐτόν. Ἀκόμα τόν φυλάω, καί στούς δικούς μου ἀνθρώπους, ὅταν μέ ρωτοῦν τούς τόν δείχνω. Κάθονται ἐπάνω του καί κάνουν τό σταυρό τους.

Καθόταν λοιπόν στόν πάγκο του καί ἡ φωνή του, βροντερή καί θεϊκιά, ἦταν σάν νά ἐρχόταν ἀπό τόν οὐρανό. Ὅταν μιλοῦσε, ἦταν σάν ἀπό τό ἀγριεμένο καί κόκκινο πρόσωπό του νά ἀκοῦμε τήν δική Σου φωνή.

«Ἀντισταθεῖτε ἀδελφοί! Σέ λίγο καιρό θά μᾶς εἰποῦν νά μονοιάσουμε μέ τήν Δυτική Ἐκκλησία καί ὕστερα νά ἀρνηθοῦμε καί τήν πίστη μας! Ἀντισταθεῖτε!»

Αὐτές ἦταν οἱ διδαχές τοῦ Παπουλᾶκου. Ἔλεγε καί ἄλλα πιό θεολογικά μέσα ἀπό τίς γραφές, ἀλλά δέν τά θυμᾶμαι. Ἄν σήμερα ἡ ὀρθοδοξία ἔζησε καί δέν φραγκέψαμε, τό χρωστᾶμε σ’ αὐτό τόν ἅγιο, πού τόν κατηγόρησαν ἀγύρτη καί ἀπατεώνα. Μέ τήν βοήθειά του στύλωσα τήν πίστη μου καί προόδεψα θρησκευτικά καί ἐπαγγελματικά.

Σήμερα πού τά γράφω καί πού ἀσχολοῦμαι μέ τά ἐκκλησιαστικά σάν ἐπίτροπος στόν Ἄϊ – Νικόλα τό Βλατεριώτη, βλέπω πόσο λείπουν αὐτές οἱ μορφές ἀπό τή θρησκεία μας. Χάθηκε ἡ μαχητική ὀρθοδοξία, ἄλλοι ἐξορίστηκαν στίς φυλακές καί ἄλλους τούς κλεῖσαν μέ τή βία στά μοναστήρια… Στά τέλη τοῦ 1852 ὁ Παπουλᾶκος ξεσήκωσε Μάνη καί Καλαμάτα καί παραλίγο νά κάμει ἐπανάσταση. Τότε τό κράτος ἀγρίεψε, ὀργανώθηκε καί κτύπησε τούς ὀπαδούς του. Τούς κλεῖσαν σέ φυλακές καί μοναστήρια, ὅμως τόν ἴδιο δέν τόλμησαν νά τόν πάνε σέ δίκη. Τό κίνημα εἶχε ρίζες καί ὁ λαός τόν ἀγάπαγε… Ὅμως τί νά γράψω μπροστά σέ ὅσα πέρασε ὁ ἁγιοπατέρας; Τόν φυλάκισαν στό καστέλλι τοῦ Ρίου καί τόν βασάνισαν. Εὐτυχῶς μετά ἀπό ἕνα μήνα τόν ἔστειλαν σέ μοναστήρι καλόγηρο. Ἀπαλλάχτηκε ἀπό τά βασανιστήρια τῆς φυλακῆς καί ὅλοι ἡσυχάσαμε. Τόν δάσκαλο Φλαμιᾶτο τόν ἔκλεισαν καί αὐτόν στό Ρίο καί μετά τόν στεῖλαν καλόγηρο στήν Ἄνδρο, νά τόν ξεχάσει ὁ κόσμος, καί κεῖ μέ τήν ἡσυχία τους τόν ξεκάνανε. Γιά πολλά χρόνια τους κατηγοροῦσαν ἀγύρτες καί ψευτοπροφῆτες ὅτι φάγανε τά λεφτά τοῦ κόσμου καί πλούτισαν. Γιά μένα ὅμως ἦσαν ἁγνοί πατριῶτες καί καλοί χριστιανοί καί εἶχαν προφητέψει πολλά δεινά πού ἔπεσαν στήν Ἑλλάδα ἀπό τούς Ἀγγλογάλλους. Ἔφτασαν μέχρι νά ἀποκλείσουν μέ τό στόλο τούς Ἀθήνα καί Πειραιά. Ἀκόμα καί τήν Πάτρα δυσκόλεψαν καί πάγωσαν τό ἐμπόριο».

Ἀπό αὐτό τό κείμενο συμπεραίνει κανείς ὅτι σωστά τοῦ ἔχει δοθεῖ ὁ τίτλος «Νέος Ἀπόστολος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους» καί ὅτι ὡς νέος Ἄτλας σήκωσε τήν Πίστη μας στούς γερασμένους ὤμους του, παρά τις κακουχίες καί τά ραπίσματα, πού δέχτηκε ἀκόμα καί ἀπό ἱερατικό χέρι (τοῦ ἐπισκόπου Ἄνδρου Μητροφάνους).

1.στ) Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1851 βρίσκεται στά χωριά τῆς Ὀλυμπίας. Λίγο ἀργότερα περνάει στούς δήμους Δώριο καί Αὐλώνα τῆς Ἐπαρχίας Τριφυλλίας καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ἀρκαδία καί Λακωνία. Παντοῦ δεκάδες κάτοικοι ἀφήνουν τίς ἐργασίες τους καί τόν ἀκολουθοῦν.

Στίς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 1851 εἰσέρχεται στήν Καλαμάτα ἀκολουθούμενος ἀπό πολλούς πιστούς. Ἡ εἴσοδός του στήν πόλη τῆς Καλαμάτας ὑπῆρξε θριαμβευτική. Σχεδόν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης ἐξῆλθαν, γιά νά τόν ὑποδεχθοῦν.

Γράφει ὁ τότε Νομάρχης γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Παπουλᾶκου:

«Πλῆθος τόν προέπεμπεν ἐρχόμενον ἐκ Λακωνίας καί ὁλόκληρος ἡ πόλις τόν ὑπεδέχθη μετ’ ἐνθουσιασμοῦ καί αὐτοί οἱ νοημονέστεροι πολῖται προκατειλημμένοι ἀπό τήν φήμην περιέμενον ἀνυπομόνως νά τόν ἀκούσουν. Τήν ἐπιοῦσαν ὡμίλησε πάλιν δίς, πρωίαν καί δείλην, ἀλλά αἱ ὁμιλίαι τοῦ αὗται ἐπέσυρον σπουδαίως τήν προσοχήν μου. Ἐλάλησε κατά τοῦ ὅρκου τοῦ διδομένου ἐνώπιον τῶν Δικαστηρίων εἰς πολιτικάς καί ποινικάς ὑποθέσεις. Παρέστησεν ὅτι ὁ ὅρκος ἀντιβαίνει εἰς τᾶς παραγγελίας τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐξύβρισε τήν ἐπιβάλλουσαν τοῦτον νομοθεσίαν μας καί τά Δικαστήρια, εἰς ἅ μεταφέρεται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον διά τάς ὁρκοδοσίας, τά ἀπεκάλει Γυφτόσπιτα. Ἁπτόμενος τῆς καταστάσεως τῶν θρησκευτικῶν, εἶπεν ὅτι δέν ἔχομεν Πατριάρχην, Ἀρχιερεῖς καί παρέστησε τήν Ἐκκλησίαν ὡς ἐπιβουλευομένην δῆθεν ἀπό ἑτεροδόξους. Προέτρεψε τούς ἀκουομένους νά ἐμμένουν εἰς αὐτήν, κατέκρινε τήν διδακτικήν μέθοδον τῶν γραμμάτων. Ἐλάλησε κατά τῆς Ἀγγλίας ὡς προσπαθούσης δῆθεν νά κατακτήσει τήν Ἑλλάδα».

Οἱ πολιτικές ἀρχές θορυβήθηκαν ἔντονα μόλις πληροφορήθηκαν τήν θριαμβευτική ὑποδοχή τοῦ Παπουλᾶκου στήν Καλαμάτα. Οἱ τοπικές ἀρχές ἔστελναν λεπτομερεῖς ἐκθέσεις γιά τίς κινήσεις του στήν Κεντρική Διοίκηση, ἀλλά δέν περιορίστηκαν μόνο στίς παρακολουθήσεις καί στίς ἐκθέσεις. Ὁ Νομάρχης τοῦ ζήτησε νά φύγει ἀπό τήν περιφέρειά του, ἀλλά ὁ Παπουλᾶκος δέν ὑπήκουσε, διότι προτιμοῦσε τήν ὑπακοή στόν Χριστό καί μετέβη στήν Κυπαρισσία, πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας Τριφυλλίας. Ὁ ἔπαρχος τῆς περιοχῆς προσπάθησε ματαίως νά τόν ἐμποδίσει νά κηρύξει.

Ὅλα τά ἐμπόδια ἐκ μέρους τῶν Ἀρχῶν δέν ὑπῆρξαν ἱκανά νά ἀναχαιτίσουν τό γνήσιο κήρυγμα τοῦ Παπουλᾶκου, γιατί ὁ Λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι δίστομος ρομφαία καί δέν δένεται. Ὁ λαός διψοῦσε γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον καί ἡ ἐποχή χαρακτηριζόταν ἀπό ἔλλειψη πνευματικότητας, γι’ αὐτό ὁ Θεός τόν προστάτευε καί ἐμπόδιζε τίς ἀρχές νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τίς πόλεις, στίς ὁποῖες περιόδευε.

Ὅταν ὅμως ὁ σπόρος τοῦ κηρύγματος ἄρχισε νά φουντώνει στίς διψασμένες καρδιές τῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ καί ἡ φήμη τοῦ ἁπλωνόταν ὅλο καί περισσότερο, κυρίως στά λαϊκά στρώματα, ἡ Κυβέρνηση κατελήφθη ἀπό πανικό καί ἀποφάσισε νά δράσει.

Ἀπό τίς παλαιότερες παραστάσεις τοῦ Παπουλάκου , πού ἐκπονήθηκαν ζῶντος ἤδη ἐκείνου, ὅπου ἐμφανίζεται ὡς Ἱεροκήρυκας (Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους)
Ἀπό τίς παλαιότερες παραστάσεις τοῦ Παπουλάκου , πού ἐκπονήθηκαν ζῶντος ἤδη ἐκείνου, ὅπου ἐμφανίζεται ὡς Ἱεροκήρυκας (Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους)

1.ζ) ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Ἡ Κυβέρνηση ἐπέβαλε τήν ἐπέμβαση τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ἐκείνη κάλεσε τόν Παπουλᾶκο στήν Ἀθήνα, γιά νά ἀπολογηθεῖ. Ὁ Παπουλᾶκος δέν ἔδωσε σημασία καί συνέχισε μέ περισσότερη μαχητικότητα τίς περιοδεῖες του.

Ἀπό τήν περιοχή τῆς Κορίνθου, πέρασε στήν Ἀργολίδα καί ἀπό ἐκεῖ στίς Σπέτσες. Στίς Σπέτσες βρῆκε πολλούς πιστούς, κλῆρο καί λαό. Στήν συνείδηση τῶν πιστῶν, ἡ ἁγιότητά του ἦταν μεγάλη. Ἀκόμη καί οἱ πέτρες, ἐπάνω στίς ὁποῖες πατοῦσε, θεωροῦνταν ἁγιασμένες καί τίς ἔπαιρναν οἱ πιστοί γιά φυλαχτά καί μεγάλη εὐλογία γιά τίς οἰκογένειές τους. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ εὐλάβεια τοῦ λαοῦ στό πρόσωπό του, πού σέ μερικές περιοχές, ὅπως στό Κρανίδι Ἀργολίδας, οἱ ἱερεῖς κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες δέν μνημόνευαν τούς βασιλεῖς, ἀλλά τόν Παπουλᾶκο! Τίς νύχτες ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, ἔβγαιναν στούς δρόμους μέ κεριά καί θυμιατά καί, κρατώντας κάποιο ἀντικείμενό του ἤ εἰκόνα μέ τήν μορφή τοῦ Παπουλᾶκου, ἔκαναν δεήσεις γιά τήν ὑγεία καί τήν προστασία του.

Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1852 ἀπό τήν Ἀργολίδα πέρασε στήν Λακωνία. Τό κήρυγμά του προκάλεσε ἀληθινό πνεὐματικό συναγερμό στό λαό ἀπό τό Ταίναρο ὡς τόν Ἁλμυρό. Ἐπειδή οἱ ἔμμεσες καί ἄμεσες πιέσεις τῶν ἀρχῶν κατά τοῦ γέροντα συνεχῶς αὔξαναν, ὁ λαός διεῖδε κίνδυνο δολοφονίας του καί πῆρε στά χέρια τοῦ τήν προστασία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός. Ἔνοπλοι ὀπαδοί τουύ τόν συνόδευαν παντοῦ. Πλῆθος λαοῦ εἶχε ἐγκαταλείψει τά σπίτια του καί τόν ἀκολουθοῦσε νυχθημερόν στίς κηρυκτικές καί θαυμαστές περιοδεῖες τού. Ἀνάμεσά τούς ἦταν καί πολλοί κληρικοί. Ἀκόμη καί ὁ ἐπίσκοπος Ἀσίνης Μακάριος τόν δεξιώθηκε στό ἐπισκοπικό μέγαρο τῆς Λακωνίας.

Ἡ Κυβέρνηση, βλέποντας τή θρησκευτική ἔξαρση τοῦ κόσμου καί ἀδυνατώντας νά ἀντιμετωπίσει τό πλῆθος, πίεζε σκανδαλωδῶς, χωρίς σεβασμό καί μέ ἀπόλυτο τρόπο, τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας νά λάβει δραστικά μέτρα. Ἡ τελευταία ἀποφάσισε τόν ἐγκλεισμό τοῦ Ὁσίου στή Μονή Προφήτη Ἠλία Σαντορίνης. Στίς περιοχές, πού τό κήρυγμά το, εἶχε μεγάλη ἀπήχηση, ἡ Σύνοδος ἔστειλε ἱεροκήρυκες, γιά νά ἐπηρεάσουν ἀρνητικά πρός τόν Παπουλᾶκο τόν φιλόχριστο λαό. Στήν Λακωνία μετέβη ὁ ἀρχιμ. Καλλίνικος Καστόρχης, ὁ μετέπειτα ἀαχιεπίσκοπος Φθιώτιδος, ἐνῶ τήν Ἑρμιόνη καί στίς Σπέτσες ὁ ἀρχιμ. Νεόφυτος Κωνσταντινίδης. Οἱ ἀποστολές αὐτές κατέληξαν σέ ἀποτυχία. Μάλιστα ὁ τελευταῖος, ὅταν κατηγόρησε τόν Παπουλᾶκο, λιθοβολήθηκε καί ἀποχώρησε κακήν κακῶς.

Στίς 15 Μαΐου 1852 ἡ Σύνοδος ἐξέδωσε ἐγκύκλιο πρός τόν κλῆρο καί τό λαό τῆς Λακωνίας κατά τοῦ διαστρέφοντος «τήν γνησίαν του θείου Εὐαγγελίου διδασκαλίαν», ἀλλά οὔτε καί αὐτή ἡ ἐνέργεια ἔφερε ἀποτέλεσμα. Ἀπεναντίας, ἐνισχύθηκε περαιτέρω ἡ ἀφοσίωση τοῦ λαοῦ στό πρόσωπο τοῦ Παπουλᾶκου. Ἡ Κυβέρνηση, βλέποντας ὅτι ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀδυνατοῦσε νά σταματήσει τήν πνευματικῆ ἐπανάστασή του, ἀποφάσισε νά δράσει δυναμικά. Τά ὄργανα τῆς Κυβερνήσεως καί ἡ Ἱ. Σὕνοδος ἀνησύχησαν πολύ καί ἀποφάσισαν νά ἀντιδράσουν, «ἐφοβήθησαν» δηλαδή «φόβον, ἐκεῖ, ὅπου οὐκ ἦν φόβος». Στρατός καί στόλος ἀποστέλλονται ἐναντίον τοῦ ἄοπλου Γέροντος καί τῶν ἀκολούθων του, γιά νά ξεκαθαρίσουν τό «κίνημα». Τήν ἴδια στιγμή ὁ εὐρωπαϊκός τὕπος, ἀλλά καί ἐν μέρει ὁ ἐγχώριος, πού ὑπηρετοῦσε ξένα συμφέροντα – «μισιονάριοι τῆς Δύσης», σύμφωνα μέ τόν Χριστοφόρο – ἀλλά καί κατά τόπους ἄρχοντες πού προσδοκοῦσαν τιμές ἀπό τήν ἐξουσία, ἔγραφαν κατηγορίες κατά τοῦ Παπουλᾶκου καί πίεζαν, ὥστε νά «ἐξοντωθεῖ».

Ὁ Παπουλᾶκος φτάνει διωκώμενος στά ἀπρόσιτα βουνά τῆς Μάνης, ὅπου τόν προστατεύει μὲν ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων, τόν προδίδουν δέ τά «τριάκοντα ἀργύρια». Ἡ ἀμοιβή τῆς συλλήψεώς του εἶχε ὁριστεῖ σέ ἕξι χιλιάδες δραχμές και ὁ προδότης βρέθηκε ἀνάμεσα στόν κλῆρο. Ἔτσι πῆγαν στήν Λακωνία 2.000 στρατιῶτες ὑπό τόν Γενναῖο Κολοκοτρώνη μέ ἐντολή νά στρατολογήσει καί ἄλλους ἀπ’ τήν περιοχή, ἀλλά καί πολεμικά καράβια. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Παπουλᾶκος συνέχισε νά περιοδεύει καί νά κηρύττει ἀνελλιπῶς σέ πόλεις καί χωριά τῆς Λακωνίας. Ὁ λαός, ὅμως, βλέποντας τίς ἐνέργειες τῆς Κυβέρνησης, ἄρχισε νά ἀνησυχεῖ. Ἐπικρατοῦσε ἕνα κλίμα ἀναβρασμοῦ στίς περιοχές, ἀπό τίς ὁποῖες εἶχε περάσει ὁ Παπουλᾶκος, πού ἐκφράζονταν ἀκόμη καί μέ ἀντικυβερνητικές διαδηλώσεις.

Χαρακτηριστικό εἶναι ἕνα ἐπεισόδιο, πού ἀνέφερε ὁ Γραμματέας τοῦ Ἐπαρχείου Σπετσῶν σέ ἔκθεσή του πρός τό Νομάρχη στίς 22 Μαΐου 1852. Μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει ὅτι οἱ τοπικές ἀρχές εἶχαν ἀπαγορεύσει νά γίνονται παρακλήσεις στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σπετσῶν, γιατί δῆθεν γίνονταν διαδηλώσεις ὑπέρ τοῦ Παπουλάκου. Δυναμική ὅμως ὑπῆρξε ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ. Τό ἴδιο κιόλας βράδυ συγκεντρώθηκαν 3.000 ἄνθρωποι καί περικύκλωσαν τό ἐπαρχεῖο. Οἱ ἀρχές τότε ὑποχώρησαν καί ἔδωσαν τήν ἄδεια νά τελοῦνται κανονικά οἱ ἀκολουθίες στούς Ναούς.

Στίς 26 Μαΐου τοῦ 1852 ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐξέδωσε καί ἐγκύκλιο «Περί ἀνατροπῆς τῶν καθεστώτων», μέ τήν ὁποία βεβαίωνε τό λαό ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πίστη δέν διέτρεχε κανένα κίνδυνο καί ὅτι ὁ Βασιλιάς καί ἡ Κυβέρνηση προστατεύουν τήν Ἐκκλησία.

Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Παπουλᾶκος γινόνταν θριαμβευτικά δεκτός στούς διάφορους δήμους τῆς ἐπαρχίας τῆς Λακωνίας. Κάποιες προσπάθειες, πού ἔγιναν γιά νά συλληφθεῖ, ἀπέβησαν ἄκαρπες.

Ὁ λαός μόλις ἀντιλαμβανόταν τίς κινήσεις τῆς χωροφυλακῆς καί τοῦ στρατοῦ, συγκεντρωνόταν καί χτυποῦσε τίς καμπάνες σημαίνοντας ἄμυνα, ἐνῶ οἱ ἔνοπλοι ὀπαδοί τοῦ ἔπαιρναν θέση μάχης. Στίς 20 Μαΐου ἀποφάσισε νά ἐπισκεφθεῖ γιά δεύτερη φορά τήν Καλαμάτα. Μάλιστα, μέ ἀνακοίνωσή τού, καλοῦσε τόν ἁγνό λαό νά τόν ἀκολουθήσει. Δύο χιλιάδες λαοῦ καί 500 ἔνοπλοι προσετρεξαν ἀμέσως στό κάλεσμά του.

Ὁ Νομάρχης Μεσσηνίας διαστρεβλώνοντας λόγια τοῦ Παπουλᾶκου, πού καλοῦσε τός Μανιάτες νά τόν ἀκολουθήσουν σέ δίκη, πού θά γινόταν στήν Καλαμάτα, ἐξέδωσε προκήρυξη, μέ τήν ὁποία καλλιεργοῦσε κλίμα φόβου στόν λαό των Μεσσηνίων, ὅτι τάχα ἔρχονταν οἱ Λάκωνες μέ τόν Ἁγιοπατέρα, γιά νά πάρουν τό βιός τους. Παράλληλα, ἔγραφε στό κείμενο, καλοῦσε τόν λαό νά κρύψει τά χρήματά του καί ὅσοι μποροῦσαν νά πάρουν ὄπλα, νά στρατευθοῦν, γιά νά ὑπερασπίσουν τήν περιουσία τους. Έτσι ο Νομάρχης ἐπανέφερε με ἐπαίσχυντο τρόπο μακραίωνα μίση, πού εἶχαν κατευναστεῖ, γιατί ὡς γνωστό οἱ δύο φατρίες εἶχαν περιουσιακές διαφορές. Ἡ προκήρυξη τελείωνε μέ ἀπειλές, ὅτι, ὅποιος πάει στή συγκέντρωση τοῦ Παπουλᾶκου, θά κριθεῖ ἔνοχος μεγάλου ἐγκλήματος καί θά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό τούς στρατιῶτες.

Ὅπως ἦταν φυσικό, ὑπό τέτοιες συνθῆκες ὁ Παπουλᾶκος δέν ἐπέμεινε νά εἰσέλθει στήν Καλαμάτα, γιά νά ἀποφύγει τήν αἱματοχυσία μεταξύ του λαοῦ. Ἔτσι ἔκρινε ἀπαραίτητο νά ἐπιστρέψει στήν Λακωνία. Στό μεταξύ εἶχαν φτάσει στή Λακωνία τά βασιλικά στρατεύματα. Ἡ ὑποδοχή ἀπό τούς Μανιάτες ἦταν ἀπό ψυχρή ἕως ἐχθρική. Ἀρνοῦνταν ἀκόμη και νά τούς δώσουν τρόφιμα. Ἔτσι, οἱ στρατιώτες ἦταν ἀναγκασμένοι νά τά μεταφέρουν ἀπό ἄλλες περιοχές. Σέ ὁλόκληρη τή Λακωνία εἶχαν ἐξαπολυθεῖ ἀποσπάσματα, γιά νά συλλάβουν τον μοναχό Χριστοφόρο.

Ἀσημένια λειψανοθήκη τῶν ὁσίων Χριστοφόρου καί Διονυσίου τῶν Παπουλάκηδων (Ἱ. Ν. Εὐαγγελισμοῦ Ἐμπορείου Θήρας, προνοίᾳ ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα)

1.η) Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ

Ἡ σύλληψή του εἶχε καταστεῖ πρός καιρόν ἀδύνατη, γιατί οἱ Μανιάτες, ὡς ἀνέκαθεν ἀδούλωτος και ἀνυπότακτος λαός, παρότι δέν ἔρχονταν σέ πολεμική ρήξη μέ τούς στρατιῶτες, παρεῖχαν προστασία στόν πνεὐματικό τους καθοδηγητή. Ἀκόμη καί οἱ δημοτικοί ἄρχοντες, πού αἰσθάνταν τήν ἀδικία καί τήν ἱστορική εὐθύνη, τοῦ χορηγοῦσαν κρυφά τήν ἀπαραίτητη τροφή καί στέγη.

Ἐντούτοις, ἡ ἄνωθεν ἐντολή ἦταν σαφής: νά συλληφθεῖ ὁπωσδήποτε. Τότε τή λύση στό πρόβλημα τῆς σύλληψης ἔδωσε ἡ τραγική πράξη τῆς προδοσίας. Ἀναζητήθηκε προδότης καί δυστυχῶς βρέθηκε, ἀφοῦ ὁ ἵδιος προσέγγισε τήν ἐξουσία καί ζήτησε τό ποσό, πού θά τοῦ χορηγοῦσαν γιά τήν ἐπιχείρηση τῆς σύλληψης. Ἦταν ἕνας ἀπό τούς πιό ἔμπιστους ὀπαδούς τοῦ Παπουλάκου, ὁ παπα-Ἀθανάσιος Βασιλαρέας, ὁ γνωστός ὡς Παπά-Βασίλαρος ἀπό τά Λαγκάδια τοῦ δήμου Λεύκτρου. Τό τίμημα τῆς προδοσίας ὁρίστηκε στό ποσό τῶν 6.000 δραχμῶν.

Τήν περίοδο αὐτή ὁ Παπουλᾶκος διέμενε στή Μονή Βοϊδονίτσης (νῦν Ἀνδρουβίστης), κοντά στό δῆμο Καρδαμύλης. Ὁ, ἄλλοτε «ἔμπιστός του», Παπαβασίλαρος τόν ζήτησε και τόν πλησίασε, λέγοντάς τού ψεὐδῶς ὅτι τόν καλεῖ ὁ μητροπολίτης Ἀσίνης Μακάριος γιά κήρυγμα, ἐπιδεικνὗοντας πρός τοῦτο καί πλαστές ἐπιστολές, δῆθεν του Μακαρίου. Ὁ Χριστοφόρος κατάλαβε ὅτι εἶναι ἡ ὥρα να παραδοθεῖ. Ἄλλωστε, διέφευγε ὡς τότε ἀπό πολλές ἀπόπειρες σύλληψής καί δήλωνε «θά ὑποστῶ τήν σύλληψη, ὄχι ὄποτε θέλετε ἐσεῖς, ἀλλά ὅταν τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός!». Ὁ παπα-Βασίλαρος ἐπινόησε καί ἄλλα τεχνάσμτα, ὅπως νά ἑτοιμάσει φρουρά, γιά νά ἀναχωρήσει ὁ Διδάσκαλός του δῆθεν μέ ἀσφάλεια γιά τήν Κρήτη, ὥστε νά ἠρεμήσουν τά πνεύματα. Ὅμως, ἠ ἕτοιμη φρουρά δέν ἀποτελοῦνταν ἀπό ἕξι Μανιάτες, ἀλλά ἀπό ἕξι χωροφύλακες, πού ἦταν μεταμφιεσμένοι σέ Λάκωνες. Ὁ Παπουλᾶκος ἔκανε ὅτι πείσθηκε καί ἀναχώρησε μαζί τούς στίς 22 Ἰουνίου 1852, γιατί ὡς μέγας διδάσκαλος ἔπρεπε νά ἐφαρμόσει τά λεγόμενα Διδαχῆς τού, ὅπου ἔλεγε: «καί νά μᾶς συλλάβουν, τί θά μᾶς κάνουν; Τό σῶμα θά τό ταλαιπωρήσουν, τήν ψυχή μας ὅμως δέν μποροῦν νά τήν ἀγγίξουν»! (Ματθ. 10:28 «καὶ μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι»)

Ἀναχωρώντας ἀπό τήν Μονῆ Ἀνδροὐβίστης προς τήν Μονή Τζίγκου, κοντά στήν Ἀρεόπολη, κάποιος ἀπό τούς μεταμφιεσμένους χωροφύλακες εἰδοποίησε τίς ἄλλες στρατιωτικές δυνάμεις, γιά νά συλλάβουν τόν Παπουλᾶκο. Ἀμέσως κατέφθασαν ἐπί τόπου στρατιωτικές ἐνισχύσεις, σέ ἕνα ρέμα πού βρίσκεται στήν διαδρομή αὐτή, καί συνέλαβαν μέ εὐκολία τόν γέροντα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος δέν εἶχε νά φοβηθεῖ τίποτα. Ὡς ἀληθινός πνευματικός ἄνθρωπος, ἦταν ἕτοιμος νά ἐκδιωχθεῖ καί νά θυσιαστεῖ. Δέν τόν φόβιζαν οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου. Στή συνέχεια, μέ ἄκρα μυστικότητα τόν ἐπιβίβασαν στή γολέτα «Ματθίλδη» καί ἀπό τό Πύθιο μεταφέρθηκε μέ τό πλοῖο «Ὄθων» στόν Πειραιᾶ.

Ἡ εἴδηση τῆς σύλληψης τοῦ Χριστοφόρου προκάλεσε θλίψη καί ἀγανάκτηση στό λαό. Ὁ Νομάρχης Λακωνίας γράφει: «Δύναμαι νά εἴπω ὅτι ἡ Λακωνία ἐπενθηφόρησεν». Ἡ πολυπληθής ὅμως στρατιωτική δύναμη στή Λακωνία ἐμπόδισε ὁποιεσδήποτε ἀντιδράσεις. Μετά ἀπό τή σύλληψή του, ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς ἀναφέρει ὅτι «τά ἔκτακτα ἔξοδα τῆς κατά τῆς Λακωνίας ἐκστρατείας ἀνέβησαν, καθά βεβαιοῦται, εἰς 36.000 δρχ., ποσό διόλου εὐκαταφρόνητο», σέ στιγμή μάλιστα πού ὁ ἀποκλεισμός τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Πειραιᾶ ἀπό τούς Ἄγγλους, γιά νά πιέσουν τήν σύναψη δυσβάστακτου δανείου ἦταν ἀκόμα νωπός.

Δημόσια ἔγγραφα ἐποχής, πού κατέχει τό «Ἱστορικό Ἀρχεῖο Ἰνστιτοῦτου Χριστοφόρου Παπουλᾶκου», παρουσιάζουν ἀποκαλυπτικό περιεχόμενο. Προκύπτουν ἐνδιαφέρουσες συμπτώσεις ἡμερομηνιῶν, πού προκαλοῦν εὐλογη ἀπορία γιά τό πῶς συνέβαινε οί ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους, νά τακτοποιοῦν καί νά διεκπεραιώνουν «ἐγγράφως» καί «ἐμπράκτως» σέ μία μέρα μόνο, τίς σοβαρές ὑποθέσεις τῶν ἐξοριῶν καί διώξεών τοῦ Παπουλάκου, ὥστε τελικά νά θαυμάζει κανείς τό συντονισμό τους, σέ σύγκριση μέ τίς σημερινές!

Ἐνδιαφέρον ἔχει ἡ ἀναφορά στό τέλος τοῦ προδότη: ἡ ἀντιπάθεια τοῦ λαοῦ ἐναντίον του ἦταν μεγάλη. Οἱ Λάκωνες δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν ὅτι βρέθηκε ὀπαδός τοῦ Παπουλάκου, ὁ ὁποῖος ἔναντι χρηματικής ἀμοιβῆς, πρόδωσε τό δίκαιο γέροντά τους. Ἔτσι, τόν ἀναζητοῦσαν συνεχῶς, γιά νά πάρουν ἐκδίκηση. Ὁ προδότης, βλέποντας ὅτι ἡ Λακωνία ἦταν πλέον ἀφιλόξενη γι’ αὐτόν, κατέφυγε στήν Ἀθήνα καί ἐκεῖ ζήτησε νά διορισθεῖ στρατιωτικός ἱερέας. Ἡ ἀντιπάθεια ἐναντίον του δέν προερχόταν μόνο ἀπό τούς κατοίκους τῆς Λακωνίας, ἀλλά καί ἀπό ἄλλες περιοχές. Στίς Σπέτσες μάλιστα, ὅταν ἀγκυροβόλησε πλοῖο, στο ὁποίο ἐπέβαινε ὁ Παπαβασίλαρος, πολλοί πῆγαν καί τόν γιουχάϊσαν, ἀπειλώντας νά τοῦ ἐπιτεθοῦν καί σωματικῶς, σώθηκε ὅμως μετά ἀπό μεγάλες προσπάθειες τῆς στρατιωτικῆς φρουρᾶς. Τελικά, ἕνα χρόνο μετά τήν προδοσία, ἕνας νέος βρῆκε τήν κατάλληλη εὐκαιρία καί τόν δολοφόνησε. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ πατέρας τοῦ προδότη ὄχι μόνο δέν λυπήθηκε γιά τό φόνο τοῦ γιοῦ του, διότι εἶχε βιάσει τήν ἀδελφή του, ἀλλά ἀντιθέτως χάρηκε τόσο πολύ, ὥστε ἔδωσε δύο τάλιρα ἀμοιβή στόν κομιστή τῆς εἴδησης τῆς δολοφονίας.

Ὁ Παπουλᾶκος μέ τήν ἐφαρμογή νιέλου (ἀπό τή συλλογή τοῦ ἀειμνήστου ἱερέως καί ζηλωτοῦ τοῦ Ἁγιοπατέρα, π. Νικολάου Ν. Πέττα)
Ὁ Παπουλᾶκος μέ τήν ἐφαρμογή νιέλου (ἀπό τή συλλογή τοῦ ἀειμνήστου ἱερέως καί ζηλωτοῦ τοῦ Ἁγιοπατέρα, π. Νικολάου Ν. Πέττα)

1.θ) Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ

Ἡ εἴδηση τῆς ἄφιξης τοῦ Παπουλάκου στόν Πειραιά ἀναστάτωσε τήν Ἀθήνα. Χιλιάδες λαοῦ κατέβαιναν κάθε μέρα, γιά νά τόν δοῦν, ὅμως κανείς δέν μποροῦσε νά τόν πλησιάσει, γιατί τόν φρουροῦσαν ἑκατοντάδες στρατιῶτες καί χωροφύλακες. Οἱ δοκιμασίες τῶν τελευταίων ἡμερῶν, ἀπό τήν καταδίωξη καί τήν σύλληψή του, τόν εἶχαν καταβάλει. Οἱ γιατροί, πού μέ πολλές δυσκολῖες, λόγῳ τῆς φρουρᾶς, τόν πλησίασαν καί τόν ἐξέτασαν, γνωμάτευσαν ὅτι ἔπρεπε νά ἀποβιβαστεῖ ἀπό τό πλοῖο, διότι εἶχε κλονισθεῖ ἡ ὑγεία του ἀπό τίς κακουχίες. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες ὁδηγήθηκε στίς ὑγρές καί σκοτεινές φυλακές τοῦ Κάστρου τοῦ Ρίου στήν Πάτρα. Ἐκεῖ τόν ἔθεσαν ὑπό αὐστηρά ἀπομόνωση, ἀπαγορεύοντας ἀκόμη καί στούς σκοπούς – φύλακες νά τόν πλησιάζουν. Παρά ταῦτα, ἐνῷ ἦταν ἀμπαρωμένος καί δέσμιος, κατά θαυμαστό τρόπο ἐλευθερωνόταν καί κήρυττε καί βοηθοῦσε τό λαό τῆς γενέτειράς του, Ἀχαΐας. Μετά ἀπό ἕναν χρόνο ἐγκλεισμοῦ σε ἀπομόνωση, παραπέμφθηκε σέ δίκη στίς 26 Ἰουνίου 1853 στό Κακουργοδικεῖο Ἀθηνῶν, ὡς «ὑπαίτιος στάσης κατά τοῦ καθεστῶτος».

Πλῆθος κόσμου εἶχε συγκεντρωθεῖ μέσα καί ἔξω ἀπό τό δικαστήριο. Στή δίκη του, ὁ Παπουλᾶκος ἔδειξε τόλμη καί θάρρος. Ἀρνήθηκε τό διορισμό συνήγορου, λέγοντας ὅτι ἔχει συνήγορο τόν δικαιοκρίτη Χριστό. Ἡ ἀπουσία μαρτὗρων κατηγορίας καί, παράληλλα οἱ τύψεις τῶν δικαστῶν εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀναβολή τῆς δίκης γιά τίς 16 Σεπτεμβρίου 1853.

Στήν ἀναβολή τῆς δίκης ὅμως ὁδήγησαν καί τά ἐξωτερικά γεγονότα, τά ὁποῖα εἶχαν δημιουργήσει ἔνταση καί ἀνησυχία, γιατί ὁ Κριμαϊκός πόλεμος εἶχε ἤδη ἀρχίσει καί ὁ ἀντίκτυπος στήν μικρή χώρα μας ἦταν μεγάλος. Ἀλλά ἡ δίκη τοῦ Παπουλάκου δέν ἔγινε ποτέ, γιατί δέν ὑπῆρχαν κατηγορίες και ὁ λαός, πού ἦταν με τό μέρος του, ἦταν ἕτοιμος νά ἀναίρεσει τίς ἀνυπόστατες κατηγορίες.

Τόν Αὔγουστο 1853, γιά νά ἀποπροσανατολίσουν τήν κοινή γνώμη, πού στήριζε τόν προφήτη της, Χριστοφόρο, ἀμνηστεύτηκε μέ βασιλικό διάταγμα, μαζί μέ τούς συνοδοιπόρους του, κληρικούς καί λαϊκούς.

«Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΓΈΡΩΝ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΌΠΟΥΛΟΣ Ἤ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ» Εἰκόνα ἀπό τό ἐξωτερικό τοῦ κελλιοῦ του στήν Πανάχραντο Ἄνδρου
«Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΓΈΡΩΝ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΌΠΟΥΛΟΣ Ἤ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ» Εἰκόνα ἀπό τό ἐξωτερικό τοῦ κελλιοῦ του στήν Πανάχραντο Ἄνδρου

1.ι) Ο ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΘΗΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ, ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ

Ἡ Πολιτεία μπορεῖ νά τόν ἄφησε τυπικά ἐλεύθερο, ἀλλά ἐκβίασε τήν ἀδύναμη διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ οποία ἀποφάσισε τόν ἐγκλεισμό του ἐπί ἑξάμηνο στήν Ἱερά Μονήῆ Προφήτου Ἠλιού Θήρας ἀπό 22 Ἰανουαρίου 1854. Ὅμως, πολλοί ἐπισκέπτες ἀπό τή Σαντορίνη καί ἀπό ὅλα τά μήκη τῶν Βαλκανίων ἀνηφόριζαν στή Μονή, γιά νά πάρουν τήν εὐχή καί νά ἀκούσουν τίς νουθεσίες τοῦ ταλαιπωρημένου Γέροντα. Ἐκεῖ, στό νησί αὐτό, ὁδηγοῦν οἱ ἀρχές καί τόν ὅσιο καί ὁμολογητή συνοδοιπόρο του, Διονύσιο τόν ἐκ Σκιάθου. Ἡ ἀρετή τῶν δύο, διδασκάλου και μαθητή, ἀνθεῖ καί εὐωδιάζει, εἴτε εἶναι ἐλεύθεροι εἴτε καταδιώκονται. Αὐτό άλλωστε ἰσχύει ἀπό τά πρῶτα χρόνια του χριστιανισμοῦ, ἀπό τούς καταδιωκομένους πατέρες καί τούς μελλοθανάτους μάρτυρες φωτίζονται, ἐνδυναμώνονται καί ἀντλούν παράδειγμα καί οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτούς, ὄχι μόνο ἐν ζωῇ, ἀλλά καί μετά τό ὁμολογιακό τους τέλος.

Ὁ καθηγούμενος Σεραφείμ Καΐρης, κατόπιν ἀποφάσεως τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου, μέ ἀλλεπάλληλα διαβήματα ἐνημερώνει τόν ἔπαρχο Θήρας ὅτι προβληματική εἶναι ἡ διαμονή τοῦ Χριστοφόρου ἐκεῖ ὑπό τό κράτος τῆς ἀθρόας προσέλευσης τῶν χριστιανῶν καί τῆς δυσαρέσκειάς τους, γιά τή δυσκολία ἐπικοινωνίας μέ τόν δεσμώτη ἱεροκήρυκα. Ὄντως, ἐκεῖ τόν ἐπισκέπτονταν πολλοί ὀπαδοί του ἀπό ὅλα τά μήκη τῆς χώρας καί ἀπό ὅλα τά νησιά, ἀκόμα καί ἀπό τήν Κρήτη, γιά νά τόν ἀκούσουν νά τούς ὁμιλεῖ μέσα ἀπό τά κάγκελα τοῦ παραθύρου τοῦ κελλιοῦ του. Ἦταν πραγματικά ἕνας «ἐλεύθερος πολιορκημένος», ὅμως αὐτό δέν τόν ἐνοχλοῦσε, γιατί, ἄν καί τό σῶμα του ἦταν στήν γῆ, τό πνεῦμα τοῦ γαλήνευε στόν Οὐρανό.

Ὡστόσο ὁμοϊδεάτες κληρικοί καί λαϊκοί χωρίς ἀπολογία φυλακίζονται. Ἄρθρο ἐφημερίδας γράφει γιά τό θέμα τοῦ φόβου ἀπό τούς μοναχούς «βεβαιοῦται ὅτι οἱ μέχρι τοῦδε συλληφθέντες καί εἰς φυλακάς ὁδηγηθέντες Καλόγηροι λογίζονται μέχρι τῶν 150». Πίσω μάλιστα ἀπό τό κίνημα αὐτό διέβλεπαν ὅλα τά μοναστικά κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως τό Ἅγιο Ὄρος, τίς Μονές τῆς Βοιωτίας, τῶν Μετεώρων, τῶν Νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καί τοῦ Ἰονίου, τῆς Ἀττικῆς καί τῆς Πελοποννήσου. Σημειώνει ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς γιά τό θέμα: «Μαζί μέ τόν Χριστοφόρον εἶναι ὅλα τά Μοναστήρια. Ἡ ἀνακρίσις ἐπί τῆς καλογηρικῆς συνωμοσίας ἐξακολουθεῖ· συνελήφθησαν πολλά ἔγγραφα, ἐφυλακίσθησαν πολλοί καλόγηροι· ὡς λέγουσιν, ἡ ἑστία τῆς καλογερικῆς ταύτης συνωμοσίας εἶναι τό Ἅγιον Ὅρος καί τό Μέγα Σπήλαιον τῆς Πελοποννήσου καί τά ἐπισημότερα μοναστήρια τῆς Στερεᾶς. Σκοπός δέ τῶν μοναχῶν ἡ καταστροφή τῶν ἐκπαιδευτικῶν καταστημάτων, ἡ διατήρησις μόνον τῶν μικρῶν σχολείων, εἰς τά ὁποῖα νά μανθάνωσι τά μειράκια τό ὀκταήχι, καί τόν ἀπόστολον, ὡς ἐπί τῆς βαρβάρου ἐποχῆς, καί ἄλλα τοιαῦτα μωρῶν καί φωτοσβεστῶν σχέδια».

Μία ἄλλη ἐφημερίδα παρομοιάζει τό γεγονός τῆς σύλληψης τῶν κληρικῶν ὡς ἑξῆς: «Αἱ Ἀθῆναι ἀπό τινός ὁμοιάζουν τήν Μαδρίτην τῆς Ἱσπανίας ἤ τήν Ρώμην, διότι ὡς ἐκεῖ εἰς πᾶσαν γωνίαν δέν ἀπαντᾶ τις ἤ καλογήρους, οὕτω καί ἐνταῦθα, ὡς ἐκ συνθήματος, πρό πολλοῦ εἶχον συρρεύσει ἄπειροι κληρικοί. Ἤδη ὅμως ἤρχισε ν’ ἀραιοῦται ἡ τάξις αὐτῶν, διότι οἱ πλειότεροι ἐξ αὐτῶν συλληφθέντες ἐφυλακίσθησαν καί ἄλλοι ἀπήχθησαν εἰς Πάτρας, ἔνθα ἀνακρίνονται».

Λόγω τῆς συρροῆς πλήθους κόσμου πρός τόν τόπο κράτησής του καί πρός ἀποφυγήν τῶν διαμαρτυριῶν τους, ἀποφασίσθηκε ἡ μεταφορά τοῦ Παπουλάκου ἀπό τή Σαντορίνη «εἴς ἀπόκεντρον μέρος», συγκεκριμένα, στή Μονή Παναχράντου τῆς Ἄνδρου. Ὁ τελευταῖος ἐγκλεισμός του ἐκεῖ ἔγινε κατόπιν τῆς μεταφορᾶς του μέ τή βασιλική γολέττα «Ναυτίλος» τήν 20ή Ἰουλίου 1854. Ἀπό τό Ἐπαρχεῖο Ἄνδρου, μετά ἀπό ἐννέα ἡμέρες, συνοδευόμενος ἀπό δύο στρατιῶτες, παραδίδεται στό Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, κατόπιν ἐπανειλημμένων διαταγῶν γιά τόν αὐστηρότατο περιορισμό του καί τήν ἐπ’ αὐτοῦ ἐπαγρύπνησιν. Στή Μονῆ εἶχε διαμορφωθεῖ εἰδικό μοναχικό κελλί, πού τό φρουροῦσε ἕνας χωροφύλακας, ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖ. Τίς ἡμέρες μποροῦσε νά συμμετέχει κανονικά στό πρόγραμμα τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς καί τό βράδυ ἐγκλειόταν, φρουρούμενος στό κελλί του. Μέ τήν πνευματικότητά του κέρδισε τήν ὑπόληψη τοῦ ἡγουμένου καί τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς, ἐνῷ ἡ φήμη τού ἕλκυε γιά πολύ καιρό κόσμο καθημερινά, καί ἰδιαίτερα τίς ἑόρτιες ἡμέρες. Πολλοί πιστοί, ἀλλά καί πολλοί ξένοι λαϊκοί καί κληρικοί, ἀπό τά γύρω χωριά τοῦ νησιοῦ καί ἀπό ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς Ἑλλάδος, ἰδιαιτέρως δέ ἀπό Ὕδρα, Σπέτσες, Κρανίδι, Κάρυστο, Κρήτη καί ἄλλα νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀπό τό Μοριᾶ καί κυρίως ἀπό τή Λακωνία καί τήν Ἀρκαδία, ἔρχονταν, γιά νά λάβουν τήν εὐχή του ἤ νά πάρουν ράσο του ἤ κάποιο ἐγκόλπιο σταυρό, πού ὁ ἴδιος σκάλιζε. Ἐπίσης, συνέχισε νά κηρύττει στό συγκεντρωμένο κόσμο ἐντός τῆς Μονῆς, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία. Στόν ὑπ’ ἀριθ. 36 Κώδικα τῆς Μονῆς (Πρωτόκολλον ἐξερχομένων, σελ. 339-435) τῶν ἐτῶν 1854-1855 ὑπάρχουν ἐνδεικτικά ἔγγραφα, πού καταγράφουν τά γεγονότα τόν ἡμερῶν του.

Οἱ ἐντολές τῆς ἐξουσίας καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῶν ἐξοριῶν τοῦ Παπουλάκου εἶναι ἰδιαίτερα αὐστηρές. Οἱ διαταγές θυμίζουν δικτατορικά καθεστῶτα. Ἀκόμα, οἱ ἀθρογράφοι ἀναφέρονται σέ ἕνα δυσάρεστο γεγονός, κατά τό ὁποίο ὁ ἐπίσκοπος Ἄνδρου Μητροφάνης, ἔδειρε ἀνηλεώς τόν ὁμολογητή Χριστοφόρο: «Προσεκλήθη εἰς τήν Μονήν Παναχράντου Ἄνδρου ὁ λειτουργός Μητροφάνης … ἐξέρχεται καί προσκαλεῖ τόν γέροντα Παπουλᾶκον, ἵνα τόν νουθετήσῃ ὁ χρείαν ἔχων νουθεσίας καί ἀκούει παρ’ αὐτοῦ τό «ἰατρέ, θεράπευσον πρῶτον σεαυτόν». Ἀλλ’ ἀντί ἑνός λόγου τοῦ θείου Εὐαγγελίου ραπίζει τόν δυστυχῆ αὐτόν γέροντα καί κατασυντρίβει ἐπί τῆς κεφαλῆς του παχεῖαν ράβδον. Εἶτα καταδεσμεύει αὐτόν εἰς κάθυγρόν τι καί σκοτεινόν δωμάτιον τῆς Μονῆς, ὅπως ἐκεῖ ἀποδώση τάς τελευταίας πνοάς του. Ὁ παράτολμος Μητροφάνης κατεβαίνει εἰς τήν πόλιν καί διαδίδει ψευδῶς ὅτι ὁ πνέων τά λοίσθια γέρων ὕβρισε τό ἱερόν τοῦ Βασιλέως πρόσωπον. Μεσολαβήσει τοῦ δικηγόρου Ν. Σαριπόλου πρός τόν ἀπηνῆ Μητροφάνην, μεταφέρεται ὁ δυστυχής γέρων εἰς ἄλλο δωμάτιον, ἄλλως ὁ Χριστοφόρος Παπουλᾶκος ἤθελε κατακλείεσθαι σήμερον εἰς ἕνα ψυχρόν τάφον καί ὁ λεγόμενος Ἱεράρχης ἤθελεν εἶσθαι ὁ προφανής τοῦ ἀνθρώπου φονεύς». Μετά ἀπό αὐτό τό γεγονός ὁ δικηγόρος Ν. Σαρίπολος ζητᾶ νά δεῖ τόν τραυματισμένο γέροντα καί σημειώνει μεταξύ ἄλλων στήν ἀναφορά του: «Περιεργείας χάριν ἐζήτησα νά ἴδω τόν Παπουλᾶκον, καί τοῦτο μοί ἐπετράπη. Εἰς τήν θέαν λοιπόν ἀνδρός γέροντος ἐν καθύγρῳ κεκλεισμένῳ δωματίῳ, καί ἐπί τῆς ὑγρᾶς γῆς κειμένου, τό ράσον αὐτοῦ μόνον ὡς κλίνην ἔχοντος, πικρῶς συνεκινήθην, ἡ δέ λύπη μου ηὔξησε ὅτ’ ἔμαθον ὅτι ἦν καί ἀσθενής, καί ὅτι τῷ ἐγένετο καί ἀφαίμαξις ἐκείνην τήν ἡμέραν. Καίτοι ἐγίνωσκον τήν αἰτίαν, δι’ ἥν ὁ Παπουλᾶκος ἐτιμωρεῖτο οὕτως, ἠρώτησα ὅμως αὐτόν, οὗτος δέ μοί εἶπεν ὅτι τόν ἐκτύπησεν ὁ ἀρχιερεύς καί τόν ἐφυλάκισε, διότι ἐλάλησε πρός αὐτόν τήν ἀλήθειαν. Τίς δέ ἦτο ἡ κατά Παπουλᾶκον ἀλήθεια αὕτη; Ὅτι ὁ ἀρχιερεύς ἠγόρασε χρήμασι τήν ἐπισκοπήν, ὅτι τά δαπανηθέντα, ὡς εἰκός, ἔμελλε νά εἰσπράξῃ παρά τοῦ ποιμνίου του, ἵνα μή ζημιωθῇ, καί πρός τοῦτο μάλιστα ἔφερε τῷ ἀρχιερεῖ καί αὐτός ὁ Παπουλᾶκος τήν εἰσφοράν του δραχμήν μίαν».

Ὁ ζῆλος τοῦ Χριστοφόρου γιά κήρυγμα δέν σταμάτησε ἀκόμη καί κατά τά χρόνια τῆς ἐξορίας του καί τοῦ σωματικοῦ του περιορισμοῦ στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο, γι’ αυτό στά δύο αὐτά Κυκλαδονήσια τιμᾶται ὡς Φωτιστής καί Διδάσκαλος αὐτῶν. Διακήρυττε ὅτι «ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται». Πολλές φορές, ἐνῶ τόν ἀμπάρωναν στά πετρόκτιστα ὑπόγεια τῆς Μονῆς Παναχράντου, ἐν τούτοις ὁ γέροντας κατά παράξενο καί θαυμαστό τρόπο, χωρίς νά ὑπάρχει διαφυγή, χανόταν γιά κάποιες μέρες καί ἐπέστρεφε πάλι στό κελλί τίς δοκιμασίας του. Μοναδική του συντροφιά ἡ εἰκόνα τῆς Βρεφοκρατούσας Παναγίας, πού τά τελευταία χρόνια, κατόπιν ἐνοράσεων τοῦ ὁσιομάρτυρος Παπουλάκου σέ ἄσχετα ἄτομα, στό κελλί του ἐντοπίσθηκε θαμμένη, την ὁποία κατεῖχε ὁ ἴδιος. Σύντομα τό κελλί αὐτό πρόκειται νά διαμορφωθεῖ σέ παρεκκλήσιο ἀπό τούς δύο πατέρες, πού ἀσκοῦνται ἐκεῖ καί τιμοῦν τόν μάρτυρα ἀδελφό τῆς Μονῆς Παναχράντου.

Ὅταν ὁ Γέροντας διαισθάνθηκε ὅτι ἔφτανε ἡ ὥρα νά φύγει ἀπό τό μάταιο αὐτό κόσμο, φέροντας τήν πληγή στήν κεφαλή του ἀπό τον Μητροφάνη, ἀφοῦ συγχωρέθηκε καί ἑτοιμάσθηκε μέ τά μυστήρια της Ἐκκλησίας, κοιμήθηκε τό βράδυ τῆς 18ης πρός 19η Ἰανουαρίου 1861, ἥσυχα καί ταπεινά. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς τόν τίμησαν ὡς ἅγιο. Λίγο νωρίτερα ὁ φρουρός του εἶχε ζητήσει συγγνώμη ἀπό τό Γέροντα καί τήν εὐλογία του, γιά νά γίνει μοναχός, γιατί εἶχε τήν πεποίθηση πώς κάτω ἀπό τήν κατάλευκη γενειάδα του ἐκπορευόταν φῶς καί ἀλήθεια. Ἐτάφη στό κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναχράντου Ἄνδρου καί ἔγραψαν σ’ ἕνα ξύλινο σταυρό «ΜΟΝΑΧΟΣ / ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ / ΚΗΡΥΚΑΣ / ΕΚΟΙΜΗΘΗ ΕΝ ΚΥΡΙΩ / 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1861». Ὁ τάφος του μέχρι σήμερα ἀποτελεῖ πνευματικῆ πηγή καί καύχημα τῆς Μονῆς Παναχράντου.

Τό κελλί τοῦ Παπουλάκου καί νῦν παρεκκλήσιο προς τιμήν του στή Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας
Τό κελλί τοῦ Παπουλάκου καί νῦν παρεκκλήσιο προς τιμήν του στή Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας