«Ὁ ὅσιος καί μάρτυς καί ὁμολογητής
Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος
καί ἡ ἐποχή του»
Ὁ ὅσιος, μάρτυρας, διδάσκαλος καί ὁμολογητής τῆς πίστεως Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος, ὁ καί ἐπονομαζόμενος Παπουλᾶκος (1770 περί – 18 Ἰανουαρίου 1861)
Τοῦ προέδρου τοῦ μή κερδοσκοπικοῦ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ «ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ»
ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα, δρ. Φ.
Βασική ἀνάρτηση στό διαδίκτυο: Παρασκευή, 18ῃ Ἰανουαρίου 2008
Μνήμη Ἀθανασίου καί Κυρίλλου Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας καί ὁσίουΧριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Πρόλογος
Εἰσαγωγή
1ο Κεφάλαιο: Ἱστορικό πλαίσιο
1.1 Ἡ κατάσταση στό ἑλληνικό κράτος καί ἡ ξενοκρατία
1.2 Ἡ κατάσταση στήν ἑλλαδική Ἐκκλησία
1.3 Ἡ Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία καί ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος
2ο Κεφάλαιο: Τά χρόνια μέχρι τήν ἔναρξη τῆς κηρυκτικῆς του δράσης
2.1 Τά χρόνια τοῦ Παπουλάκου ὡς λαϊκοῦ
2.2 Τά πρῶτα χρόνια τοῦ ὡς μοναχοῦ
3ο Κεφάλαιο: Ἔναρξη κηρυκτικής δράσης καί ἡ ἀποδοχή τοῦ κόσμου
3.1 Τό παρουσιαστικό καί τό ὕφος του
3.2 Τά κηρύγματα
3.3 Δυό σημαντικά πρόσωπα πού ἐπηρέασαν τά κηρύγματά του
4ο Κεφάλαιο: Μερική ἀναστολή καί ἐντατικοποίηση
τῆς δράσεώς του
4.1 Ἕνας ἀνασταλτικός παράγοντας στήν δράση του
4.2 Ἡ ἐντατικοποίηση τῆς δράσεώς του μέ ἔντονη ἐπικριτική τῶν αὐθαιρεσιῶν τῆς ἐξουσίας
4.3 Χαρακτηριστικά δείγματα τοῦ λόγου καί τοῦ ὕφους του
5ο Κεφάλαιο: Ἡ ἀνοιχτή ρήξη του μέ τίς ἀρχές
5.1 Ἡ συνέχεια τῆς περιοδείας του
5.2 Δεύτερος κύκλος τῆς περιοδείας του
5.3 Στή Λακωνία
5.4 Ἡ διάλυση τῆς Φιλορθοδόξου Ἑταιρείας
6ο Κεφάλαιο: Ἡ ἀποκορύφωση τοῦ «κινήματος» καί ἡ σύλληψή του
6.1 Ἀποστολή στρατιωτικῆς δύναμης καί ἀπόπειρες σύλληψής του
6.2 Ἡ «ἐκστρατεία» στήν Καλαμάτα καί ἡ «μεταστροφή» τοῦ κόσμου
6.3 Ἡ προδοσία καί ἡ σύλληψή του
6.4 Τό κόστος καταστολῆς τοῦ «κινήματος»
7ο Κεφάλαιο: Τό μαρτυρικό του τέλος καί ἡ μνήμη του στήν ἐποχή μας
7.1 Ἡ δίκη
7.2 Ὁ ἐγκλεισμός στίς Μονές Προφήτου Ἠλιού Θήρας καί Παναχράντου Ἄνδρου
7.3 Ἡ διαχρονική τιμή τοῦ Παπουλάκου ὡς Ἀποστόλου τοῦ Γένους καί ὡς ὁμολογητοῦ
7.4 Τί γράφουν γιά τόν Παπουλάκο σύγχρονες προσωπικότητες
Ἐπίλογος
Βιβλιογραφία
Κυτίο μέ τή μορφή τοῦ Παπουλάκου, ἀντικείμενο ἀπό τή συλλογή τοῦ ἀοιδίμου
π. Νικολάου Ν. Πέττα ἐκ Πατρῶν
<!–nextpage–>ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Σέ ἀρκετούς Πελοποννησίους, καί ὄχι μόνο, τό ὄνομα τοῦ Παπουλάκου εἶναι χαραγμένο στήν μνήμη μας, ἄν καί ἔχουν περάσει 150 χρόνια ἀπό τό πέρασμά του. Ἦταν μία προσωπικότητα πού συγκλόνισε καί ταρακούνησε μέσα σέ μία δεκαετία τό νεοελληνικό κράτος, μέ τίς προτροπές καί τίς παρεμβάσεις του, κυρίως ὅμως μέ τό ἄδολο κήρυγμά του.
Ἔζησε καί ἔδρασε στήν ἐποχή τῆς ἀντιβασιλείας καί τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνα. Ἡ ὕπαρξη ἑνός ἑλληνικοῦ κράτους ἦταν μία ἀναγκαία ἱστορική πραγματικότητα. Ἡ δημόσια διοίκηση προσπαθοῦσε νά ὀργανωθεῖ κατά τά πρότυπα τῶν λοιπῶν δυτικοευρωπαϊκῶν κρατῶν. Ὁ λαός πού κατοικοῦσε στόν τότε ἑλλαδικό χῶρο ἔπρεπε νά δεχθεῖ μία νέα ὑπό διαμόρφωση ἐξουσία μέσα ἀπό δυτικά πρότυπα.
Τό κράτος παρεμβατικοῦ τύπου σέ κάθε πτυχή τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν πολιτῶν, δέν ἦταν κάτι συνηθισμένο στούς κατοίκους τῆς πρώην Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας πού ἄντεξε πολλά χρόνια. Ἐξάλλου, ὁ ἀγώνας τοῦ 1821 γιά ἐλευθερία εἶχε ἐπιδράσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, καθόσον δέν ἦταν ἀγώνας ἐλευθερίας μόνο σωμάτων, ἀλλά καί πνεύματος.
Στά πλαίσια αὐτά, ὁ Παπουλᾶκος, δηλαδή ὁ ὅσιος μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ἀπό τόν Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων, μέ τήν ζωή του καί τόν ἀγώνα του ἐξέφραζε μία ἀντίδραση τοῦ γαλουχημένου στήν Ὀρθόδοξη παράδοση λαοῦ, ἔναντι τῶν ἀλλοιώσεων ἀπό τό ἰσχυρό κοσμικό πνεῦμα τοῦ «διαφωτισμοῦ», πού μέ τήν ὑλική του λάμψη, ἄρχισε νά εἰσέρχεται καί νά ἐπιβάλλεται ἀπό τό νεοσύστατο κράτος, θαμπώνοντας καί ἀνατρέποντας συνθέμελα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τίς βυζαντινές πατροπαράδοτες ἀξίες τοῦ ταλαίπωρου Γένους μας. Τό ἀποτέλεσμα μάλιστα αὐτῆς της βίαιης υἱοθέτησης αὐτοῦ τοῦ ξενόφερτου τρόπου ζωῆς στόν Ἕλληνα, ὁδήγησε στό σημερινό ἀδιέξοδο.
Τήν ἐποχή αὐτή ἄρχισε νά ἐπιβάλλεται μέ ὅλες τίς μορφές τῆς ζωῆς κάθε ἀνθρώπου αὐτός ὁ «νέος καί προοδευτικός τρόπος ζωῆς», ὡστόσο ἀμέσως κατάλαβαν οἱ πρόγονοί μας τίς παγίδες καί τίς συνέπειές του.
Ὑπέρμαχοι σέ αὐτό τόν ἀγώνα ἀντίστασης τέθηκαν οἱ λόγιες καί πνευματικές προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς, καί ἄρχισαν νά κηρύττουν, ὄχι μόνο τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τό λόγο τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ σημαντικές αὐτές μορφές πού ἔδωσαν τήν δική του μαρτυρία, ἦταν κυρίως ρασοφόροι, ἐνταγμένοι στήν ἀνανεωτική πνευματική κίνηση τῶν Κολλυβάδων.
Δυστυχῶς, οἱ δυνάμεις ἐξουσίας ἦταν ἰσχυρές καί κατέπνιξαν αὐτή τήν προσπάθεια. Ὅμως τό ἔργο τους, οἱ Διδαχές τους καί τά σημεῖα τους θά παραμένουν γιά πάντα σφραγισμένα στή ψυχή τοῦ Νεοέλληνα.
Ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερες ἐκφραστές αὐτῆς τῆς προσπάθειας παρουσιάζεται παρακάτω.
Προσκυνηματική εἰκόνα τοῦ Παπουλάκου στήν Ἁγία Τριάδα Φλομοχωρίου Ἀν. Μάνης, περιοχή πού ὁ ὅσιος Χριστοφόρος εἶχε ὀνομάσει «Νέα Ἱερουσαλήμ»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἀπό τήν ἀναγνώριση τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ νεοσύστατου ἐθνικοῦ κράτους, ὁ ἑλληνικός λαός ἐξαντλημένος ἠθικά καί ὑλικά ἀπό τήν περιπέτεια τῆς ἐπανάστασης μπαίνει σέ μία κρίσιμη περίοδο τῆς ἱστορίας του, οἱ συνέπειες τῆς ὁποίας ἀκόμη βασανίζουν τά πολιτικοκοινωνικά πράγματα τῆς χώρας μας. Ἡ ἀναζήτηση τῆς πολιτιστικῆς καί πνευματικῆς του ταυτότητας, δίχαζε τίς δυνάμεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἤδη ἀπό τόν ΙΗ’ αἰώνα, ἕναν αἰώνα γενικότερης μορφωτικῆς καί οἰκονομικῆς ἀναβάθμισης τοῦ Ὀρθόδοξου στοιχείου τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ ἰδεολογικές καί πολιτικές συνιστῶσες σηματοδοτοῦν ἕνα ἐκρηκτικό κλίμα αὐτήν τήν ἐποχή. Ἄλλωστε ὁ Τύπος μετά τήν Ἐπανάσταση καί τόν ἄδικο χαμό τοῦ Καποδίστρια, συχνά ἀναρωτιόταν: ποῦ ἀνήκει ἡ Ἑλλάδα, στήν Δύση ἤ στήν Ἀνατολή;
Δυό ἦταν τά κύρια ἰδεολογικά ρεύματα πού πλαισίωναν ἐμφανῶς, ἤδη ἀπό τόν ΙΗ’ αἰώνα, τόν ἀγώνα τῶν ὑποδούλων καί συνοψίζονταν σ’ ἕνα κοινό στόχο, τήν ἐλευθερία, ἀλλά μέ πολύ διαφορετικό πνευματικό ὑπόβαθρο μεταξύ τους. Ἀπό τή μία πλευρά ἦταν ἡ ἀναβίωση τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ Ρωμαίικου, δηλαδή τοῦ ἑλληνισμοῦ στήν εὐρύτερη ὑπερεθνική διάστασή του.
Τά ἰδεώδη αὐτά, πού ἦταν διαδεδομένα στά εὐρύτερα στρώματα τοῦ λαοῦ, κληροδότησε στούς Ἕλληνες τό βυζαντινό τους παρελθόν καί διέσωσε καθ’ ὅλη τη διάρκεια τῆς δουλείας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπωμίστηκε, ὄχι μόνο τήν πνευματική, ἀλλά καί τήν πολιτική κηδεμονία τῶν Ὀρθοδόξων στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὑπῆρχε ἡ μικρότερη, ἀλλά ἰσχυρότερη μερίδα, κυρίως, τῶν ἐκτός Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας Ἑλλήνων καί τῶν ντόπιων λογίων, οἱ ὁποῖοι γαλουχημένοι με τά ἰδεώδη τοῦ διαφωτισμοῦ και, κατόπιν, τῆς γαλλικῆς ἐπανάστασης ἀπαιτοῦσαν τήν ἐθνική ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως τήν φαντάζονταν τά «φωτισμένα» ἔθνη τῆς Εὐρώπης. Γι’ αὐτό, ἀναγκαία προϋπόθεση γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἑλλάδος, ὡς ἐθνικοῦ κράτους, διακηρύχθηκε ἀπό τούς ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς προοπτικῆς, ὁ (μέχρι καί σήμερα συνεχῶς προβαλλόμενος) ἐξευρωπαϊσμός της.
Ὑπῆρξαν μεμονωμένες εὐρωπαϊκές προσωπικότητες φιλελλήνων, ἀλλά στήν οὐσία της ἡ δυτική Εὐρώπη, ὡς γνήσιο παιδί τοῦ δυτικοῦ μεσαιωνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπου ἀνδρώθηκαν ἕνας ἀπομονωμένος καί ὑπεροπτικός ὀρθολογικός πολιτισμός καί μία ἄκαμπτη δικαιική τάξη, ὑπῆρξε πάντοτε ἐχθρική πρός τούς Ἕλληνες.
Ἔτσι, ὁ ἐθνικός προσδιορισμός τοῦ νέου κράτους, ἀνάμεσα στό βυζαντινό καί τό ἀρχαιοελληνικό του μεγαλεῖο, ἔλαβε δραματική διάσταση. Τελικά, ὑπερίσχυσε ἡ προσπάθεια δημιουργίας συνείδησης μέ βάση τήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἀποκομμένη ἀπό τούς ἄλλους λαούς, μέ τούς ὁποίους συναποτελοῦσε στό παρελθόν τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία.
Ἡ ἐπικράτηση αὐτή ἔγινε μέ τήν ἐπιρροή τῆς πανίσχυρης τότε Ἀγγλίας, τῆς ὁποίας τά συμφέροντα στό νεοσύστατο ἑλληνικό κράτος εἶχαν διπλό στόχο:
α) νά ἀποτραπεῖ ἡ ἐπανασύσταση ἑνός ἰσχυροῦ κράτους Ρωμιῶν -Βυζάντιου καί
β) νά καταστραφεῖ ἡ ἑλληνική οἰκονομία, πού εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἐπί Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καί στεκόταν ἐμπόδιο στήν δική της οἰκονομική διείσδυση, ποῦ ἐφαρμοζόταν ἐκβιαστικά. Ἡ ἐπιβολή αὐτοῦ τοῦ ἐθνισμοῦ ἐπέφερε πολλές ἐσωτερικές ζυμώσεις καί συγκρούσεις, οἱ ὁποῖες ἔφτασαν τά ὅρια τῆς ἐπανάστασης ἀπέναντι στή ἀπόλυτης ἐξουσία τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους. Μέ ἕνα τέτοιου εἴδους ἐπαναστατικό «κίνημα» κατά τοῦ ἀντιδυκισμοῦ ἐμπλέκεται τό ὄνομα τοῦ ὅσιου Χριστοφόρου Παναγιωτοπούλου, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω.
Παλαιό κυτίο μέ τεμάχιο τοῦ ράσου τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου, φυλασσόμενο στό παρεκκλήσιο πρός τιμήν του (πλησίον Ἱ.Ν. Ἁγίας Τριάδος Φλομοχωρίου, Ἀν. Μάνης)
1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ:
Ἱστορικό πλαίσιο
1.1 Ἡ κατάσταση στό ἑλληνικό κράτος καί ἡ ξενοκρατία
Ἡ τάξη στό κράτος, πού εἶχε ἀρχίσει νά θέτει ὁ Καποδίστριας (1828-1831), γκρεμιζόταν ἀπό τίς ἀντιδράσεις ἐναντίον του, ἰδίως κατά τήν περίοδο τῆς ἀναρχίας, πού ἀκολούθησε τήν δολοφονία του. Στίς 25 Ἰανουαρίου/ 6 Φεβρουαρίου 1833 φθάνει στήν Ἑλλάδα, συνοδευόμενος ἀπό τά τρία μέλη τῆς ἀντιβασιλείας, Armansberg, Maurer καί Heideck, ὁ Βαυαρός Βασιλεύς Ὄθωνας.
Ἡ ἀντιβασιλεία ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς χώρας μέχρι τό 1835, ὁπότε ἐνηλικιώθηκε ὁ νεαρός Βασιλιάς. Ἡ οἰκονομική κατάσταση ἦταν ἀπό κάθε ἄποψη ἀξιοθρήνητη καί τό χρέος διογκωνόταν ραγδαία. Ἡ χώρα βρισκόταν σέ πλήρη ἀναρχία.
Ἡ Ἑλλάδα ἔφτανε μέχρι τήν Λαμία μέ λίγα μόνο νησάκια καί πληθυσμό περίπου 200.000 κατοίκων. Χωριζόταν σέ δέκα νομούς, κάθε νομός σέ ἐπαρχίες καί οἱ ἐπαρχίες σέ δήμους. Ἡ ὀργάνωση ἔγινε κατά τά πρότυπα τοῦ γαλλικοῦ συγκεντρωτικοῦ συστήματος. Ἡ ἀντιβασιλεία ὅμως ἔκανε τό λάθος νά διατάξει τήν βίαιη διάλυση τῶν παλαιῶν ἀτάκτων σωμάτων στρατοῦ, μέ ἀποτέλεσμα πολλά ἀπό «τά παλληκάρια πού κρατοῦσαν μέσα τούς τή μεγάλη παράδοση τῶν κλεφτῶν καί τήν ἀγάπη γιά ἀδέσμευτη ἐλευθερία», νά ὁδηγηθοῦν στήν ἀπελπισία καί ἡ ληστεία νά ἐξαπλωθεῖ σέ ὅλη τήν ὕπαιθρο. Γενικῶς, ἡ ὑπακοή στήν νέα ἐξουσία δέν ἦταν αὐτονόητη κατάσταση καί ἀνά πάσα στιγμή ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος ἐπαναστάσεων καί ἐξεγέρσεων.
Περαιτέρω, τό μικρό κρατίδιο ὑπῆρξε τό «μῆλον τῆς ἔριδος» Ἀγγλίας καί Ρωσίας, λόγω τῆς ἐπίκαιρης γεωγραφικῆς του θέσης, τῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων καί τοῦ μεγάλου σλαβικοῦ ὄγκου τοῦ βορρᾶ. Τά διεθνῆ γεγονότα πρίν καί μετά τόν κριμαϊκό πόλεμο ἔκαναν τήν ἀνεξαρτησία ἀπό κάθε ξένη ἐπιρροή νά φαντάζει ἀνεκπλήρωτο ὄνειρο. Ἐνσωματώνοντας λοιπόν, τίς ἐξωτερικές ἀντιπαραθέσεις στό ἐσωτερικό της χώρας, διαμορφώθηκαν τρία μεγάλα κόμματα, ἀνάλογα μέ τήν μεγάλη δύναμη πού ὑποστήριζαν, τό ἀγγλικό, τό γαλλικό καί τό ρωσικό. Ἀρχηγός τοῦ ἀγγλικοῦ κόμματος ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος, τοῦ γαλλικοῦ ὁ Ἰωάννης Κωλέττης καί τοῦ ρωσικοῦ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
1.2 Ἡ κατάσταση στήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία
Τό αὐτοκέφαλο της Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας εἶχε πρῶτος ἰδεασθεῖ καί προτείνει ὁ μεγάλος Ἕλληνας διαφωτιστής Ἀδαμάντιος Κοραῆς, ὡς ἀναγκαῖο βῆμα γιά τήν ἀνεξαρτησία τοῦ Ἔθνους. Σύμφωνα μέ τούς ὑποστηρικτές τῶν ἀντιλήψεων αὐτῶν, ἔχοντας ὡς δεδομένο, πλέον, ὅτι τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ζοῦσε αἰχμάλωτο ἔξω ἀπό τά σύνορα τοῦ ἐλεύθερου κράτους, ἡ χειραφέτηση τῆς Ἐκκλησίας παρουσιαζόταν ὡς ἐπιτακτική ἀνάγκη. Ὑποστηρικτής τῶν ἰδεῶν τοῦ Κοραῆ ἦταν ὁ ἀρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης, ὁ ὁποῖος σέ συνεργασία μέ τόν George von Maurer, ἕνα ἀπό τά τρία μέλη τῆς ἀντιβασιλείας, ἔπαιξαν τόν σπουδαιότερο ρόλο στήν ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου.
Ὁ προτεστάντης Maurer, φορέας τῶν καισαροπαπικῶν πολιτειακῶν ἀντιλήψεων τῆς πατρίδας του, θέλησε νά ὑποτάξει τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία στό κράτος, πράγμα πού ἐμπόδιζαν οἱ ζωτικές σχέσεις της μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τά σχέδια τοῦ προτεστάντη Maurer καί τοῦ εὐρωπαϊστῆ Φαρμακίδη, πού ἐπιθυμοῦσε τήν ἀποκοπή τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά καί ἀπό τήν ὁμόδοξη Ρωσία, πραγματοποιήθηκαν τήν 23η Ἰουλίου 1833, ὁπότε δημοσιεύθηκε ὁ πρῶτος καταστατικός χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος ἀνακήρυσσε τό αὐτοκέφαλο ἐπί σαφῶν πολιτειακῶν ἀντιλήψεων.
Ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως δέν ἦταν καί τόσο σύμφωνος μέ τήν παράδοση καί τούς ἱερούς κανόνες, καίτοι λόγω τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας ὑπῆρχαν βάσιμα ἐπιχειρήματα ὑπέρ τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος. Ἀνώτατη ἐκκλησιαστική ἀρχή ἦταν ἡ Ἱερά Σύνοδος, τῆς ὁποίας τά μέλη διόριζε ὁ Βασιλιάς.
Ἐπίσης, καμμία πράξη τῆς Συνόδου δέν μποροῦσε νά ἐκτελεστεῖ, ἄν δέν προσυπέγραφε ὁ βασιλικός ἐπίτροπος τῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπάλληλος του κράτους καί τόν διόριζε ὁ Βασιλιάς, γιά νά ἐλέγχει ἀπολύτως τις ἀποφάσεις της. Ὅπως εἶναι αὐτονόητο, τό γεγονός αὐτό ἦταν μέγα σκάνδαλο γιά τόν συνειδητοποιημένο Ὀρθόδοξο λαό, ἐφόσον ἐκτός τοῦ ὅτι τό κράτος ὑπέτασσε στίς κοσμικές βουλές τοῦ τήν Ἐκκλησία, ἐπικεφαλῆς αὐτῆς στήν οὐσία ἐτίθετο ὁ καθολικός στό θρήσκευμα Βασιλιάς Ὄθωνας, πρᾶγμα ἀντικανονικό καί ἄκυρο.
Ἐξαιτίας τοῦ αὐταρχισμοῦ καί τῆς ξενοκρατίας στό ἑλληνικό κρατίδιο, μέ πρωτεργάτη τόν Στρατηγό Μακρυγιάννη, τήν 3η Σεπτεμβρίου 1843 ἔγινε στάση τοῦ στρατοῦ, ὥστε νά ὑποχρεωθεῖ ὁ Ὄθωνας νά καταρτίσει Σύνταγμα. Κατά τήν ψήφιση τοῦ Συντάγματος τοῦ 1844 ἔγιναν προσπάθειες ἀλλαγῆς τῆς νομοθεσίας, μέ τήν ὁποία διοικεῖτο ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά τελικά δέν εἶχαν κανένα ἀποτέλεσμα.
Τό σχίσμα ἀπετράπη ἐξαιτίας τῆς συγκρατημένης πολιτικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Στίς 29η Ἰουνίου 1850 ἐκδόθηκε ὁ Συνοδικός Τόμος, διά τοῦ ὁποίου τό Πατριαρχεῖο ἀνακήρυσσε τό αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Συνοδικός Τόμος ἀγνοοῦσε τό μέχρι τότε ἀντικανονικό καθεστώς διοικήσεως πού εἶχε ἐπιβάλει τό κράτος καί ἔθετε συγκεκριμένους και ἤπιους ὅρους γιά τήν ἀναγνώριση. Ἡ ἔκδοση τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου ἔγινε εὐμενῶς ἀποδεκτή ἀπό τούς Ἕλληνες, ἐκτός ἀπό τόν ἀρχιμ. Θεόκλητο Φαρμακίδη καί τούς ὁμοϊδεάτες του, οἱ ὁποῖοι τελικά πάλι κατόρθωσαν νά ἐπικρατήσουν. Οἱ δυό νόμοι, πού ἐκδόθηκαν πρός ἀλλαγή τοῦ ἤδη ὑπάρχοντος καθεστῶτος διοίκησης, ο (ΣΑ΄) «Νόμος καταστατικός τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» καί ὁ (Σ΄) «Περί Ἐπισκοπῶν καὶ ἐπισκόπων καὶ περί τοῦ ὑπό τούς ἐπιτρόπους τελοῦντος κλήρου», ἐλάχιστα ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν τους τόν Συνοδικό Τόμο.
Οἱ σκανδαλώδεις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις δέν σταμάτησαν μόνο σέ ἐπίπεδο ἀνώτατης διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξαιτίας τῶν μεγάλων οἰκονομικῶν προβλημάτων, ἡ κυβέρνηση θέλησε νά καρπωθεῖ μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἡ ὁποία ἦταν ὄντως δυσανάλογη μέ τίς τρομερές οἰκονομικές ἀνάγκες πού ὑπῆρχαν.
Με Βασιλικά Διατάγματα ἔγινε ἡ ἐκποίηση τῶν περιουσιῶν τῶν γυναικείων Μονῶν καί ὅσων ἀνδρώων εἶχαν λιγότερους ἀπό ἕξι μοναχούς. Ὑπολογίζεται ὅτι τό 1833, στήν τότε Ἑλλάδα, ὑπῆρχαν 563 ἀνδρώα καί 18 γυναικεῖα Μοναστήρια, μέ 3.000 μοναχούς καί 277 μονάζουσες. Ἡ διάλυση τῶν Μονῶν ἔγινε σέ πολλές περιπτώσεις μέ βιοπραγίες τῶν νομαρχῶν καί τῶν οἰκονομικῶν ἐφόρων κατά τῶν μοναχῶν. Ἡ ἐκποίηση ἔφτασε μέχρι τά ἱερά σκεύη καί σημαντικά κειμήλια, ἀνάμεσά τους δισκοπότηρα, λειψανοθῆκες, χειρόγραφα, ἐπιταφίους, πού εἶχαν διασωθεῖ ἀπό τίς λαίλαπες, πού εἶχαν προηγηθεῖ.
Τελικῶς, διαλύθηκαν περίπου 394 Μονές, παρότι τά μοναστήρια ἀποτελοῦν τήν ραχοκοκκαλιά τῆς Ὀρθοδοξίας, καί συγκεντρώθηκε συνολικά τό χρηματικό ποσό, τῶν 498.000 δρχ., τό ὁποῖο προοριζόταν δῆθεν γιά τήν ἠθική καί πνευματική ἀνύψωση τοῦ κλήρου, ἀλλά στήν πορεία εἰσῆλθε ἀνεπιστρεπτί στά ταμεία τοῦ Δημοσίου. Τό Δημόσιο ἀπό τήν ἐκποίηση ζημιώθηκε μακροπρόθεσμα, ἐφόσον τά ἔσοδα τῶν Μοναστηριῶν, στό σύνολό τους ἐκείνη τήν ἐποχή, ἀνέρχονταν ἐτησίως στίς 600.000 δρχ.. Ἔτσι, μέ μία σώφρονα φορολογική πολιτική καί μέ μία λελογισμένη ἐκποίηση μόνο τῶν γαιῶν, πού δέν καλλιεργούταν ἤδη ἀπό τούς μοναχούς (ἐφόσον ὁ μοναχισμός δέν ἦταν μόνο παθητικός οἰκονομικά, ἀλλά στίς περισσότερες τῶν περιπτώσεων ἦταν παραγωγικός μέ τίς καλλιέργειες τῶν μοναχῶν καί διάφορα σπάνια ἐργόχειρα) θά μποροῦσε νά έχει μία σημαντική μακροχρόνια πηγή ἐσόδων, ἀντί νά προβεῖ κατ’ οὐσίαν στήν διάλυση τοῦ μοναχισμοῦ στήν Ἑλλάδα καί νά ὑποστεῖ τίς σημαντικότατες ἐσωτερικές ἀναταράξεις, πού προκάλεσε αὐτή ἡ ἐνέργεια.
Ἐν ὀλίγοις, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος ὑποτάχθηκε στήν ἀλλόδοξη Κυβέρνηση, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε μέ ἀπότομο καί σκανδαλώδη τρόπο τόν ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Βέβαια, αὐτή ἡ πολιτική καί ἐκκλησιαστική κατάσταση δέν θα μποροῦσε νά ἑδραιωθεῖ χωρίς νά ὑπάρξουν οἱ δίκαιες ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ καί τοῦ κλήρου, ἀντιδράσεις πού ὁδήγησαν στήν γνωστή φυλάκιση τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, στήν ἐπανάσταση πού ξέσπασε στήν Μάνη τό 1834 καί, μετέπειτα, στήν ἵδρυση τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας.
1.3 Ἡ Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία καί ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος
Ἡ Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία ἱδρύθηκε στίς 22 Ἰουνίου τοῦ 1839. Ἦταν ὀργανωμένη κατά τά πρότυπα τῶν «κρυφῶν» ἑταιρειῶν τῆς ἐποχῆς καί ὡς διευθυντής τῆς φερόταν ὁ ἴδιος, ὁ ἔνδοξος Στρατάρχης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Σκοπός τῆς ὀργάνωσης ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου καί τῆς Θεσσαλίας, καθώς ἐπίσης καί ἡ διάσωση τῆς, ἀπειλούμενης ἀπό τήν κυβερνητική πολιτική, Ὀρθοδόξου πίστεως. Τήν Ἑταιρεία στελέχωναν μέλη τοῦ ρωσικοῦ κόμματος, μέ στόχους πολιτικούς ὁρισμένες φορές, ἀλλά κυρίως μέ αἰτήματα ἀναφερόμενα στά ἐκκλησιαστικά ζητήματα, ὅπως ἡ ἀκύρωση τοῦ νόμου περί ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί τήν ὑποχρέωση ν’ ἀναγνωρίσει ὁ Βασιλιάς τήν Ὀρθοδοξία ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία ὄλου τοῦ κράτους καί ἰδιαιτέρως ὡς τήν μόνην θρησκεία τῶν διαδόχων του καί τῆς μελλούσης οἰκογενείας του.
Ὁ Κεφαλλονίτης Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος ἀναδείχθηκε ἴσως στήν πιό δραστήρια καί ἡγετική φυσιογνωμία τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας. Ἦταν ἄνδρας ὑψηλῆς μόρφωσης καί ἐξαιτίας τοῦ ἀγώνα του γιά τήν ἀνεξαρτησία τῶν Ἰονίων νήσων, ἐξορίστηκε στά Κύθηρα καί στούς Βαρδιάνους, ἀπό τούς Ἄγγλους. Τό 1840, ὅταν ἀπελευθερώθηκε, πέρασε στήν Πάτρα καί ἀπό κεῖ κατέφυγε στήν Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, μέ τήν ὁποία διατηροῦσε στενές σχέσεις. Ἔχοντας ὡς ὁρμητήριο τό Μοναστήρι, ὁ μεγάλος κήρυκας ἔκανε πολλές περιοδεῖες στήν Πελοπόννησο διδάσκοντας. Τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας του, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἦταν μία δριμεία κριτική ἐναντίον τῆς πολιτικῆς καί, κυρίως, ἐναντίον τῆς φιλοαγγλικῆς μερίδας. Ἐπιπλέον, κατέκρινε τό διωγμό τῶν κρατούντων κατά τοῦ μοναχισμοῦ καί ἔλεγχε τόν ξενόφερτο τρόπο ζωῆς ὡς ὑπεύθυνο γιά τήν ἀλλοίωση τοῦ Ὀρθόδοξου φρονήματος. Ἐξαιτίας αὐτῆς, τῆς βασισμένης σέ ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξα κριτήρια, πολιτικοκοινωνικής διαμαρτυρίας του, πού στρεφόταν ἐναντίον τοῦ κράτους, ὁ Φλαμιᾶτος συνελήφθη στήν Πάτρα στίς 21 Μαΐου 1852 μέ τούς ὁμοϊδεάτες του καί ρίχτηκε στίς ὑγρές φυλακές τοῦ Ρίου. Ὁ Φλαμιᾶτος ἐκάρη Μοναχός μέσα στή φυλακή, λίγο πρίν πεθάνει δηλητηριασμένος στίς 22 Ἰουνίου 1852. Ἡ Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία καί ὁ Μοναχός Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ἔπαιξαν, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, σημαντικό ρόλο στήν δράση τοῦ ὅσιου μοναχοῦ Χριστοφόρου καί ἐπηρέασαν σημαντικά γεγονότα τῆς ζωῆς του.
2ο Κεφάλαιο:
Τά χρόνια μέχρι τήν ἔναρξη τῆς κηρυκτικῆς του δράσης
2.1 Τά χρόνια τοῦ Παπουλάκου ὡς λαϊκοῦ
Ὁ μοναχός Χριστοφόρος, κατά κόσμον λεγόταν Χρῆστος Παναγιωτόπουλος, ἐνῶ τό παρατσούκλι τῆς οἰκογένειάς του ἦταν Μπουλούση. Γεννήθηκε στό μικρό ὀρεινό χωριό Ἄρμπουνα τῆς Κλειτορίας, τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων, γύρω στά 1770. Γιά τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του δέν ὑπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεῖα, καθώς ζοῦσε μία ἁπλή, συνηθισμένη ζωή ἑνός χωρικοῦ, ἡ ὁποία δέν φαινόταν νά προμηνύει αὐτά πού θά ἐπακολουθοῦσαν. Εἶχε ὅμως τήν τύχη νά ζήσει στήν πιό ἔντονη περίοδο τοῦ Ἔθνους μας. Συμμετεῖχε στή μεγάλη προετοιμασία καί στόν ἀγώνα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό μακρόχρονο ὀθωμανικό ζυγό.
Ἀπό τίς σωζόμενες ἐπιστολές του, φαίνεται ὅτι ἤξερε πολύ λίγα γράμματα, ἴσως νά εἶχε φοιτήσει στίς πρῶτες τάξεις δημοτικοῦ σχολείου ἤ να εἶχε διδαχτεῖ ἀπό κάποιον μοναχό ἤ ἱερέα, λόγω τῆς ἀνάγκης ἀνάγνωσης τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Ἡ κλίση καί ἡ ἀγάπη του στήν Ὀρθόδοξη λατρεία ἦταν ἔκδηλη ἀπό τήν μικρή του ἡλικία. Ἄναβε τά καντήλια σέ ἐγκαταλελειμμένες Ἐκκλησίες τοῦ χωριοῦ του καί ὅπου ἀλλοῦ συναντοῦσε ναό ἤ μοναστήρι, μελετοῦσε μέ ἀφοσίωση τά συναξάρια και, γενικῶς βίωνε ἁπλοϊκά, τόν πατροπαράδοτο Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς.
Μετερχόταν τό ἐπάγγελμα τοῦ κρεοπώλη, ἔσφαζε ζῶα καί ἐμπορευόταν κρέατα στά γύρω χωριά τοῦ δήμου Κλειτορίας, μαζί μέ τά τρία ἀδέλφια του Ἀκάκιο, Κωνσταντῖνο καί Ρήγα, ἐνῶ σέ ἔγγραφο φαίνεται νά ἔχει καί μία ἀδελφή.
Ἀνῆκε σέ «καλή οἰκογένεια», ἀφοῦ ἀπό τό ἐπάγγελμά του προσπόριζε ἀρκετά, ὥστε νά ἔχει μία εὐχερή, γιά τά δύσκολα δεδομένα τῆς ἐποχῆς, ζωή. Σέ προχωρημένη, πλέον, ἡλικία κατόπιν οὐράνιας ἀποκάλυψης, πού τόν καλοῦσε νά γίνει Μοναχός καί Κήρυκας, ἔμεινε ἀναίσθητος μέσα στήν οἰκία του στά Ἄρμπουνα, ὅπου μεταφέρεται στόν διπλανό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καί ἐπί τρεῖς ἡμέρες μένει πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ὡς νεκρός. Μετά ἀπό τήν θαυμαστή ἀνάρρωσή του, ἐπιστρέφει στό σπίτι τοῦ, ὅπου μιλάει στούς οἰκείους του γιά τήν ἀποκάλυψη, πού εἶχε ἀπό τόν Θεό.
Τό θεϊκό αὐτό σημεῖο καί ἡ θαυμαστή ἀνάρρωσή του, τόν συγκλόνισε μέ ἀποτέλεσμα ἐξίσου αἰφνιδιαστικά νά παραδώσει τήν περιουσία του στά ἀδέλφια του καί νά ἐγκαταλείψει τά ἐγκόσμια. Χαρακτηριστικά εἶπε «Θέλω πρῶτα νά μ’ ἀκούσετε κι ὕστερα νά μέ κρίνετε, τούς εἶπε. Ἦρθε ἡ ὥρα, ἀδέλφια μου, νά χωρίσουμε… Τό ξέρω πώς δέν τό θέλετε, τό ξέρω πώς τόσα χρόνια δουλεύουμε μαζί μονοιασμένα. Ἀλλά τίποτα πιά δέν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει τήν ἀπόφασή μου. Δέν θέλω νά σᾶς κρύψω πώς κουράστηκα νά τήν πάρω, ἀλλά τώρα τήν πῆρα καί θά μισέψω … Ὅλο τό ἔχει μου λοιπόν εἶναι δικό σας. Τό μόνο πού δέν σᾶς μοιράζω εἶναι ἡ σακκούλα μου, ὄχι ὅμως γιά νά τήν πάρω μαζί μου, ἀλλά γιά νά τήν μοιράσω σ’ ὅσους δέν ἔχουν στόν ἥλιο μοῖρα».
2.2 Τά πρῶτα χρόνια του ὡς Μοναχοῦ
Ἔγινε μοναχός σέ ἀρκετά μεγάλη ἡλικία καί ὀνομάστηκε Χριστοφόρος μετά ἀπό κάποιο ἄγνωστο σημεῖο, πού ἔλαβε στήν οἰκία του. Σύμφωνα μέ τίς πηγές, ἐκάρη μοναχός στήν ἱστορική Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, ὅπου ἐκεῖ ἦταν ἡγούμενος ὁ πνευματικός του καθοδηγητής καί λογιότατος ἀρχιμ. Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, ὅπου καί μόνασε ἀρχικά.
Ἀμέσως μετά ἄρχισε νά ἐπαιτεῖ, περιφερόμενος στά χωριά τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων. Λόγω τοῦ ἀσκητικοῦ τρόπου ζωῆς του, περίσσευαν οἱ ἐλεημοσύνες, πού συγκέντρωνε σέ εἴδη καί χρήματα, γιά αὐτό τά ἔδιδε στούς πτωχούς, παρακαλώντας τους νά μήν διαδίδουν τίς χειρονομίες του.
Τό 1830 ἐγκατέλειψε τόν πλάνητα βίο καί ἐγκαταστάθηκε σέ ἕνα κατάλυμα τῶν ζώων τῆς οἰκογένειάς του, στο ὅρος Γκαμήλα, ὑπερκείμενο τοῦ χωριοῦ του. Ἐκεῖ ἔχτισε μία καλύβα καί ξεκίνησε νά ἀνεγείρει τή μικρή Ἱερά Σκήτη, ἡ ὁποία ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό τό χωριό του, πρός τιμήν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, γιατί κατεῖχε μικρή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως.
Τό ἴδιο ἔτος, προκειμένου να ὁλοκληρώσει τό ταπεινό οἰκοδόμημα τῆς Σκήτης του, ἄρχισε νά περιοδεύει καί νά κηρύττει στά χωριά τῆς Ἀχαΐας καί κατόπιν τῆς Ἀρκαδίας. Στή Σκήτη τῆς Κοιμήσεως ἤ τοῦ Ἁγιοπατέρα, ὅπως λέγεται σήμερα, θά μονάσει μέ ἄλλους δυό μοναχούς, τόν Ἀβέρκιο καί τόν Κοσμᾶ. Μένει μαζί τους μέχρι τό 1847, καί μετά τούς ἐγκαταλείπει, γιατί ἀρχίζει τό οὐσιαστικό κηρυκτικό του ἔργο.
3ο Κεφάλαιο:Ἔναρξη κηρυκτικής δράσης καί ἡ ἀποδοχή τοῦ κόσμου
3.1 Τό παρουσιαστικό καί τό ὕφος του
Ὁ Μοναχός Χριστοφόρος ἦταν σχεδόν ἑβδομηκονταετής, βραχύσωμος μέ ὑπόλευκη γενειάδα, ἀλλά στιβαρός καί ἀκμαῖος, ἔφερε ράσο χονδρό, καλογηρικό σκοῦφο στό κεφάλι του καί πάντα βάδιζε μέ σταυροφόρο ράβδο. Τό γενικότερο σεβάσμιο ὕφος καί ἦθος μαζί μέ τό μικρόσωμο ἀνάστημά του, είχε ως αποτέλεσμα να ἐπονομαστεῖ ἀπό τον κόσμο «Παπουλᾶκος», ἐνῶ στά περισσότερα ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς του ἀναφέρεται ὡς «Παπουλάκης». Ἡ φωνή του ἦταν ἀσθενής, ἀλλά ὅταν δίδασκε τά πλήθη, ἀποκτοῦσε ἀπροσδόκητη ἔνταση καί γινόταν εὐκρινέστατη. Ὁ λόγος τοῦ ἦταν ἁπλοϊκός, ζωηρός καί ἐξαιρετικά πειστικός στούς χωρικούς, ἐφόσον ἦταν σπλάχνο ἀπό τά σπλάχνα τους καί μιλοῦσε κατ’ οὐσίαν τήν δική τους «γλῶσσα».
Ὅταν ἡ Βαυαροκρατία θέλησε νά ἀλλοίωσει τό ἑλληνορθόδοξο πνεῦμα μέ ἀπαράδεκτες καί ὕποπτες καινοτομίες, ὁ Χριστοφόρος τέθηκε ἐπικεφαλῆς στόν ἀγῶνα γιά τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία. Μαζί του λόγιοι ρασοφόροι τῆς ἐποχής του, ὅπως ο Κεφαλλονίτης Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ὁ Μεγαλοσπηλιώτης Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ ὅσιος Διονύσιος Ἐπιφανιάδης, ὁ μοναχός Συμεών, ὁ μετέπειτα Καθηγούμενος τῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὁ μοναχός Ἰερόθεος Μητρόπουλος, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Πατρῶν, καί ἄλλοι Κολλυβάδες καί πνευματικοί ἄνθρωποι ἀπό ὅλα τά κοινωνικά καί μορφωτικά στρώματα.
3.2 Τα κηρύγματα
Ἕνας πελοποννήσιος ἀρθρογράφος σημειώνει: «Τό πλῆθος τήν ἡμέραν ἐκείνην τῶν ἀστῶν καί τῶν χωρικῶν εἶχεν ὑπερπληρώση τήν ἐπάνω πλατεῖαν τῆς πόλεως, πλῆθος σταυροκοπούμενον εἰς κάθε διήγησιν καί κάθε ἔργον τοῦ νέου προφήτου. Αἴφνης ἀνεφάνη ἐπί τίνος ἐξώστου γλυκύς τήν μορφήν, σπινθηροβόλον τό πεῦμα, νευρικῶς κινούμενος, ἄλλοτε μέν ἀτενίζων τόν Ταΰγετον, ἄλλοτε δ’ ἐμβλέπων πρός τό κάτωθεν αὐτοῦ ἐν σιγῇ ἀναμένον πλῆθος, ἐλάχιστος τό σῶμα καί μικροσκοπικός, ἐξ οὗ καί Παπουλάκος (μικρός παπούλης), διότι τό πραγματικό του ὄνομα ἦτο Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος. Καί ἤρξατο διά τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ ἀγορεύων».
Τά κηρύγματά του δέν ἦταν πομπώδη καί τυποποιημένα, ἀλλά δίδασκε τά αὐτονόητά της Εὐαγγελικῆς Διδασκαλίας, περί τηρήσεως τῶν βασικῶν παραγγελμάτων τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καί λατρείας. Τά πλήθη μεθοῦσαν πνευματικά ἀπό τήν ὅλη παρουσία του καί διέδιδαν τά θαύματα καί τίς προφητεῖες του. Ἡ εὐλάβεια τοῦ κόσμου ἐκδηλωνόταν πρός τό πρόσωπό του, μέ διάφορους τρόπους. Τοῦ ἔκοβαν κομμάτια ἀπό τό ράσο του, τρίχες ἀπό τά γένια του. Ἀκόμα καί πέτρες ἀπό τά σημεῖα, πού πατοῦσε, γιά νά κηρύξει, ἤ ἀπό τήν Σκήτη καί τήν οἰκία του στόν Ἄρμπουνα.
Χαρακτηριστικά ἀναφέρεται, ὅτι, καθώς ευλαβεῖς χριστιανοί ἔκοβαν κομμάτια ἀπό τό ράσο του, αὐτό ἀμέσως συμπληρωνόταν ἀπό μόνο του! Αὐτά τά κομμάτια τά χρησιμοποιοῦσαν ὡς φυλακτά, γιά προστασία ἀπό διάφορα κακά καί τά φύλαγαν στό εἰκονοστάσι ἤ τά κρεμοῦσαν στό λαιμό, ἀλλά καί γιά εὐλογίες στήν σοδειά τους οἱ ἀγρότες ἤ στήν ἁλιεία τους οἱ ψαράδες, πού τά ἔραβαν στά δίχτυα καί ἔπιαναν πολλά ψάρια. Σέ πολλά μέρη τοῦ Μοριᾶ φυλάσσονται ἀκόμα τέτοια φυλακτά μέσα σέ λειψανοθῆκες.
Οἱ γυναῖκες τά χρησιμοποιοῦσαν ἀντί γιά προζύμι στήν κατασκευή ἄρτου, ἐφόσον μέ θαυμαστό τρόπο, σταυρώνοντας τή ζύμη, φούσκωνε. Βέβαια στό θαυμαστό γεγονός αὐτό, ὑπῆρχαν καί οἱ κακόβουλοι καί μή πειστικοί ἀντίλογοι. Γιά παράδειγμα στό ἀνωτέρω, μία ἀθηναϊκή ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς ἐξηγοῦσε ὅτι ἁπλούστατα τό φούσκωμα τῆς ζύμης γινόταν ἀπό τήν χημική ἐνέργεια τῆς ἐκ τοῦ ἱδρῶτος λιπαρότητας τοῦ ὑφάσματος!.
Περαιτέρω, κλῆρος καί λαός διέκρινε τό διορατικό, προορατικό καί προφητικό χάρισμα τοῦ Ἁγιοπατέρα. Κατά τήν διάρκεια τῶν ὁμιλιῶν του, ἔλεγε προφητεῖες γιά τά μέλλοντα νά συμβοῦν. Ἐν γένει, ἀπό τούς Ρωμιούς τιμῶνταν ὡς ἅγιος, ἐνῶ ἀπό τήν ξενόφερτη, ἀνώτερη κοινωνικά στάθμη ἀνθρώπων τῆς Ἀθήνας καί τῶν κρατικῶν λειτουργῶν, πού προσδοκοῦσαν εὔσημα ἀπό τήν ἐξουσία, ἐθεωρεῖτο χυδαῖος, ἀγύρτης καί λαοπλάνος.
Ἀφοῦ ἔγινε γνωστός, τό πρόγραμμα τῆς ἐμφανίσεώς του καί τῆς ὑποδοχῆς του στά διάφορα μέρη ἦταν στερεότυπο. Ὅταν οἱ κατά τόπους ἐκκλησιαστικές καί κοσμικές ἐξουσίες τόν καλοῦσαν, μετέβαινε πορευόμενος πεζός, ἀκολουθούμενος ὑπό πιστῶν, ὁρισμένοι ἀπό τούς ὁποίους προανήγγελλαν τήν ἄφιξή του στίς πόλεις καί στά χωριά, ἀπό ὅπου ἔμελλε νά διέλθει. Οἱ καμπάνες τῶν ναῶν χτυποῦσαν χαρμόσυνα, ὁ ἐπίσκοπος μέ τούς κληρικούς, μέ ἅπαντα τά ἱερατικά τους ἐνδύματα, ἐξέρχονταν πρός προϋπάντηση, οἱ δημοδιδάσκαλοι μετά τῶν μαθητῶν τους σέ παράταξη, καθώς καί ὅλες οἱ ἀρχές κάθε περιοχῆς. Οἱ γυναῖκες ἔφερναν τά βρέφη, γιά νά τά εὐλογήσει. Μετά τήν εἴσοδό του, ἀναπαυόταν ἤ προσευχόταν γιά λίγο. Ἀκολούθως, ἀνέβαινε σέ κάποιον ἐξώστη οἰκίας ἤ ἐξέδρας, πού στηνόταν ἐπί τούτου, ἤ σέ κάποιο μεγάλο δέντρο καί ἄρχιζε.
Τά ἀποτελέσματα ἀπό τά κηρύγματά του ἦταν ἐντυπωσιακά, ἀφοῦ μέ τό λόγο του μεταμόρφωνε τό λαό, ὥστε νά ἐπικρατεῖ ἀγάπη, δικαιοσύνη καί συγχώρηση. Ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς γράφει πώς: «ὅ,τι δέν κατάφεραν οἱ νόμοι, τό κατόρθωσε μέ τό κήρυγμά του ὁ Χριστοφόρος». Ἡ φιλανθρωπία καί ἡ καλοσύνη ἐξαπλώνονται παντοῦ, ἀπ’ ὅπου περνᾷ.
Ἀναζωπυρώθηκε ἡ οὐσιαστική συμμετοχή τοῦ κόσμου στήν Ὀρθόδοξη λατρεία. Ἡ ζωοκλοπή καί ἡ ληστεία μειώθηκαν ἐμφανῶς. Οἰκογένειες μέ χρόνια μίση καί αἰσθήματα ἀντεκδίκησης συμφιλιώθηκαν, αὐξήθηκαν οἱ ἐλεημοσύνες στούς πτωχούς καί, γενικότερα, αὐξήθηκαν τά πρακτικά ἔργα χριστιανικῆς ἀρετῆς. Αὐτά καί μόνο ἦταν ἀρκετά, γιά νά τοῦ ἀποδοθεῖ ἁγιότητα βίου καί ἔργου ἀπό τούς ἁπλοϊκούς χωρικούς, τῶν ὁποίων ἐξῆπτε τόν θρησκευτικό ζῆλο.
Τούς καρπούς τῶν θεόπνευστων Διδαχῶν του ἀναγνωρίζουν καί οἱ πολέμιοί του. Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς: «Μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα Σου!». Νέον τοῦ Κυρίου βλέπομεν θαῦμα. Ἐξέρχεται εἷς γέρων ὀγδοήκοντα πέντε ἐτῶν ἀπό τούς δρυμούς καί τά ὄρη τῶν Καλαβρύτων, ὁ Μοναχός Χριστοφόρος, κηρύττει τόν λόγον τοῦ θείου Εὐαγγελίου, καί πλησίον του, ἀπό τά πλέον ἀπόμακρα μέρη, τρέχουσι τά πλήθη εἰς τήν διδαχήν του. Μεγάλη ἡ πίστις: Μεγάλη ἡ ἰσχύς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ: Εἰς τό πεῖσμα Σου, ὑλιστά φιλόσοφε, ὁ γέρων Χριστοφόρος, πιστεύων εἰς τό ὄνομα τοῦ Ὑψίστου, περιτρέχει τήν Λακωνίαν, τήν Λακεδαίμονα, τήν Μεσσηνίαν, καί καταπαύει διά τοῦ θείου κηρύγματος τόν φόνον, τήν κλοπήν, τήν ζωοκλοπήν, τήν γαστριμαργίαν, τήν ἐπιορκίαν καί ὅλα τά ἐγκλήματα, ἠθικά καί πολιτικά. Τίς μεγαλύτερος εὐεργέτης τῆς Ἑλλάδος; Τί κατώρθωσαν ἄχρι τοῦδε οἱ αὐστηροί νόμοι, αἱ αὐστηραί καταδιώξεις, τά Δικαστήρια, τά Μεταβατικά;
Ἀπορίας ἀξία ἦτο καί ἡ συνάθροισις, ἣτις ἐγένετο εἰς Καλάμας, πρωτεύουσαν τοῦ Νομοῦ Μεσσηνίας. Τό ποσόν τοῦ πλήθους, ὡς ἐγνώρισα, ὑπερέβαινε τόν ἀριθμόν τῶν δέκα χιλιάδων. Ὅλα τά κλοπιμαῖα ἐπεστρέφοντο αὐθωρεί, ὅλα τά εὑρήματα ἐρρίπτοντο εἰς τόν ἄμβωνα τοῦ Κήρυκος καί στιγμιαίως ἐδίδοντο εἰς τούς κυρίους των. Εἰς τά παράδοξα ταῦτα ἤμην παρών καί ἔβλεπον τά πλήθη κυματούμενα, ὡς εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἰς τάς ἕνδεκα ἱσταμένου μηνός, ἡμέραν πέμπτην, ἤρχισεν ἡ ἀγόρευσις τοῦ ἀσκητοῦ καί διήρκεσεν ὅλην τήν ἡμέραν εἰς τόν ποταμόν, ἐξαιρουμένης ὀλίγης ἀναπαύσεως, τό μεσημέρι ὡς δύο ὥρας· τάς δέ ἄλλας ἠγόρευσεν ὁ Κῆρυξ, καί ἀνευφημίαι ὑψοῦντο παντοχόθεν. Ἄν τις εἶχε κατά νοῦν ἄλλα ἀντιχριστιανικά, δέν ἐτόλμα νά προφέρη γρῦ, διότι ἤθελε γίνει θῦμα τοῦ λαοῦ παραχρῆμα».
3.3 Δύο σημαντικά πρόσωπα πού ἐπηρέασαν τά κηρύγματά του
Δυό σημαντικές συναντήσεις μέσα στό ἴδιο ἔτος, τό 1847, ἔπαιξαν σπουδαῖο ρόλο στή ζωή τοῦ Παπουλάκου καί ἄλλαξαν τήν κηρυκτική τοῦ δράση. Ὁ πρῶτος ἦταν ὁ λόγιος Καθηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, καί ὁ δεύτερος ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος (γιά τόν ὁποῖο ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει σέ προηγούμενο κεφάλαιο τά σχετικά μέ τήν δράση του καί τήν Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία).
Ὁ Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος γεννήθηκε τό 1814 στή Βρωμοσέλα Μεγαλοπόλεως. Παιδί ἀκόμη, δωδεκαετής, ἐγκαταστάθηκε στή Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου πιθανότατα ἔλαβε τή στοιχειώδη μόρφωση. Ἐκπαιδεύτηκε ἀργότερα σέ ἀνώτερα σχολεῖα τῆς Καλαμάτας καί τῆς Αἴγινας. Σέ ἡλικία 25 ἐτῶν χειροτονήθηκε διάκονος καί κατόπιν πρεσβύτερος. Καθοριστικό ρόλο στή μετέπειτα πορεία του ἔπαιξε ἡ γνωριμία του, γύρω στά 1842, μέ τόν Κοσμᾶ Φλαμιᾶτο. Ὁ τελευταῖος τόν παρότρυνε νά ἐπιδοθεῖ στό ἱεραποστολικό ἔργο, ἀφοῦ πρῶτα μελετήσει ἐμβριθῶς τήν Ἁγία Γραφή καί τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτά τά ἐφόδια ὁ Ἰγνάτιος ξεκίνησε τήν κηρυκτική τοῦ δράση περιοδεύοντας ἀνά τήν Πελοπόννησο, γενόμενος ἕνας ἀπό τούς πιό γνωστούς ἐξομολόγους. Μέσα σέ αὐτό πνεῦμα ὁ Παπουλᾶκος ἀναζήτησε τόν ἱερομόναχο Ἰγνάτιο ὡς καθοδηγητή του.
Ἡ συνάντηση τοῦ Παπουλάκου μέ τούς δύο προαναφερθέντες ὑπῆρξε καθοριστικῆς σημασίας, ἐνῶ στό Μέγα Σπήλαιο ὅλοι συναναστρέφονταν μέ τόν Κωνσταντῖνο τόν ἐξ Οἰκονόμων, πού ζοῦσε ἐκεῖ.
Μέ ὅλους αὐτούς διατήρησε ἐπαφή καί φαίνεται ὅτι γαλουχήθηκε στίς ἰδέες τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας. Ἔτσι, τά κηρύγματά του ἄρχισαν νά προσλαμβάνουν «πολιτική χροιά», ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν της πίστεως καί τῶν «κακῶς κειμένων» τῆς βαυαρικῆς κρατικῆς ἐξουσίας.
4ο Κεφάλαιο:
Μερική ἀναστολή καί ἐντατικοποίηση τῆς δράσεώς του
4.1 Ἕνας ἀνασταλτικός παράγοντας στήν δράση του
Τό κήρυγμά του ἦταν δίστομη ρομφαία, σύμφωνα μέ τήν εὐαγγελική ρήση. Ἤδη σέ ἔγγραφο τοῦ 1851, ὁ νομάρχης Ἀρκαδίας κατόπιν καταγγελίας τοῦ δημοδιδάσκαλου Λαγκαδίων καί Γορτυνίας Σεραφείμ Παναγάκη, τόν συνέλαβε στήν Τρίπολη, ὕστερα ἀπό ὁμιλία, πού εἶχε πραγματοποιήσει κατά τοῦ ἄθεου τρόπου διδασκαλίας, πού ἤθελαν νά ἐπιβάλουν οἱ Βαυαροί. Τελικά, κατόπιν παρεμβάσεως τοῦ Πρωθυπουργοῦ Κωνσταντίνου Κανάρη, διατάχθηκε ἡ ἀπελευθέρωσή του ὑπό τήν προϋπόθεση νά παρουσιαστεῖ γιά απολογία ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Πράγματι, γύρω στά 1848 παρουσιάζεται στήν Ἱερά Σύνοδο, ἐπιδιώκοντας νά τοῦ χορηγηθεῖ ἄδεια ἱεροκήρυκα. Ἡ Σύνοδος τοῦ ἀρνήθηκε τήν ἄδεια, γιατί πιεζόταν ἀπό τήν ἐξουσία. Εἰδικότερα, οἱ τότε Μητροπολίτες Ἀθηνῶν Νεόφυτος Μεταξᾶς καί ὁ Σύρου καί Τήνου Δανιήλ ὑποστήριξαν τήν αἴτησή του, ἀλλά οἱ Καλαβρύτων Βαρθολομαῖος, Οἰτύλου Προκόπιος καί ὁ ἐντεταλμένος ἀπό τήν ἐξουσία, περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἀρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης, ὑπερίσχυσαν ἀρνούμενοι τή χορήγηση ἀδείας, διότι δέν διέθετε τά «ἀπαιτούμενα προσόντα καὶ ἐφόδια».
Ἡ ἄρνηση αὐτή προκάλεσε ἀναστάτωση στό λαό, πού περίμενε τίς σωτηριώδεις Διδαχές του καί εἶχε μονάχα προσωρινά ἀνασταλτικό ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ ὁ Παπουλάκος ἐν τέλει συνέχισε τό κηρυκτικό του ἔργο περιοδικά, κατόπιν γραπτῆς ἀδείας τῶν Μοραϊτῶν ἐπισκόπων. Ὡς ἐδῶ, ἀπό ὅ,τι εἴδαμε, περιῆλθε κυρίως τῆν ἐπαρχία Καλαβρύτων, τῶν νομῶν Ἀχαΐας καί Ἀρκαδίας. Ἡ οὐσιαστική ὅμως ἐντατικοποίηση τῆς δράσης του ἔγινε τά ἑπόμενα ἔτη, 1851 καί 1852.
4.2 Ἡ ἐντατικοποίηση τῆς δράσεώς του μέ ἔντονη κριτική τῶν αὐθαιρεσιῶν τῆς ἐξουσίας
Τό 1851 σχηματίζεται κυβέρνηση ἀπό τόν ναύαρχο Ἀντώνιο Κριεζῆ, στήν ὁποία γίνονται ὑπουργοί διάφορα στελέχη τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας. Ἔτσι μέ τήν στήριξη τῆς κυβέρνησης, ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Νεόφυτος Μεταξᾶς, κατάφερε νά πείσει τήν Ἱερά Σύνοδο νά τοῦ χορηγήσει τήν προηγουμένως αἰτηθεῖσα καί ἀπορριφθεῖσα ἄδεια κηρύγματος. Ἡ εἴδηση μεταδόθηκε ραγδαία μέ πολλές μυθώδεις φῆμες περί προστασίας του ἀπό τόν Τσάρο τῆς Ρωσίας.
Οἱ νέες καί ἐντατικότερες ἐμφανίσεις του ἄρχισαν πρῶτα ἀπό τήν ἐπαρχία Ὀλυμπίας. Κήρυξε στήν πρωτεύουσα αὐτῆς καί περιῆλθε διαδοχικά τήν ἐπαρχία Τριφυλίας, τούς νομούς Ἀρκαδίας, Λακωνίας καί κατόπιν, στίς 10 Ὀκτωβρίου 1851, εἰσῆλθε στήν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ Μεσσηνίας, τήν Καλαμάτα. Ἦταν, πλέον, γνωστός παντοῦ. Ὅπου καί ἐάν μετέβαινε γινόταν δεκτός μέ ἐκδηλώσεις θαυμασμοῦ. Οἱ φῆμες σχετικά μέ τό πρόσωπό του περιεῖχαν θαυμασμό καί ἀναφορές σέ θαυμαστά γεγονότα, ὅταν προέρχονταν ἀπό τόν κοινό λαό, ενώ περιεῖχαν χυδαίο ὑβρεολόγιο καί εἰρωνεία, ὅταν προέρχονταν ἀπό τούς πολεμίους του.
Τά κηρύγματά του, ὅπως προαναφέρθηκε, ἔλαβαν ἐπιπλέον ἔντονα ἐπικριτικό χαρακτήρα γιά τό πολιτικό γίγνεσθαι. Συγκεκριμένα, ἔκανε λόγο περί «ψωριῶντος ἐριφίου, τὸ ὁποῖον ἔπρεπε ν’ ἀποδιωχθῇ ἐκ τῆς ποίμνης, ἵνα μὴ μεταδώσῃ τὴν νόσον καὶ εἰς τὰ λοιπά». Ἡ παραβολή στρεφόταν κατά τοῦ βασιλιᾶ Ὄθωνα, ἡ θρησκευτική ταυτότητα τοῦ ὁποίου ὡς Καθολικοῦ ἀποτελοῦσε σκάνδαλο τόσο γιά τόν Παπουλᾶκο, ὅσο καί γιά τούς ὀπαδούς τῶν Φιλορθοδόξων, τήν στιγμή πού μέ τήν ἰσχύουσα νομοθεσία γιά τό αὐτοκέφαλό της Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, αὐτός ἐτίθετο ἀντικανονικῶς ἐπικεφαλῆς αὐτῆς. Περαιτέρω, κατηγοροῦσε καί τήν Ἱερά Σύνοδο, ὑπονοῶντας τόν Φαρμακίδη, ὅτι ἦταν ἕνα ἄβουλο ὑποχείριο στίς ἐπιδιώξεις τῆς ἀλλόδοξης κρατικῆς ἐξουσίας.
Αὐτήν τήν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας δέν τήν ἀνεχόταν ὁ ἁπλός Ἕλληνας, ἀλλά οὔτε καί κάποιοι Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν μποροῦσαν εὔκολα νά ἀρθρώσουν ἀντίρρηση. Σύμφωνα μέ πηγές τῆς ἐποχῆς, ὁρισμένοι ἱεράρχες ἔβαζαν μπροστά τόν Χριστοφόρο, γιά νά ἐπικρίνει αὐτός τίς αὐθαιρεσίες τῆς κρατικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, διότι οἱ ἴδιοι ἀπειλοῦνταν ἀπό τήν ἑκάστοτε ἐξουσία μέ καθαίρεση. Ἡ πίεση, ἡ ἐξάρτηση καί ἡ βία, ὄχι μόνο γιά τά ἐκκλησιαστικά πράγματα, ἀλλά καί γιά τά πολιτικά, λυποῦσαν καί πίκραιναν τόν Παπουλᾶκο. Τή φιμωμένη φωνή τῆς ἐκκλησίας καί τήν οὐσιαστική ἀδυναμία τοῦ κράτους νά καλύψει τό χάσμα, πού ἀφηνε ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία, μποροῦσε μόνο νά καλύψει ἡ διατήρηση τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς ἐθνικοῦ κέντρου.
Ο Παπουλᾶκος ἐλεγε, ἐπίσης, ὅτι ἡ κυβέρνηση σκόπευε νά συνδέσει ὅλες τίς ἐπαρχίες τοῦ κράτους «μέ μίαν κλωστήν», ἐνῶ καλοῦσε τά ἀτμόπλοια «καρότσες τοῦ διαβόλου». Μέ αὐτά ἐξέφραζε τήν δυσμένειά του σέ συγκεκριμένα σημεῖα τῆς τεχνολογικῆς προόδου, τῆς ὁποίας τά ἀτμόπλοια, ἐκείνη τήν ἐποχή στήν Ἑλλάδα, ἦταν ἡ αἰχμή τοῦ δόρατος. Ἐξέφραζε τίς ἐπιφυλάξεις του ἔναντι τής τεχνολογίας, ὥστε νά μή γίνουμε δοῦλοι της.
Ἄλλωστε, πίστευε ὅτι ἡ μέ ὅρια χρήση της τεχνολογίας δέν ἔκανε κακό, ὅπως συμπεραίνεται ἀπό τό ὅτι χρησιμοποίησε τήν προηγμένη τεχνολογία τῆς ἐποχῆς του, ὥστε νά ληφθεῖ ἡ μορφή του σέ δαγγεροτυπία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ παλαιότερη ἐν Ἑλλάδι φωτογραφία.
Γιά τήν φράση ὅτι θά συνδεθοῦν ὅλες οἱ ἐπαρχίες «μέ μίαν κλωστήν» πολλοί ἰσχυρίζονταν ὅτι τήν ἔλεγε γιά τόν τηλέγραφο, πού ἦρθε μερικές δεκαετίες ἀργότερα. Στίς μέρες μας, βέβαια, μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι τήν ἔλεγε προφητικά, γιά τό ἠλεκτρικό ρεῦμα, γιά τό τηλέφωνο, γιά τό διαδίκτυο καί γενικότερα γιά τά συστήματα τηλεπικοινωνίας.
Ὅπως καί νά ἔχει, ἀπό τήν τάση τοῦ ἐναντίον κάθε περιττῆς πολυτέλειας καί τήν κριτική τοῦ ἐναντίον συγκεκριμένων τεχνολογικῶν κατασκευασμάτων, χαρακτηρίστηκε ὀπισθοδρομικός, ἐφόσον ἡ τεχνολογία θεωροῦνταν «θρίαμβος τοῦ πολιτισμοῦ» καί τήν θέση τοῦ Θεοῦ τήν πῆρε αὐτή. Ἐπίσης ἔπαιρνε τό μέρος τῶν ἀδικημένων καί τῶν πτωχῶν. Συχνά ἔλεγε λόγια παραμυθίας, ὅπως «Ἀδέλφια μου, ὁ Θεός ἀγαπάει ὄλον τόν κόσμον, κανέναν δέν θέλει νά χαθεῖ, ἀπομακρύνει ὅμως ὅλους ἐκείνους, πού κλέβουν τόν ἱδρώτα τῶν πτωχῶν, καί ὅλους ἐκείνους πού κάνουν κακό στήν δύσμοιρη πατρίδα μας».
Στίς γυναῖκες ἔκανε διάφορες παραινέσεις, νά ἀπέχουν ἀπό τά μάγια, ἐξαιτίας τῶν προλήψεων καί τῶν δεισιδαιμονιῶν πού ἦταν (καί δυστυχῶς παραμένουν) ἐξαιρετικά διαδεδομένες στή χώρα μας. Θέλοντας νά τίς περιορίσει ἀπό τήν περιττή, κατ’ αὐτόν, ἐξωτερική περιποίηση τοῦ σώματός, πού εἶχε ἀρχίσει δειλά–δειλά νά ἐπηρεάζεται ἀπό τά εὐρωπαϊκά πρότυπα, χαρακτήριζε τά τσουλούφια, «ἤτοι τούς περί τούς κροτάφους κυρτούς βοστρύχους», ως «μαξιλαράκια, ἐπάνω εἰς τὰ ὁποῖα ἐκάθητο ὁ διάβολος καὶ ἐψιθύριζεν εἰς τὸ αὐτὶ λόγους ἁμαρτίας».
Κατέκρινε τήν κενή πνευματικότητας δυτικότροπη παιδεία, πού εἶχε ἀρχίσει νά εἰσέρχεται στήν Ἑλλάδα ἐντατικά μέ τό νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο καί τό συνολικό σύστημα τῆς παιδείας. Συμβούλευε τούς γονεῖς νά μήν στέλνουν τά παιδιά τους στά σχολεῖα αὐτά, ἀλλά στά ἀλληλοδιδακτικά, αὐτά πού μέχρι τότε ἦταν δοκιμασμένα καί ἔδωσαν μεγάλους καρπούς στόν πονεμένο ραγιά, ὅπως τήν Ἐλευθερία του. Πολλοί τόν κατηγόρησαν ὅτι ἐξαιτίας τῆς περιορισμένης του μόρφωσης, ἦταν ἐναντίον κάθε εἴδους «προοδευτικῆς παιδείας», ἐνῶ αὐτός στήν ἀλήθεια ἀντιπρότεινε, μία πιό ὑγιῆ, παιδεία, ἡ ὁποία νά ἔχει ὡς βάση τῆς τήν ἀρχαιοελληνική καί βυζαντινή γνώση, καθώς ἐπίσης καί τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, τό Ψαλτήριο καί τήν μουσική Ὀκτάηχο.
Ἐν ὀλίγοις, στρεφόταν ἐναντίον τῶν «ἀθέων γραμμάτων πού ἔπλεκαν τό σάββανο τοῦ Γένους», ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε, πού ἦταν φορεῖς τῶν ἀνατρεπτικῶν κάθε πατροπαράδοτης ἀξίας ἰδεῶν τοῦ διαφωτισμοῦ, καί ὄχι ἐναντίον τῶν «θεοτικῶν γραμμάτων» τῆς πίστεως. Ἄλλωστε ὁ εἰκονογραφικός τύπος τοῦ Παπουλάκου, νά κρατᾶ εἰλητάριο πού ἀναγράφει «τά ἄθεα γράμματα θά καταστρέψουν τόν τόπο μας», ἐπιβεβαιώνει αὐτή τήν διδασκαλία του.
Οἱ ἐπικρίσεις του ἐναντίον τῆς κυβέρνησης συνεχίζοντα, κατηγοροῦσε ὅτι ἦταν ὄργανο τῆς παντοδύναμης Ἀγγλίας, ἡ ὁποία προσπαθοῦσε νά ἐπιβληθεῖ στήν Ἑλλάδα μέ ὑποχείριό της τόν Βασιλιά. Θύμιζε τούς ἐκβιασμούς καί τήν ἄτιμη πολιτική τῆς Ἀγγλίας γιά τά τεκταινόμενα στή χώρα μας. Ἀναφερόταν δηλαδή στά Παρκερικά, στόν ἀποκλεισμό τοῦ Λιμανιοῦ τοῦ Πειραιᾶ, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἔλλειψη τροφίμων, ὥστε νά ἀναγκαστοῦμε νά ἐπισυνάψουμε καί ἄλλα δυσβάστακτα δάνεια ἀπό τήν Ἀγγλία.
Τούς κρατικούς λειτουργούς, πού δέν ὑπηρετοῦσαν τό δίκαιο, ὀνόμαζε πειθήνια ὄργανα τῆς διοίκησης, ἀφοῦ ὑποτάχθηκαν δουλικῶς στήν ξενόφερτη ἐξουσία, πού καταπίεζε τό λαό. Ἀδικαιολόγητος ἐπίσης ἦταν γι’ αὐτόν, ὁ τρόπος πού ἐπιβαλλόταν ἡ ἐξουσία στό λαό, καί τό ὅτι ἡ ἐξουσία μιλοῦσε μέ τόν πιό ἀπαξιωτικό τρόπο γιά τό λαό, πού κυβερνοῦσε καί τόν ὀνόμαζε μειράκια, ἀπονενοημένους, σχιζοφρενῆ, κακοβούλια κ.τ.λ..
Τούς απεσταλμένους τῆς Δύσης, πού κατέφθαναν στην Ἑλλάδα γιά νά ἐπιβάλλουν τό δικό τους Εὐαγγέλιο, τούς ἀποκάλυπτε καί τούς ἀποκαλοῦσε Λουθηροκαλβίνους, δηλαδή ὑπονοοῦσε τόν προτεσταντισμό πού ὑποθαλπόταν ἀπό τήν Ἀγγλία μέσω αὐτῶν. Ἐνδεικτικό παράδειγμα ἦταν ὁ ἱεραπόστολος Κίνγκ καί οἱ σχολές πού ἱδρύονταν, ὅπως π.χ. ἡ Σχολή Χίλ, γιά νά θέσουν ὑπό τήν ἐπιρροή τούς τά παιδιά τῶν ἐπιφανῶν οἰκογενειῶν, τά ὁποία κατόπιν γίνονταν κρατικοί λειτουργοί.
Τέλος, καταφερόταν καί ἐναντίον τοῦ ἄγνωστου νόμου περί ὅρκου στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, πού ἐπέβαλλαν στά δικαστήρια. Ὑπενθύμιζε ὅτι ὁ ὅρκος ἐπί τοῦ Εὐαγγελίου ἀντιτίθεται στήν χριστιανική διδασκαλία καί ὅτι νέος αὐτός νόμος ἦταν περιττός, ἀφοῦ ἀρκοῦσε ὁ παλαιότερος τρόπος τοῦ ὅρκου. Μέ αὐστηρό τρόπο ἀποκαλοῦσε τά δικαστήρια «γυφτόσπιτα», ἐξαιτίας τῆς βεβήλωσης τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, πού γινόταν μέσω τοῦ ἀναγκαστικοῦ ὅρκου, πού ἐπιβαλλόταν στούς μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές ψευδορκοῦσαν. Ἡ ἄρνηση τοῦ ὅρκου ὑποδήλωνε ὁμολογία πίστεως. Χαρακτηριστικά σέ κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου ἔλεγε: «τοῦτον τόν Νόμον τοῦ Χριστοῦ, τόν ἔγραψαν τέσσαροι βαγγελιστάδες, ἑφτά σύνοδοι Οἰκουμενικές καί ἕντεκα τοπικοί, καί ἕντεκα μελεούνια μάρτυρες, ὅπου τούς ἔλεγαν «κᾶμε ὅρκον βρέ, δέν κάνω βρέ!» καί τούς ἐσκότωναν καί εἶναι ἕντεκα μελεούνια μάρτυρες». Τά δικαστήρια τά ἔλεγε γυφτόσπιτα καί σκεφτόταν: «τόν ὅρκο βρέ πού σας λένε οἱ κριτές νά κάμετε ἐκ τοῦ κατά ποῖον νόμον εἶναι;».
4.3 Χαρακτηριστικά δείγματα τοῦ λόγου καί τοῦ ὕφους του
Γιά νά γίνει πιό κατανοητό τό ὕφος τοῦ κηρύγματός του καί οἱ πολιτικές παρεμβάσεις, παρατίθενται δύο κείμενα τοῦ ἰδίου, όπως ἀκριβῶς βρέθηκαν σέ πηγές, διατηρώντας τήν ὀρθογραφία τούς ἐκ τοῦ πρωτοτύπου. Ἐκτιμᾶται ὅτι, εἴτε τά ἀνέγραψε ὁ ἴδιος εἴτε τρίτο πρόσωπο, καθ’ ὑπαγόρευσή του. Τό πρῶτο δημοσιεύθηκε στά φύλλα τῆς ἐφημερίδας «Αθηνάς» τήν 30 Ἰουνίου 1852, προφανῶς πρός γελοιοποίησή του λόγω του ὅτι εἶναι ἐξαιρετικά ἀνορθόγραφο καί ἀσύντακτο. Ὑπάρχει τό ἐνδεχόμενο νά παραποιήθηκε σκόπιμα ὥστε νά φαίνεται κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἀλλά τό νοηματικό περιεχόμενο πιστεύεται βάσιμα ὅτι εἶναι τοῦ Παπουλάκου. Δέν ἀποτελεῖ κήρυγμα, ἀλλά παραίνεση στούς κατοίκους τῆς περιοχῆς τῆς Λακωνίας νά μήν ἐπιστρατευθοῦν ἐθελοντικά ἀπό τήν στρατιωτική δύναμη πού εἶχε μεταβεῖ ἐκεῖ πρός καταδίωξή του. Εἶναι χαρακτηριστικό της ἁπλότητάς του καί ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἐυλογημένη χριστιανή εὔ χόμε θὰ σας
Πρόσεξε καλός μὴ γελαστί τε κανής χριστιανος καὶ γρὰ φτίτε εἷς τῆς Πολή το φρουρᾶς δι ανα μὲ πί ἄσετε διότι ὁσι δὲν γράφτου ἡ νε με τον Χριστόν καὶ ὀσυ γρά φτούν ἡ νε με τον διἄβολῶ, Οὑδὲ τὰ λο για λαθηροκαρβείνων νἀ ἀγρηκάτε ὅπου σας λέγουν κάτι. ὁτι τάχα θαχαθεῖτε μὴ φοβάστε οι χριστιανεί διοτι αὐτοί εχουν σκοποὺς νὰ μὲ φονεύσουν. ἔμεινε εἰς ἐντροπὴν ὅπου ἐσκοτόθει ὁ κυβερνήτης ἡλακονία καὶ γυρεύουν να σκοτόσουν καὶ ἑμένα νὰ κόλαστούν.
Γυναῖκες, δὲ μοῦ εἶπατε ὅτιεστε χριστιανές. Ὁποία Γυναίκα γραφθεῖ Ο ἄνδρας της ἤ τὸ πεδι της εἰς τὸ Διαβολο να μὴν ἴδη οτι απηγαίνει οὕτε τὰ πεδία της οὕτε το σπητη της
Χριστοφόρος μοναχός».
Περισσότερο χαρακτηριστικό τῶν θέσεών του εἶναι τό ἀκόλουθο γράμμα πού ἀπεύθυνε πρός τόν Βασιλιά καί ἐγχειρίστηκε μέσω μίας ἄγνωστης γυναίκας στόν δήμαρχο Καρδαμύλης, ἐνῶ διώκετο ἀπό ἔνοπλα σώματα στρατοῦ:
«Ἔν Ἐλλάς τῇ 21 Μαΐου 1852.
Μεγαλειώτατε Βασιλεῦς
Κάθε νεώτερον εἶναι ἀξιώτερον ἀπό το παλεόν, ἡ Βασιλεῖα τὴς Μεγαλειότι σου ἐτήραξεν ὅλα τά Βασίλεια τά παλαιᾶ διὰ τοῦτο ἔχωμεν ἀπὸ τον Ἀφέντη τόν θεόν και μᾶς ἐπαρίγγιλε τὸ Ἀπόδωτι τά τοῦ Καίσαρος καίσαρι και τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ· ἔχομεν καί τὴν μπίστιν μας Μεγαλειώτατε 1830 χρόνους Ἀσάλευτι· ἀπό τά 30 ἔως τά 1852 τὴν μπίστιν μας τῆν χάσαμε διά τῇ μὰς το ἔδοσες ἐγράφως δια χειρόν σου διὰ να φυλάξης την μπίστιν μας. Σήμὲρον μεγαλειότατε Βασιλεῦ, Πολυχρονεμένε Βλέπομε τους Κριτάς ὅπου ἔχεις εἰς τὰ Δικαστυριά σου. Ἐσταθίκαμε και ἐμολύναμε τῇ Ἅγιον Εὐαγγέλιον τοῦ Ἀφεντοῦ μας Χριστοῦ με τους ὅρκους και διὰ τοῦτο οἱ Πίστι μας χάνετε ἐδῶ και ζητοῦμε την μπίστι μας νὰ την στερεώσομε. Τώρα οἱ Μεγαλιώτη σου πῶς ἔχεις χώρια Παπά εἰς την μπίστιν του και χωριστά ἡ Βασίλισσα εἰς τἠν ἐδικήν της Πίστιν. Ἔνια σου Μεγαλειώτατε, τώρα μᾶς λέγει καὶ ὁ Βασιλεύς μας ὁ οὑράνιος ὑπὲρ μάχου ὑπέρ πίστεος και πατρίδος. – Ἐμεῖς οἱ Δούλι σου Γρέθωμε κατά την Μπίστι μας ὅσα Δεσποτιλίκια εἴχαμε και καθέδρας Δεσποτάδον μας. Ἀπὸ τὰ 1830 ὅπου τὰ εἴχαμεν τοῦς ἰδίους Δεσποτάδες θέλομεν εἰς τὰς ἰδίας θέσις θέλωμεν τοῦς Δεσποτάδες μας καὶ ἀπό Κάθε τόπον καὶ τὸν Δεσπότη μας νὰ ᾖναι ἀνεξάρτητος καί να μη τον ὀρίζη οἱ Σύνοδος. θέλομεν να βγῇ το ἁγιόν μας Εὐαγγέλειον ἀπὸ τὰ Κρητίρια διότι το μολύνανε μέ τούς ὥρκους· θέλομε νὰ βάλωμεν Διδασκάλους κοινοῦς μὲ τον ὠκτίηχον και με ὅσα Βιβλεῖα ὅπου ἐσύνθεσαν οἱ Πραπάτορές μας. Ἑλλνικοῦς καὶ Ἀλλιλοδιδακτικοῦς Διδασκάλους δέν τους θέλωμεν. Τόσον νά γίνωμε τῆς Μεγαλιώτι σού Δούλει ἐπακούει ὅλος ὁ λαὸς τῆς Ἑλλάς και διεμοῦ τοῦ Σκλάβου σου Χριστοφόρου Κύρικος. Ἔστηλες Βασιλεικά Διατάγματα να με σκλαβόσουν· ἐγώ Κρίνομε κατά τούς νόμους τῆς Μεγαλιώτη σούβ να μελεικὁ ὅπου ἤθελεν εἶνε οἱ περισσότεροι ψύφι νά ὑπάρχῃ τὸ Δικαίωμα. Δια τοῦτο, Μεγαλιώτατε ἔδωσαι τους ψύφους τις ἡ Ἐλλάς, μοῦ εἴπανε νά σοῦ ἀποκριθῶ ἐάν εἶσαι Δίκαιος Βασιλεῦς Δόσε τό δίκαιον τοῦ λαού ὅπου φωνάζουν διά τήν Μπίστι μας καὶ νά μή βάνῃς βάση εἰς τους ῥαδιοῦργους, Μεγαλιώτατε καί τότε θέλεις ἔχεις μεγάλην εἰρίνην εἰς τό Κράτο σου· ὅλος ὁ λαός τῆς Ἐλλάς παρακαλοῦμε τόν Θεόν αὐτώ νά μᾶς γενῇ νά μακροϊμερέβης καὶ νὰ ζῆς ὡς μεγαλιώτατος Βασιλεῦς τῆς Ἐλλάς.
ὁ Δούλο σου
Χριστοφόρος Κήρυκας Ἐλλαδίτης».
Τό ἀνωτέρω ἔγγραφο ἔφερε τήν ἐπιγραφή: «Δοθῆ εἰς χεῖρας τοῦ Μεγαλιοτάτου Κράτους τοῦ Βασιλεῦς τῆς Ἐλλὰς Ὄθων», συνοδευόμενο από την ακόλουθη επιστολή προς τον «Γενεώτατον Κύριον Βουλευτὴν Γρηγόριον Πατριαρχέαν εἰς Λιασίνοβα»:
«Γενεώτατε κύριε Γρηγόριε Βουλευτὰ
τὴν 21 Μαΐου 1852.
Χαῖροις. Παρακαλοῦμεν Διεύθυνε τὴν Ἀναφωρὰν εἰς τὸν Βασιλέα μας ὅπου ἔχης τὸ Κύρος καὶ την ἰσχῦν καὶ πυγαίνη Ἀσφαλήσ ὁγρύγορα Διατῇ ὁ λαὸς ἂν δὲν προχτήσῃ Αὐτὸ δὲν ἰσυχάζῃ. Ἐγῶ δὲν κρίβομε ἀλλὰ περπατῶ παρὸν καὶ ὄποτε ἔλθη ἡ Ἀναφορὰ νἀ μοῦ δώσης ἴδιση – καὶ νὰ Βουλόσης τὴν Βασιλικὴν Ἀναφορὰν καὶ ὅσοι σὲ ῥοτοῦνε Αὐτὸ γυρεύη ὅλι ἡ Ἐλλὰς καὶ Κράτι τὸ σχέδιον τῆς Ἀναφορᾶς καὶ δίνετο ὅλον τῶν χριστιανῶν ἂν εἶναι πιστοὶ χριστιανοί.
Τόσον καὶ μένομεν
Χριστοφόρος Κήρυκας».
Ἐπίσης, εἶχε τήν παρρησία νά κατονομάζει δημόσια ξένες δυνάμεις πού ὑπέσκαπταν τή μικρή Ἑλλάδα καί ἀποκάλυπτε τίς ἐπιδιώξεις τους μέ προφητική ἀκρίβεια. Αὐτός εἶναι ὁ βασικότερος λόγος πού ἐκδιώχθηκε καί φυλακίστηκε. Ἐνδεικτικό γιά τήν τόλμη τοῦ αὐτή εἶναι ἡ ἀπόρρητη ἐπιστολή πρός τόν ὑπουργό τῶν Ἐσωτερικῶν, πού συντάσει ἀξιωματοῦχος, ὁ ὁποῖος παρακολουθοῦσε τόν Χριστοφόρο στό Μοριᾶ: «Ἐχθές ἐμετέβη εἰς ἕν προετοιμασμένον μέρος, ὅπου ἡ Δημαρχία τήν εἶχον ἑτοιμάσει, ἐξῆλθεν τῆς Πόλεως καί ἀφοῦ κήρυξε περί ζωοκλοπίας, περί φόνων καί ψευδορκιῶν καί πολλά περί ἁμαρτημάτων ἐπιπλέον καί λοιπά, ἦλθεν καί εἰς πολιτικά καί πρόσωπα. Δηλαδή περί Ἄγγλων, Ὀθωμανῶν καί Ἑβραίων! Ὅ,τι δῆθεν αὐτοί θέλουν νά μᾶς χαλάσουν τήν θρησκείαν μας καί ὅτι εἶναι σύμφωνοι οἱ μέν Ἄγγλοι, νά πάρουν τήν Ἑλλάδα, οἱ Ὀθωμανοί τήν ἀνατολή καί οἱ Ἑβραίοι τήν Ἱερουσαλήμ, ἀνέφερε πρός τούτοις καί τά περιστατικά τῶν Ἄγγλων εἰς καιρόν, ὅπου μᾶς εἶχαν πάρει τά πλοῖα καί τά τοιαῦτα. Εἶπεν πρός τούτους καί περί τῶν Μοναστηρίων, ὅπου ἐχαλάσθησαν – καί περί ἀρχιερέων – ὅπου ὅτι ἔχομεν καί ὅτι τί δέν κάμνουν ἄλλους, ἐπειδή εἶναι ἱκανοί νά χαλάσουν τήν θρησκεία. Εἶπεν πρός τούτοις ὅτι ὁ Καΐρης ἔβαλεν τήν φωτιάν καί ὁ Φαρμακίδης ἔχυσεν τό φαρμάκι».
Σπάνιες πληροφορίες γιά τό περιεχόμενο τῶν διδαχῶν τοῦ Χριστοφόρου παρέχει ἡ ἀπαντητική ἐγκύκλιος τοῦ ἱεροκήρυκα ἀρχιμ. Ἰωσήφ Κωνσταντινίδη «ὑπ’ ἀριθ. 1643, ἐν Ναυπλίῳ, τήν 14 Μαρτίου 1852, πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδας,
Περί τοῦ περιφερομένου ἤδη καί κηρύττοντος Χριστοφόρου μοναχοῦ.
Κατά χρέος μου εἰδοποιῶ τήν Ἱεράν Συνόδον διά τῆς παρούσης μου περί τοῦ αὐτεπαγγέλτως περιφερομένου καί ἤδη (ὡς καί περί οὗ εἰς τά λοιπά τῆς Πελοποννήσου μέρη) καί κηρύττοντος τόν λόγον τοῦ Θεοῦ Χριστοφόρου μοναχοῦ, καί κοινῶς Ἁγιοπατέρα λεγομένου. Ἐνεφανίσθη οὗτος κατ’ αὐτάς καί εἰς τήν Ἀργολίδα. Καί κηρύττοντος εἴς τινα χωρία τοῦ Ἄργους, πανταχόθεν ἀπεστάλησαν ἐπιστολαί καί ἐπιτροπαί προσκαλοῦσαι αὐτόν νά μεταβῇ καί εἰς τά μέρη των πρός τοῦτο. Καί μεταβάς ἐκήρυξε τήν 5 τοῦ παρόντος εἰς Ἄργος, τήν 6 εἰς τάς Μυκήνας, τήν 7 εἰς τήν Ἰναχίαν, τήν 8 εἰς τήν Μηδείαν, τήν 9 εἰς τήν Πρόνοιαν τοῦ Ναυπλίου, τήν 10 εἴς τινα ἄλλα χωρία τοῦ αὐτοῦ Δήμου, καί εἰς τό Τολόν, καί τήν 11 ἀνεχώρησε διά τό Ἄστρος, ὡς προσκεκλημένος καί ἐκεῖθεν. Ἅμα εἰδοποιήθην αὐτόν ἐν Ἄρνῃ ἐρχόμενον, μετέβην καί ἐγώ ἐκεῖ, καί παρευρέθην εἰς τό κήρυγμά του. Πρώτην ἤδη φοράν ἤκουσα τόν ἄνθρωπον αὐτόν κηρύττοντα, ἀλλά μέ ὅλην τήν ἀμάθειαν, καί μέ τό πολύ ἁπλοῦν εἰς τάς ἐκφράσεις ὕφος του, κανείς δέν δύναται καί νά ἀμφιβάλλη εἰς τήν Θείαν ἔμπνευσιν, μέ Θεῖον ζῆλον, καί μέ σκοπόν ὠφελείας ψυχικῆς, διδασκαλίαν τοῦ ἀνθρώπου τούτου.
Τό κήρυγμά του γίνεται εἰς ὅλα τά μέρη ἐπί πλατειῶν, ὅπου μετά κωδωνοκρουσίαν συνήρχετο ἀμέσως ὁ λαός, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, καί οἱ πάσης ἡλικίας καί τάξεως ἄνθρωποι, καί διαρκεῖ ὁ λόγος του 3 καί 4 περίπου ὥρας, μέ θαυμασίαν ἐπιμονήν τε καί ὑπομονήν, τοῦ μέν διδάσκοντος καί ἀντέχοντος, ἐν τοιαύτῃ ἡλικίᾳ μάλιστα, τῶν διά μετά μεγίστης σιωπῆς καί προσοχῆς ἀκουόντων τήν διδασκαλίαν του.
Εἰς τό ἐν Προνοίᾳ κήρυγμά του (ἔνθα ἐξῆλθον καί οἱ τῆς πόλεως Ναυπλίου) παρευρέθησαν καί ὅλαι αἱ Διοικητικαί καί Στρατιωτικαί Ἀρχαί, οἱ καθηγηταί καί οἱ διδάσκαλοι, καί ὅλοι οἱ Δικαστικοί (ἐμοῦ μόνου, ὡς ἀσθενοῦντος κατά τή αὐτή ἡμέραν, λείποντος), καί ὁ κόσμος, ὅλος, μ’ ὅλας τάς ἁπλοϊκάς καί χυδαϊκάς ἐκφράσεις του, ἔμεινε κατά πολλά εὐχαριστημένος εἰς τό κήρυγμά του, καί ἤρχισαν οἱ πάντες ἤ οἱ πλείονες νά συναισθάνονται τήν ἑαυτήν διαγωγήν.
Τό κήρυγμά του, μέ διάφορα ἀπό τῶν Ἱερῶν Γραφῶν παραδείγματα, καί μέ καταλλήλους καί ἐπιτυγχανομένας τινάς ἐξομοιώσεις του, περιστρέφεται εἰς τά ἀκόλουθα.
Περί ἀληθείας ἐν γένει. Περί ἀκριβοῦς διατηρήσεως τῶν Θείων ἐντολῶν. Περί ζήλου καί διαφυλάξεως τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Πίστεως, ὡς ἐπιβουλευομένης πάντοτε καί ἤδη ἀπό τούς ἐχθρούς της, καί νά εἴμεθα πολλά προσεκτικοί. Περί τελείας ὑπακοῆς εἰς τόν Βασιλέα ἡμῶν καί εἰς τήν Κυβέρνησίν του, εἰς τάς Διοικητικάς, τάς Δικαστικάς, καί Στρατιωτικάς Ἀρχάς, ὡς καί εἰς τά παρ’ αὐτῶν διαταττόμενα, μέχρι θυσίας καί αὐτῆς τῆς ζωῆς ἡμῶν, πρός τῷ, «ἀπόδοτε τά τῷ καίσαρος καίσαρι, καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» κ.τ.λ. Περί τῶν κακῶν, ἅτινα προέρχονται ἐκ τῶν κομμάτων, καί περί ὁμονοίας καί ἀγάπης τῶν χριστιανῶν. Περί τῶν συμβαινόντων λῃστειῶν καί ἀδικιῶν, τῆς ἐπιστροφῆς αὐτῶν, καί περί ἀποχῆς τοῦ λοιποῦ ἀπό τῶν τοιούτων. Περί προσευχῆς. Περί Νηστείας καί τῆς πολυειδῶς καί πολυτρόπως ἀπατήσεώς της ἤδη. Περί ἐλεημοσύνης ταῖς ἰδίαις ἡμῶν χερσί τό κατά δύναμιν. Περί ὅρκου, ὅτι, μ΄ὅλον ὅτι εἶναι ἀπηγορευμένος οὗτος ὅλως ἀπό τό Ἱερόν Εὐαγγέλιόν μας, ἡμεῖς καί ὁρκιζόμεθα τήν σήμερον, δέν λέγομεν τήν ἀλήθειαν εἰς τά δικαστήρια, καί γινόμεθα ὡς ἐκ τούτου ἐπίορκοι. Καί τέλος, Περί μετανοίας, Περί ἐξομολογήσεως, Περί ἐπιστροφῆς ἡμῶν εἰς τόν Θεόν, κτλ. Καί Περί ἀποχῆς τῶν κακῶν ἐν γένει. Ὁ δέ καρπός τῆς διδασκαλίας τοῦ ἀνθρώπου τούτου, εἶναι τόσον τελεσφόρος, καί τόσον πολλήν καί καλήν ἐντύπωσιν ποιεῖ, ὥστε αὐθωρεί μεταβάλλει καί μεταφέρει ψυχάς ἀπολλυμένας εἰς μετάνοιαν, καί εἰς δάκρυα κατανύξεως. Οἱ δέ ἄνθρωποι τόσον πείθονται καί ὑπακούουσιν εἰς τούς λόγους του, ὡς νά διδάσκωνται ἀπό Θείαν τινά Ἀρχήν. Καί τόσον σέβας καί ὑπόληψιν τῷ ἀποδίδουσιν, ὥστε μετά τό τέλος τοῦ λόγου του, φιλοτιμοῦνται, τίς πρῶτος νά προασπασθῇ τήν χεῖρα του, καί τίς νά προφθάσῃ νά κόψῃ μέρος ἀπό τό ράσον του, διά νά ἔχῃ αὐτό χάριν Σεβασμοῦ καί εὐλαβείας του».
Ἐπίσης μία σημαντική μαρτυρία πού καταγράφεται στό βιβλίο τοῦ Βασίλειου Χριστοπούλου «Κάτοικος Πατρῶν» δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τόν λόγο τοῦ Παπουλάκου.
Ὁ συγγραφέας, πολιτικός μηχανικός, ἀναφέρεται στό χειρόγραφο ἀρχεῖο, πού ἐντοπίστηκε σέ παλαιά οἰκία Πατρινοῦ (πρῶτο μισό του 19ου αἰώνα) καί φυλασσόταν σέ κρύπτη ἑνός τοίχου καί ἀνευρέθη δέ, ὅταν ἄρχισαν οἱ ἐργασίες ἀναπαλαίωσης, κατά τήν δεκαετία τοῦ 1990. Τό εἶχε κρύψει ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ κάτοικος της οικίας, Δημήτριος Γιαννόπουλος.
Ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων ὁ Δημήτρης Γιαννόπουλος «Στόν κύκλο τοῦ ἅγιου δασκάλου (δήλ. τοῦ Φλαμιάτου) γνώρισα καί ἄλλους, τόν ἀδελφό Συμεών καί τόν ἴδιο τόν Παπουλᾶκο. Καταγόταν ἀπό τά Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων καί ἦταν ἄνθρωπος λαϊκός – χασάπης στά νιάτα του – ἀλλά εἶχε ἐμπνευστεῖ ἀπό τήν ὀρθοδοξία καί τήν χάρη Σου. Πρῶτος αὐτός εἶχε δεῖ τούς κινδύνους ἀπό τόν χωρισμό τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησίας καί τήν ἐπιρροή τοῦ καθολικισμοῦ ἀπό τό ἀγγλο-γαλλικό κόμμα καί ἀπό τόν ἀλλόθρησκο βασιλέα μας.
Ἡ παρουσία του μέ ἐμψύχωνε. Ἕνας ἁπλός καί ἀμόρφωτος ἄνθρωπος μέ τή δύναμή Σου, Κύριε, ἀπόκτησε σοφία καί δύναμη. Κατάλαβα ὅτι τό θέλημά Σου εἶναι πάνω ἀπό τίς ἐξουσίες τῶν ἀνθρώπων.
Πολλές φορές ὁ ἅγιος Παπουλᾶκος μέ τόν ἁγιοκήρυκα Φλαμιᾶτο καί ἄλλους καλογήρους ἀπό τό Μέγα Σπήλαιο ἐρχόσαντε στό μαγαζί μου. Μετά τίς 10 τό βράδυ ἔκλεινα τίς πόρτες ἀπό τόν φόβο τῶν χωροφυλάκων καί καθόμαστε μέχρι τά μεσάνυχτα. Ἔβγαζα ψωμί καί προσφάϊ γιά ὅλους, ρακί καί κρασί, καί συζητάγαμε θεολογικά καί πολιτικά. Πιό πολύ ἀκούγαμε τόν ἅγιο νά μιλάει γιά τήν ὀρθοδοξία μας. Κάθοταν στό κεφάλι τοῦ τραπεζιοῦ, σ’ ἕνα μεγάλο και γερό πάγκο πού τόν εἶχα μόνο γι’ αὐτόν. Ἀκόμα τόν φυλάω, καί στούς δικούς μου ἀνθρώπους, ὅταν μέ ρωτοῦν τούς τόν δείχνω. Κάθονται ἐπάνω του καί κάνουν τόν σταυρό τους.
Καθόταν λοιπόν στόν πάγκο του καί ἡ φωνή του, βροντερή καί θεϊκιά, ἦταν σάν νά ἐρχόταν ἀπό τόν οὐρανό. Ὅταν μιλοῦσε, ἦταν σάν ἀπό τό ἀγριεμένο καί κόκκινο πρόσωπό του νά ἀκοῦμε τήν δική Σου φωνή.
Ἀπό τότε πού ὁ Μαυροκορδᾶτος καί ὁ Κωλέττης ἤρθανε στά πράγματα, ἔλεγε, ἀνέβηκε ἡ ἐπιρροή τῆς Ἀγγλογαλλίας. Ὅλη τους ἡ προσπάθεια ἦταν γιά τή θρησκεία μας. Χτίζαν φράγκικα σχολειά, δυτικές ἐκκλησίες καί Μοναστήρια καί κάναν στόν κόσμο κατήχηση ὅτι, γιά νά προοδέψουμε, ἔπρεπε νά γίνουμε φράγκικη Εὐρώπη. Ἀρχηγός στά ἄνομα σχέδιά τους εἶχαν τόν βασιλέα μας. Ποτέ τοῦ δέ βαφτίστηκε οὔτε ὁ ἴδιος οὔτε τά παιδιά του, οὔτε καί αὐτόν τό διάδοχό του θρόνου ἤθελε νά τόν βαφτίσει.
Κοντά στό βασιλέα, οἱ πρόξενοι καί οἱ δικοί μας φραγκοφορεμένοι. Ἡ κατήχηση αὐτή ἐναντίον τῆς πατρίδας μας ἀπό τήν ἀπελευθέρωση μέχρι καί σήμερα συνεχῶς προοδεύει. Ἔχουν παραλύσει ὁλόκληρο τό κράτος, τή διοίκηση, ἀκόμα καί τήν ἐκκλησία.
Ἀγρίευε ὁ ἅγιος, τά μάτια τοῦ πετοῦσαν φλόγες καί οἱ φλέβες τοῦ λαιμοῦ τοῦ φούσκωναν ἕτοιμες νά σπάσουν, ὅταν μίλαγε γιά τούς φραγκοφορεμένους.
-Ὅλοι αὐτοί βάλθηκαν νά μᾶς ἀλλαξοπιστήσουν. Ἐμεῖς μόνο θρησκεία καί γλῶσσα ξέραμε καί αὐτά μᾶς κράτησαν ζωντανούς τόσα χρόνια κάτω ἀπό τόν Τοῦρκο, γιά νά μποροῦμε νά καμαρώνουμε τώρα πού εἴμαστε βασίλειο».
– Ναί, ἅγιε πατέρα».
-Τί θά ποῦμε στό Ρήγα καί στόν Ἀθανάσιο Διάκο, στόν Καραϊσκάκη καί στούς Κολοκοτρωναίους, ποῦ θυσίασαν τή ζωή τους γιά τήν ὀρθοδοξία; Ὅτι τά παιδιά σας, πού τούς δώσατε λεύτερη πατρίδα, θέλουνε νά γυρίσουν πίστη καί θρησκεία;»
Στά 1850 οἱ δεσποτάδες χώρισαν τήν Ἑλλάδα ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινούπολης καί τήν κήρυξαν ἀνεξάρτητη. Ὅταν ὁ ἅγιος μιλοῦσε γι’ αὐτό, ἀγρίευε καί χτυποῦσε μέ δύναμη τά χέρια τοῦ πάνω στό τραπέζι.
-Ἀντισταθεῖτε ἀδελφοί! Σέ λίγο καιρό θά μᾶς εἰποῦν νά μονοιάσουμε μέ τήν Δυτική Ἐκκλησία καί ὕστερα νά ἀρνηθοῦμε καί τήν πίστη μας! Ἀντισταθεῖτε!
Αὐτές ἦταν οἱ διδαχές τοῦ Παπουλάκου. Ἔλεγε καί ἄλλα πιό θεολογικά μέσα ἀπό τίς γραφές, ἀλλά δέν τά θυμᾶμαι. Ἄν σήμερα ἡ ὀρθοδοξία ἔζησε καί δέν φραγκέψαμε, τό χρωστᾶμε σ’ αὐτό τόν ἅγιο, πού τόν κατηγόρησαν ἀγύρτη καί ἀπατεώνα. Μέ τήν βοήθειά του στύλωσα τήν πίστη μου καί προόδεψα θρησκευτικά καί ἐπαγγελματικά.
Σήμερα πού τά γράφω καί πού ἀσχολοῦμαι μέ τά ἐκκλησιαστικά σάν ἐπίτροπος στόν Ἄϊ – Νικόλα τό Βλατεριώτη, βλέπω πόσο λείπουν αὐτές οἱ μορφές ἀπό τή θρησκεία μας. Χάθηκε ἡ μαχητική ὀρθοδοξία, ἄλλοι ἐξορίστηκαν στίς φυλακές καί ἄλλους τούς κλεῖσαν μέ τή βία στά Μοναστήρια.
Τά δύο κόμματα, ἔλεγε ὁ ἁγιοπατέρας, ἐκεῖ τσακώνονται καί ἐκεῖ μονοιάζουν καί τά μοιράζουνε. Ἡ πίστης τούς εἶναι ἡ ἴδια: φράγκικο καί χρῆμα. Ἀπό κεῖ περιμένουν τό μπράβο, ὄχι ἀπό τούς φτωχό-Ἕλληνες. Αὐτούς τούς ἔχουν γιά παρακεντέδες. Καί μετά, ὅλα δικά τους. οἰκόπεδα καί γῆ γεμάτη ἡ Ἑλλάδα, παίρνουν ὅσα θέλουν.
Χρόνιά μας ἐμπαίζουν, ἀλλά ἐμεῖς, οἱ φτωχοί χωριάτες καί μικρομαγαζάτορες τῆς πόλης, κάνουμε πώς δέν καταλαβαίνουμε. Τότε, τό 1851, ἐρχότατε ὁ χωροφύλακας καί ἐπί ἐξυβρίσει τοῦ νόμου ἔμπαινε στό μαγαζί σου γιά ἔρευνα καί δέν ἄφηνε λίθον ἐπί λίθου. Σήμερα κάπως μαλάκωσαν. Μετά τά γεγονότα τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 1862, πού διαξᾶνε τό βασιλέα, ὁ χωροφύλακας κρατιέται μακριά, ὄχι ἀπό σεβασμό ἀλλά ἀπό φόβο.
Στά τέλη τοῦ 1852 ὁ Παπουλάκος ξεσήκωσε Μάνη καί Καλαμάτα καί παραλίγο νά κάμει ἐπανάσταση. Τότε τό κράτος ἀγρίεψε, ὀργανώθηκε καί κτύπησε τούς ὀπαδούς του. Τούς κλείσαν σέ φυλακές καί μοναστήρια, ὅμως τόν ἴδιο δέν τόλμηξσαν νά τόν πάνε σέ δίκη. Τό κίνημα εἶχε ρίζες καί ὁ λαός τόν ἀγάπαγε.
Μαζί μέ τό κράτος κινήθηκαν καί οἱ μεγάλοι ἔμποροι, ἀνάμεσά τους ὁ Τομαρόπουλος. Εἶμαι σίγουρος πώς αὐτός ἔστειλε τόν ἀστυνόμο καί μοῦ ἔκαμε κατ’ οἶκον ἔρευνα, ψάχνοντας νά βρεῖ ὑλικό της ὀρθοδοξίας. Τότε γνώρισα γιά τά καλά τί πά’ νά πεῖ «κατ’ οἶκον». Κατώγια καί ἀνώγια, σεντο΄καί, πιθάρια, βαρέλες καί κουβέλια νά τά ἀναποδογυρίζουν, νά σκίζουν τά στρώματα, νά σού γκρεμᾶνε τούς γιούκους∙ νά σού σκορπᾶνε τό βίος στούς ἀέρηδες γιά νά βροῦν ἕνα φυλλάδιο ἤ μία ἀπόδειξη συνδρομῆς κι ἐσύ νά μήν μπορεῖς νά τούς πεῖς κουβέντα. Ποῦ ζοῦμε, Κύριε, σέ ὀρθόδοξο κράτος ἤ στοῦ Μωάμεθ! Οὔτε οἱ Τοῦρκοι τέτοιο μίσος.
Ὅμως τί νά γράψω μπροστά σέ ὅσα πέρασε ὁ ἁγιοπατέρας; Τόν φυλάκισαν στό καστέλλι τοῦ Ρίου καί τόν βασάνισαν. Εὐτυχῶς μετά ἀπό ἕνα μήνα τόν ἔστειλαν σέ μοναστήρι καλόγηρο. Ἀπαλλάχτηκε ἀπό τά βασανιστήρια τῆς φυλακῆς καί ὅλοι ἡσυχάσαμε. Τόν δάσκαλο Φλαμιάτο τόν ἔκκλεισαν καί αὐτόν στό Ρίο καί μετά τόν στείλαν καλόγηρο στήν Ἄνδρο, νά τόν ξεχάσει ὁ κόσμος, καί κεῖ μέ τήν ἡσυχία τούς τόν ξεκάνανε.
Γιά πολλά χρόνια τους κατηγοροῦσαν ἀγύρτες καί ψευτοπροφῆτες ὅτι φάγανε τά λεφτά τοῦ κόσμου καί πλούτισαν. Γιά μένα ὅμως ἤσαν ἁγνοί πατριῶτες καί καλοί χριστιανοί καί εἶχαν προφητέψει πολλά δεινά πού ἔπεσαν στήν Ἑλλάδα ἀπό τούς Ἀγγλογάλλους. Ἔφτασαν μέχρι νά ἀποκλείσουν μέ τόν στόλο τούς Ἀθήνα καί Πειραιά. Ἀκόμα καί τήν Πάτρα δυσκόλεψαν καί πάγωσαν τό ἐμπόριο
Γιά τά λίγα λεφτά πού ἔδωσα, αἰσθάνομαι ὅτι ἔκανα τό πιό θεάρεστο ἔργο, καί νά λυπᾶμαι, εἶναι πού δέν μπόρεσα νά δώσω περισσότερα καί πού δέν εἶχα τή μόρφωση καί τό θάρρος νά γίνω σάν κι αὐτούς, καί ἄς μέ φυλάκισαν
«Μακάριοι ἐστέ, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσιν καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι, ἕνεκεν ἐμοῦ, χαίρετε καί ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Ὅμως ἐγώ, ὁ ἁμαρτωλός, στάθηκα μικρός, ἀρνήθηκα τόν προστάτη μου, αὐτόν πού μέ ἔσωσε ἀπό τό σάλεμα τοῦ νοῦ καί μ’ ἔβαλε στό δρόμο τῆς σωτηρίας Σου.
– Ἤσουν κι ἐσύ ὀπαδός τοῦ ἀγύρτου Παπουλάκου;
-Ἐγώ μαγαζί εἶχα, κύρ ἀστυνόμε, καί ἐρχόταν ὁ ἅγιος καλόγερος νά πιεῖ μέ τούς φίλους του κάνα ρακί.
-Ἅγιος καλόγερος, ἐ;
Προδόθηκα ὅτι τόν θαύμαζα καί μετά πῆγα νά ξεφύγω μέ χειρότερη ἄρνηση.
-Οὔτε πού κουβεντίαζα μαζί του.
-Ἔπαιρνες ὅμως τή Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας;
-Πελάτες ἤσαντε, μέ γράψαν συνδρομητή, δέν μποροῦσα νά ἀρνηθῶ.
Πολλοί Πατρέοι ξέραν τή γνωριμία μας καί ἀνάμεσά τους καί οἱ χωροφυλάκοι. Ἔτσι δύσκολα μέ πίστευαν. Συχώρα μου, Κύριε, τή λιγοψυχία, ὅπως τή συχώρεσες καί στόν Ἀπόστολό Σου Πέτρο καί τόν ἔκαμες στερνά ἅγιό της ὀρθοδοξίας. Καί τιμώρησε αὐτούς πού τόν πολέμησαν. Δέν εἶναι δίκαιο ὁ Τομαρόπουλος ἀκόμα νά ζεῖ καί ὁ ἅγιος πατέρας νά ἔχει πεθάνει στίς φυλακές. Ἡ δικαιοσύνη Σου δέν πρέπει νά τόν ἀφήσει ἀτιμώρητο.
Ἐρχόσαντε χριστιανοί καί μέ ρωτοῦσαν ποῦ κάθισε ὁ ἁγιοπατέρας, νά καθίσουν κι αὐτοί νά εὐλογηθοῦν. Καμάρωνα καί τούς ἔδειχνα τόν πάγκο του. Οἱ πατέρες στή φυλακή κι ἐγώ στό ρακοπωλεῖο μου νά ἐμπορεύομαι τή φήμη πού ἔδωσαν στό μαγαζί… Ἀπό βλεδυρᾶς καρδίας καί ψυχῆς ἐρρυπωμένης, ἀπό ρυπαρῶν χειλέων, δέξου μέ Κύριε, καί δός ἐμοί τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἐν μετανοίᾳ ἐκτελέσαι».
Ἀπό αὐτό τό κείμενο συμπεραίνει κανείς ὅτι σωστά τοῦ ἔχει δοθεῖ ὁ τίτλος «Νέος Ἀπόστολος τῆς Ορθοδοξίας καί τοῦ Γένους», καί ὅτι ὡς νέος Ἄτλας σήκωσε στούς γερασμένους ὤμους του τήν Πίστη μας, παρά τις κακοπάθειες, πού δέχτηκε, ἀκόμη καί τόν ξυλοδαρμό ἀπό τόν ἐπίσκοπο Μητροφάνη…
Ἀσημένια λειψανοθήκη τῶν ὁσίων Χριστοφόρου καί Διονυσίου τῶν Παπουλάκηδων
(Ἱ. Ν. Εὐαγγελισμοῦ Ἐμπορείου Θήρας, προνοίᾳ ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα)
5ο Κεφάλαιο:
Ἡ ἀνοιχτή ρήξη μέ τίς ἀρχές
5.1 Ἡ συνέχεια τῆς περιοδείας του
Ὅπως εἶναι ἐπόμενο, ὁρισμένα ὄργανα τῆς δημόσιας διοίκησης, νομάρχες, ἔπαρχοι καί χωροφύλακες, οἱ ὁποῖοι συχνά ἔλπιζαν σέ προαγωγές, ἑρμήνευαν ὡς ἀντικαθεστωτικά τά λεγόμενά του καί, ἀπό ἕνα σημεῖο καί ἔπειτα, δέν δίσταζαν νά ἐνημερώνουν μέ ἡμιεπίσημες ἐπιστολές τους τήν κεντρική διοίκηση στήν Ἀθήνα. Ὁ νομάρχης Μεσσηνίας Γ. Ροντόπουλος, μετά τήν Διδαχή τοῦ Παπουλάκου στήν Καλαμάτα, τοῦ ζήτησε νά φύγει ἀπό τήν πρωτεύουσα ἀθόρυβα, ὅπως καί πράγματι ἔφυγε, γιά νά μήν προκληθεῖ ἀναστάτωση. Κατόπιν, μετέβη διαδοχικά στούς δήμους Ἀλαγονίας, Ἀμφείας καί Θουρίας. Ἔφτασε μέχρι τήν Μονή Βουλκάνου, ὅπου τόν φιλοξένησε ὁ Καθηγούμενος μέ τήν συνοδεία του. Ἐπειδή, ὅμως, συνέχιζε τό κηρυκτικό τοῦ ἔργο, ὁ νομάρχης τοῦ παρήγγειλε, ἐπιτακτικά καί αὐθαίρετα, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν περιοχή του. Ὄντως, κατευθύνθηκε, διά τῆς ὁδοῦ τῶν Δερβενῖων, στόν νομό Ἀρκαδίας, μή πορευόμενος πρός τούς δήμους τῆς ἐπαρχίας Μεσσήνης, ὅπου ἐπιμόνως τόν προσκαλοῦσαν κλῆρος καί λαός. Στήν πορεία, κατευθύνθηκε στόν δῆμο Τριπόλεως καί τελικά ἔφτασε στήν Κυπαρισσία, ὅπου ὁ ἔπαρχος Τριφυλίας τόν δέχτηκε.
Ἐντωμεταξύ, ἡ κυβέρνηση πανικοβλημένη ἀπό τά τεκταινόμενα, τά σχετικά μέ τήν ἀποδοχή καί προσήλωση τοῦ λαοῦ πρός τόν ὅσιο Χριστοφόρο, ἦρθε σέ ἀντιπαράθεση μέ τήν Ἱερά Σύνοδο, ἡ ὁποία ἐξέδωσε ἀπόφαση νά προσέλθει ἐνώπιόν της «ἵνα δώσῃ λόγον περὶ τοῦ σκανδαλώδους αὐτοῦ κηρύγματος». Ὁ Παπουλᾶκος, ἔχοντας τήν κακή ἐμπειρία τῆς πρώτης ἐμφανίσεώς του ἐνώπιόν της Συνόδου, γιά τήν ἄδεια κηρύγματος, καί κατανοώντας τίς προθέσεις τῆς δουλικῆς, πρός τήν ξενόφερτη ἐξουσία, Συνόδου, δέν ἀνταποκρίθηκε καί κατευθύνθηκε στα Ἄρμπουνα, γιά νά συνεχίσει τήν ἄσκηση τοῦ κηρύγματός του.
5.2 Δεύτερος κύκλος τῆς περιοδείας του
Τούς δύο τελευταίους μῆνες τοῦ 1851 καί τούς τρεῖς πρώτους του ἑπομένου ἔτους δέν εἶναι γνωστές οἱ ἐνέργειές του, ἀλλά ἐκτιμᾶται ὅτι παρέμεινε ἡσυχάζων στά Ἄρμπουνα, στήν Σκήτη καί στήν οἰκία του.
Ὁ νέος κύκλος τῆς περιοδείας του ξεκίνησε ἀπό τήν ἐπαρχία Σπετσῶν καί τήν Ἑρμιονίδα, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπό τήν Κορινθία καί τήν Ἀργολίδα. Τό κήρυγμά του στίς Σπέτσες καρποφόρησε ὅσο πουθενά ἀλλοῦ μέχρι τότε. Οἱ ἐκδηλώσεις εὐλάβειας τῶν κατοίκων ἔφτασαν σέ ἀκραῖα σημεῖα. Ἀκόμα καί οἱ λίθοι, πάνω στούς ὁποίους πάτησε, γιά νά κηρύξει, θεωροῦνταν ὅτι εἶχαν θαυματουργικές ἰδιότητες. Μάλιστα διαδόθηκε ὅτι ἐμφανιζόταν καθ’ ὕπνο σέ πιστούς καί τούς ὑποδείκνυε σημεῖα, γιά νά ἀνοίξουν πηγάδια, ὅπως στίς Σπέτσες. Σημειωτέον πώς ή κεντροανατολική πλευρά τοῦ συγκεκριμένου νησιοῦ ἦταν τελείως ἄνυδρη. Πράγματι, ἕνας εὐλαβής Σπετσιώτης, ποῦ εἶδε σέ ὅραμα τόν Παπουλᾶκο, μετέβη στό υποδειχθέν σημεῖο καί, ἀνοίγοντας πηγάδι, βρῆκε ἀναβλύζον πόσιμο νερό. Τό πηγάδι αὐτό θεωρήθηκε ὡς ἁγίασμα καί τό θαῦμα ταξίδεψε στόμα μέ στόμα σέ ὅλους, ὅσοι πίστευαν καί ὅσοι ἔμελλε νά πιστέψουν στήν ἁγιότητα τοῦ Παπουλάκου.
Ἀκολούθως, μετέβη, ἀπέναντι των Σπετσῶν, στό Κρανίδι, τοῦ ὁποίου οἱ κάτοικοι ἦταν Ἀρβανίτες. Τά ἀποτελέσματα τῆς ὁμιλίας τοῦ ἦταν καί ἐκεί ἐκπληκτικά. Τό κήρυγμά του τό ἐκφώνησε ἀπό ἕνα δέντρο, στό ὁποῖο μετά τήν ἀποχώρησή του ἀνήγειραν προσκυνητάρι μέ σταυρό.
Στίς Σπέτσες καί στό Κρανίδι τά πλήθη ἄρχισαν νά ἐξεγείρονται ἐναντίον τῶν ἐκπροσώπων τῆς δημόσιας διοίκησης, πού ἤθελαν νά φιμώσουν τόν Ἁγιοπατέρα τους. Λιτανεῖες καί ἀγρυπνίες γίνονταν στήν μνήμη του. Οἱ ἱερεῖς ἐκεῖ, ἀλλά καί σέ ἄλλα μέρη τίς ἐπικράτειας ἔπαυσαν νά μνημονεύουν τό ὄνομα τοῦ βασιλέως κατά τήν Θεία Λειτουργία καί ἀντί αὐτοῦ μνημόνευαν τό ὄνομα τοῦ Χριστοφόρου «ὡς ὀρθοτομοῦντος τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Στήν Ὕδρα καί στίς Σπέτσες ἔβλεπαν νά κινοῦνται τά κανδήλια καί να δακρύζουν οἱ εἰκόνες κατά τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του.
Μετά ἔφτασε στήν Λακωνία, διερχόμενος ἀπό τῆς ἐπαρχίες Κορινθίας καί Ἀργολίδος. Στήν Λακωνία οἱ ἀκόλουθοί του, γιά νά μήν συλλάβουν τόν ὅσιο Χριστοφόρο, ἔκαναν πραγματική ἔνοπλη στάση, ὅπως θά περιγραφεῖ παρακάτω, ἡ ὁποία μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἕνα εἶδος ἐπαναστατικοῦ «κινήματος».
5.3 Στήν Λακωνία
Ὁ Παπουλᾶκος μετέβη στόν νομό Λακωνίας τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1852. Ἀποβιβάστηκε στήν Μονεμβασιά, περιῆλθε ἀρχικῶς τίς ἐπαρχίες Ἐπιδαύρου, Γυθείου καί μετ’ ὀλίγον ὁλόκληρη ἡ κεντρική καί δυτική Λακωνία ἦταν ἀνάστατη ἀπό τά κηρύγματά του. Εἶναι ἐκπληκτικό, πῶς στήν τόσο τραχειά καί δυσπρόσιτη Μάνη κατάφερε νά ἔχει τόσο ἀπροσδόκητα ἀποτελέσματα ὁ λόγος του. Ὁρισμένες δυτικόφιλες ἐφημερίδες στήν Ἀθήνα πίεζαν ἀφόρητα τό κράτος γιά τήν σύλληψή του, μέ ἐπικριτικά σχόλια, ἐνῶ παράλληλα οἱ ἀναφορές τῶν νομαρχῶν, ἐπάρχων καί χωροφυλάκων ἄρχισαν νά μιλοῦν γιά τήν ἐπικίνδυνη ἔξαψη, πού προκαλοῦσε ἐναντίον τῆς ἐξουσίας καί τῶν ξένων προστατῶν της «ὁ λαοπλάνος Παπουλᾶκος, ἀγύρτης» κ.ἅ..
Ὑπῆρξε ἐξαναγκασμός τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πολιτεία, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι πολλά κείμενα τῶν Συνοδικῶν ἐγγράφων τά συνέτασσε ὁ Γεν. Γραμματέας τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, Ἀνδρέας Μάμουκας, καί κατόπιν μέ ἀπειλές τά πήγαιναν στήν Ἱ. Σύνοδο γιά νά τά ὑπογράψει αὐτοστιγμεί! Ἔτσι, στίς 15 Μαΐου 1852 ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀφαίρεσε τήν ἄδεια κηρύγματος καί τοῦ ἐπέβαλε περιορισμό στήν Μονή τοῦ Προφήτου Ἠλιού Θήρας, δῆθεν γιά τήν παρακοή του νά παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν της, ἐνῶ ο πραγματικός λόγος ἦταν ὅτι ἤθελε νά τόν φιμώση, γιατί καταφερόταν κατά τῶν ἀπεσταλμένων τῆς Δύσης, καί τῶν μεγάλων δυνάμεων, πού εἶχε, κάθε μία, τά συμφέροντα της. Κυρίως ἐπέκρινε τρεῖς χῶρες καί ἐξηγοῦσε προορατικά τί θέλει κάθε μία ἀπό αὐτές. Γιά τήν Ἀγγλία έλεγε ότι θέλει νά κατευθύνει τά πολιτικά πράγματα τῆς χώρας μας, για τούς Ὀθωμανοῦς ότι ἤθελαν νά πάρουν τήν Μικρά Ἀσία (βλ. Μικρασιατική Καταστρωφή τοῦ 1922) καί γιά τούς Ἑβραίους ὅτι θέλουν νά καταλάβουν τήν Ἁγία Γῆ (βλ. τήν ἵδρυση τοῦ ἑβραϊκοῦ κράτους καί τίς ἐπιδιώσεις τους γιά τό Πατριαρχεῖο).
Ἐπίσης, ἀπέστειλε ἐγκύκλιο πρός κλῆρο καί λαό τῆς Λακωνίας, διά τῆς ὁποίας κατήγγειλε τόν «λήρους ἀσέμνους καὶ σκανδαλώδεις ἐξευρευγόμενο» μοναχό Χριστοφόρο καί παρακινοῦσε τούς πιστούς σέ ὑπακοή τοῦ Βασιλέα καί τῆς κυβέρνησης καί κυρίως ἐξύβριζε ξένα κράτη, πού προστάτευαν τήν ἐξουσία. Ἐπιπλέον, ἀπέστειλε δύο διαπρεπεῖς, πεπαιδευμένους καί εὐφραδεῖς ἱεροκήρυκες τόν Καλλίνικο Καστόρχη, τόν μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπο Φθιώτιδος καί τόν Νεόφυτο Κωνσταντινίδη. Ὁ πρῶτος ἀπεστάλη στήν Λακωνία καί ὁ δεύτερος στίς ἐπαρχίες Σπετσῶν καί Ἑρμιονίδος.
Ἡ ἐγκύκλιος καί ἡ ἀποστολή τῶν ἱεροκηρύκων εἶχε τά ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀποτελέσματα και παρόργισε περαιτέρω κλῆρο καί λαό. Οἱ κληρικοί, ἀπό τή μία, δέν δέχτηκαν τίς ἐγκυκλίους, διότι γνώριζαν ὑπό ποιά πίεση ἐκδόθηκαν καί ἀμφισβήτησαν τό κῦρος τους, διότι δέν ἔφεραν τίς ἀπαιτούμενες ὑπογραφές τῶν ἱεραρχῶν. Από τήν ἄλλη, ὁ λαός διέδιδε ὅτι ἡ Σύνοδος διά τῆς ἐγκυκλίου τῆς κατά τοῦ Παπουλάκου, ὑπέκυψε στις προτεστατικές επιδιώξεις των «Λουθηροκαλβινιστῶν» οἱ ὁποῖοι ἀπαγόρευαν τό βάπτισμα πρό τοῦ εἰκοστοῦ ἔτους τῆς ἡλικίας, τήν χρήση τοῦ ἁγίου μύρου καί διέταξε τήν κατάργηση τῶν νηστειῶν καί τήν καθαίρεση τῶν ἁγίων εἰκόνων. Γενικῶς, κατάλαβαν ὅτι ἡ κυβέρνηση ἔχοντας φιμώσει καί ὑποτάξει τήν Σύνοδο, ἐργάζονταν νά ἀλλοιώσουν τό Ὀρθόδοξο δόγμα η, ὅπως ἔλεγε ὁ Παπουλᾶκος, «κινδυνεύει τό θρησκευτικόν». Ὁ λαός τοῦ Κρανιδίου ὀργίσθηκε τόσο πολύ μέ τόν ἀρχιμ. Νεόφυτο Κωνσταντινίδη, ὅταν αὐτός προσπάθησε νά κηρύξει, πού προέβη σέ ἐχθρικές διαδηλώσεις ἐναντίον του. Ὁρισμένοι θερμόαιμοι μάλιστα λιθοβόλησαν τήν οἰκία ὅπου διέμενε, μέ ἀποτέλεσμα ὁ συγκεκριμένος ἱεροκήρυκας, νά ἀποχωρήσει ἐσπευσμένα τελείως ἄπρακτος, ἐνῶ πλῆθος τόν προέπεμπε μέχρι τήν παραλία μετ’ ὀνειδιστικῶν κραυγῶν καί χειρονομιῶν.
Παράλληλα, ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ὁ ἐκκλησιαστικός ἐπίτροπος τῆς νομαρχίας Ἀργολίδος καί Κορινθίας ἀπαγόρευσε τήν τέλεση τῶν καθημερινῶν παρακλήσεων στό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στίς Σπέτσες, λόγω του ὅτι ἀπό ἐκεῖ προέρχονταν διαδηλώσεις ὑπέρ τοῦ Παπουλάκου. Οἱ ἱερεῖς γνωστοποίησαν ὅτι παρεμποδίζονταν στήν τέλεση τῶν ἱεροπραξιῶν τους ἀπό τον Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο, και, ἔτσι, τό ἑσπέρας τῆς 22ας Μαΐου 1852 τρεῖς χιλιάδες πολίτες περίπου, λιθοβόλησαν τήν οἰκία τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Ζαχαρία Μαθᾶ καί πολιόρκησαν τό ἐπαρχεῖο, ζητώντας τό πρωτότυπό τῆς ἐγκυκλίου τῆς Συνόδου, γιά νά τό κάψουν ἐπιδεικτικά. Τελικά πείσθηκαν νά ἀπέλθουν, ἀφοῦ ἔλαβαν ἄδεια νά τελέσουν ἀγρυπνία στό ναό.
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Μαΐου 1852 δόθηκαν ἐντολές στά ὄργανα τῆς δημόσιας διοίκησης νά συλλάβουν τόν Παπουλᾶκο. Παράλληλα ὅμως, στούς ἀνθρώπους, πού παρακολουθοῦσαν τά κηρύγματά του, ἐκτός ἀπό πολυάριθμες γυναῖκες ἐμπλέκονταν καί ἔνοπλοι άνδρες, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νά τόν συνοδεύουν σέ κάθε τόπο γιά προστασία του. Ὁ ἀριθμός τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἐναλλάσσονταν, ἀναλόγως των περιστάσεων. Σύμφωνα μέ ἔκθεση τοῦ ἐπάρχου Οἰτύλου, στό χωριό Προάστιο τοῦ δήμου Καρδαμύλης, μετέβη συνοδευόμενος από τριακοσίους ἔνοπλους. Στό χωριό Λαγκαδά, ἡ δημόσια δύναμη, πού απεστάλη πρός καταστολή ταραχῶν, τόν βρῆκε νά περιφρουρεῖται ἀπό ἑκατόν πενήντα ἐνόπλους. Ὁ ἴδιος ἔπαρχος ἀνέφερε ὅτι ἡ φρουρά τοῦ ἔφτασε νά ἀποτελεῖται καί ἀπό τέσσερις χιλιάδες λαοῦ.
Στά Πηγάδια μετέβη ἐκ δήμου Ἀβίας μέ δυόμισι ἤ τρεῖς χιλιάδες λαοῦ. Στό Μαυροβούνιο οἱ συνηγμένοι ἀνέρχονταν στούς ἕξι χιλιάδες. Χαρακτηριστικά, ὁ ἔπαρχος Γυθείου, στό ἀπό 14 Μαΐου 1852 ἔγγραφό του πρός τόν Ὑπουργό Ἐσωτερικῶν, ἀνέφερε: «Μὴ σᾶς φαίνεται, ἐκλαμπρότατε, παράξενον διότι δὲν ἐπρόκειτο λόγος περί συλλήψεως ἑνός, ἀλλὰ περὶ χιλιάδων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἀνοήτων, περιφρουρούντων αὐτὸν μανιακῶς, προταττομένων τῶν κατὰ χωρία ἱερέων καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ἀσίνης».
Ἀνάμεσα στόν κόσμο πού τόν ἀκολουθοῦσαν, πρωτοστατοῦσε ὁ κλῆρος. Σύσσωμο τό ἱερατεῖο Λακωνίας, ἀψηφοῦσε τίς παραινέσεις τῆς Συνόδου καί συνόδευε τόν Παπουλᾶκο. Ὁ ἐπίσκοπος Ἀσίνης Μακάριος, μέσα στό ὅλο ἐνθουσιαστικό κλίμα ἀναγνώρισε τήν ἁγιότητα τοῦ Παπουλάκου. Μάλιστα περιβεβλημένος τήν ἀρχιερατική του στολή καί περιστοιχισμένος ὑπό ἱερέων καί διακόνων τόν ὑποδέχτηκε σέ ὁμιλία του πού πραγματοποίησε στήν περιφέρειά του.
5.4 Ἡ διάλυση τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας
Ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς ζητοῦσε τήν ἐπέμβαση τῆς κυβέρνησης γιά νά φιμώσουν τόν Παπουλᾶκο. Οἱ μυθώδεις φῆμες γιά τήν ἐπιρροή τῶν Ρώσων, ὡς ὁμοδόξων, ὥστε νά ἐκπληρωθοῦν οἱ προφητεῖες τοῦ Ἀγαθαγγέλου γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Πόλης καί τήν ἐκπλήρωση τῆς μεγάλης ἰδέας, εἶχαν τρομερή διάδοση ἀνάμεσα στόν λαό. Πολλές ἀπό τίς φῆμες ἦταν προφανές ὅτι ὑποκινοῦνταν ἀπό τούς ρωσόφιλους. Ὅλα αὐτά, σέ συνδυασμό μέ τήν πνευματική ἐπανάσταση τῶν λεγομένων «Παπουλακιστῶν», ὁδήγησαν τόν Κοσμᾶ Φλαμιάτο καί τά μέλη τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας, σέ μία ἐσπευσμένη γενική συγκέντρωση στήν Λακωνία.
Ἡ Λακωνία κατακλείστηκε ἀπό ρασοφόρους, γιά αὐτό ἡ κυβέρνηση φοβούμενη τήν ὅλη ἔκρυθμη κατάσταση, προέβη σέ δυναμικές ἐνέργειες. Ἀρχικῶς ἀπαγόρευσε τήν ἐλεύθερη μετακίνηση τῶν κληρικῶν χωρίς εἰδικό διαβατήριο καί κατόπιν σταδιακά ἐξέδωσε μαζικά ἐντάλματα σύλληψης καί ξυλοδαρμοῦ τους. Πρῶτα συνελήφθησαν ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ὁ Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος καί ἀργότερα πολλοί ἄλλοι λαϊκοί, μοναχοί καί ἱερεῖς τῆς Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας. Ἀπό ἔρευνα δέ, πού ἔγινε στήν οἰκία τοῦ Φλαμιᾶτου ἀνευρέθησαν ἐπιστολές μέ τίς ὁποῖες ἐπικοινωνοῦσε μέ διάφορα μέλη τῆς Ἑταιρείας, ἔτσι σιγά – σιγά (μέ τήν ἔρευνα πού προχωροῦσε) συνελήφθησαν ἑκατοντάδες ἄτομα σέ ὅλη τήν τότε Ἑλλάδα, μεταξύ τῶν ὁποίων περίπου ἑκατόν πενήντα κληρικοί. Τά γεγονότα αὐτά, ἐξαιτίας τῆς συμμετοχῆς πολλῶν κληρικῶν, πῆραν ἀπό τόν τύπο τῆς ἐποχῆς τόν τίτλο «καλογηρική συνωμοσία».
Ἡ πνευματική ἀφύπνιση τοῦ Χριστοφόρου εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀνησυχεῖ τά γρανάζια τῆς ἐξουσίας καί «ἐφοβήθησαν» δηλαδή «φόβον, ἐκεῖ, ὅπου οὐκ ἦν φόβος», καί, ὅπου τόν ἔβλεπαν νά κηρύττει, τόν συνελάμβαναν ἀμέσως. Ἄρθρο ἐφημερίδας γράφει γιά τό θέμα τοῦ φόβου ἀπό τοῦς μοναχούς «βεβαιοῦται ὅτι οἱ μέχρι τοῦδε συλληφθέντες καί εἰς φυλακάς ὁδηγηθέντες Καλόγηροι λογίζονται μέχρι τῶν 150». Πίσω μάλιστα ἀπό τό κίνημα αὐτό διέβλεπαν ὅλα τά μοναστικά κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως τό Ἅγιο Ὄρος, τίς Μονές τῆς Βοιωτίας, τῶν Μετεώρων, τῶν Νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καί τοῦ Ἰονίου, τῆς Ἀττικῆς καί τῆς Πελοποννήσου. Σημειώνει ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς γιά τό θέμα αὐτό χαρακτηριστικά: «Μαζί μέ τόν Χριστοφόρον εἶναι ὅλα τά Μοναστήρια. Ἡ ἀνάκρισις ἐπί τῆς καλογηρικῆς συνωμοσίας ἐξακολουθεῖ· συνελήφθησαν πολλά ἄτομα, ἐφυλακίσθησαν πολλοί καλόγηροι· ὡς λέγουσιν, ἡ ἑστία τῆς καλογερικῆς ταύτης συνωμοσίας εἶναι τό ἅγιον Ὅρος καί τό Μέγα Σπήλαιον τῆς Πελοποννήσου καί τά ἐπισημότερα μοναστήρια τῆς Στερεάς. Σκοπός δέ τῶν μοναχών ἡ καταστροφή τῶν ἐκπαιδευτικῶν καταστημάτων, ἡ διατήρησις μόνον τῶν μικρῶν σχολείων, εἰς τά ὁποία νά μανθάνωσι τά μειράκια τό ὀκταήχι, καί τόν ἀπόστολον, ὡς ἐπί τῆς βαρβάρου ἐποχῆς, καί ἄλλα τοιαῦτα μωρῶν καί φωτοσβεστῶν σχέδια». Μία ἄλλη ἐφημερίδα παρομοιάζει τό γεγονός τῆς σύλληψης τῶν κληρικῶν ὡς ἑξῆς: «Αἱ Ἀθῆναι ἀπό τινος ὁμοιάζουν τήν Μαδρίτην τῆς Ἱσπανίας ἤ τήν Ρώμην, διότι ὡς ἐκεῖ εἰς πᾶσαν γωνίαν δέν ἀπαντᾷ τις ἤ καλογήρους, οὕτω καί ἐνταῦθα, ὡς ἐκ συνθήματος, πρό πολλοῦ εἶχον συρρεύσει ἄπειροι κληρικοί. Ἤδη ὅμως ἤρχισε ν’ ἀραιοῦται ἡ τάξις αὐτῶν, διότι οἱ πλειότεροι ἐξ αὐτῶν συλληφθέντες ἐφυλακίσθησαν καί ἄλλοι ἀπήχθησαν εἰς Πάτρας, ἔνθα ἀνακρίνονται».
Γιά νά πτοηθεῖ μάλιστα αὐτός ὁ ἀγώνας γιά πνευματική ἀφύπνιση, ἀπειλοῦσαν τίς Μονές ὅτι ἡ ἐξουσία θά τίς κλείσει. Γράφει μία ἐφημερίδα γιά τό θέμα αὐτό: «Ὡς βεβαία λέγεται ἡ σύνταξις νομοσχεδίου περί τῶν ἱερῶν Μονῶν, καθ’ ὅ αἱ τέσσαρες ἰδίως Μοναί τοῦ Μεγασπηλαίου, τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, τῶν Ταξιαρχῶν καί τῶν Ἁγίων Θεοδώρων λαμβάνουσιν ἐμμέσως τήν τύχην τῶν κατά τό 1833 διαλυθέντων Μοναστηρίων διά τῆς Ἀντιβασιλείας»
Ἐπίσης, ἀπό τίς ἀποκαλούμενες «ἐπικίνδυνες κατά τοῦ καθεστώτος κατασχεμένες ἐπιστολές», ἐπιβεβαιώθηκε ἡ σχέση τοῦ Παπουλάκου μέ τόν Φλαμιᾶτο καί τήν Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία, ἀλλά, ὅπως προαναφέρθηκε ἡ σύλληψή του δέν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση, ἀφοῦ ὅπως ἔλεγε ὁ Παπουλᾶκος «θά μέ συλλάβετε, ὅταν εἶναι ἡ στιγμή ἀπό τόν Θεό».
Ἐφέστια εἰκόνα μέ τεμάχιο ράσου τοῦ Παπουλάκου. Φυλάσσεται στό νότιο κλίτος τοῦ Ἱ. Ν. Εὐαγγελισμοῦ Ἐμπορείου Θήρας, τό ὁποῖο τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματί του
6ο Κεφάλαιο:
H ἀποκορύφωση τοῦ «κινήματος» καί ἡ σύλληψη
6.1 Ἀποστολή στρατιωτικῆς δύναμης καί οἱ ἀπόπειρες σύλληψης
Πρός καταστολή τοῦ «κινήματος» τοῦ Παπουλάκου ἀπεστάλη στήν Λακωνία στρατιωτική δύναμη περίπου δύο χιλιάδων ἀνδρῶν. Ἐπικεφαλῆς αὐτῶν τέθηκε ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης, υἱός τοῦ γνωστοῦ ἀγωνιστῆ τῆς Ἐπαναστάσεως. Εἶχε μάλιστα τήν ἐξουσιοδότηση νά ἐπιστρατεύσει πολῖτες ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες πού θά προέκυπταν. Στρατολόγησε περί τούς τετρακόσιους ἐθνοφύλακες. Πρός τοῦτο ὁ Παπουλάκος ἐξέδωσε τό ἔγγραφο, πού παραθέσαμε στήν παράγραφο 4.3 τοῦ παρόντος πονήματος, προκειμένου να ἀποτρέψει τήν στρατολόγηση πολιτῶν. Γιά τήν μεταφορά τῆς στρατιωτικῆς δύναμης χρησιμοποιήθηκαν ἡ κορβέτα «Ἀμαλία» καί ἡ γολέττα «Σκύλλα», ἐνῶ ἡ πολεμική γολέττα «Ματθίλδη» περιπολοῦσε τά Λακωνικά παράλια. Καταρτίστηκε καί εἰδική ταχυδρομική ὑπηρεσία, γιά νά πληροφορεῖται ἀμέσως ἡ κυβέρνηση τά τεκταινόμενα.
Ἀπόπειρες γιά τήν σύλληψή του εἶχαν γίνει καί στό παρελθόν, ἀλλά χωρίς ἐπιτυχία. Εἰδικότερα, ὅταν ὁ Παπουλᾶκος, συνοδευόταν ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἀσίνης Μακάριο, κλῆρο καί λαό πού ἀνέρχονταν περίπου στούς δύο χιλιάδες, μικρό ἀπόσπασμα τεσσάρων ἤ πέντε χωροφυλάκων ἐπιχείρησε νά τόν συλλάβει, ἀλλά βέβαια ἀνεπιτυχῶς καί μόλις μετά βίας κατόρθωσαν νά γλυτώσουν οἱ χωροφύλακες ἀπό τό ὀργισμένο πλῆθος. Ὁ ἔπαρχος Οἰτύλου, μέ διαταγή τῆς νομαρχίας, μέ ὑπομοίραρχο καί δώδεκα χωροφύλακες προσπάθησε νά τόν συλλάβει στό δῆμο Μέσης, ἀλλά γύρισε ἄπρακτος, ἐφόσον τόν περιστοίχιζαν τέσσερις χιλιάδες Λακωνικοῦ λαοῦ. Μετά τά δραστικά μέτρα τῆς κυβέρνησης ὁ διοικητής τῆς μοίρας χωροφυλακῆς Λακωνίας, Κουτσογιαννόπουλος, τήν 15η Μαΐου 1852, παραλαβών ἀπόσπασμα χωροφυλακῆς μετά πολλῶν ἀξιωματικῶν ἐκστράτευσε, γιά νά συλλάβει τόν Παπουλᾶκο, ὁ ὁποῖος διέμενε στό χωριό Φλωμοχώρι τοῦ δήμου Κολοκυνθίου. Ἔλπιζε ὅτι ἡ ἰσχυρή δύναμη θά πτοοῦσε τούς ὀπαδούς του, ἀλλά μόλις ἔγινε ἀντιληπτή ἡ ἄφιξη τῆς δημόσιας δύναμης, διά καμπανοκρουσιῶν συνάχθηκε ὅλο τό χωριό, περίπου τρεῖς χιλιάδες λαοῦ μετά πολλῶν ἐνόπλων καί παρήγγειλαν στόν Κουτσογιαννόπουλο νά ἀποχωρήσει. Μέ τήν βοήθεια τελικά δύο λόχων τοῦ πέμπτου τάγματος πεζικοῦ, πού εἶχαν προσέλθει πρός ἐπικουρεία, ὑποχώρησαν, χωρίς νά γίνει ἡ ἀπειλούμενη καί ἀπό τά δύο στρατόπεδα αἱματηρή σύγκρουση.
Στίς 17η Μαΐου 1852, ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης ἀπέστειλε μήνυμα στόν Παπουλᾶκο μέ τόν ἀντισυνταγματάρχη Γερμανό Μαυρομιχάλη, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στήν γνωστή μεγάλη μανιάτικη ἀρχοντική οἰκογένεια τῶν Μαυρομιχαλαίων, νά παραδοθεῖ, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἀποτυχία εἶχε καί ἡ προσπάθεια συλλήψεως, πού ἔγινε στό δῆμο Λεύκτρου στίς 19 Μαΐου 1852 μέ δύναμη τοῦ στρατοῦ, συνοδευόμενη ἀπό τόν Γερμανό Μαυρομιχάλη. Ἀπό αὐτήν τήν ἀπόπειρα συλλήψεως τραυματίστηκαν ὁ ἔπαρχος Οἰτύλου, ἕνας ὑπομοίραρχος καί ἄλλα μέλη τῆς συνοδείας τους. Ὁ λαός, πού τόν ἀκολουθοῦσε, ἀψήφησε τόσο τόν στρατό, ὅσο καί τόν Γερμανό Μαυρομιχάλη, ἡ οἰκογένεια τοῦ ὁποίου εἶχε μεγάλη ἐπιρροή στήν περιοχή.
6.2 Ἡ «ἐκστρατεία» στήν Καλαμάτα καί ἡ «μεταστροφή» τοῦ κόσμου
Ὁ Νομάρχης Μεσσηνίας Ροντόπουλος τόν κάλεσε στήν Καλαμάτα, γιά νά δικαστεῖ. Περί τίς 20 Μαΐου 1852 ὁ Παπουλᾶκος, μή φοβούμενος τούς ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου, ἀποφασίζει νά μεταβεῖ στήν Καλαμάτα, προκειμένου νά κριθεῖ σέ δημόσια δίκη ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, πού θά συγκεντρωνόταν πρός τοῦτο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα μέ ἐπιστολή, πού φέρεται στό ὄνομά του, παρακινοῦσε τούς πιστούς ὡς ἀκολούθως:
«Χριστιανοὶ χαίρετε
Ἐγώ ἀπεφάσισα ν’ ἀπεράσω εἰς τὰς Καλάμας μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας καὶ πάντων τῶν ἁγίων, διὰ τοῦτο σᾶς λέγω ὅσοι ἀγαπᾶτε τὸν Χριστὸν νὰ ἐλθῆτε μαζί μου, ν’ ἀκοῦτε ὅπου θὰ κριθῶ μὲ τοὺς κριτάς· ἂν φταίγω ἐγώ, ὅλοι νὰ μὲ ρίχτε εἰς μιὰ φωτιὰ νὰ μὲ κάφτε, νὰ ἡσυχάσῃ ὁ κόσμος, εἰ δὲ καὶ φταῖνε οἱ κριταί, νὰ τοὺς πῆτε νὰ κηρύττω τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν δένεται. Καὶ νὰ ἔχω ἀπάντησίν σας σήμερον καὶ ποῦ θὰ μαζωχτθῆτε, σὲ ποῖον τόπον θὰ μαζωχθῆτε νὰ μοῦ εἰπῆτε, διότι ἐγὼ δὲν κινάω, διότι μὲ σκοτώνουν, μοναχός μου δὲν κινάω. Καὶ ὅσοι ἀγαπᾶτε τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, μικροὶ καὶ μεγάλοι νὰ ἔλθετε· καὶ ὅσοι εἶνε μὲ τὸν Διάβολον ἂς κάτσουν. Πάρετε καὶ ψωμὶ κοντά σας διὰ τρεῖς ἡμέρας. Θὰ μείνωμεν εἰς τὴν χώραν τῶν Καλαμῶν.
Χριστοφόρος Κήρυκας».
Τήν συγκεκριμένη ἐπιστολή χρησιμοπίησε ἡ ἐξουσία μέ ἀνήθικο τρόπο, γιά νά χτυπήσει τό κίνημα τῶν Χριστοφοριζόντων. Συγκεκριμένα μέσα ἀπό τήν ἐπιστολή αὐτή, ὁ Παπουλᾶκος καλοῦσε τόν λαό τῆς Μάνης νά τόν ἀκολουθήση σέ δίκη στήν Καλαμάτα, ὅπου εἶχε κληθεῖ γιά νά ἀπολογηθεῖ. Καλοῦσε τούς Μανιάτες νά τόν ἀκούσουν και, ἄν δέν πεῖ κάτι σωστό, νά τόν κάψουν! Ἡ ἐξουσία διαστρέβλωσε τό κάλεσμα αὐτό ὡς ἑξῆς: Ὁ Νομάρχης Μεσσηνίας Ροντόπουλος σκεφτόμενος πονηρά κάλεσε τούς Μεσσήνιους στά ὅπλα, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς Μανιάτες πού θά ἀκολουθοῦσαν τόν Ἁγιοπατέρα. Δηλαδή ἐπανέφερε μακραίωνα μίση, πού εἶχαν κατευναστεῖ, γιατί, ὡς γνωστόν, οἱ γείτονες αὐτοί εἶχαν περιουσιακές διαφορές.
Ἔτσι, στό χωριό Πηγάδια ἄρχισαν νά συγκεντρώνονται Μανιάτες, γιά νά βρεθοῦν στήν δίκη τοῦ Παπουλάκου καί παρ’ ὅλες τίς προσπάθειες τῆς δημόσιας δύναμης, δέν κατορθώθηκε νά ἀποτραπεῖ ἡ «ἐκστρατεία» περίπου δύο χιλιάδων χωρικῶν, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ πεντακόσιοι ἦταν ἔνοπλοι.
Ἡ πόλη τῆς Καλαμάτας πανικοβλήθηκε καί ἑτοιμάστηκε γιά πολιορκία μετά ἀπό τά ψευδῆ, πού τεχνηέντως διέδωσε ο Νομάρχης της. Στό χωριό Γιαννιτσά, ἔξω ἀπό τήν Καλαμάτα, παρά τό ὁποῖο στρατοπέδευσαν τά πλήθη τῶν Μανιατῶν, ὁ Παπουλᾶκος δέν ἔγινε ἀποδεκτός. To γεγονός αὐτό τόν ἐπηρέασε, ἀλλά συνέχισε τήν προσπάθειά του. Ἀπό τήν Καλαμάτα ἀποφασίστηκε νά ἀποσταλεῖ ἐπιτροπή πρός συνάντησή του, ὥστε νά τοῦ διαμηνύσουν ὅτι δέν τόν δέχονταν καί ὅτι ἐν ἀνάγκῃ θά τόν ἀπέκρουαν διά της βίας. Ὁ Παπουλᾶκος τελικά πείστηκε ἀπό τήν ἐπιτροπή καί ὑποσχέθηκε ὅτι δέν θά εἰσέλθει στήν Καλαμάτα. Πράγματι, ἀποσύρθηκε στά Σελιτσιάνικα Καλύβια καί μετ’ ὀλίγον στόν δῆμο Ἀβιᾶς.
Ἡ ἐξουσία, χρησιμοποιώντας καί ἄλλα ἀνήθικα καί ἐκβιαστικά μέσα, ὅπως αὐτό τοῦ Ροντόπουλου, τρομοκράτησε τό πλῆθος, γιά νά ἐπιδείξει ἀφοσίωση στό βασιλικό θρόνο. Οἱ ἀρχές, μάλιστα, καί ἰδίως ὁ βουλευτής Λακωνίας Λεωνίδας Πετροπουλάκης, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς κυβέρνησης, λίγο πρίν τήν «ἐκστρατεία» του στήν Καλαμάτα, εἶχαν καταφέρει νά ματαιώσουν προγραμματισμένη ὁμιλία του στήν Ἁγία Παρασκευή.
Ἐπίσης, ὁ ἀρχιμ. Καστόρχης, τόν ὁποῖο ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀπέστειλε στήν Σπάρτη, γιά νά κηρύξει, ὑπακούοντας τυφλά στήν ἐξουσία, βρέθηκε στήν Καλαμάτα, γιά νά ὀργανωθεῖ κατά τοῦ Χριστοφόρου. Μάλιστα, δι’ ἀπάτης ἔδωσε ψεύτικη ἐπιστολή στόν Ἀσίνης Μακάριο, ώστε νά ἀποκηρύξει τόν Παπουλᾶκο. Ἡ ἐπιστολή αὐτή ἔλεγε ὅτι ἄν ἀπομακρύνει τόν Παπουλάκο, τότε ἡ Σύνοδος θά τόν καταστήσει Ἀρχιεπίσκοπο πάσης Πελοποννήσου, ἀφοῦ ἦταν ὁ γηραιώτερος Ἱεράρχης. Ὁ δόλος τοῦ Καστόρχη ἀπέδωσε καί ἔτσι μετέπεισε τόν ἐπίσκοπο Ἀσίνης, μέ ἀποτέλεσμα ὁ Μακάριος νά ἀποστείλει στό ποίμνιό του, τήν ἀπό 23 Μαΐου 1852 ἐγκύκλιό του, ἀναθεματίζοντας τίς διδαχές τοῦ Παπουλάκου.
Ἐπίσης, ἡ Ἱερά Σύνοδος στίς 26 Μαΐου 1852, κατόπιν ὑποδείξεων τοῦ Μάμουκα, ἐξέδωσε νέα ἐγκύκλιο, προσπαθώντας νά καταστήσει σαφές ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ Ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα, παρά τά ἀντιθέτως διαδιδόμενα ἀπό τούς λαοπλάνους ἤ ἐξ ἁπλότητος πεπλανημένους, οὐδένα διέτρεχε κίνδυνο. Ἄλλη μία ἐγκύκλιος ἐξεδόθη στίς 9 Ἰουνίου 1852 γιά νά κατευνάσει τούς πανικόβλητους κατοίκους τῆς Αἴγινας, ἐπειδή μία γυναίκα ἀπό τήν Κυνουρία διέδιδε ὅτι ὁ Παπουλᾶκος εἶχε προφητεύσει ἐπικείμενο μεγάλο σεισμό πού θά καταστρέψει ἕνα νησί.
Οἱ ἐγκύκλιοι εἶχαν, γιά μίαν ἀκόμη φορᾶ, τά ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀποτελέσματα ἀπό τα προσδοκώμενα. Τό ἀλάνθαστο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ ἀγνοούσε τίς επιτηδευμένες ἐγκυκλίους, ἀφοῦ διέκρινε ὅτι ἦταν ἔργα ἐμπαθοῦς νοῦ. Πάντως, ἀπό τίς 30 Μαΐου 1852, ὁ Παπουλᾶκος ἀσκητεύει στά βουνά τοῦ Ταϋγέτου.
6.3 Ἡ προδοσία καί ἡ σύλληψη
Ὅ,τι ὅμως δέν κατάφεραν τά ὄπλα καί ἡ στρατιωτική ἐπιβολή, τό κατάφερε το παντοδύναμο χρῆμα. Ἕνας ἀπό τούς πιστότερους ἀκόλουθους του Παπουλάκου, ὁ π. Ἀθανάσιος Βασιλαρέας ἤ Παπαβασίλαρος, ἀπό τό χωριό Λαγκάδια τοῦ δήμου Λεύκτρου, ὑπέκυψε στό πάθος τῆς φιλοχρηματίας καί ζήτησε ἀπό τήν ἐξουσία ἕξι χιλιάδες δραχμές, γιά νά τόν καταδώσει. Ἡ ἐξουσία δέχτηκε τήν πρόταση αὐτή.
Τό μέρος πού ζοῦσε ὁ Παπουλάκος στό Ταΰγετο ἦταν δύσβατο καί ἡ σύλληψή του, σέ μέρη πού τόν προστάτευαν οἱ τοπικές ἀρχές, ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολη. Ἔτσι, κατόπιν διαπραγματεύσεων, πού ἔγιναν ἀπό τόν ἔπαρχο καί τόν ὑπομοίραρχο τῆς χωροφυλακῆς Οἰτύλου, ἐξ ὀνόματος τοῦ νομάρχου καί τοῦ γενικοῦ ἀρχηγοῦ τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων Γενναίου Κολοκοτρώνη, ὁ πλεονέκτης ἱερέας συμφώνησε νά τόν παραδώσει μέ εἰδικό σχέδιο, πού καταστρώθηκε πρός τοῦτο. Παρέλαβε ἕνα χωροφύλακα, μεταμφιεσμένο σέ Λάκωνα καί μετέβησαν μαζί στήν Μονή Βοϊδονίτσης, ὅπου κρυβόταν ο Παπουλᾶκος.
Ὁ Παπαβασίλαρος ἀνήγγειλε τήν ἀποστολή του στόν ἔπαρχο καί στόν ὑπομοίραρχο. Αὐτοί ἀμέσως τοῦ ἔδωσαν ἕξι χωροφύλακες μεταμφιεσμένους σέ Λάκωνες καί τόν ἐφοδίασαν μέ πλαστό ἔγγραφο, δῆθεν τοῦ ἐπισκόπου Ἀσίνης, πού τόν παρακινοῦσε νά συνεχίσει τίς διδαχές του καί νά κηρύξει στό χωριό Κολοκύνθιον.
Το τέχνασμα πέτυχε καί ὁ Παπουλᾶκος κατάλαβε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νά παραδοθεῖ, γιά νά μαρτυρήσει καί ἀκολούθησε τήν «φρουρά» τοῦ Παπαβασίλαρου. Ἔστι παραδώθηκε σέ αὐτούς χωρίς νά προβάλει καμμία ἀντίσταση, στις 22 Ἰουνίου 1852, ὅταν ἀναχώρησαν ἀπό τήν Μονή Βοϊδονίτσης. Τήν ἑπομένη, 24 Ἰουνίου, φτάνοντας στήν Μονή τοῦ Τζέγκου, τοῦ δήμου Οἰτύλου, τόν περικύκλωσαν οἱ ὑπόλοιπες δυνάμεις. Ἀπό τά παράλια της Καρδαμύλης τόν ἐπιβίβασαν στήν γολέττα «Ματθίλδη» καί ἀπό ἐκεῖ στό ἀτμόπλοιο «Ὄθων», ὅπου παρέμενε ἔγκλειστος. Μεταφέρθηκε στό Γύθειο καί ἀργότερα, τήν 27 Ἰουνίου 1852, τό ἀτμόπλοιο προσόρμισε στόν Πειραιά.
Ἡ θλίψη διαδέχτηκε ὅλο τό Γένος στό ἄγγελμα τῆς προδοτικῆς συλλήψεώς του, ἡ παρουσία ὅμως τῶν ἰσχυρῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων καί οἱ μαζικές συλλήψεις πού εἶχαν γίνει, ἐμπόδιζαν τίς ἐκδηλώσεις συμπαθείας. Τό μένος τῶν Μανιατῶν γιά τήν σύλληψη στράφηκε ἐναντίον τοῦ καταδότη ἱερέα, ὁ ὁποῖος φοβούμενος γιά τήν ζωή του, ἔφυγε στήν Ἀθήνα, γιά νά παραλάβει τήν ἀμοιβή του. Προτάθηκε ἀπό τό κράτος γιά τίς καλές του ὑπηρεσίας, νά γίνει στρατιωτικός ἱερέας, γιά νά ἀπομακρυνθεῖ μόνιμα ἀπό τήν ἐξημμένη ἐναντίον του περιοχή. Μεταφέρθηκε στίς Σπέτσες, ἀλλά ὅταν μαθεύτηκε ὅτι ἔφτασε τό πλοῖο πού τόν μετέφερε, συγκεντρώθηκε πλῆθος μέ ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του. Ὁ Παπαβασίλαρος σώθηκε ἀπό τίς διαθέσεις τοῦ πλήθους χάρη σέ στρατιωτική φρουρά. Τελικά, λίγο ἀργότερα φονεύτηκε ἀπό ἕνα νέο, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ τίς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς, ἐκδικεῖτο τήν οἰκογενειακή του τιμή, διότι ὁ Παπαβασίλαρος εἶχε βιάσει τήν ἀδελφή του. Οἱ ἐφημερίδες ἔγραψαν, ἐπίσης, ὅτι ὁ πατέρας τοῦ ἱερέα, μόλις ἔμαθε τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ του, ἄμειψε σπαρτιάτικα μέ δύο τάλλιρα τόν κομιστή τῆς εὐχάριστης εἴδησης.
6.4 Τό κόστος καταστολῆς τοῦ «κινήματος»
Τά ἔξοδα τῆς ἐκστρατείας ἐναντίον τοῦ «κινήματος» τοῦ Παπουλάκου ἀνῆλθαν στό μεγάλο ποσό γιά τήν ἐποχή τῶν 36.043,78 δρχ. Σεβαστό ποσό δεδομένου ὅτι ἡ ἑλληνική οἰκονομία εἶχε ήδη καταρρεύσει.
Ἀναλυτικότερα: Σέ μισθοδοσία τῶν στρατολογηθέντων 393 ἐθνοφυλάκων: 17.525,75 δρχ. Σέ συσσίτια τῶν προσελθόντων αὐθορμήτως ὑπό τόν ταγματάρχη Ματάλα (στήν Καλαμάτα): 1.542,28 δρχ. Σέ ἀμοιβή τοῦ Παπαβασίλαρου: 6.000 δρχ. Σέ ἀμοιβή τῶν χωροφυλάκων καί στρατιωτικῶν πού συνετέλεσαν στήν ἐπικίνδυνη σύλληψη τοῦ Παπουλάκου στήν Μονή Τζέγκου: 7.416 δρχ. Σέ ἔκτακτα ἔξοδα τῶν ἀρχῶν: 3.559,75 δρχ. Σύνολο: 36.043,78 δρχ.
Ἐπίσης, μέ τό ἀπό 13 Αὐγούστου 1852 Βασιλικό Διάταγμα, τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε στό 33ο φύλλο τῆς ἐφημερίδας τῆς κυβερνήσεως, ἀπολύθηκαν πολλοί δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, ἀστυνομικά ὄργανα καί κρατικοί λειτουργοί ὡς ὑποστηρικτές τοῦ Παπουλάκου, ἐνῶ ἀπονεμήθηκαν ἠθικές ἀμοιβές σέ νομάρχες, βουλευτές, δημοτικούς ἄρχοντες, ὑπαλλήλους, ἐγκρίτους ἰδιῶτες καί πρός ὅλους του κατοίκους τῆς Καλαμάτας, διότι ἔδειξαν ἀφοσίωση καί σύνεση πρός τόν βασιλικό θρόνο καί τό καθεστώς.
Οἱ Ὅσιοι Φωτιστές τῆς Θήρας: ὁ Χριστοφόρος καί ὁ συνοδοιπόρος του, Γέρων Διονύσιος ἐκ Σκιάθου. Εἰκόνα ἀπό τό Καθολικό Ἱ . Μονῆς Προφήτου Ἡλιού Σαντορίνης, προνοίᾳ ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα
7ο Κεφάλαιο:
Τό μαρτυρικό του τέλος καί ἡ μνήμη του στήν ἐποχή μας
7.1 Ἡ δίκη
Στήν Ἀθήνα, ἔγιναν διάφορες ἀναστατώσεις, προκειμένου ἀπό εὐλάβεια νά δεῖ ὁ κόσμος τόν Παπουλᾶκο, πού εφρουρεῖτο στό ἀτμόπλοιο. Τόν ἐξέτασαν ἰατροί, οἱ ὁποῖοι συνέστησαν νά ἀποβιβαστεῖ, ἐπειδή εἶχε καταπονηθεῖ ὁ ὀργανισμός του, ἀπό τίς κακουχίες τῆς συλλήψεώς του. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, μεταφέρθηκε στίς ὑγρές φυλακές τοῦ Κάστρου τοῦ Ρίου Πατρών, ὅπου δόθηκε ἐντολή νά μήν ἐπιτρέπεται ἡ ἐπαφή του μέ κανέναν. Ἐκεῖ ἤπλιζαν ὅτι θά πέθαινε ἀπό τις συνθῆκες κρατήσεως ἤ ἀπό ἐσκεμμένη δηλητηρίαση, πράγμα πού ἐφορμόστηκε σέ ἄλλους μοναχούς, ὀπαδούς του Παπουλάκη, οἱ ὁποῖοι κρατοῦνταν ἐκεῖ.
Μετά ἀπό τό ἄδικο τέλος ὁρισμένων φυλακισμένων, γιά νά ἠρεμήσουν τό μένος τοῦ πλήθους, σέ ὅσους συνελήφθησαν τήν περίοδο τῆς ἐξάψεως (συμμετέχοντες στά γεγονότα τῆς «καλογηρικῆς συνωμοσίας») δόθηκε χάρη μέ τό ἀπό 9 Αὐγούστου 1852 Βασιλικό Διάταγμα, πού δημοσιεύθηκε στίς 22 τοῦ ἰδίου μήνα, ἐνῶ ἐννέα ἄτομα, οἱ ὁποῖοι θεωρήθηκαν πρωτεργάτες, παραπέμφθηκαν σέ δίκη γιά παραβάσεις σέ βαθμό πλημμελήματος. Ὁ Παπουλᾶκος δέ καί ὁρισμένοι ἀκόλουθοί του, ὁρίστηκε νά δικαστοῦν γιά παραβάσεις σέ βαθμό κακουργήματος, τήν 26 Ἰουνίου 1853, ἐνώπιον τοῦ Κακουργοδικείου Ἀθηνῶν, ὡς ὑπαίτιοι στάσεως κατά τῶν καθεστώτων. Παρ’ όλη τήν παρέλευση μεγάλου χρονικοῦ διαστήματος, συνέρρευσαν πλήθη κληρικών καί λαϊκῶν στήν δίκη.
Ὁ Παπουλᾶκος στό δικαστήριο εὔτολμος καί ἀτάραχος, ἔδειξε ὅτι ἐπιθυμοῦσε νά δικαστεῖ καί δήλωσε ὅτι δέν χρειαζόταν συνήγορο, διότι εἶχε τόν Ἰησοῦ Χριστό γιά νά ἀποδείξει τήν ἀθωότητά του. Οἱ διεθνεῖς συγκυρίες, μέ τόν Κριμαϊκό πόλεμο ἐπί θύραις, εἶχε προκαλέσει ἀνησυχία στήν κυβέρνηση γιά τήν στάση τῆς Ρωσίας. Ἔτσι, ἡ δίκη, λόγω τῆς ὑποστήριξης πού εἶχε ὁ Παπουλάκος ἀπό τον λαό, ἀπέκτησε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Δόθηκε ἀναβολή στήν δίκη, ἐξαιτίας τῆς ἀπουσίας μαρτύρων, γιά τήν 16 Σεπτεμβρίου 1853. Τελικῶς, γιά νά ἀνασχέσουν τόν λαϊκό ξεσηκωμό, ἀναγκάστηκαν να δώσουν χάρη, τόν Αὔγουστο του 1853, ὁπότε ὅλοι οἱ κατηγορούμενοι ἀπαλλάχθηκαν τῶν ποινικῶν κατηγοριῶν, μέ Βασιλικό Διάταγμα, ἐπειδή (σύμφωνα με τό Διάταγμα) «ἔδειξαν φανερά σημεῖα μεταμέλειας».
Ἀμέσως ἡ Ἱερά Σύνοδος μέ ἀπόφασή της κατόπιν πιέσεων τοῦ Γενικοῦ Γραμματέως τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως Ἀνδρέα Μάμουκα, γιά νά φιμώσει τό λόγο του Παπουλάκου, ἀποφασίζει νά τόν περιορίσει σέ κάποια μονή ἀπόμακρου νησιοῦ, ὥστε νά εἶναι «ἀκίνδυνος».
Μέσα ἀπό τά, ἀποκαλυπτικού περιεχομένου, δημόσια ἔγγραφα, πού κατέχει τό «Ἱστορικό Ἀρχεῖο Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος», εμφανίζονται ἐνδιαφέρουσες συμπτώσεις ἡμερομηνιῶν, ἄξιες ἀπορίας γιά τό πώς οἱ τότε ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους τακτοποιοῦσαν καί διεκπεραιώναν, ὄχι μόνο «ἐγγράφως», ἀλλά καί «ἐμπράκτως» σοβαρές ὑποθέσεις ἐντός μίας μόνο ἡμέρας! Σημαντικές ὑποθέσεις, ὅπως αὐτές τῆς ἐξορίας τοῦ Παπουλάκου καί τῶν μαθητῶν του καί ὅπως τοῦ ὁσίου Διονυσίου τῆς Σκιάθου, ὥστε τελικά νά θαυμάζει κανείς τό συντονισμό των δημοσίων υπηρεσιών τότε, σέ σύγκριση μέ τίς τωρινές!
7.2 Ὁ ἐγκλεισμός στίς Μονές Προφήτου Ἡλιοῦ Θήρα καί Παναχράντου Ἄνδρου
Ἀρχικά μεταφέρεται στις 22 Ἰανουαρίου 1854 στή Μονή Προφήτη Ἠλία Θήρας. Ἔτσι, στίς ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 1854, ὁ Ὑπουργός τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως σέ ἔγγραφο πρός τό Νομάρχη Κυκλάδων γράφει γιά τόν περιορισμό τοῦ Χριστοφόρου στήν Θήρα «Διά τῆς ὑπ’ ἀριθ: 1638 (25 Ἀπριλίου 1852) ἐπισημειωτικῆς διαταγῆς μας, ἀνηγγείλαμεν εἰς ὑμᾶς ὅτι κατά τά ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀποφασισθέντα, καί παρά τῆς Α. Μ. ἐγκριθέντα ὁ μοναχός Χριστοφόρος ἔμελλε νά σταλῇ εἰς περιορισμόν ἐντός τῆς ἐν Θήρᾳ Μονής τοῦ Προφήτου Ἠλιού, ὡς ἐναντίον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κανόνων καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς διατάξεως κηρύττων ἄνευ ἀδείας Ἐκκλησιαστικῆς τινος Ἀρχῆς, καί ὡς ἀπειθήσας εἰς τάς Συνοδικάς διαταγάς. Ἀλλ’ ἡ ἐκτέλεσις τῆς Συνοδικῆς ταύτης ἀποφάσεως ἀνεβλήθη μέχρι τοῦδε, διότι ὁ εἰρημένος μοναχός, τότε συγχρόνως συλληφθείς, παρεδόθη εἰς τά Ποινικά Δικαστήρια, καί διετέλει ὑπόδικος εἰς τάς ἐν Ρίῳ φυλακάς, ἕνεκα τῶν κατά τήν Λακωνίαν συμβάντων τότε ἀνταρτικῶν κινημάτων.
Ἐπειδή ὅμως, διά Διατάγματος α΄ μηνός ἱσταμένου ἡ Α.Μ. ἔδωκεν ἀμνηστείαν εἰς τρεῖς ἐπί τῷ αὐτῷ ἐγκλήματι κρατουμένους, ὧν εἷς εἶναι καί ο μοναχός Χριστοφόρος, καί ἐπειδή ἡ μέν ἀμνηστεία ἀφορᾷ τήν κατάστασιν τούτου ὡς πολίτου, ἡ δέ ἄνωθι μνημονευθεῖσα Συνοδική ἀπόφασις ἀφορᾷ τήν κατάστασιν τοῦ ἰδίου ὡς μοναχοῦ, καί πρόκειται νῦν νά ἐκτελεσθῇ, διά ταῦτα σπεύσαντες συνεννοήθημεν ἤδη μετά τῶν ἐπί τῶν Ἐσωτερικῶν καί ἐπί τῆς Δικαιοσύνης Ὑπουργείων.
Καθά δέ εἰδοποίησεν ἡμᾶς τό Ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν, ὁ Νομάρχης Ἀχαΐας καί Ἤλιδος παρηγγέλθη διά τούτο συγχρόνως μέ τήν παρά τοῦ ἁρμοδίου Εἰσαγγελέως γενησομένην ἐνέργειαν τοῦ περί ἀμνηστείας Βασιλικοῦ Διατάγματος, ἐπιβάλῃ τῆς ἐκτελέσεως τοῦ κατά Ἀπριλίου μηνός τοῦ ἔτους 1852 προεκδοθέντος καί κυρώσαντος τήν ἀπόφασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπιβιβάζων τόν μοναχόν Χριστοφόρον εἰς τό ἐπίτηδες ἀποσταλέν εἰς Πάτρας Βασιλικόν Πλοῖον, ὅπως μεταφέρῃ αὐτόν εἰς Θήραν.
Ταῦτα διά τῆς παρούσης γνωστοποιοῦντες εἰς ὑμᾶς, Σᾶς παρακαλοῦμεν νά παραγγείλητε ἄνευ ἀναβολῆς εἰς τόν Ἔπαρχον Θήρας, ἵνα, ἅμα φθάσῃ ἐκεῖσε τό πλοῖον τό φέρον τόν μοναχόν Χριστοφόρον, ἀποστείλῃ τοῦτον κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τοῦ πλοίου εἰς τήν μονήν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ἐντός τῆς ὁποίας θέλει μείνει περιωρισμένος κατά τά προαποφασθέντα περί αὐτοῦ ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Περί τῆς ἐκτελέσεω, ἀναμένομεν ταχεῖαν τήν παρ’ ὑμῶν ἀπάντησιν, μέ τήν ἐπιστροφήν τοῦ Συνοδικοῦ ἐγγράφου, τοῦ ἐπιγεγραμμένου φέροντος τήν ὑπ΄ ἀριθ. 1638 (25 Ἀπριλίου 1852) διαταγήν μας».
Ὅμως, πολλοί ἐπισκέπτες ἀπό τή Σαντορίνη καί ἀπό πολλά μέρη τῶν Βαλκανίων ἀρχισαν να ἀνηφορίζουν στή Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία, γιά νά πάρουν τήν εὐχή καί τίς νουθεσίες τοῦ ταλαιπωρημένου Γέροντα. Ὁ καθηγούμενος Σεραφείμ Καΐρης μέ ἀπόφαση τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου ἐνημερώνει τόν ἔπαρχο Θήρας ὅτι «εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 1044 τῆς ἀπό 29 Ἀπριλίου προσκλήσεώς σας, τήν ὁποίαν κατά τήν 3ην τ. μ. μόνον ἐλάβομεν, σᾶς ἀναφέρομεν, κ. Ἔπαρχε, ὅτι ὁ Μοναχός Χριστοφόρος Παπουλάκης, δυνάμει τῶν διαταγῶν τῆς Σ. Κυβερνήσεως, ἐν ᾧ εἶναι περιωρισμένος σωματικῶς ἐντός τῆς ἡμετέρας Μονῆς, εἶναι καί πνευματικῶς διατεταγμένος νά μή συναναστρέφηται μέ τόν τυχόντα οὔτε νά ὁμιλῇ κατά τινος.
Ἀλλ’ ἐπειδή, ὡς ἠξεύρετε, κ. Ἔπαρχε, εἰς τήν Μονήν μας συχνάζουσι χριστιανοί εὐλάβειας χάριν εἰς τόν Προφήτην, εἰς τούς ὁποίους, ἄν καί εἶναι ἀπηγορευμένη ἡ ἀντάμωσις τοῦ εἰρημένου Παπουλάκη, ἐνίοτε εὐρισκόμενος οὗτος ἐκτός τῆς οἰκίας του (καθότι οὔτε φυλακήν ἔχομεν, διά νά τόν κλείσωμεν, οὔτε φύλακα, νά τόν φυλάττη ἐπίτηδες) καί ἤθελε ἀπαντήσει κατά τύχην τινά ὁμιλῶν πρός αὐτόν, καθότι ἔχει αὐτήν τήν ἰδέαν, ὅτι τοῦτο εἶναι χρέος του θρησκευτικόν, πάντοτε ὅμως περί ψυχικῆς ὠφελείας καί οὐδέποτε περισσότερον, διότι εἶναι καί πνευματικῶς διατεταγμένος, ὡς εἴρηται αὐστηρότατα, ἀλλ’, ὡς φαίνεται, σπερμολόγοι τινές διέσωσαν τοιαύτην φήμην πρός ἐνοχοποίησιν, μ’ ὅλον ὅτι καθ’, ὅσον παρετηρήθη ὑπό φρονίμων, ἀπό τόν ἄνθρωπον τοῦτον δέν βγαίνει τίποτε, διότι οὔτε παιδείαν ἔχει οὔτε γνῶσιν, διά νά ἐνεργήσῃ περισσότερον».
Ἕνα μήνα ἀργότερα σέ παρόμοια ἐπιστολή τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ στόν Ἔπαρχον Θήρας μεταξύ άλλων ἀναφέρεται «Ἄν καί πρό τίνων ἡμερῶν ἀνεφέραμεν ὑμῖν διά τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 51 ἐγγράφου ἡμῶν πρός ἀπάντησιν ὅτι ὁ περιωρισμένος ἐν τῇ Μονῇ ἡμῶν Χριστοφόρος Παπουλάκης ὑπάρχει σωματικῶς καί πνευματικῶς περιωρισμένος. Ἤδη μέ λύπην οὐ μικράν ἀναφέρομεν πρός ὑμᾶς, κ. Ἔπαρχε, ὅτι αὐτός οὗτος ὁ μοναχός Χριστοφόρος Παπουλάκης ἀποπτύσας πάντα χαλινόν θέλει ἐνάντια τῶν διατάξεων καί τῶν προφορικῶν ἡμῶν ἀπαγορεύσεων νά κηρύττῃ καί ἄς ἐνεργήσωσιν αἱ ἀρχαί κατ’ αὐτοῦ ὅ,τι θέλουσι.
Ταῦτα μέ θλίψιν ἀναφέροντες σᾶς προσκαλοῦμεν, κ. Ἔπαρχε, νά ἐνεργήσητε πρός περιορισμόν τοῦ ὅ,τι ἀνάγκη ἐστι, διότι ἡμεῖς οὔτε νά τόν κατακλείσωμεν ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ δυνάμεθα, ἀλλ’ οὔτε τούς προσερχόμενους καθ’ ἑκάστην καί μάλιστα κατά τάς ἑορτάς χριστιανούς νά ἀναχαιτίσωμεν ἐσμέν ἱκανοί, ἐπειδή, κωλυόμενοι προσέρχεσθαι αὐτῷ γογγύζωσι, καθ’ ἡμῶν καί ἐπιφέρουσιν ἀπείρους κατηγορίας».
Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ μεταφορά του Παπουλάκου ἀπό τή Σαντορίνη «εἴς ἀπόκεντρον μέρος», στή Μονή Παναχράντου τῆς Ἄνδρου.
Ὁ Παπουλᾶκος ἀπό τή Σαντορίνη στήν Ἄνδρο μεταφέρθηκε μέ τή βασιλική γολέττα «Ναυτίλος» τήν 20ῃ Ἰουλίου 1854. Ἀπό τό Ἐπαρχεῖο Ἄνδρου μετά ἀπό ἐννέα ἡμέρες, συνοδευόμενος ἀπό δύο στρατιῶτες, παραδίδεται στό Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, κατόπιν ἐπανειλημμένων διαταγῶν γιά τόν αὐστηρότατο περιορισμό του καί τήν ἐπ’ αὐτοῦ ἐπαγρύπνησιν. Στή Μονή εἶχε διαμορφωθεῖ εἰδικό μοναχικό κελλί, πού τό φρουροῦσε ἕνας χωροφύλακας, ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖ. Τίς ἡμέρες μποροῦσε νά συμμετέχει κανονικά στό πρόγραμμα τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς καί τό βράδυ ἐγκλειόταν, φρουρούμενος στό κελλί του. Μέ τήν πνευματικότητά του κέρδισε τήν ὑπόληψη τοῦ ἡγουμένου καί τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς, ἐνῷ ἡ φήμη του ἕλκυε γιά πολύ καιρό κόσμο καθημερινά, καί ἰδιαίτερα τίς ἑόρτιες ἡμέρες. Πολλοί πιστοί, ἀλλά καί πολλοί ξένοι λαϊκοί καί κληρικοί, ἀπό τά γύρω χωριά τοῦ νησιοῦ καί ἀπό ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς Ἑλλάδας, ἰδιαιτέρως δέ ἀπό Ὕδρα, Σπέτσες, Κρανίδι, Κάρυστο, Κρήτη καί ἄλλα νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀπό τό Μοριά καί κυρίως ἀπό τή Λακωνία καί τήν Ἀρκαδία, ἔρχονταν, γιά νά λάβουν τήν εὐχή του ἤ νά πάρουν ράσο του ἤ κάποιο ἐγκόλπιο σταυρό, πού σκάλιζε ὁ ἴδιος. Ἐπίσης, συνέχισε νά κηρύττει στό συγκεντρωμένο πλήθος ἐντός τῆς Μονῆς, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία. Ἀπό τόν ὑπ’ ἀριθ. 36 Κώδικα τῆς Μονῆς (Πρωτόκολλον ἐξερχομένων, σελ. 339-435) τῶν ἐτῶν 1854-1855 παρουσιάζονται ἐνδεικτικά ὁρισμένα ἔγγραφα, πού καταγράφουν τά γεγονότα τόν ἡμερῶν του:
«4 Μαρτίου 1855
Πρός τό Βασιλικόν Ἐπαρχεῖον Ἄνδρου
Ἡ Μονή ἡμῶν κειμένη μεταξύ τῶν δύο Δήμων, δέν δύναται νά περιστείλῃ τήν συρροήν τῶν πολιτῶν, προσερχομένων καθ’ ἑκάστην πρός ἐπίσκεψιν τοῦ ἐνταῦθα περιωρισμένου Χριστοφόρου Παπουλάκου, ὅστις ἀδιακόπως καταγινόμενος εἰς τό διδάσκειν καί ἐνσπείρειν τάραχον καί ἔριδας εἰς τούς πολίτας τῶν Δήμων τούτων καί ἐνίοτε καί εἰς αὐτήν τήν Μονήν, ἄν καί ἡμεῖς ἐπαγρυπνοῦμεν, ὅσον δυνάμεθα.
Ὅθεν, παρακαλοῦμεν, κ. Ἔπαρχε, ἵνα ἀναφέρετε πρός τό Σ. Ὑπουργεῖον τά δέοντα, προκαλοῦντες τήν μετάθεσιν τοῦ εἰρημένου Χριστοφόρου εἴς ἀπόκεντρον μέρος.
Βαθυσεβάστως ὑποσημειούμεθα
Οἱ εὐπειθέστατοι
Ὁ ἡγούμενος Ἰωακείμ Ἱερ(ομόναχος) Λεφάκις
Οἱ σύμβουλοι, Ἰωαννίκιος Ἱερ(ομόναχος) Γιαννίσης
Λεόντιος Ἱερ(ομόναχος) Μύλας».
Ἄλλα δύο ἔγγραφα μέ ἡμερομηνία 17 Ἰουνίου 1855 καί 31 Ὀκτωβρίου 1855 ἀντιστοίχως, πού ἀπευθύνονται πρός τόν Ἐπίσκοπον Ἄνδρου καί Κέας γράφουν μεταξύ ἄλλων «Ἡ Μονή αὐτή δέν εἶναι κατάλληλος διά τοιούτους, ἐπειδή εἶναι μεταξύ τῶν δύο Δήμων Ἄνδρου καί Κορθίου καί καθ’ ἑκάστην διαβαίνοντες ἐνταῦθα οἱ ἄνθρωποι, ἄλλος μέν διά περιέργειαν, ἄλλοι ἀπατημένοι ἀπό ἄνοιαν, ὅτι ὁ Παπουλᾶκος εἶναι προγνώστης, ἀπαιτοῦσι νά τόν ἴδωσι καί ἡμεῖς πάσχομεν, δέν δυνάμεθα νά ἀφήνωμεν ἀνοικτήν τήν θύραν τῆς Μονῆς καί οὐχί μόνον ἐντόπιοι καθ’ ἑκάστην, ὡς δέν λανθάνει τήν ἐπισκοπήν τοῦτο, ἀλλά παρατηροῦμεν καί ὅσοι τῶν ἐκτός προσορμισθῶσιν ἀπό οἱονδήποτε λιμένα τῆς Ἄνδρου, ἔρχονται εἰς ἐπίσκεψίν του καί μάλιστα τῶν κάτω μερῶν οἱ ναῦται.
Ὅθεν, παρακαλοῦμεν τήν ἐπισκοπήν ταύτην, ἵνα ἀναγγείλῃ, ὅπου δεῖ, περί τούτου, διά νά περιορισθῇ εἰς ἄλλο μέρος ἀπόκεντρον διά τά περαιτέρω».
«Ἡ Νομαρχία Κυκλάδων συνεννοήσει καί τῆς Μοιραρχίας ἀπέστειλεν εἰς τήν Μονήν μας δύο χωροφύλακας εἰς τό νά ἐπιτηροῦν τόν ἐν τῇ Μονῇ μας ταύτῃ περιωρισμένον μοναχόν Χριστοφόρον Παπουλάκην, μή ἐξερχόμενον τῆς θύρας τῆς Μονῆς καί μή λαμβάνοντα συνέντευξιν μετά τῶν ἐν αὐτῇ προσερχόμενων. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ Μονή αὐτή ὑποκύπτει εἰς ἔξοδα, ἕνεκα τούτων, ἴσως, καί ἡ Κυβέρνησις δέν παραδέχεται τά τοιαῦτα, διά νά ἁπαλλαχθῶμεν τῶν τοιούτων ἐξόδων, ὑποσχόμεθα πρός αὐτήν νά ἐπιτηρῶμεν αὐτόν περιωρισμένον ἐντός τοῦ κελλίου του καί οὐδέποτε ἐξερχόμενον τῆς θύρας τῆς Μονῆς μας, οὔτε νά λαμβάνωνται συνεντεύξεις μετά τῶν ἐν αὐτῇ προσερχομένων.
Ὅθεν, διά ταῦτα παρακαλοῦμεν τήν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα, ἵνα εὐαρεστηθῆτε καί ἐνεργήσητε τήν αἴτησίν μας, προκαλώντας τήν ἐκ τῆς Μονῆς μας ἀποβολήν τῶν δύο εἰρημένων χωροφυλάκων».
Οἱ στρατιῶτες καί οἱ φύλακες τόν σέβονταν καί τοῦ πρέσφεραν τά ἀπαραίτητα. Σέ ἄρθρο ἐπικριτικό γιά τόν ἐπίσκοπο Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος ράπισε, τόν Γέροντα Χριστοφόρο, παρατηρεῖ ὁ ἀναγνώστης τί εἴδους προσοχή τοῦ πρόσφεραν οἱ φρουροί του: «Τί σημαίνει, ἄν αὐτοί οἱ στρατιῶται, συλλαβόντες ἄλλοτε τόν Παπουλάκην, ὄχι μόνον δέν ἐκακοποίησαν, ἀλλά καί περιεποιήθησαν αὐτόν; Τί ἄν οἱ φυλάσσοντες τόν Παπουλάκην ἐν τῇ μονῇ τοῦ περιορισμοῦ του δύο χωροφύλακες ὄχι μόνον δέν ἐκακομεταχειρίσθησαν πώποτε, ἀλλά καί περιποιοῦνται αὐτόν ἀδιακόπως; Τί ἄν ἡ Ἱερά Σύνοδος, περιορίσασα τόν Παπουλάκην, οὔτ’ ἐρράβδισεν, οὔτ’ ἄλλως ἐβασάνισεν αὐτόν;».
Ὁ ζῆλος τοῦ μοναχοῦ Χριστοφόρου γιά κήρυγμα δέν σταμάτησε ἀκόμη καί κατά τά χρόνια τοῦ σωματικοῦ του περιορισμοῦ. Διακήρυττε ὅτι «ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται». Πολλές φορές, ἐνῶ τόν ἀμπάρωναν στά πετρόκτιστα ὑπόγεια τῆς Μονής Παναχράντου, ἐν τούτοις ὁ γέροντας κατά παράξενο καί θαυμαστό τρόπο, χωρίς νά ὑπάρχει διαφυγή, χανόταν γιά κάποιες μέρες καί ἐπέστρεφε πάλι στό κελλί τῆς δοκιμασίας του. Οἱ φύλακες καί οἱ πατέρες τῆς Μονῆς ἀρχικά ἀνησυχοῦσαν, ἀλλά ὁ Παπουλᾶκος τούς διαβεβαίωνε ὅτι θά ἐνανέλθει. Σέ πολλές περιοχές τῆς Ἄνδρου ἐπικρατοῦσαν φόνοι, ἀδικίες, κλοπές καί ἄλλα δεινά. Ἰδιαιτέρως στά ὀρεινά μέρη τοῦ δήμου Ἄρνης τά πράγματα ἦταν δύσκολα. Τότε ὁ Παπουλᾶκος, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό κελλί του, βρισκόταν ἐκεῖ, ὥστε μέ τό ἁγνό κήρυγμα καί τήν πίστη του νά ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στήν ἠθική καί στήν τάξη. Ὁ ἀγώνας του ἔπιασε τόπο καί ἔτσι μέχρι σήμερα οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ θυμοῦνται ἀπό τούς παπποῦδες τους τήν καταλυτική ἐπίδραση τῶν διδαχῶν τοῦ Γέροντα στό νησί.
Ὁ νῦν σεβάσμιος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Παναχράντου ἀρχιμ. Εὐδόκιμος καί ὁ ἱερομόναχος τῆς συνοδείας του π. Ἀέτιος ἀναφέρουν πολλά θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή παραμονή τοῦ Παπουλάκου στό νησί. Ἐνδεικτικά διηγοῦνται ὅτι, ὅταν οἱ φύλακες ρωτοῦσαν τόν Χριστοφόρο πώς ἔβγαινε ἀπό τό κελλί, ἐνῶ ἦταν ἀμπαρωμένο, τούς ἀπαντοῦσε: «μέ ἐλευθερώνει αὐτός πού ἐσεῖς δέν πιστεύετε». Κάποια στιγμή ὁ Παπουλᾶκος, γιά νά δοκιμάσει κάποιον μοναχό, τοῦ ζήτησε κάποιο καρπό ἀπό τόν κῆπο. Ὁ μοναχός ψευδόμενος ἀπάντησε ὅτι ὁ συγκεκριμένος καρπός δέν ὑπῆρχε στόν κῆπο. Ὅταν ἀργότερα ὁ μοναχός πῆγε στόν κῆπο, διαπίστωσε ὅτι ὁ καρπός αὐτός ἦταν μαραμένος.
Ἐπίσης στήν Ἄρνη θυμοῦνται ὅτι κάποιος, ἀνεβασμένος σέ ἕνα δένδρο, ἤθελε νά αὐτοκτονήσει. Στίς ἐκκλήσεις τῶν παρόντων δέν λύγιζε καί ἐπέμενε στήν ἀπόφασή του. Τότε περνοῦσε ὁ Παπουλᾶκος καί τόν παρεκάλεσαν νά ἀποτρέψει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀπόπειρα αὐτή. Ἐκεῖνος μέ τό μοναδικό τρόπο καί τήν πραεῖα φωνή του τόν μετέπεισε καί κατέβηκε ἀπό τό δέντρο.
Στήν Ἄρνη ὁ Παπουλᾶκος ἀνέβηκε στό ψηλότερο σημεῖο τοῦ νησιοῦ (ὑψ. 997μ) στά παρεκκλήσια τῆς Παναγίας καί τοῦ Προφήτη Ἠλία γιά ἄσκηση καί προσευχή. Ἐκεῖ τόν ἐντόπισαν οἱ ποιμένες, στούς ὁποίους ἀπηύθυνε νουθεσίες. Χαμηλότερα ἀπό τό παρεκκλήσιο τοῦ Προφήτη Ἠλία σώζεται μέχρι σήμερα τό «Κελλί τοῦ Παπουλάκου». Αὐτό βρίσκεται στήν ρίζα τοῦ βράχου καί εἶναι πετρόκτιστο. Σύμφωνα μέ τούς ντόπιους, ἐκεῖ ἔμεινε τρία βράδια ὁ γέροντας, ἐνῶ στήν Ἄρνη ὑποδεικνύουν καί τό σπίτι, ὅπου φιλοξενοῦνταν.
Σημαντικές εἶναι ἡ μαρτυρίες, πού ἔχουν καταγραφεῖ ἀπό ἀνδριῶτες γιά τόν Παπουλάκη. Ὁ π. Μιχαήλ Ψαριανός ἀπό τήν Πιτροφό τοῦ νησιοῦ ἀναφέρει «Ὅ Παπουλᾶκος καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο, ἀπό τά Καλάβρυτα. Παράτησε τή δουλειά του, ἀπό τήν ὁποία ζοῦσε (ἦταν χασάπης), καί βγῆκε στήν ἐπαρχία νά διδάξει τό σκλαβωμένο καί ἀγράμματο λαό. Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε γίνει καλόγερος. Ἦταν ἀδελφός τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου. Στήν προσπάθειά του νά ξυπνήσει τό λαό κατηγορήθηκε γιά ἀνυπακοή καί τόν ἔστειλαν, γιά νά τόν τιμωρήσουν, στήν Ἄνδρο, στό Μοναστήρι τῆς Πανάχραντου. Καί στήν Ἄνδρο δέν εἶχε καλύτερη τύχη. Μητροπολίτης Ἄνδρου τότε ἦταν ὁ Μητροφάνης, συμπολίτης τοῦ Παπουλάκου καί γνωστός γιά τήν σκληρότητά του. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἦλθε σέ σύγκρουσι μαζί του καί ἔπαθε πάρα πολλά, βασανίστηκε καί πέθανε στά ὑπόγεια κελλιά τῆς Μονῆς. Τό μόνο πού ὑπάρχει ἀπό τόν Παπουλάκο εἶναι τό τρίχινο ράσο του, τό ὁποῖο βρίσκεται στό Μουσεῖο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν».
Ἡ Ἀθηνᾶ Γιαννούλα ἀπό τό Φελλό Ἄνδρου μαρτυρεῖ μεταξύ ἄλλων «Ὁ Παπουλᾶκος ἤ Παπουλάκης ἦταν ἅγιος καί προφήτης. Στό χέρι του κρατοῦσε ἕνα ξύλο, τό ὁποῖο τό ἔλεγε «Ἅγιο ξύλο». Πήγαινε στά σπίτια μέρα καί ἔλεγε στόν κόσμο τί θά γίνει στό μέλλον. Ἦταν ἀσκητής. Δέν ἔτρωγε, ἀλλά στά σπίτια πού πήγαινε ζητοῦσε καί τοῦ ἔδιναν ψωμί, ἐλιές καί ἕνα λυχνάρι, πού τό ἤθελε ὅπως ἔλεγε, γιά νά βλέπει τή νύχτα νά περπατάει, ἐνῶ δέν τόν εἶχαν δεῖ ποτέ νά περπατάει νύχτα. Μόνο πού ἔβρισκαν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τους ὅ,τι τοῦ εἶχαν δώσει, δηλαδή τό ψωμί, τίς ἐλιές καί τό λυχνάρι. Καί τό πιό περίεργο ἦταν πού τά ἔβρισκαν ἄθιχτα. Δέν τά πείραζε οὔτε σκύλος οὔτε γάτα. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὁ Παπουλᾶκος, ὅπως τόν ἔλεγαν, ὅταν τόν ρωτοῦσαν πῶς τόν λένε, δέν ἔλεγε ποτέ τό ὄνομά του. Ἔλεγε ὅτι δέν ἤξερε πώς τόν λένε. Ὁ Παπουλᾶκος εἶχε προβλέψει: Γιά τά σύρματα τῆς Δ.Ε.Η. καί τοῦ Ο.Τ.Ε., δηλαδή εἶχε πεῖ ὅτι ὅλος ὁ κόσμος θά ἑνωθεῖ μέ σύρματα. Ἐπίσης ἔλεγε ὅτι οἱ ἄνθρωποι θά μιλοῦν μεταξύ τους ἀπό τή μία ἄκρη τοῦ κόσμου στήν ἄλλη μέ τά σύρματα, καί ἐννοοῦσε τά τηλέφωνα πού ἔχομε σήμερα. Ἀκόμα εἶχε πεῖ ὅτι θά δεῖτε στόν ἀέρα νά πετοῦν σιδερένια πουλιά, πού σέ μερικούς θά προκαλοῦν φόβο καί καταστροφή, καί σέ ἄλλους χαρά, καί ὅπως πράγματι σήμερα ἔχομε τά ἀεροπλάνα. Εἶχε πεῖ ὅτι θά ἔρθει καιρός πού δέν θά σέβεται ὁ ἀδελφός τήν ἀδελφή, ὁ πατέρας τήν κόρη. Θά περπατάει ὁ κόσμος γυμνός καί δέν θά ντρέπονται, θά εἶναι σάν τά ζῶα. Εἶχε πεῖ ὅτι θά δεῖτε τή γῆ νά κουνιέται, τά σπίτια νά πέφτουν καί ἄνθρωποι νά σκοτώνονται, καί ὅπως φαίνεται ἐννοοῦσε τούς σεισμούς. Ἐπίσης εἶχε μιλήσει γιά τούς πολέμους καί τίς καταστροφές. Ἀκόμα εἶχε πεῖ ὅτι ἡ περιοχή τοῦ χωριοῦ Φελλός θά γεμίσει κάποτε ξένες ἀποικίες. Πράγματι στό χωριό αὐτό σήμερα ἔχουν χτίσει σπίτια πάρα πολλοί Ἐγγλέζοι. Δηλαδή, ὅσα εἶχε πεῖ αὐτός ἄνθρωπος, ὅλα ἔχουν γίνει».
Ὁ Ἰωάννης Παπαδόπουλος ἀπό τά Φάλικα Ἄνδρου λέει «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος: Ἦταν ἕνας πολύ πιστός ἄνθρωπος. Γύρισε ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδος, ὅπου βρῆκε μεγάλο κίνδυνο στήν Πάτρα στήν Ἀχαΐα, πού τόν εἶχαν, γιά νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ἀργότερα ἦρθε στήν Ἄνδρο, ὅπου δίδασκε κι ἐδῶ τή θρησκεία κι ἀκόμη πρόβλεπε γιά τό μέλλον, κι ὅλοι τόν πίστευαν. Ἔτσι τόν ἔστειλαν στό Μοναστήρι Πανάχραντος μέ φρουρούς, γιατί τόν νόμιζαν κατάσκοπο. Ἐκεῖ λοιπόν πήγαινε καί παρακολουθοῦσε τή λειτουργία μέ τή συνοδεία τοῦ φρουροῦ πού τόν φύλαγε. Ὁ ἡγούμενος τότε παρακάλεσε τό φρουρό νά τόν ἀφήνει νά ἔρχεται νά τόν βοηθάει στήν ψαλμωδία. Μία μέρα ὁ Παπουλᾶκος ὀνειρεύτηκε ὅτι στό χωριό Ἄρνη οἱ κάτοικοι φιλονικοῦσαν μεταξύ τους. Πῆγε λοιπόν στόν ἡγούμενο κρυφά, χωρίς δηλαδή νά βγεῖ ἀπό τήν πόρτα, δηλαδή ἐκ θαύματος, γιατί δέν ὑπῆρχε τίποτα ἄλλο στό κελλί του παρά ἕνας μικρός φεγγίτης. Τοῦ εἶπε ὅτι θά λείψει γιά 3 μέρες. Πῆγε λοιπόν, χωρίς ὁ σκοπός νά τόν πάρει εἴδηση. Περνώντας οἱ μέρες, ὁ σκοπός δέν τόν ἔβλεπε καί τό εἶπε στόν ἡγούμενο. Ὁ ἡγούμενος ὅμως ἀπέφυγε νά τοῦ πεῖ τήν ἀλήθεια. Μετά τίς 3 μέρες φανερώθηκε καί εἶπε νά μήν τιμωρήσουν τόν σκοπό, γιατί ἔβγαινε ἀπό τόν φεγγίτη. Ἀναγκάστηκαν νά εἰδοποιήσουν τήν ἀστυνομία. Ὅταν ἦρθε, διαπίστωσαν ότι αὐτό ἦταν ἀδύνατο. Ἔτσι ὅλοι πίστεψαν ὅτι ἦταν ἕνα θαῦμα. Ὁ φρουρός, πού τόν φύλαγε, πίστεψε τόσο πολύ, ὥστε ἔγινε κι ὁ ἴδιος μοναχός καί πῆρε καί τό ὄνομά του. Προέβλεψε ἀκόμη ὁ Παπουλᾶκος ὅτι τό μοναστήρι θά μείνει μ’ ἕνα ἄτομο ἀπό 40 πού ἦταν τότε. Ἀπό τήν 1-18 Ἰανουαρίου ἔζησε μέ τρία κομμάτια ἀντίδωρο. Καί τήν ἡμέρα αὐτή τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πέθανε. Λένε ἀκόμη ὅτι σ’ ὅποιο μέρος πήγαινε, τόν παρακολουθοῦσε τόσος πολύς κόσμος, ὥστε ἀνέβαιναν καί πάνω στά δέντρα. Σέ ἄλλα ὅμως μέρη τόν θεωροῦσαν φακίρη. Τέλος, τόν ἔθαψαν στήν ἐκκλησία Φωτοδότη μαζί μέ τόν φρουρό»
Ὁ ἀείμνηστος Μιχάλης Δούκισσας κάτοικος Μεσσαριᾶς Ἄνδρου μεταξύ ἄλλων λέει: «Θά σοῦ τά πῶ, ὅπως τά ἄκουσα ἀκριβῶς ἀπό τό στόμα κάποιου πού ἤξερε προσωπικά τόν Παπουλᾶκο. Ἦταν τό 1940 καί εἶχα πάει στό Βουνί νά πάρω κρασί. Ὁ ἄνθρωπος, πού μοῦ τά εἶπε, ἦταν παπποῦς τῆς γυναίκας μου καί ἦταν τότε 94 χρονῶν. Ἐνῶ καθόμαστε μέσα στό σπίτι, ξαφνικά ἀκούσαμε νά περνάει ἀεροπλάνο καί βγήκαμε νά ἀπολαύσουμε τό θέαμα. Τό ὑψόμετρο ἦταν μεγάλο καί διακρινόταν καθαρά τό ἀεροπλάνο. Λέω τότε στόν παπποῦ, πού καθόταν παραπέρα· Παπποῦ, τό εἶδες τό ἀεροπλάνο; Ὄχι, παιδάκι μου, δέν μπορῶ νά τό δῶ. Μά δέ μου λές, εἶναι ἄνθρωποι ἐκεῖ μέσα; Ναί, παπποῦ. Καλά μᾶς τά ἔλεγε ὁ Παπουλᾶκος, ὅτι θά ἔρθει καιρός, πού ὁ ἄνθρωπος θά πετάξει, καί ἐμεῖς τόν κοροϊδεύαμε. Καί ὅτι θά ἔρθει καιρός πού οἱ ἄνθρωποι θά δεθοῦν μέ τίς κλωστές, καί τοῦ λέγαμε: Δέν θά μποροῦν νά τίς σπάσουν; Καί ὅτι θά ἔρθει καιρός πού θά δένουνε τούς σκύλους μέ τά λουκάνικα καί αὐτοί θά φοβοῦνται νά τά φᾶνε καί νά ἐλευθερωθοῦν. Καλά μας τά λεγε ὁ μεγάλος αὐτός προφήτης. Ὁ παπποῦς μου ζοῦσε στά Φάλικα, ὅπου εἶναι καί τό μοναστήρι, καί ἀπό 15 χρονῶν εἶχε πάει ἐκεῖ, γιά νά μάθει γράμματα. Αὐτό γινόταν μέ ὅλους τους πρωτότοκους γυιούς, οἱ ὁποῖοι ἤ ἔφευγαν ἀργότερα ἤ ἔμεναν καί ἔγραφαν τήν περιουσία τους στό μοναστήρι. Ἐγώ ὁ ἴδιος πρόλαβα 600 ἄτομα πλήρωμα μοναστηριοῦ (300 προεστοί καί 300 μοναχοί), οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή δέν χωροῦσαν ὅλοι ἐκεῖ, ζοῦσαν στό βουνό σέ κονάκια καί συγκεντρώνονταν κάθε Σαββατόβραδο στήν Πανάχραντο καί τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς φεύγανε πάλι, γιά τίς δουλειές τους. Γιατί καί καλλιεργούσανε κτήματα, ἀλλά καί ἐκτρέφανε πολλά ζῶα. Ἔχω ἀκούσει ἐπίσης ὅτι ὁ Παπουλᾶκος ἐξαφανιζόταν ἀπό τή Μονή γιά πολλές μέρες (8 – 10) καί τόν χάνανε οἱ ὑπόλοιποι. Κι ὅταν ἐπέστρεφε καί τόν ρωτοῦσαν ποῦ ἦταν, τούς ἀπαντοῦσε: Μά καλά, πρίν ἀπό μία ὥρα μαζί δέν ἤμαστε; Εἶχα πάει νά ἀρμέξω καί ἐπέστρεφα. Γιατί ἀνησυχήσατε; Τό ποῦ πήγαινε ὅλο αὐτό τόν καιρό ἦταν ἄγνωστο στούς ὑπόλοιπους».
Κατά τήν παραμονή τοῦ Παπουλάκου στήν Ἄνδρο ἐκοιμήθη ὁ οἰκεῖος ἱεράρχης καί τόν διαδέχθηκε ὁ Μητροφάνης Οἰκονομίδης, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τή γενέτειρα τοῦ Παπουλάκου καί ὡς ἐκ τούτου γνωρίζονταν ἀπό λαϊκοί. Ὁ Μητροφάνης κατηγορήθηκε ὅτι ἀνῆλθε στό ἀρχιερατικό ἀξίωμα μέ σιμωνία, δηλαδή πληρώνοντας. Τό θέρος τοῦ 1855 ὁ Μητροφάνης ἀνέβηκε στή Μονή Παναχράντου καί δυστυχῶς παρεκτράπηκε. Ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς ἀναφέρεται ἐκτενῶς στό τραγικό αὐτό ἐπεισόδιο. Καταχωρεῖται ἕνα ἀπόσπασμα ἀνταποκριτή ἀπό τήν Ἄνδρο:
«Προσεκλήθη εἰς τήν Μονήν Παναχράντου καί καθ’ ἥν στιγμήν οἱ χριστιανοί ἐδέοντο τοῦ Ὑψίστου μετά κατανύξεως καί συντριβῆς καρδίας, ὁ λειτουργός Μητροφάνης ραπίζει τόν ἀμαθῆ καί ἄπειρον ἱερομόναχόν του, καταφέρει εἰς τήν κεφαλήν τοῦ φρενοβλαβοῦς Π. Μαυρομιχάλη τά εἰς χεῖρας του ἀργυρᾶ δικεροτρίκερα. Ἐξέρχεται καί προσκαλεῖ τόν γέροντα Παπουλάκον, ἵνα τόν νουθετήσῃ ὁ χρείαν ἔχων νουθεσίας καί ἀκούει παρ’ αὐτοῦ τό «ἰατρέ, θεράπευσον πρῶτον σεαυτόν». Ἀλλ’ ἀντί ἑνός λόγου τοῦ θείου Εὐαγγελίου ραπίζει τόν δυστυχῆ αὐτόν γέροντα καί κατασυντρίβει ἐπί τῆς κεφαλῆς του παχεῖαν ράβδον. Εἴτα καταδεσμεύει αὐτόν εἰς κάθυγρόν τι καί σκοτεινόν δωμάτιον τῆς Μονῆς, ὅπως ἐκεῖ ἀποδώσῃ τάς τελευταίας πνοάς του. Ὁ παράτολμος Μητροφάνης κατεβαίνει εἰς τήν πόλιν καί διαδίδει ψευδῶς ὅτι ὁ πνέων τά λοίσθια γέρων ὕβρισε τό ἱερόν τοῦ Βασιλέως πρόσωπον. Μεσολαβήσει τοῦ δικηγόρου Ν. Σαριπόλου πρός τόν ἀπηνῆ Μητροφάνην, μεταφέρεται ὁ δυστυχής γέρων εἰς ἄλλο δωμάτιον, ἄλλως ὁ Χριστοφόρος Παπουλᾶκος ἤθελε κατακλείεσθαι σήμερον εἰς ἕνα ψυχρόν τάφον καί ὁ λεγόμενος Ἱεράρχης ἤθελεν εἶσθαι ὁ προφανής του ἀνθρώπου φονεύς.
Καί καταλήγει ὁ ἐξ Ἄνδρου διατριβογράφος:
Περαίνοντες λέγομεν εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον ὅτι οὔτε ὁ προσηλυτισμός τῆς ρωμαϊκῆς προπαγάνδας, οὔτε αἱ βιβλικαί ἐξ Ἀμερικῆς ἑταιρεῖαι, οὔτε οἱ Κίγκαι καί οἱ Καΐραι, οὔτε ἄλλος τις ἐχθρός τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως βλάπτει τοσούτῳ καιρίως τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ὅσῳ οἱ τοιοῦτοι λεγόμενοι στρατιῶται της, οἷος ὁ δεινός ρήτωρ καί εὔσχημος Θεολόγος Μητροφάνης».
Μετά ἀπό αὐτό τό γεγονός ὁ δικηγόρος Ν. Σαρίπολος ζητᾶ νά δεῖ τόν ὁμολογητή ὁσιομάρτυρα γέροντα Χριστοφόρο καί σημειώνει μεταξύ ἄλλων στήν ἀναφορά του:
«Περιεργείας χάριν ἐζήτησα νά ἴδω τόν Παπουλᾶκον, καί τοῦτο μοί ἐπετράπη. Εἰς τήν θέαν λοιπόν ἀνδρός γέροντος ἐν καθύγρῳ κεκλεισμένου δωματίῳ, καί ἐπί τῆς ὑγρᾶς γῆς κειμένου, τό ράσον αὐτοῦ μόνον ὡς κλίνην ἔχοντος, πικρῶς συνεκινήθην, ἡ δέ λύπη μου ηὔξησε ὅτ’ ἔμαθον ὅτι ἦν καί ἀσθενής, καί ὅτι τῷ ἐγένετο καί ἀφαίμαξις ἐκείνην τήν ἡμέραν. Καίτοι ἐγίνωσκον τήν αἰτίαν, δι’ ἥν ὁ Παπουλᾶκος ἐτιμωρεῖτο οὕτως, ἠρώτησα ὅμως αὐτόν, οὗτος δέ μοί εἶπεν ὅτι τόν ἐκτύπησεν ὁ ἀρχιερεύς καί τόν ἐφυλάκισε, διότι ἐλάλησε πρός αὐτόν τήν ἀλήθειαν. Τίς δέ ἦτο ἡ κατά Παπουλᾶκον ἀλήθεια αὕτη; Ὅτι ὁ ἀρχιερεύς ἠγόρασε χρήμασι τήν ἐπισκοπήν, ὅτι τά δαπανηθέντα, ὡς εἰκός, ἔμελλε νά εἰσπράξῃ παρά τοῦ ποιμνίου του, ἵνα μή ζημιωθῇ, καί πρός τοῦτο μάλιστα ἔφερε τῷ ἀρχιερεῖ καί αὐτός ὁ Παπουλᾶκος τήν εἰσφοράν του δραχμήν μίαν».
Ὅμως μετά ἀπό τήν πτώση ἀκολουθεῖ καί ἡ μετάνοια. Ὁ ἐπίσκοπος Μητροφάνης ζήτησε νά μήν ταφεῖ στό καθιερωμένο μέρος ταφῆς τῶν ἐπισκόπων της Ἄνδρου, στό χωριό Ἐπισκοπιό, ἀλλά στή Μονή Παναχράντου, στό Κοιμητήριο τοῦ Φωτοδότη, κοντά στόν τάφο τοῦ Χριστοφόρου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἐκδημήσει μαρτυρικά ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου. Προφανῶς ἐνίωσε τύψεις ὁ παρεκτραπεῖς φονέας ἐπίσκοπος Μητροφάνης.
Μετά ἀπό αὐτούς τούς κατατρεγμούς, ὁ ὁμολογητής καί μάρτυρας Χριστοφόρος αἰσθάνθηκε ὅτι ἔφτανε ἡ ὥρα νά φύγει ἀπό τό μάταιο αὐτό κόσμο. Ἀφοῦ συγχωρέθηκε καί ἑτοιμάσθηκε μέ τά μυστήρια της Ἐκκλησίας μας, κοιμήθηκε τό βράδυ τῆς 18 πρός 19 Ἰανουαρίου 1861, ἥσυχα, ταπεινά καί θρηνήθηκε ὡς Ὁσιομάρτυρας .
7.3 Ἡ διαχρονική τιμή τοῦ Παπουλάκου ὡς Ἀποστόλου τοῦ Γένους καί ὡς ὁμολογητοῦ
Ἐτάφη στό κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναχράντου Ἄνδρου καί ἔγραψαν σέ ἕναν ξύλινο σταυρό «ΜΟΝΑΧΟΣ / ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ / ΚΗΡΥΚΑΣ / ΕΚΟΙΜΗΘΗ ΕΝ ΚΥΡΙΩ / 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1861».
Ἀπό τούς πρώτους χρόνους τῆς κοίμησής του ἔγιναν προσπάθειες γιά τήν ἁγιοκατάταξή του, καί τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Ἡ σθεναρή του δράση, ἡ ὁποία ἀποκάλυπτε τά πονηρά σχέδια κατά τῆς Πίστεως καί τοῦ Ἔθνους, δημιουργοῦσε «πρόβλημα» στήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή, στήν συνείδηση, ὄχι μόνο τῶν ἁπλῶν πιστῶν, πού, οὕτως ἤ ἄλλως, πάντα πίστευαν στήν ἁγιότητά του, ἀλλά καί στήν συνείδηση τῶν πολλῶν Ἱεραρχῶν καί σημαντικῶν προσωπικοτήτων. Σέ μητροπόλεις πού ἔδρασε θεωρεῖται προστάτης καί Φωτιστής, π.χ. στά ὅρια τῆς Μητροπόλεως Θήρας μνημονεύεται ὡς ἑξῆς: «Τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Χριστοφόρου καί Διονυσίου τοῦ Ἐπιφανιάδου, τῶν Φωτιστῶν τῆς νήσου Θήρας». Στήν Μάνη μνημονεύεται: «Τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Νίκωνος τοῦ Μετανοεῖτε καί Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου, τῶν Φωτιστῶν τῶν Λακεδαιμονίων».
Ὑπάρχει πλῆθος ἐπίσημων ἀναφορῶν ἀρχιερέων, πού ἀναγνωρίζουν τό ἔργο του, ἀκόμα καί τήν ἁγιότητά του. Ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του, τά ὁποῖα παρέμειναν στό ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, δέν ἔγινε μέ ἐπισημότητα, ἀλλά σιωπηλά. Ὕστερα ἀπό ἐπιμονή τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ τοῦ Παπουλάκου, Ἄρμπουνα, ὁ Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος Πάτσης, στίς 12 Σεπτεμβρίου 1973 φρόντισε νά μεταφερθεῖ ἡ κάρα τοῦ στό ναό τῆς Ἱερᾶς Σκήτης τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στά Ἄρμπουνα Κλειτορίας, πού εἶχε κτίσει ὁ ἴδιος. Ἔκτοτε πλῆθος κόσμου προσέρχεται στό ὀρεινό χωριό καί ἀσπάζεται τήν Τιμία Κάρα του, ἡ ὁποία ἔχει τεθεῖ σέ ἐπίχρυση λειψανοθήκη, εὐωδιάζει καί θαυματουργεῖ, ἐνῶ κοσμεῖται μέ πλούσια ἀναθήματα καί ἄλλα τάματα. Ὅπου ἀλλοῦ φυλάσσονται ἱερά λείψανα τιμῶνται μέ τίς δέουσες ὀρθόδοξες παραδόσεις. Μοναχοί κατά τήν κουρά τους καί λαϊκοί μετά τό ἱερό Μυστήριό του Βαπτίσματος φέρουν τό ὄνομά του. Παλαιότερα εἶχαν συνταχθεῖ ἱερές ἀκολουθίες καί παρακλητικός κανών πρός τιμήν του.
Μέ πρωτοβουλία τοῦ Ἰνστιτούτου γιά τόν Χριστοφόρο Παπουλᾶκο καί χάριν τῆς διάδοσης τῆς μνήμης τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου καί πρός δόξαν Θεοῦ, προέβημεν στήν ἔκδοση τῆς Ἀκολουθίας, τοῦ Παρακλητικοῦ κανόνος καί τῶν Χαιρετιστηρίων Οἴκων στό νέο αὐτό ἱεραπόστολο, ποιήματα τοῦ Μεγάλου Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας καί φιλτάτου Καθηγητοῦ, Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια. Ἐπαινοῦμε αὐτόν καὶ θερμῶς εὐχαριστοῦμε για τήν ὑμνογραφικήν του διακονίαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας. Η πλήρης Ακολουθία θα διανέμεται ἀπό τό ἱεραποστολικό καί μή κερδοσκοπικό Ἰνστιτοῦτο «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» εἰς μνημόσυνον αἰώνιον τοῦ ἀειμνήστου ἱερέως π. Νικολάου Ἀ. Πέττα, ἐνθέρμου θιασώτου καί ζηλωτοῦ τοῦ ὁσιομάρτυρος Χριστοφόρου (κεντρική διάθεση κ. Μαρία, τηλ. 2610-312151, 2610-323243 καί τηλεομοιότυπο: 2610-344629).
Ἡ ἱστορική δαγγεροτυπία τοῦ Παπουλάκου ἀπό τήν ἐποχή πού ζοῦσε καί βρέθηκε στήν οἰκία του στόν Ἄρμπουνα, ἔχει τοποθετηθεί σέ πολλά εἰκονοστάσια σπιτιῶν, ἀλλά καί ναῶν. Ἐπίσης, ἔχουν ἱστορηθεῖ πλεῖστες εἰκόνες τοῦ ὁσιομάρτυρος Χριστοφόρου καί ἔχουν κτισθεῖ ναοί σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια, ἀφιερωμένοι στήν μνήμη του, ὅπως μικρό ἐκκλησάκι στά Ἄρμπουνα τῆς οἰκογένειας Νασιόπουλου, παρεκκλήσιο στήν Ἱερά Μονή Ἁγίων Αὐγουστίνου καί Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ στό Τρίκορφο Φωκίδος, στήν Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας, στό Ἐμπορεῖο Θήρας, στό Ναύπλιο, στήν Ζωφριά Ἀττικῆς. Ἀκόμα στό Μαρκόπουλο Ἀττικῆς ὑπάρχει μεγαλοπρεπές πνευματικό κέντρο μέ τήν ὀνομασία «Ὁ Παπουλᾶκος», πού τό ἵδρυσε ὁ γνωστός γιά τό φιλανθρωπικό του ἔργο π. Διονύσιος Καλάργυρος, ὅπου σέ αὐτά τιμᾶται ταπεινά τό ὄνομα τοῦ Ὁσίου.
Τό μή κερδοσκοπικό ἵδρυμα, πού ἔχει ὡς σκοπό τήν ἀνάδειξη τοῦ Γέροντος Χριστοφόρου καί τήν ἀναπαλαίωση τῆς Οἰκίας του στόν Ἄρμπουνα, ὡς κέντρου προβολῆς τῆς μορφῆς του καί τήν ἐποχῆς του, φέρει τήν ὀνομασία: Ἰνστιτοῦτο «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος». Πρός τόν σκοπόν τῆς προβολῆς καί ἀναδείξεως τοῦ βίου καί τοῦ ἔργου τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου, ἔχει προβεί στήν ὀργάνωση ἐπιστημονικῶν συνεδρίων καί στήν ἔκδοση βιβλίων σχετικῶν μέ τόν Ἁγιοπατέρα καί μέ ἄλλες, ἄγνωστες μέχρι τώρα, μορφές τοῦ Γένους καί τῆς Ἐκκλησίας.
Στό Δελτίο Τύπου, πού ἐξέδωσε τό Ἰνστιτοῦτο τό 2009, ἀναφέρεται μεταξύ ἄλλων:
Μέ πρωτοβουλία τοῦ ἱεραποστολικοῦ καί μή κερδοσκοπικοῦ χαρακτήρα: Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» τό τρέχον ἔτος, ἐκτός τῶν ἄλλων, πραγματοποιήθηκαν καί δύο Ἐπιστημονικές Ἐκδηλώσεις, πού στέφθηκαν μέ ἐπιτυχία.
1) Η Α΄ Ἐπιστημονική Ἡμερίδα μέ θέμα: «Ὁ Ὁσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος Παπουλᾶκος στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο», πού συγκλήθηκε τήν Πέμπτη 23 Ἰουλίου στό πνευματικό κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας, στό Καμάρι. Ἡ Ἡμερίδα συνδιοργανώθηκε μέ τήν ἀνωτέρω Μονή καί τελοῦσε ὑπό τήν αἰγίδα καί τήν ἔκθυμη εὐλογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων.
Μετά τήν ἔναρξη καί τούς χαιρετισμούς:
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων κ. Ἐπιφανίου,
τοῦ πανοσιολ. καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας ἀρχιμ. Δαμασκηνοῦ Γαβαλᾶ,
καί τοῦ πανοσιολ. προέδρου τοῦ Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» π. Νεκταρίου Ν. Πέττα.
Ἀκολούθησαν οἱ ἐργασίες τῆς Ἡμερίδας.
Εἰδικότερα, προεδρεύοντος τοῦ Ἐλλογιμωτάτου Καθηγητοῦ κ. Ἀθανασίου Παλιούρα, ἀνέπτυξαν τίς θέσεις τους:
Ὁ ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καί Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων κ. Ἀθανάσιος Παλιούρας μέ θέμα: «Ἡ ἀπεικόνιση καί ἡ τιμή τοῦ ὁσιωτάτου Χριστοφόρου Παπουλάκου».
Ὁ Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, Καθηγητής Χημικός τοῦ ΤΕΙ Πειραιῶς κ. Χαραλάμπης Μπούσιας μέ θέμα: «Ὑμνογραφικά ὁσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου».
Ἡ Λέκτωρ Πατρολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ἄννα Καραμανίδου μέ θέμα: «Τό περιεχόμενο τῶν Διδαχῶν τοῦ Παπουλάκου».
Ὁ ἀρχιμ. Νεκτάριος Ν. Πέττας, πρόεδρος τοῦ Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» μέ θέμα: «Ὁ Χριστοφόρος Παπουλᾶκος στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο».
Μετά τή συνεδρία ἀκολούθησε ἐνδιαφέρουσα συζήτηση, ἐνῶ ὁ πρόεδρος τῆς Α’ Ἡμερίδας π. Νεκτάριος Ν. Πέττας ἀνακοίνωσε τά πρακτικά πορίσματα τῆς Ἡμερίδας καί κήρυξε τή λήξη της.
Στά πορίσματα καταγράφεται τό γεγονός, ὅτι γιά πρώτη φορᾶ ἐμφανίσθηκαν ἐπιστημονικά ντοκουμέντα τῆς ἐποχῆς τοῦ Παπουλάκου (π.χ. σπάνια ἔγγραφα τοῦ «Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος»).
Ἐπίσης ἐμφανίσθηκαν λόγοι, σημεῖα, προρρήσεις καί λεπτομερής ἀναφορά στήν τιμή, πού γνώριζε ὁ Παπουλᾶκος ἀπό κλῆρο καί πιστούς, ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα και πρίν ἀπό τήν ὁσιακή κοίμησή του.
Ἀκόμη, ὅτι ὁ ὁσιομάρτυρας Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ἤ Ἁγιοπατέρας, ἁγίασε μέ τό πέρασμά του κατά τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα στή Θήρα, καί ἰδιαιτέρως στήν Μονή Προφήτου Ἡλιοῦ, ὅπου διέμεινε περιορισμένος. Μάλιστα στήν περίρρυτη καί φιλόξενη αὐτή νῆσο ἔχουν ἀφιερωθεῖ στό ὄνομά του παρεκκλήσια, ὅπως τό κελλί τῆς κρατήσεώς του στήν προκείμενη μονή, στόν Εὐαγγελισμό Ἐμπορείου.
Γνωστή εἶναι μέχρι σήμερα ἡ παρουσία τοῦ Ἀχαιοῦ ἱεροκήρυκα στή Σαντορίνη, ἔστω καί μέ σκοπό τόν περιορισμό καί τήν ἀπομόνωσή του ἐν εἴδει τιμωρίας, ὅπως φρονοῦσαν οἱ τότε ἁρμόδιες ἀρχές, ἀφοῦ κατέφθαναν κληρικοί καί λαϊκοί ἀπό ὅλα τά μήκη τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γιά νά φωτιστοῦν ἀπό τίς θεόπνευστες Διδαχές τοῦ Γέροντα.
Κατά τό τελευταίο μέρος τῆς Ἡμερίδας, στήν κατάμεστη αἴθουσα, αἴσθηση καί ἱκανοποίηση προκάλεσε ἡ ἀναγγελία ἀπό τόν τοπικό ποιμενάρχη κ. Ἐπιφάνιο, ὅτι ἤδη ἡ Ἱερά Μητρόπολις Θήρας Ἀμοργοῦ καί Νήσων προβαίνει σέ ὅλες τίς ἀπαραίτητες ἐνέργειες γιά τήν ἐπίσημη ἀναγραφή τοῦ ὁσίου Μοναχοῦ στίς δέλτους τοῦ Ὀρθόδοξου ἑορτολογίου. Ἄς προσευχόμαστε, γιά νά γίνει αὐτό πού θέλει ὁ Θεός.
2) Δεύτερη μεγάλη Ἐπιστημονική Ἐκδήλωση, τῆς ὁποίας ἡ ἐργασίες στέφθηκαν ἀπό ἐπιτυχία, μέ πρωτοβουλία καί πάλι τοῦ ἱεραποστολικοῦ καί μή κερδοσκοπικοῦ χαρακτήρα Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος», εἶναι τό Α΄ Πανελλήνιο Ἐπιστημονικό Συνέδριο μέ θέμα: «Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος Παπουλᾶκος».
Τό Α΄ Συνέδριο συγκλήθηκε τό Σάββατο 26 καί τήν Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009 στή Μαθητική Ἑστία Κλειτορίας τῶν Καλαβρύτων, μέ τήν ἔκθυμη εὐλογία τοῦ τοπικοῦ ποιμενάρχη Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβροσίου καί ὑπό τήν αἰγίδα καί τήν ἀρωγή τοῦ Δήμου Κλειτορίας Ἀχαΐας.
Ἡ ἐπιλογή τῶν ἐλλογιμωτάτων καθηγητῶν δικαίωσε γιά ἀκόμα μία φορά τό Δ.Σ. τοῦ Ἰνστιτούτου καί φώτισε πολλές πτυχές τῆς ζωῆς καί τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τοῦ νεώτερου διδασκάλου τοῦ γένους μας, τοῦ ἀμαθοῦς, ἀλλά φωτισμένου ἀπό τή θεία χάρη ὁσίου Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου, ἀπό τά Ἄρμπουνα τῆς Κλειτορίας.
Μετά τήν ἔναρξη ἀπηύθυναν χαιρετισμούς:
Ὁ πανοσιολ. πρόεδρος τοῦ Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος».
Ὁ ἀξιότιμος Δήμαρχος Κλειτορίας κ. Ἀνδρέας Δημόπουλος,
Ὁ αἰδεσιμολ. ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπολίτου Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβροσίου π. Βασίλειος Πετρόπουλος, ἀναφέροντας χαιρετισμό τοῦ οἰκείου ποιμενάρχου.
Ὁ αἰδεσιμολ. ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπολίτου Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων κ. Ἐπιφανίου π. Νικολάος Σιγάλας.
Ὁ ἐλλογιμώτατος Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας κ. Χαραλάμπης Μπούσιας, ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπολίτου Κύκκου καί Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος μετέφερε χαιρετισμό αὐτοῦ,
Ὁ ἐλλογιμώτατος κ. Ἀπόστολος Νικολαΐδης, ἐκ μέρους τῆς Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν κ. Ἑλένης Χριστινάκη, καθώς καί τόν Χαιρετισμό τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὡς πρόεδρος αὐτοῦ.
Ὁ πανοσιολ. π. Νεκτάριος Ν. Πέττας, ἀνέγνωσε τόν Χαιρετισμό τοῦ Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ἰωάννου Κογκούλη.
Ὁ ἐλλογιμότατος κ. Φώτιος Δημητρακόπουλος ἐκ μέρους τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ὁ ἐλλογιμότατος κ. Ἀθανάσιος Νασιόπουλος, Πρόεδρος τῶν Ἁπανταχοῦ Ἀρμπουναίων ἐκ μέρους τοῦ σωματείου του.
Ὁ κ. Γεώργιος Κοσμᾶς, Πρόεδρος τῆς Παγκαλαβρυτινῆς Ἕνωσης,
Ὁ κ. Κωνσταντῖνος Κατσιάρης, Πρόεδρος τῆς Ὁμοσπονδίας Πολιτιστικῶν Συλλόγων «Ὁ Ἀρχαῖος Κλήτωρ».
Ἀκολούθησαν καί ἀρκετοί ἀκόμη χαιρετισμοί καί εὐχές, μεταξύ τῶν ὁποίων καί Πολιτευτῶν, Προέδρων πολιτιστικῶν συλλόγων. Ἐπίσης κληρικοί καί λαϊκοί, πού γνωρίζουν τόν Παπουλᾶκο, ἔκαναν σημαντικές παρεμβάσεις τήν ὥρα τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται: ὁ πανοσιολ. καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τρικόρφου Δωρίδος π. Νεκτάριος Μουλατσιώτης, ὁ αἰδεσιμολ. Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Καλαβρύτων π. Γεώργιος Μπίρμας καί ἡ καθηγουμένη τῆς Μονῆς Ἄνω Χρέπας Τριπόλεως ὀσιότατη μοναχή Χριστονύμφη.
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι καί ἀπό τό ἐξωτερικό κατέφθασαν σημαντικές προσωπικότητες, γιά νά συμπνευματισθοῦν καί νά χαιρετίσουν τό Συνέδριο αὐτό. Ἀνάμεσά τους ὁ κ. Γιῶργος Τσάτσος μέ τήν σύζυγο του Ζωή ἀπό τό Λονδῖνο, ὁ διεθνοῦς κύρους γεροντολόγος κ. Κωνσταντῖνος Στεργιόπουλος, πού κατέφτασε ἀπό τό Τόκιο. Μετά ἀπό τούς πολλούς καί ἐνθουσιώδεις χαιρετισμούς ἀκολούθησαν οἱ ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου.
Συγκεκριμένα στήν Α’ ΣΥΝΕΔΡΙΑ, τό ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, προεδρεύοντος τοῦ Καθηγητοῦ κ. Ἀθανασίου Παλιούρα, ἀνέπτυξαν τίς θέσεις τους:
Ὁ ἀρχιμ. Νεκτάριος Ν. Πέττας, πρόεδρος τοῦ Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» μέ θέμα: «Ἀπό τήν Κλειτορία Ἀχαΐας στό μετερίζι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους».
Ὁ Καθηγητής Βυζαντινῆς Φιλολογίας στό Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Φώτιος Δημητρακόπουλος μέ θέμα: «Ὁ Γέρων Διονύσιος Ἐπιφανιάδης, ὁ Κολλυβᾶς, καί ὁ Χριστοφόρος Παπουλᾶκος».
Ὁ Καθηγητής στό Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Ἀπόστολος Νικολαΐδής μέ θέμα: «Ἡ πολιτική θεολογία τοῦ Παπουλάκου».
Ὁ Καθηγητής Πληροφορικῆς τῶν ΑΤΕΙ Ἀθηνῶν κ. Ἀθανάσιος Νασιόπουλος μέ θέμα: «Ἡ μορφή τοῦ Παπουλάκου μέσα ἀπό μαρτυρίες καί κείμενα».
Στήν Β’ ΣΥΝΕΔΡΙΑ, τό πρωί τῆς Κυριακῆς προεδρεύοντος τοῦ Καθηγητοῦ Φωτίου Δημητρακοπούλου ἀνέπτυξαν τίς θέσεις τους:
Ὁ ὁμ. Καθηγητής τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καί Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων κ. Ἀθανάσιος Παλιούρας μέ θέμα: «Ἡ πραγματική φωτογραφία καί ἡ εἰκονογράφηση τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου».
Ὁ Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, Καθηγητής Χημικός τοῦ ΤΕΙ Πειραιῶς κ. Χαραλάμπης Μπούσιας μέ θέμα: «Κίνημα Κολλυβάδων-Κίνημα Παπουλάκου. Παράλληλα ρεύματα».
Ὁ Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Μητροπόλεως Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων, ἀρχαιολόγος, πρωτοπρ. π. Νικόλαος Σιγάλας μέ θέμα: «Ἡ διαχρονική τιμή καί μνήμη τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου».
Ὁ Λέκτορας στό Παιδαγωγικό Τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου Πατρών κ. Χρῆστος Μαρκόπουλος μέ θέμα: «Οἱ παιδαγωγικές ἀντιλήψεις τοῦ Παπουλάκου».
Μετά ἀπό κάθε συνεδρία ἀκολούθησε ἐνδιαφέρουσα ἐπιστημονική συζήτηση, στήν ὁποία ἔλαβαν τό λόγο κυρίως Μοραΐτες ἀπό ὅλα τά μήκη τῆς Πελοποννήσου καί ἀπό πολλά ἄλλα μέρη τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί κατέθεσαν τίς δικές τους θαυμαστές μαρτυρίες περί τοῦ Χριστοφόρου.
Τήν Κυριακή τό μεσημέρι ὁ πρόεδρος τοῦ Συνεδρίου π. Νεκτάριος Ν. Πέττας ἀνακοίνωσε τά πρακτικά πορίσματα τοῦ Συνεδρίου καί κήρυξε τή λήξη του.
Στά πορίσματα καταγράφεται τό γεγονός, ὅτι γιά πρώτη φορά ἐμφανίσθηκαν ἐπιστημονικά πηγές τῆς ἐποχῆς (π.χ. ἔγγραφα τοῦ «Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλάκος»), ἄγνωστες πτυχές τῆς ὁσιακῆς βιοτῆς, τῶν Διδαχῶν καί τῆς τιμῆς τοῦ Παπουλάκου ἀπό κλῆρο καί λαό, ὡς ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀκόμα ἦταν ἐν ζωῇ, καθώς καί ἱστορικές τάσεις τῆς ἐποχῆς τῆς δράσεώς του.
Σκιαγραφήθηκε ἡ πολυπλοκότητα τοῦ φαινομένου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος ἤ τῶν λεγόμενων Χριστοφορικῶν» καί γιά πρώτη φορᾶ μέ ἐπιστημονικά κριτήρια καταγράφηκε ἡ προσφορά τοῦ Ἁγιοπατέρα στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, αὐτῆς πού, ὅπως φάνηκε καί ἀπό τίς συζητήσεις, τόν θεωρεῖ πολύτιμο θησαυρό τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων καί σπάνιο παράδειγμα ὁσιακής βιοτῆς καί προσφορᾶς στόν κλυδωνιζόμενο συνάνθρωπό του ἀπό τά ρεύματα τοῦ διαφωτισμοῦ καί τῆς ἐπικρατήσεως ξένων δυνάμεων, πού ἐπιδίωκαν νόθευση τῶν πατρώων παραδόσεων καί τοῦ ἤθους τῶν νεοελλήνων.
Τόσο ἀπό τήν Α΄ Ἡμερίδα, ὅσο καί ἀπό τό Α΄ Συνέδριο κατεδείχθη ἡ μεγάλη ἀπόδοση τιμῆς τοῦ λαοῦ σέ ἕνα μεγάλο ἱεραπόστολο, ὅπως ὁ Παπουλάκος, ὁ ὁποῖος σήκωσε τό λάβαρο τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ζωντανῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας ὡς σύνθημά του τό τῆς Γραφῆς «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται». Τέλος, ἔγινε φανερό ὅτι ἡ φλόγα, πού καίει στήν καρδιά τοῦ ἁπανταχοῦ ἑλληνισμοῦ, περιμένει τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Παπουλάκου, γιά νά ὑμνεῖται ἀπό τήν ἐπίσημη Ἐκκλησία μέ ὕμνους καί ὠδές μέ δημόσια λατρεία, ἀφοῦ πλῆθος ἤδη Ναῶν ἔχει ἀφιερωθεῖ πρός τιμήν του, πλῆθος εἰκόνων του κοσμεῖ τούς Ναούς τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί Ἀκολουθία του ἔχει συντεθεῖ, γιά νά μεγαλύνεται ἡ προσφορά του στούς αἰῶνες».
Πλῆθος εἶναι καί οἱ σύγχρονες μαρτυρίες, πού ἔχουν παραμείνει ἀπό προφορική καί γραπτή παράδοση, ἀναφορικά μέ τά κηρύγματά του, τίς προφητεῖες καί τίς προρρήσεις, τά θαύματά του ἐν ζωῇ, ἀκόμα καί μετά θάνατον.
Ἐνδεικτικά ἀναφέρεται ἡ σημαντική εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς ἡγουμένης Παρθενίας τῆς Μονής Ἕλωνας Λεωνιδίου, ὅτι ὁ Ὅσιος, ὅταν εἶχε ἐπισκεφτεῖ τήν συγκεκριμένη Μονή ἦταν ἀνδρική. Ὡστόσο εἶχε προείπει ὅτι τό Μοναστήρι κάποια στιγμή θά γίνει γυναικεῖο καί θά κλαπεῖ ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὅμως μετά ἀπό λίγο θά ξαναβρεθεῖ. Καί ὄντως ὅλοι θυμόμαστε τήν ἐπαλήθευσή τῆς πρόρρησης αὐτοῦ τοῦ γεγονότος πρίν ἀπό λίγα χρόνια. Ἐπίσης πολλά ἀπό τά δεινά πού συμβαίνουν στήν ἐποχή μας τά εἶχε προφητέψει ὁ Παπουλᾶκος, καί γι’ αὐτό εἶναι γνωστή ἡ φράση στόν Μοριά «ζοῦμε τίς μέρες τοῦ Παπουλάκου».
Τέλος, τό ὄνομά του παραμένει ἀκόμα πρός ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο πολύ σοφά περιμένει νά ἀφουγκραστεῖ τήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ξεκαθαρισμένη μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἀπό βραχυπρόθεσμες σκοπιμότητες, ὥστε νά προβεῖ ἀνεπηρέαστα στίς δέουσες ἐνέργειες».
7.4 Τί γράφουν γιά τόν Παπουλᾶκο σύγχρονες προσωπικότητες
Πολλές εἶναι οἱ πνευματικές μορφές τῆς ἐποχῆς μας, πού ἔχουν ἀναφερθεῖ στήν προσωπικότητα, τήν ὁσιότητα, τή δράση, τίς προφητεῖες και τά θαύματα τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου του Παπουλάκου. Μάλιστα πολλοί ἱεράρχες τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι σύμφωνοι μέ τήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του, ἐνῶ πλῆθος ἐγγράφων ἀπό Ἱεράρχες, συλλογή θαυμάτων τοῦ Παπουλάκου κ.τ.λ., πού κατέχει τό «Ἱστορικό Ἀρχεῖο Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» ἐνισχύει τήν ἄποψη αὐτή.
Ἀπό αὐτές τίς ἐπιστολές, πού τίς περισσότερες δημοσιεύουν ὁ ἀρχιμ. Νεκτάριος Μουλατσιώτης καί ὁ Νασιόπουλος μεταγράφονται ὁρισμένες.
Ἀπό τό σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὁ φωτισμένος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας γράφει «Ἡ Ἐκκλησία ζητεῖ ἀπό ἠμᾶς τούς κληρικούς τήν ζωήν καί τό ἱεραποστολικόν ἔργον τοῦ Παπουλάκου».
Ἀκόμα οἱ μακαριστοί ἀρχιεπίσκοποι Ἀμερικῆς Μιχαήλ καί Ἰάκωβος, ὁ μέν πρῶτος σέ ἐπιστολή τοῦ πρός τόν Ἐθνικό Κήρυκα τῆς Νέας Ὑόρκη χαρακτηρίζει τόν Παπουλᾶκο «ἐμπνευσμένην φυσιογνωμίαν μεγάλου ἀνθρώπου τοῦ λαοῦ» καί ὁ δεύτερος ἀναφέρει τήν 8η Μαρτίου 1985 «Εἰς τήν ἐποχήν μας, κατά τήν ὁποίαν τά κηρύγματα τῆς ἀρνήσεως καί τῆς ἀθεΐας δηλητηριάζουν ἐπικινδύνως τάς ψυχάς τῶν νέων, ἡ προβολή ἡρώων τοῦ πνεύματος καί τῆς ἀρετῆς, ὡς ὁ Παπουλᾶκος, εἶναι ἀναγκαία».
Ἐπίσης, βλέπε τήν δήλωση τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεποσκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου, ὅτι σέ ἐπίσκεψή του στήν Κλειτορία: «…θά ἁγιοποιήσει τόν Παπουλάκο», ὡστόσο λόγο τῆς ταχείας ἀσθένειάς του καί τῆς κοιμήσεώς του δέν πρόλαβε.
Ὁ μακαριστός μητροπολίτης Ἀργολίδος Χρυσόστομος, στις 4 Μαρτίου 1985, μεταξύ ἄλλων γράφει: «Χαίρω ἰδιαιτέρως διά τήν ἐπίδοσίν Σας, πρός προβολήν τοῦ ὄντος Ἁγίου ἀνδρός Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου. Εἶναι καιρός νά προβληθῆ ἡ Ἁγία ὄντως αὔτη μορφή, πού ἡ ψυχή τοῦ διεκαίετο ἀπό τόν ἔρωτα πρός τόν Χριστόν καί τήν Ἑλλάδα».
Ὁ μακαριστός μητροπολίτης Νικαίας Γεώργιος τή 12η Μαρτίου 1985 μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: «Ἀπ’ ὅσα κατά καιρούς ἔχουν γραφτεῖ ἀπό ἱκανούς ἐρευνητάς, ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Παπουλᾶκος ὄντως ὑπῆρξε μία φλογερή προσωπικότης γεμάτη ἀπό ἀφοσίωσιν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τήν πατρίδα, κάτι παρόμοιον μέ τόν ἅγιον Κοσμᾶν τόν Αἰτωλόν».
Ὁ μακαριστός μητροπολίτης Λαρίσης Σεραφείμ ἀναφέρει: «Ἀγαπητέ π. Νεκτάριε, εὐχαριστῶ θερμως. Σᾶς συγχαίρω διά τήν ζηλωτικήν Σας προσπάθειαν καί εὔχομαι διαπύρως καλήν δύναμιν στήν θεοφιλῆ προσπάθειάν σας. Δέν γνωρίζω τόσα ὅσα ἐσεῖς διά τόν Ἁγ. Χριστοφόρον Παπουλᾶκον. Τιμῶ καί εὐλαβοῦμαι τό ὄνομά του –ἐξ ὅσων ἔχω ἀκούσει- καί πάλιν Σας εὔχομαι Καλήν Δύναμιν καί τόν θεῖον φωτισμόν τοῦ καλοῦ ἔργου».
Ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολις Λάμπης καί Σφακίων τή 25 Ἰανουαρίου 1983 γράφει: «Ὁ Παπουλάκος εἶναι καταξιωμένος εἰς τήν συνείδησιν τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ καί τοῦτο ἀποτελεῖ τό μοναδικόν στοιχεῖον διά τήν ἀναγνώρισίν του ὡς Ἁγίου της Ἐκκλησίας. Οὐδέν ἕτερον χρειάζεται».
Ὁ σεβασμιώτατος μητροπολίτης Γρεβενῶν κ. Σέργιος στις 26 Ἰανουαρίου 1983 λέει ὅτι εὐχαριστεῖ γιά τήν ἀποστολή εἰκόνων τοῦ μοναχοῦ Παπουλάκου: «..καί συγχαίρομεν διά τήν ἀπόφασιν ὑμῶν ὑπέρ τοῦ ἁγίου καί ἐνθομάρτυρος, πιστοῦ τέκνου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς φιλτάτης ἠμῶν πατρίδος τῆς Ἑλλάδος..».
Ὁ γνωστός γιά τήν ἐνασχόλησή του μέ τήν νεοελληνική ἱστορία Σπύρος Μαρκεζίνης, γράφει: «Ὑπῆρξαν πάντοτε οἱ πιστεύοντες εἰς τήν ἁγνότητα ἀκόμα καί τήν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρός».
Θαυματουργή εἰκόνα τοῦ νέου ἀποστόλου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού φυλάσσεται στήν Ἱ. Μονή Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου (Ἑλληνικό Γορτυνίας)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τελικά, ἕνα ἐρώτημα πού ἐνδεχομένως παραμένει αἰωρούμενο, μετά ἀπό αὐτήν τήν ἐργασία, εἶναι: ἦταν ὄντως ὁ Παπουλᾶκος ὅσιος καί μάρτυρας ἤ μήπως ἕνας ἁπλός κοινωνικός ἐπαναστάτης ἤ μήπως ἀκόμα καί ἕνας λαοπλάνος ἀγύρτης; Ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τόν πίστευσε ἐν ζωῇ ἀκόμα ὅτι ἦταν ἅγιος! Ἄλλωστε ἡ συντριμμένη κάρα του ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἄνδρου, ἐπειδή ὁμολογοῦσε ἀλήθιες γιά τήν Πίστη καί τό Ἔνθος μας, ἀκόμα βοᾶ καί συγκινεῖ!
Ὁ λόγος του, τούς συνέπαιρνε, μιλοῦσε κατ’ οὐσίαν τήν «γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ» πού μποροῦσαν νά καταλάβουν καί ἡ εὐθύτητα τοῦ χαρακτήρα του, σέ συνδυασμό μέ τήν σεβάσμια φυσιογνωμία του, τούς ἔδινε αὐτό πού ἀποζητοῦσαν στό «ράσο», τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας.
Ἐπίσης, κατηγορήθηκε ὅτι ἔδειξε «ἀνυπακοή» ἀπέναντι στήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Βασιλείου καί στήν ξενόφερτη ἐξουσία, ἡ ὁποία μέ συνοπτικούς καί ἀντικανονικούς τρόπους ἀποκοβόταν ἀπό τήν καρδιά τοῦ Ρωμιοῦ, τήν Κωνσταντινούπολη. Καί ὁ ἔλεγχός του κατά τῆς Βαυαροκρατίας δικαιώθηκε ἄμεσα, ἀφοῦ ἕνα χρόνο μετά ἀπό τήν κοίμησή του, τήν ἔδιωχναν οἱ πατεράδες μας (ἡ ἔξωση τοῦ Ὄθωνα τίς ἀρχές τοῦ 1862). Ὅλα αὐτά στήν πονηρή καί συμφεροντολογική ἐποχή μας, δημιουργοῦν σύγχυση καί πλῆθος ἀμφιβολιῶν, ἀλλά πρίν καταλήξουμε στό συμπέρασμά μας, θά πρέπει νά προσπαθήσουμε νά ἐξακριβώσουμε τά ἐσωτερικά ὑποκειμενικά στοιχεῖα, πού τόν ὁδήγησαν σέ αὐτήν τήν, φαινομενικά παράδοξη, ἐξωτερική συμπεριφορά.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Βασιλείου (γέννημα καί αὐτή «ἀνυπακοῆς» ἀπέναντι στήν μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης) καί ἡ κρατική ἐξουσία τῆς ἐποχῆς, πού ἔγινε κορυφή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, εἶναι δεδομένο ὅτι δέν βάδιζαν σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ἡ δεύτερη εἶχε ὑποτάξει τήν πρώτη στά κοσμικά της συμφέροντα καί σέ συνδυασμό μέ τόν ἀπαράδεκτο τρόπο πού ἔγιναν οἱ ὄντως ἀναγκαῖες θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις μέ προτεσταντικά μοντέλα, δικαιολογοῦν τήν ἀντίδραση τοῦ Παπουλάκου, τόσο κοινωνικά, ὅσο καί θεολογικά. Ὁ λαός, πού ἀκολούθησε τόν ὅσιο Χριστοφόρο, ἀντέδρασε δυναμικά γιατί πιεζόταν ἀπό τήν ἐξουσία, πράγμα γιά τό ὁποῖο δέν εὐθύνεται ὁ Παπουλάκης.
Ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή ἡ θολή γενική ἄποψη πού ἐξάγεται ἀπό τά «Ἰστορικά Σημειώματα» τοῦ Μπάμπη Ἀννίνου, ὅτι ἦταν ἕνας ἐπικίνδυνος ἀγύρτης καί ἡ ἔπαρση ὑπερηφανείας ἀπό τήν ὁποία διακατείχετο τόν ὁδηγοῦσε στό νά πλανᾶ μέ ἐξαιρετικά ἀνόητο τρόπο τούς εὐκολόπιστους καί «ἀπολίτιστους» χωρικούς.
Ὁ ἀγώνας του δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὅτι ἦταν ἀποκύημα ἔπαρσης, ἐφόσον ἦταν δίκαιος καί περαιτέρω οἱ «ἀπολίτιστοι» χωρικοί δέν πίστεψαν στόν Παπουλάκο ἀνόητα, χωρίς λογική, ἀφοῦ τούς ἔδωσε ξανά ἕνα εὐαγγελικό νόημα ζωῆς, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν ὅτι εἶχαν ἀρχίσει νά χάνουν κάθε ἐλπίδα καί πίστη, συνεπεία τῶν ἀλλεπάλληλων συμφορῶν, πού ἀκολούθησαν τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, καί ἰδιαιτέρως αὐτό τοῦ χαμοῦ τοῦ Μεγάλου Κυβερνήτου Καποδίστρια, κατόπιν παρεμβάσεως ξένου δακτύλου.
Ἐπίσης, μέ τόν τρόπο πού προχώρησε στήν ὅλη δράση του δέν διαφαίνεται νά ὀργανώθηκε γιά μία μυστική ἀνατροπή τοῦ καθεστῶτος, ἄλλωστε οἱ ἀποφάσεις τῶν δικαστηρίων τόν ἀθώωσαν. Παρ’ ὅλες τίς ἐπαφές του μέ τήν Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία, εἶχε ἀνεξάρτητη, δική του ἀληθινή πορεία. Ὁ στόχος του ἦταν ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ λαοῦ, οἱ πονεμένοι ἄνθρωποι καί οἱ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεώς τους. Οἱ ἄδολες Διδαχές του, ἡ ἀσκητικότητά του, ἡ θυσία του, ἡ ὁμολογία του καί οἱ ἀδιαμφισβήτητες ἐλεημοσύνες του, τοῦ προσδίδουν ἀκεραιότητα καί χαρακτήρα χριστοήθειας.
Ἐπιπλέον, ἀπό τά κηρύγματά του προκύπτει ἡ μεγάλη ἠθική καί λατρευτική Ὀρθόδοξη καλλιέργεια τοῦ λαοῦ σέ χρόνια δύσκολα. Γιά τήν «ἐκστρατεία» του στήν Καλαμάτα, δέν εὐθύνεται ὁ ἴδιος, ἀλλά ὁ τότε Νομάρχης πού διαστρέβλωσε τήν ἐπιστολή τοῦ Παπουλάκου καί ἐπανέφερε στήν ἐπιφάνεια μακραίωνα μίση πού εἶχαν κατευνασθεί, μεταξύ τῶν Καλαματιατῶν καί τῶν Μανιατῶν.
Οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι πάντα εἶναι σημεῖα ἀντιλεγόμενα, ἄλλωστε τίς μέλισσες τῆς ἕλκουν τά ἄνθη, ἐνῶ τίς μύγες οἱ ἀκαθαρσίες. Καί ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι συχνά στήν Ὀρθοδοξία οἱ ἀμφιβολίες ἀκολουθοῦν κάθε δογματική Ἀλήθεια καί σέ αὐτό ἔγκειται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπιθυμεῖ τήν ἐθελούσια ἐλεύθερη πίστη τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἀλήθεια, τήν ὁποία φανερώνει σταδιακά στήν ἀρχή καί ἀργότερα τοῦ δίνει καί τίς «ἀποδείξεις–ἀποκαλύψεις πού χρειάζεται». Δηλαδή, ἡ πίστη πάντα προηγεῖται τῶν ξεκάθαρων προσωπικῶν ἀποδείξεων, ἐνῶ, ἐάν θέλει κάποιος, παραμένει στήν διαφορετική του ἄποψη, ἡ ὁποία τεκμηριώνεται ἀπό τήν σύγχυση τῶν ἀμφιβολιῶν του. Ὁμοίως, ξεκάθαρη ἐπιστημονική ἀπόδειξη εἶναι ἀδύνατον νά βρεθεῖ στά περί ἁγιότητος ζητήματα, ἀλλά ἀκόμα καί ἐάν αὐτή ὑπῆρχε, πάλι θά ἀμφισβητεῖτο.
Ἔτσι, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐπισήμου καταγραφῆς τοῦ Παπουλάκου ὡς ἁγίου ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, τό πρόσωπό του θά συνεχίσει νά εἶναι μία μεγάλη προσωπικότητα γιά τήν προσφορά τους σέ χαλεπούς καιρούς γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τό Ἔθνος, σύμφωνα μέ τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων.
Ταπεινή μας γνώμη εἶναι, πῶς ὅταν δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητος ἡ ἱστορική μονογραφία μου, πού θά ἐπιγράφεται «Τά Χριστοφορικά», ἡ ὁποία μέσα ἀπό σχετικές ἀποδείξεις θα συμπεραίνει ὅτι, ὅπως καί μέ τήν περίπτωση τοῦ Παπουλάκου, θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ τό ἴδιο παράδειγμα μέ αὐτό πού ἔγινε μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο, Μητροπολίτη Πενταπόλεως, πού τοῦ ζήτησε συγγνώμη ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία γιά ὅ,τι ὑπέστη. Στήν περίπτωση τοῦ Παπουλάκου ἴσως θά πρέπει καί ἡ Πολιτεία νά κάνει κάτι ἀντίστοιχο, γιά τόν κατρατρεγμό καί τό μαρτύριο πού ὑπέστη.
Ἐν ὀλίγοις, συμπεραίνεται ὅτι τό ἐρώτημα, πού θέσαμε στήν ἀρχή τοῦ ἐπιλόγου δέχεται ἀπάντηση καί προσδιορίζεται ὑποκειμενικά ἀνάλογα μέ τήν προσωπική τοποθέτηση τοῦ καθενός στά θέματα πίστεως καί τήν ἀγάπη του γιά τήν Ἀλήθεια.
Ὁ πονήσας ἀρχιμ. Νεκτάριος Ν. Πέττας,
Δρ.Φ. & Προέδρος τοῦ μή κερδοσκοπικοῦ:
Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος»,
«Ὁ ὅσιος Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος καί ἡ ἐποχή του»
βασική ἀνάρτηση στό διαδίκτυο: Παρασκευή, 18η Ἰανουαρίου 2008
Μνήμη Ἀθανασίου καί Κυρίλλου Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας καί Παπουλάκου.
Φωτοαναστατικό μέ τήν ὑπογραφή τοῦ Ἁγιοπατέρα «ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΟΝΑΧΩΣ». Τό πρωτότυπο ἔγγραφο ἀνήκει στό «Ἱστορικό Ἀρχεῖο τοῦ Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος»
Ἀπολυτίκιον.Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν θεόσδοτον πλάνητα χριστοκήρυκα,
διδασκαλίαις πανσόφοις
τὴν ἀγνωσίαν λαοῦ
διαλύσαντα καὶ γνῶσιν πρὸς σωτήριον
καθοδηγήσαντα πολλοὺς
εὐφημήσωμεν λαμπρῶς
θεόπνευστον Χριστοφόρον
βοῶντες· Ὅσιε πάτερ,
ἡμῖν ἱλέωσαι τὸν Ὕψιστον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις, τῶν Ἀρμπούνων νεοθαλὲς
βλάστημα καὶ Μάνης
πάσης λύχνε νεοφεγγές,
χαίροις, Χριστοφόρε,
τοὐπίκλην Παπουλᾶκε,
λαοῦ ἐζοφωμένου
σέλας ἀείφωτον.
(ποιηθέντα ὑπό Δρος Χαραλάμπη Μπούσια)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑἌννινου, Σημειώματα = ΑΝΝΙΝΟΥ Μπ., Ἱστορικά Σημειώματα: ὁ Παπουλάκης, Ἀθῆναι 1925.
Βακαλόπουλος, Ἱστορία = ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ Ε. Ἀπ., Νέα ἑλληνική ἱστορία 1204 – 1985, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997.
Γριτσόπουλος, Χριστόφορος ὁ Μοναχός = ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Τ., Παπουλᾶκος (Χριστόφορος ὁ Μοναχός), ἐν Θ.Η.Ε., τόμ. 10, Ἀθῆναι 1966.
Δεληκωνσταντῆς, Διδακτική = ΔΕΛΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ Ζ. Κ., Διδακτική τῶν Θρησκευτικῶν (Φάκελος μαθήματος), Ἀθήνα 2005.
Ἡμερολόγιο τοῦ ἔτους 2011 μέ δώδεκα ἄγνωστες ἅγιες μορφές, πού εἶναι ἀφιερωμένο στά 150 χρόνια ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου (+ 18-1-1861), τοῦ ὁποίου τό ὄνομα φέρει τό μή κερδοσκοπικό Ἰνστιτοῦτο «ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ», καθώς καί στά 300 χρόνια ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σοφιανοῦ, ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου (+ 26-11-1711).
Θεοδωρόπουλος, Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος = ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ Φ. Ν., Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος (Παπουλᾶκος), Ἀθήνα 1994.
Ἱστοσελίδες γιά τόν Παπουλᾶκο: www.papoulakos.org
Καψιώτη, Ὁ ὅσιος Παπουλᾶκος = ΚΑΨΙΩΤΗ ἈΘ., Ὁ ὅσιος Χριστόφορος ὁ Παπουλᾶκος, Ἀθῆναι 1992.
Κολιόπουλος, Νεώτερη εὐρωπαϊκή ἱστορία = ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Ι. Σ., Νεώτερη εὐρωπαϊκή ἱστορία 1789-1945. Ἀπό τή γαλλική ἐπανάσταση μέχρι το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998.
Κονιδάρη, Ε. Ι. Ε. Ε. = ΚΟΝΙΔΑΡΗ Ι. Γερ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1970.
Κοτταδάκη, Αὐτοί ποὺ ἄνοιξαν τὸ δρόμο = ΚΟΤΤΑΔΑΚΗ ἈΘ., Αὐτοί ποὺ ἄνοιξαν τὸ δρόμο, Κοσμάς Φλιαμιᾶτος, Χ. Παναγιωτόπουλος ἤ Παπουλᾶκος, Ἰγνάτ. Λαμπρόπουλος, Ἱερόθ. Μητρόπουλος, Εὐσ. Ματθόπουλος, ἐκδ. Τήνος, Ἀθῆναι 1976.
Κωνσταντίνου & Χάλλα, Κλειτόριο ὁδοιπορικό = ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Τ. & ΧΑΛΛΑ Ε., Κλειτόριο ὁδοιπορικό, Περίπατος στόν τόπο μας, Κρινόφυτα 2005.
Μεταλληνοῦ, Παράδοση καί ἀλλοτρίωση = ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Δ. Γ., Παράδοση καί ἀλλοτρίωση. Τομές στήν πνευματική πορεία τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ κατά τήν μεταβυζαντινή περίοδο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2001.
Μεταλληνού, Τουρκοκρατία = ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Δ. Γ., Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2005.
Μουλατσιώτη, Ὁ Ἅγιος της Πελοποννήσου = ΜΟΥΛΑΤΣΙΩΤΗ Ν., ἀρχιμ. (ἐπιμ.), Παπουλᾶκος. Ὁ Ἅγιος τῆς Πελοποννήσου, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονής Ἁγίων Αὐγουστίνου καί Σεραφείμ Σάρωφ Τρίκορφου Φωκίδος, 2006.
Μπαστιᾶ, Ὁ Παπουλᾶκος = ΜΠΑΣΤΙΑ Κ., Ὁ Παπουλᾶκος, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 2005.
Μπαστιᾶ, Παπουλᾶκος = ΜΠΑΣΤΙΑ Κ., Παπουλᾶκος, στήν Ἐγκυκλοπαίδεια Ὑδρία, τόμ. 43, Ἑταιρεία Ἑλληνικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθήνα 1987.
Μπούσια Χ., Ἱερά Ἀκολουθία, Κανών Παρακλητικός καί Χαιρετιστήριοι Οἶκοι εἰς τόν ὅσιον καί Θεοφόρον πατέρα ἡμῶν Χριστοφόρον τόν Παπουλᾶκον, ἔκδ. Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος, Ἀθήνα 2009.
Μπούσια Χ., Ἱερά Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου καί Θεοφόρου Γέροντος Διονυσίου τοῦ νέου ἀσκητοῦ τῆς Σκιάθου, ἔκδ. Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος, Ἀθήνα 2009.
Νασιόπουλου, Ἀληθινός Παπουλᾶκος = ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ Α. Α., Ὁ Ἀληθινός Παπουλᾶκος, ἔκδ. Α΄, Ἀθήνα 1984.
Νασιόπουλου, Ἄρμπουνας = ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ Ἀνδρ. Α., Ὁ Ἄρμπουνας τότε καί τώρα, Ἀναδρομή στή μακραίωνη ἱστορία του καί καταγραφή τῆς σημερινῆς μορφῆς του, ἔκδ. Παρασκήνιο, Ἀθήνα 1996.
Παπαδόπουλου, Ι. Ε. Ε. = ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Α. Χρ., Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1920.
Πέττα, Ἀρχεῖο Παπουλάκου = ΠΕΤΤΑ Ν. Ν. ἀρχιμ., «Ἱστορικό Ἀρχεῖο Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος», φάκελλοι μέ ἔγγραφα τοπικῶν ἀρχῶν, ὑπουργῶν, Ὄθωνος καί Ἱερᾶς Συνόδου, καί μέ τόν τύπο τῆς ἐποχῆς.
Πέττα, Ὁσιώτατος Χριστοφόρος = ΠΕΤΤΑ Ν. Ν. ἀρχιμ., Ὁ Ὀσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος ὁ Παπουλᾶκος στή Θήρα (1854) καί στήν Ἄνδρο (1854-1861), Ἀθήνα 2009.
Πέττα Ν. Ν., ἀρχιμ., Χριστοφόρος Παπουλᾶκος, ὁ σύγχρονος ἀπόστολος τῆς Πίστεως καί τοῦ Γένους, Θεσσαλονίκη 2009.
Πρακτικά τοῦ Α’ Πανελληνίου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου ἐν Κλειτορίᾳ τῇ 26ῃ καί 27ῃ τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου 2009 μέ θέμα: «Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» καί Πρακτικά τῆς Α’ Ἐπιστημονικῆς Ἡμερίδος ἐν Θήρᾳ τῇ Πέμπτῃ 23ῃ τοῦ μηνός Ἰουλίου 2009 μέ θέμα: «Ὁ Ὁσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος Παπουλᾶκος στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο». Ἐκδίδονται ἐπιμελείᾳ Ἀρχιμανδρίτου Νεκταρίου Ν. Πέττα, δρ. Φιλοσοφίας & Προέδρου τοῦ ἡμετέρου Ἰνστιτούτου, 2010.
Σακκέτο, Παπουλάκου προφητεῖες καί θαύματα = Σακκέτος, Παπουλάκος (Ἄγνωστες προφητεῖες καί θαύματα), Ἡ ἐπαλήθευση τῶν προφητειῶν καί ὁ παγκόσμιος θρίαμβος τοῦ ἀνθρώπου, ἔκδ. Σακκέτου, Ἀθῆναι 2008.
Σαρδελῆ, Προδομένη παράδοση = ΣΑΡΔΕΛΗ Κ., Ἡ προδομένη παράδοση, τά ψευδώνυμα φῶτα, τόμ. Α΄, ἔκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1991.
Σαρδελῆ, Χριστόφορος- Φλαμιᾶτος = ΣΑΡΔΕΛΗ Κ., Χριστόφορος Παπουλᾶκος καί Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, Ἀθήνα 1988.
Εισαγωγή
Ἀπό τήν ἀναγνώριση τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ νεοσύστατου ἐθνικοῦ κράτους, ὁ ἑλληνικός λαός ἐξαντλημένος ἠθικά καί ὑλικά ἀπό τήν περιπέτεια τῆς ἐπανάστασης μπαίνει σέ μία κρίσιμη περίοδο τῆς ἱστορίας του, οἱ συνέπειες τῆς ὁποίας ἀκόμη βασανίζουν τά πολιτικοκοινωνικά πράγματα τῆς χώρας μας. Ἡ ἀναζήτηση τῆς πολιτιστικῆς καί πνευματικῆς του ταυτότητας, δίχαζε τίς δυνάμεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἤδη ἀπό τόν ΙΗ’ αἰώνα, ἕναν αἰώνα γενικότερης μορφωτικῆς καί οἰκονομικῆς ἀναβάθμισης τοῦ Ὀρθόδοξου στοιχείου τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ ἰδεολογικές καί πολιτικές συνιστῶσες σηματοδοτοῦν ἕνα ἐκρηκτικό κλίμα αὐτήν τήν ἐποχή. Ἄλλωστε ὁ Τύπος μετά τήν Ἐπανάσταση καί τόν ἄδικο χαμό τοῦ Καποδίστρια, συχνά ἀναρωτιόταν: ποῦ ἀνήκει ἡ Ἑλλάδα, στήν Δύση ἤ στήν Ἀνατολή;
Δυό ἦταν τά κύρια ἰδεολογικά ρεύματα πού πλαισίωναν ἐμφανῶς, ἤδη ἀπό τόν ΙΗ’ αἰώνα, τόν ἀγώνα τῶν ὑποδούλων καί συνοψίζονταν σ’ ἕνα κοινό στόχο, τήν ἐλευθερία, ἀλλά μέ πολύ διαφορετικό πνευματικό ὑπόβαθρο μεταξύ τους. Ἀπό τή μία πλευρά ἦταν ἡ ἀναβίωση τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ Ρωμαίικου, δηλαδή τοῦ ἑλληνισμοῦ στήν εὐρύτερη ὑπερεθνική διάστασή του.
Τά ἰδεώδη αὐτά, πού ἦταν διαδεδομένα στά εὐρύτερα στρώματα τοῦ λαοῦ, κληροδότησε στούς Ἕλληνες τό βυζαντινό τους παρελθόν καί διέσωσε καθ’ ὅλη τη διάρκεια τῆς δουλείας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπωμίστηκε, ὄχι μόνο τήν πνευματική, ἀλλά καί τήν πολιτική κηδεμονία τῶν Ὀρθοδόξων στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὑπῆρχε ἡ μικρότερη, ἀλλά ἰσχυρότερη μερίδα, κυρίως, τῶν ἐκτός Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας Ἑλλήνων καί τῶν ντόπιων λογίων, οἱ ὁποῖοι γαλουχημένοι με τά ἰδεώδη τοῦ διαφωτισμοῦ και, κατόπιν, τῆς γαλλικῆς ἐπανάστασης ἀπαιτοῦσαν τήν ἐθνική ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως τήν φαντάζονταν τά «φωτισμένα» ἔθνη τῆς Εὐρώπης. Γι’ αὐτό, ἀναγκαία προϋπόθεση γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἑλλάδος, ὡς ἐθνικοῦ κράτους, διακηρύχθηκε ἀπό τούς ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς προοπτικῆς, ὁ (μέχρι καί σήμερα συνεχῶς προβαλλόμενος) ἐξευρωπαϊσμός της.
Ὑπῆρξαν μεμονωμένες εὐρωπαϊκές προσωπικότητες φιλελλήνων, ἀλλά στήν οὐσία της ἡ δυτική Εὐρώπη, ὡς γνήσιο παιδί τοῦ δυτικοῦ μεσαιωνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπου ἀνδρώθηκαν ἕνας ἀπομονωμένος καί ὑπεροπτικός ὀρθολογικός πολιτισμός καί μία ἄκαμπτη δικαιική τάξη, ὑπῆρξε πάντοτε ἐχθρική πρός τούς Ἕλληνες.
Ἔτσι, ὁ ἐθνικός προσδιορισμός τοῦ νέου κράτους, ἀνάμεσα στό βυζαντινό καί τό ἀρχαιοελληνικό του μεγαλεῖο, ἔλαβε δραματική διάσταση. Τελικά, ὑπερίσχυσε ἡ προσπάθεια δημιουργίας συνείδησης μέ βάση τήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἀποκομμένη ἀπό τούς ἄλλους λαούς, μέ τούς ὁποίους συναποτελοῦσε στό παρελθόν τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία.
Ἡ ἐπικράτηση αὐτή ἔγινε μέ τήν ἐπιρροή τῆς πανίσχυρης τότε Ἀγγλίας, τῆς ὁποίας τά συμφέροντα στό νεοσύστατο ἑλληνικό κράτος εἶχαν διπλό στόχο:
α) νά ἀποτραπεῖ ἡ ἐπανασύσταση ἑνός ἰσχυροῦ κράτους Ρωμιῶν -Βυζάντιου καί
β) νά καταστραφεῖ ἡ ἑλληνική οἰκονομία, πού εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἐπί Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καί στεκόταν ἐμπόδιο στήν δική της οἰκονομική διείσδυση, ποῦ ἐφαρμοζόταν ἐκβιαστικά. Ἡ ἐπιβολή αὐτοῦ τοῦ ἐθνισμοῦ ἐπέφερε πολλές ἐσωτερικές ζυμώσεις καί συγκρούσεις, οἱ ὁποῖες ἔφτασαν τά ὅρια τῆς ἐπανάστασης ἀπέναντι στή ἀπόλυτης ἐξουσία τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους. Μέ ἕνα τέτοιου εἴδους ἐπαναστατικό «κίνημα» κατά τοῦ ἀντιδυκισμοῦ ἐμπλέκεται τό ὄνομα τοῦ ὅσιου Χριστοφόρου Παναγιωτοπούλου, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω.