«Ὁ ὁμολογητής καί μάρτυρας τῆς Πίστεως καί τοῦ Γένους, Χριστοφόρος Παπουλᾶκος,
καί ἡ ἱεραποστολική προσφορά του»
(1770 περίπου – 18 Ἰανουαρίου 1861)
(Πίνακας: ἔργο Μοναζουσῶν τῆς Ἱ. Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Οἰνουσσῶν)
Τοῦ προέδρου τοῦ μή κερδοσκοπικοῦ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ «ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ»
ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα, δρ. Φ.
Βασική ἀνάρτηση στό διαδίκτυο: Παρασκευή, 18η Αὐγούστου 2008
Ἀνάμνηση ἀνακομιδῆς μαρτυρικῆς κάρας τοῦ Παπουλάκου στό Μοριᾶ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
1ο Κεφάλαιο: Ἱστορικό πλαίσιο
1.α) Τό ὄνομά του
1.β) Τόπος καταγωγῆς
1.γ) Ἡ μεταστροφή του στό Μοναχισμό καί οἱ πρῶτες περιοδεῖες του
1.δ) Ὁ τρόπος τῆς περιοδείας του
1.ε) Τό κήρυγμά του
1.στ) Ἡ πρώτη μεγαλειώδης εἴσοδος στήν πόλη τῆς Καλαμάτας
1.ζ) Τά μέτρα τῆς κυβέρνησης καί ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ
1.η) Ἡ σύλληψή του
1.θ) Ἡ παραμονή τοῦ Παπουλάκου στίς φυλακές τῶν Πατρών
1.ι) Ὁ ἐγκλεισμός του στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο, ὅπου καί τό μαρτυρικό του τέλος
2ο Κεφάλαιο: Ἔνταξη τού Παπουλάκου στην εποχή του
2.α) Ἡ Ἐκκλησιαστική Πολιτική τοῦ Καποδίστρια
2.β) Ἡ Ἐκκλησιαστική Πολιτική τῆς Ἀντιβασιλείας
2.γ) Τά πρῶτα χρόνια δράσης τοῦ Παπουλάκου
2.δ) Ἡ στάση τοῦ Παπουλάκου ἀπέναντι στά Γράμματα καί στό Βασιλιά
2.ε) Ἡ Ἐξουσία θορυβεῖται ἀπό τό κήρυγμά του
2.στ) Ἡ Προδοσία ὡς λύση στό πρόβλημα τῆς σύλληψης
2.ζ) Παράγοντες πού συνέβαλαν στήν προσωρινή ἐξασθένηση τῆς μνήμης του
Ἐπίλογος: Ἡ σεπτή μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρα Παπουλάκου στήν ἐποχή μας. Τί γράφουν γιά αὐτόν σύγχρονες προσωπικότητες;
Βιβλιογραφία
«Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ 18-1-1861». Ἀπό τή συλλογή τοῦ κειμηλιοστασίου τῆς ἱστορικῆς οἰκίας τοῦ Παπουλάκου στόν Ἄρμπουνα Καλαβρύτων
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὅσοι προερχόμαστε ἀπό τό Μοριά μεγαλώσαμε μέ τή μνήμη τοῦ Παπουλᾶκου, τίς Διδαχές, τίς προφητεῖες, τίς προρρήσεις καί τά θαύματά του. Μέσα ἀπό τήν ἱερή σφαῖρα τοῦ παρελθόντος ἔρχεται τό σεπτό ὄνομά του στόν νοῦ μας.
Ποιός, ὅμως, εἶναι ὁ ἀληθινός Μοναχός Χριστοφόρος, ὁ ἐπονομαζόμενος «Παπουλᾶκος»; Τήν ἴδια σχεδόν περίοδο ἐμφανίζονται καί ἄλλοι «Παπουλάκηδες», οἱ δύο ρασοφόροι στήν Πελοπόννησο, πού ἐπονομάζονταν ἀπό τό λαό «Παπουλᾶκος» ἤ «Παπουλάκης», ὁ Εὐγένιος ἀπό τά Τριπόταμα καί ὁ ὅσιος Ἰωακείμ ὁ Ἰθακήσιος. Ὁ τελευταῖος, μάλιστα, ἐντάσσεται στό ἴδιο πνεῦμα μέ τό γέροντα Χριστοφόρο. Ὡστόσο, τήν ἐποχή αὐτή στόν χῶρο τῆς ὀρθοδόξου Ἑλλάδος, δύο κινήματα πνευματικῆς ἀναγεννήσεως ἐμφανίζονται: τῶν Κολλυβάδων καί τῶν Παπουλακιζόντων, ὅπου καί στά δύο αὐτά θεολογικά ρεύματα, ὡς καθοδηγητής ἀναδεικνύεται ὁ, πρώην ποιμένας, Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ἀπό τήν Πελοπόννησο.
Σημασία, πάντως, ἔχει ὅτι ἡ ἱστορία γράφεται κάθε φορά ἀπό τούς λίγους. Εἶναι ἐκεῖνοι πού κάνουν τά μεγάλα ἅλματα, οἱ ἀσυμβίβαστοι, οἱ γενναῖοι καί οἱ τολμηροί. Εἶναι ἐκεῖνοι πού προτιμοῦν τήν κίνηση καί ὄχι τή στάση, τήν πράξη καί ὄχι τήν ἀπραξία, ἔστω καί ἄν αὐτό ἐγκυμονεῖ παγίδες, κινδύνους, ἀκόμη καί φυσική ἐξόντωση.
Μεταξύ αὐτῶν τῶν ὀλίγων, συγκαταλέγεται καί ὁ ὁμολογητής καί μάρτυρας Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ἀπό τά Ἄρμπουνα τῆς Κλειτορίας ἤ, ὅπως εἶναι εὐρύτερα γνωστός, Παπουλᾶκος. Ὑπῆρξε μία μεγάλη θρησκευτική καί ἐθνική προσωπικότητα τῶν μέσων τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰώνα, ἐνταγμένη στό ἀπόηχο τοῦ κινήματος τῶν ἀσκητῶν Κολλυβάδων.
Ὁ Χριστοφόρος ἐμφανίζεται σέ μία κρίσιμη στιγμή τῆς ἱστορίας μας. Τό ἐρώτημα που κυριαρχεῖ τήν ἐποχή αὐτή εἶναι: «Ἡ Ἑλλάς ποῦ ἀνήκει; Στήν Ἀνατολή ἤ στή Δύση;»! Ἔτσι, ἔδρασε σέ μία περίοδο, πού ἔχει μεγάλο ἱστορικό ἐνδιαφέρον. Κατά τήν περίοδο αὐτή συντελέσθηκαν ὅλες οἱ διεργασίες γιά τή δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους. Ἑπομένως, αὐτή ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, ὄχι μόνο γιά τόν ἱστορικό ἐρευνητή, ἀλλά καί γιά κάθε σκεπτόμενο πολίτη, ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ ἀπαντήσεις στή σημερινή κοινωνική, πολιτική καί ἐκκλησιαστική προβληματική.
Ὁ Παπουλᾶκος κατόρθωσε μέσα σέ μία δεκαετία νά ταρακουνήσει τήν κοινωνία, τοῦ ἀρτισύστατου ἑλληνικοῦ κράτους. Ἡ δράση καί τό κήρυγμά του βρίσκονται σέ εὐθεῖα γραμμή μέ τή δράση καί τό κήρυγμα ἄλλων δύο γενναίων της ἱστορίας μας, τοῦ ἐθναποστόλου πατρό-Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καί τοῦ λησμονημένου Ἁγίου Σοφιανοῦ, ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἔδρασε στήν Ἤπειρο 70 χρόνια πρίν ἀπό τόν Ἅγιο Κοσμᾶ καί ἔγινε πρόδρομός τού.
Ὁ Παπουλᾶκος ἴσως δέν εἶχε τή μόρφωση τοῦ πατρο-Κοσμᾶ καί τοῦ ὁσίου Σοφιανοῦ, εἶχε ὅμως φώτιση Θεοῦ, ὥστε μέ δύναμη καί τόλμη νά ὑπερασπιστεῖ τά ἴδια πράγματα μέ αὐτούς, γιά τά ὁποία θυσιάστηκε ὁ πατρό-Κοσμᾶς, ἀλλά καί γιά τό λόγο, πού ὁ Ἅγιος Σοφιανός παραιτήθηκε ἀπό τό θρόνο του καί ὡς Μοναχός νά μεταστρέψει τούς ἐξωμότες χριστιανούς. Μέ λίγα λόγια, ὅλοι τους διακόνησαν μέ ἄδολο λόγο καί ἔργο χωρίς προσωπικό κέρδος, ὥστε ἡ ὀρθόδοξη παράδοση τοῦ λαοῦ μας νά μείνει ἀλώβητη ἀπό κάθε εἴδους ἐπικίνδυνες ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές ἐπιβουλές
Ἄς παρακολουθήσουμε τή σπουδαία αὐτή προσωπικότητα, πού λέγεται «Παπουλᾶκος», ἀρχίζοντας ἀπό τήν καταγραφή τῶν βιογραφικῶν του στοιχείων. Στό δεύτερο μέρος τοῦ μελετήματος αὐτοῦ, θά γίνει προσπάθεια νά φωτιστεῖ ἡ ἐκκλησιαστική καί πολιτική κατάσταση τῆς ἐποχῆς του, ὥστε νά ἐνταχθεῖ τό ἔργο του στήν περίοδο πού ἔζησε ὁ Παπουλᾶκος καί νά κατανοηθεῖ καλὕτερα ή δράση του, ἀλλά καί η ἀντίδραση τῆς ἐξουσίας πρός τό πρόσωπό του. Στόν Ἐπίλογο καταγράφεται ἡ διαχρονική τιμή τοῦ Παπουλᾶκου, ἀπό τήν ἐποχή πού ζοῦσε, μέχρι τίς μέρες μας.
Τοιχογραφία τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου
(Ἱ. Ν. Ἁγίου Ἐλευθερίου Χαλανδρίου Ἀττικῆς)
1ο ΜΕΡΟΣ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
1.α) ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ
Τό κατά κόσμον ὄνομα τοῦ Μοναχοῦ Χριστοφόρου ἦταν Χρήστος Παναγιωτόπουλος, ἐνῶ παράλληλα ἡ οἰκογένειά του ἔφερε καί τό παρωνύμιο «Μπουλούσου». Ὁ λαός ὅμως τόν ἐπονόμασε Παπουλᾶκο ἤ Παπουλάκη. Γιά τό πῶς ἀποδόθηκε στόν Χριστοφόρο τό παρωνύμιο αὐτό ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις. Κάποιοι ὑποστηρίζουν, πράγμα πού φαίνεται πειστικό, ὅτι ὁ λαός τόν ἀποκάλεσε Παπουλᾶκο ἐξ αἰτίας τοῦ μικροῦ ἀναστήματός τού. Ἄλλοι ὅτι ὁ λαός τόν ὀνόμασε Παπουλᾶκο, ἐπειδή ἄρχισε τήν κηρυκτική του δράση σέ μεγάλη ἡλικία (κατόπιν ὅράματος, πού εἶχε στό σπίτι του, στόν Ἄρμπουνα Καλαβρύτων. Μάλιστα, ἀκόμη καί σήμερα τούς γέροντες Μοναχούς, ὁ λαός μας ἀποκαλεῖ μέ τό παρωνύμιο «Παππούλης». Τό «Παπουλᾶκος» εἶναι ὑποκοριστικό τοῦ «Παππούλης». Ἐπειδή οἱ Μοραΐτες τόν ἐκτιμοῦσαν καί τόν σέβονταν περισσότερο, τό «παπποῦλης» μετατράπηκε σέ «Παπουλᾶκης».
Ὁ ἴδιος βέβαια ὑπέγραφε ὡς «Χριστοφόρος μοναχός» ἤ «Χριστοφόρος Ἑλλαδίτης Κήρυκας». Τά δημόσια ἔγγραφα καί οἱ ἐγκύκλιοι τῆς τότε Ἱερᾶς Συνόδου, ὅπως καί οἱ ἀναφορές τῶν ἀρχόντων, τόν ἀναφέρουν μέ τό ὄνομα, πού καθιερώθηκε ἀπό τό λαό: «Παπουλάκης».
Τοιχογραφία τοῦ Ἁγιοπατέρα καί τοῦ ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους στόν Ἱ. Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Ζαρούχλας Ἀχαΐας, ὅπου εἶχε κηρύξει ὁ Παπουλᾶκος
1.β) ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ
Γεννήθηκε στό χωριό Ἄρμπουνα τῆς ἐπαρχίας Κλειτορίας τῶν Καλαβρύτων τό ἔτος 1770. Πρόκειται γιά ὀρεινό χωριό, πού ἀνήκει σήμερα στόν Δῆμο Κλειτορίας, τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων τοῦ Νομοῦ Ἀχαΐας. Ἁπλώνεται ἀμφιθεατρικά σέ ὑψόμετρο ἐννιακοσίων μέτρων, ἀνάμεσα σέ δύο σχηματιζόμενες γωνιές καί οἱ οἰκίες τοῦ χωριοῦ εἶναι μοιρασμένες στίς δύο πλαγιές. Οἱ δύο αὐτοί ὄγκοι εἶναι πρόβουνα ἑνός ἀπό τά παρακλάδια τῆς μεγάλης ὁροσειρᾶς καί τοῦ μεγάλου συγκροτήματος τῶν Ἀροανίων Ὀρέων ἤ Χελμοῦ. Τό χωριό βρίσκεται Β.Α. τῆς κωμόπολης Κλειτορίας (Μαζαίικων) καί Ν.Α. τῆς πόλεως τῶν Καλαβρὕτων.
Στον Ἄρμπουνα πέρασε τά περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀσχολούμενος μέ τό ἐπάγγελμα τῆς εὔπορης οἰκογένειάς του, ἐκεῖνο τοῦ κρεοπώλη. Ἔτρεφε χοίρους μαζί μέ τόν πατέρα τού καί τά ἀδέλφια τού καί τό χειμώνα γυρνοῦσαν στά χωριά τῆς περιοχῆς πουλώντας κρέας. Ἔτσι ἥσυχα περνοῦσε τή ζωή τοῦ δεδομένου ὅτι ὁ χαρακτήρας του ἦταν ἤρεμος, πρᾶος, φιλήσυχος καί δίκαιος, καί γι’ αὐτό ἦταν ἀγαπητός στούς συγχωριανούς του. Κανείς δέν μποροῦσε τότε νά φανταστεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, πού τούς τροφοδοτοῦσε μέ κρέας, μετά ἀπό κάποια χρόνια θά γίνονταν γιά χιλιάδες ἀνθρώπους ὁ τροφοδότης τοῦ μηνύματος τῆς ἀντίστασης κατά τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, οἱ ὁποῖες ἐπιβουλεύονταν τήν Ὀρθοδοξία καί τό Ἔθνος.
Τό κελλί τοῦ Παπουλάκου καί νῦν παρεκκλήσιο προς τιμήν του στή Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας
1.γ) Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ ΤΟΥ
Σέ ἡλικία 60 περίπου ἐτῶν στρέφεται στό μοναχισμό. Ἥ μεταστροφή του αὐτή ἀποδίδεται σέ κάποιο Ὅραμα-Σημεῖο, πού εἶδε στήν οἰκία του στόν Ἄρμπουνα. Μάλιστα, ἀναφέρεται ὅτι ἔχασε τίς αἰσθήσεις τού καί παρέμεινε ὡς νεκρός ἐπί τρεῖς ἡμέρες. Ὅλη αὐτή ἡ περιπέτεια μέ τήν θαυμαστή ἐπάνοδό τού στήν ζωή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀλλάξει νόημα ἡ ὕπαρξή του. Ἡ ἄποψη ὁρισμένων ὅτι πέρασε τύφο καί μετά ἀποφάσισε νά γίνει Μοναχός δέν φαίνεται βάσιμη. Σύμφωνα μέ τήν ἰατρική ἐπιστήμη, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ τύφο ἤ μηνιγγίτιδα, δέν μπορεῖ νά αὐτενεργήσει καί ἀργότερα νά περιοδεύει τόσο συχνά καί νά κηρύττει, μέ ἀποτέλεσμα νά μεταστρέφει τόν λαό. Ὅταν συνῆλθε, μοίρασε τήν περιουσία τού στά τρία ἀδέλφια του, τόν Ἀκάκιο, τόν Κωνσταντίνο καί τόν Ρήγα, ἐνῶ ἀπό ἔγγραφα φαίνεται πῶς εἶχε καί μία ἀδελφή. Τό σπίτι του, μέσα στό ὁποῖο εἶχε λάβει τό Οὐράνιο Ὅραμα, ἀνέθεσε στά ἀδέλφια του, γιά νά τό φροντίζουν ὡς τόπο ἱερό καί ἅγιο.
Ἡ οἰκία τοῦ Παπουλάκου ὑπάρχει μέχρι σήμερα ἀλλά ἐρειπωμένη. Ἀνῆκε σέ ἀπογόνους του, πού ζοῦν στήν Αὐστραλία. Πρόσφατα ἀγοράσθηκε μέ προσωπικές μου δαπάνες, μέ σκοπό νά ἀναστηλωθεῖ καί νά ἀποκατασταθεῖ, γεγονός ἀναγκαῖο, πρίν καταρρεύσει τελείως καί ἐξαλειφθεῖ ἕνα σημαντικό κομμάτι τῆς νεότερης ἱστορίας τῆς πατρίδας μας. Ἕνας ἀπό τούς βασικούς σκοπούς τοῦ ἡμετέρου μή κερδοσκοπικοῦ Ἰνστιτοῦτου εἶναι καί αὐτός. Ἐπίσης, μεγάλη ἐπιδίωξη τοῦ ἴδιου ἱεραποστολικοῦ Ἰνστιτούτου, εἶναι ἡ προβολή τοῦ ἔργου τοῦ ὁσιομάρτυρος Χριστοφόρου καί ἄλλων σημαντικῶν ὄψιμων μορφῶν τοῦ Ἔθνους μας καί τῆς Ὀρθοδοξίας, καθώς καί ἡ ἱστορική οἰκία του νά καταστεῖ κέντρο μελέτης καί προβολῆς τῆς Πολιτιστικῆς μας Κληρονομιᾶς.
Μετά ἀπό τό Ὅραμα αὐτό, ἐκάρη Μοναχός στήν Ἱερά Μονῆ Μεγάλου Σπηλαίου τῶν Καλαβρύτων, ἐνῶ φαίνεται νά ἔζησε γιά μικρό χρονικό διάστημα στήν Ἱερά Μονῆ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στά Φίλια Κλειτορίας. Περιόδευε στά πέριξ χωριά, συγκεντρώνοντας διάφορα εἴδη καί χρήματα, πού τά μοίραζε στούς φτωχούς καί στά ὀρφανά. Παράλληλα κήρυττε τίς μεγάλες καί ἀκατάβλητες ἀλήθειες τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα ἡ φιλευσπλαχνία του, στούς ἔχοντας ἀνάγκη, τόν ἔκανε πάρα πολύ γνωστό καί ἀγαπητό στά κοντινά χωριά καί πόλεις. Οἱ χωρικοί ἔβλεπαν μέ ἔκπληξη ἕναν πρώην εὔπορο κρεοπώλη νά ἔχει ἀπαρνηθεῖ τά ἐγκόσμια, νά ἔχει ἐνδυθεῖ τό Μοναχικό σχῆμα καί νά κηρύττει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, οἱ προσφορές του πρός τούς φτωχούς ζητοῦσε νά μένουν αὐστηρά μυστικές, κατά τήν Εὐαγγελική ἀρχή: «Μή γνώτω ἡ ἀριστερά τί ποιεῖ ἡ δεξιά» (Ματθ., 6:3).
Γιά κάποιο διάστημα ἐγκατέλειψε αὐτόν τόν τρόπο διακονίας καί ἦλθε κοντά στό χωριό του, ὅπου ἔμεινε στήν οἰκία του. Παράλληλα, ἔκτισε Ἱερή Σκήτη, ἀφιερωμένη στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἐφόσον κατεῖχε ἀπό τήν οἰκογένειά του θαυματουργή εἰκόνα πρός τιμήν Της. Τήν Σκήτη οἰκοδόμησε ὁ ἴδιος στήν θέση τῆς στάνης τῆς οἰκογένειας τῶν Παναγιωτοπουλαίων ἤ Μπουλουσαίων καί μόνασε ἐκεῖ μέ ὀλιγομελῆ συνοδεία. Τό 1847 ἐγκατέλειψε τή Σκήτη του καί ἄρχισε νά περιοδεύει πάλι στά χωριά κηρύττοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ μελέτη τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων τῆς ἐποχῆς καί ἡ βαθειά ὑγιής θρησκευτικότητά του συντέλεσαν στο να γίνει συμπαθής στό λαό. Πολλοί ἤθελαν νά τόν σὑναντήσουν καί νά λάβουν τήν εὐλογία τοῦ ἐβδομηντάχρονου σεβάσμιου γέροντα μέ τό χονδροειδές ράσο καί τή λευκή γενειάδα. Ὁ λαός ἄκουγε μέ προσοχή τό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, τίς ἠθικές καί χριστιανικές ἀρχές, πού μέ θεία θέρμη καί εἰλικρίνεια παρουσίαζε. Ὅλοι τόν ἀγκάλιαζαν, γιατί στό πρόσωπό του ἔβλεπαν νά συμβαδίζουν τά ἄδολα καί πατρικά λόγια του Θεοῦ μέ τά ἔργα του.
Ἀπό τά χωριά τῆς Ἀχαΐας πέρασε στήν ὀρεινή Ἀρκαδία καί δίδαξε καί ἐκεῖ μέ τόν ἴδιο ζῆλο τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε στούς χωρικούς ἁπλά νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως νά μετανοοῦν, νά συμμετέχουν στήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν ληστεύουν, νά μήν ψευδομαρτυροῦν, νά μήν συνεχίζουν τά οἰκογενειακά μίση καί γενικά, ὁ ἕνας νά κάνει καλό στόν ἄλλο. Μέ τό κήρυγμά τού παραινοῦσε τούς ἀνθρώπους νά μαθαίνουν στά παιδιά τους ἁπλά γράμματα, ἀπό τά δοκιμασμένα σέ δύσκολες καταστάσεις ἐκκλησιαστικά βιβλία, γιατί γιά τά προερχόμενα ἀπό τή Δύση είχε ἐπιφυλαξη, ἀφοῦ ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος τῆς ἀθεΐας καί τῆς ἀμφισβήτησης τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἠθῶν τοῦ λαοῦ μας.
Ἡ ἐπιφυλακτική στάση ἔναντι τῆς νέας γνώσης, τῆς ἐρχόμενης ἀπό τήν Ἑσπερία, δέν ὀφείλεται στό ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν ἀγράμματος, ὅπως τόν κατηγοροῦν ὁρισμένοι, ἀλλά στό γενικότερο ἐκπαιδευτικό κλίμα τῆς ἐποχῆς, πού, ἐνῶ διέθετε δοκιμασμένες μεθόδους, πού μᾶς ὀδήγησαν στήν ἐθνική ἐπανάσταση και ἀπελευθέρωση, ἡ Ἑλλάδα μετά τήν ἀνεξαρτησία της, κατακλυζόταν ἀπό ὀρυμαγδό νέων ἐκπαιδευτικῶν, διοικητικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν μεθόδων καί ἀντιλήψεων, πολλές από τίς ὁποίες ἦταν ξένες πρός τό ἦθος καί τό χαρακτήρα τοῦ λαοῦ μας καί πιθανῶς ἐγκυμονοῦσαν κίνδυνο πνευματικῆς ἀλλοτρίωσης καί νέας ὑποδούλωσης.
Τό 1848 ἦρθε στήν Ἀθήνα, γιά νά ζητήσει τήν ἄδεια ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά κηρύττει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ Σύνοδος ὅμως ἀρνήθηκε νά τοῦ τήν παραχωρήσει. Ἡ ἄρνηση αὐτή πιθανόν ὀφείλεται, ὄχι τόσο στήν ἔλλειψη τῶν τυπικῶν προσόντων ἐκ μέρους τοῦ ὁσίου μοναχοῦ Χριστοφόρου, ὅσο στή σύνδεσή του μέ τήν Ἱερά Μονῆ Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, τῆς ὁποίας πολλοί μοναχοί ἀνῆκαν στήν κίνηση τῆς τότε δρώσας, «Φιλορθοδόξου Ἐταιρείας». Ἦταν ἀναμενόμενο ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νά μήν βλέπει μέ καλό μάτι τίς κινήσεις αὐτῆς τῆς πνευματικῆς Ἑταιρείας, δεδομένης τῆς δράσης της. Ἀργότερα, τό 1851, δόθηκε ἡ ἄδεια στόν Παπουλᾶκο ἀπό τή Σύνοδο νά κηρύττει σ’ ὅλη τήν Πελοπόννησο. Ἀφοῦ πλέον ἐφοδιάστηκε μέ τήν ἀναγκαία ἄδεια, ἐπιδόθηκε στό κήρυγμα μέ ἀκόμη μεγαλύτερο ζῆλο. Ἡ δράση του ἐντοπίζεται στήν Ἀρκαδία, στή Λακωνία καί στή Μεσσηνία.
Ἡ οἰκία τοῦ Χριστοφόρου Παναγιωτοπούλου (ἤ Μπουλουσαίου) στόν Ἄρμπουνα Καλαβρύτων (φωτ. 1990), λίγο πρίν ὑποστεῖ τή μεγάλη καταστροφή
Λίθος ἀπό τήν οἰκία τοῦ Παπουλάκου στόν Ἄρμπουνα. Ἀντικείμενο εὐλογίας, πού φυλάσσεται στό κελλί του καί νῦν παρεκκλήσιο πρός τιμή του στήν Ἱ. Μονή Προφήτη Ἠλιού Σαντορίνης
1.δ) Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑΣ ΤΟΥ
Ἰδιαίτερη προσοχή δινόταν στίς περιοδεῖες. Ἡ μετάβασή του ἀπό τόν ἕναν τόπο στόν ἄλλο γινόταν μέ συγκεκριμένο πρόγραμμα. Πρίν μεταβεῖ ὁπουδήποτε, στέλνονταν ἀγγελιοφόροι ἀπό τούς ἀποκτηθέντες και μόνιμους ὀπαδούς του, οἱ ὁποῖοι τόν ἀκολουθοῦσαν καί ἔφερναν τήν εἴδηση τῆς ἀφίξεώς του. Κατά τήν άφιξή του, ἄρχιζαν νά χτυποῦν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες. Οἱ κάτοικοι ἔβγαιναν στά ὅρια τοῦ χωριοῦ, γιά νά τόν ὑποδεχτοῦν. Στήν ὑποδοχή συμμετεῖχε καί ὁ κλῆρος, φορώντας τά ἐπίσημα ἄμφια, καί οἱ δάσκαλοι μέ τούς μαθητές τους σέ πομπή. Οἱ γυναῖκες ἔφερναν τά μωρά τους γιά νά τά εὐλογήσει ὁ γέροντας. Μετά τή σύντομη ὑποδοχή, ὅλοι εἰσέρχονταν πανηγυρικά στό χωριό.
Ἀφοῦ ἀναπαυόταν γιά λίγο, ἔβγαινε ἀπό κάποιο ἐξώστη καί μιλοῦσε στόν κόσμο. Ἄν δέν ὑπῆρχε ἐξώστης, στηνόταν πρόχειρη ἐξέδρα ἤ ἀκόμη ἀνέβαινε πάνω σ’ ἕνα δέντρο. Μπροστά του τοποθετοῦσε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας, ἡ ὁποία βρέθηκε θαμμένη στό ὑγρό κελλί, ὅπου ἔζησε τά τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του καί ἐκοιμήθη, στήν Ἱερά Μονή Παναχράντου Ἄνδρου, σύμφωνα μέ ὁράματα συγχρόνων Ἀθηναίων. Μετά τό πέρας τοῦ ἡμερησίου κηρύγματος, διέμενε σέ κάποια κοντινή Μονή, ἄν ὑπῆρχε, ἤ σέ κάποιο φτωχό καί πονεμένο σπίτι.
Ἕνας Πελοποννήσιος ἀρθρογράφος σημειώνει γιά τόν τρόπο ἐμφάνισης τοῦ Παπουλάκου: «Τό πλῆθος τήν ἡμέραν ἐκείνην τῶν ἀστῶν καί τῶν χωρικῶν εἶχεν ὑπερπληρώση τήν ἐπάνω πλατεῖαν τῆς πόλεως, πλῆθος σταυροκοπούμενον εἰς κάθε διήγησιν καί κάθε ἔργον τοῦ νέου προφήτου. Αἴφνης ἀνεφάνη ἐπί τίνος ἐξώστου γλυκύς τήν μορφήν, σπινθηροβόλον τό πνεύμα, νευρικῶς κινούμενος, ἄλλοτε μέν ἀτενίζων τόν Ταῧγετον, ἄλλοτε δ’ ἐμβλέπων πρός τό κάτωθεν αὐτοῦ ἐν σιγῇ ἀναμένον πλῆθος, ἐλάχιστος τό σῶμα καί μικροσκοπικός, ἐξ οὗ καί Παπουλᾶκος (μικρός παπούλης) διότι τό πραγματικό του ὄνομα ἦτο Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος. Καί ἤρξατο διά τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ ἀγορεύων».
Περαιτέρω, κλῆρος καί λαός διέκρινε τό διορατικό, προορατικό καί προφητικό χάρισμα τοῦ Ἁγιοπατέρα, καί γι’ αὐτό οἱ ἱερείς καί οἱ ἀρχιερεῖς τόν ὑπεδέχοντο με ἅπασα τή στολή τους. Κατά τή διάρκεια τῶν ὁμιλιῶν τού πρόφερε προφητεῖες καί τά μέλλοντα νά συμβούν. Ἐν γένει, ἀπό τούς ἁπλούς Ρωμιούς, τιμῶταν ὡς ἅγιος, ἐνῶ ἀπό τήν ξενόφερτη ἤ πνευματικῶς ξενόδουλη, ἀνώτερη κοινωνική στάθμη ἀνθρώπων τῆς Ἀθήνας καί τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν, πού προσδοκοῦσαν εὔνοια και ὀφέλη ἀπό τήν ἐξουσία, ἐθεωρεῖτο ὡς χυδαῖος, ἀγύρτης καί λαοπλάνος.
Οἱ ὁδικές ἱεραποστολικές περιοδεῖες τοῦ Παπουλᾶκου μποροῦν νά χωριστοῦν σέ τρεῖς. Ἡ πρώτη ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1850 ὡς τό Νοέμβριο τοῦ 1851, κατά τήν ὁποία ἐπισκέπτεται τήν Δυτική Πελοπόννησο καί κυρίως τήν Ἀχαΐα, Ἠλεία, Ἀρκαδία καί Μεσσηνία, καί τερματίζει αὐτήν τήν περιοδεία στήν Ἀθήνα. Στήν δεύτερη, ἀπό τό Μάρτιο ὡς τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1852 ἔχει ὡς βασικά κέντρα κηρύγματος τήν Ὕδρα, τίς Σπέτσες, τό Ναύπλιο καί τή Μάνη. Στήν τρίτη, τελευταία καί ἐντονότερη, ὡς ἀφετηρία ἔχει ὅλη τήν ἐπαρχία τῆς Μάνης καί τήν Ἐλαφόνησο, καί χρονικά ἐκτείνεται ἀπό τόν Ἀπρίλιο ὡς τόν Ἰούνιο τοῦ 1852, ὁπότε συλλαμβάνεται μέ προδοσία.
Εἰκόνα τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου ποιηθεῖσα τό 1982, κατά θαυμαστό τρόπο ἀπό τήν καθηγουμένη τῆς Ἱ. Μ. Ἁγ. Γεωργίου Αὐλίδος Βοιωτίας, ὑπό τῆς Μοναχῆς Παισΐας (πρώην Νεκταρίας)
1.ε) ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ
Μέ τίς ἄδολες ὁμιλίες του σκορποῦσε συγκίνηση στόν κόσμο καί ἀναπτέρωνε τό ἠθικό του. Ἄν καί ἡ φωνή του ἦταν φυσικῶς σιγανή καί ἀδύνατη, ἀποκτοῦσε ἔνταση καί νεανικό σθένος ὅταν κήρυττε. Τό κήρυγμά του περιεῖχε τά βασικά θεολογικά νοήματα τῆς Πίστεώς μας καί ἁπλές θεολογικές ἀλήθειες καί προτροπές, βγαλμένες μέσα ἀπό τό Νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν κατανοητό ἀπό ὅλους.
Ἡ γλῶσσα, πού χρησιμοποιοῦσε, ἦταν αὐτή τοῦ κόσμου τῆς ὑπαίθρου τῆς ἐποχῆς, ὥστε νά γίνεται ἀμέσως κατανοητός ἀπό τό σύνολο τῶν ἀκροατῶν. Ἴσως κάποιες ἐκφράσεις ἤ λέξεις νά ἠχοῦσαν παράταιρα στούς μορφωμένους τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, ἀλλά, ἔτσι κι ἀλλιῶς, αὐτοί εἶχαν ψυχικῶς ἀποκοπεῖ ἀπό τό λαό καί ἀποτελοῦσαν ξεχωριστή κοινωνική τάξη. Ὡστόσο, ὅσοι διψοῦσαν νά καταλάβουν τό κήρυγμα τοῦ Παπουλᾶκου, τό κατανοοῦσαν μέ ἀρκετή εὐκολία. Ὑπῆρχαν καί ἄλλοι, πού δέν ἐπιθυμοῦσαν καμμία ἀπολύτως σχέση ἤ βρίσκονταν σέ ἀντίθεση πρός τό ὀρθόδοξο κήρυγμα τοῦ Χριστοφόρου, ἀφοῦ ἦταν προσκολλημένοι στό δυτικό-εὐρωπαϊκό πνεῦμα, τοῦ ὁποίου ἦταν φορεῖς καί ὑπέρμαχοι.
Τό κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου δέν περιoριζόταν μόνο στό θεολογικό μέρος, ἀλλά εἶχε ἠθικό καί κοινωνικό περιεχόμενο, ἐφόσον τό καλοῦσαν οἱ περιστάσεις. Ἢλεγχε μέ αὐστηρότητα τήν ἀδικία πρός τούς ἀσθενέστερους, τή ζωοκλοπή, τή μαγεία καί τά ἄλλα ἠθικά παραπτώματα. Ὁ σπόρος τοῦ κηρύγματός του γρήγορα ἄρχισε νά ἀποδίδει καρπούς. Οἱ κάτοικοι τῶν ὀρεινῶν χωριῶν, ἀπ’ ὅπου περνοῦσε, δέν ἦταν παθητικοί ἀκροατές τοῦ κηρύγματος, ἀλλά κατά θαυμαστό τρόπο συμμορφώνονταν μέ τίς ἠθικές ἐπιταγές καί ἄρχιζαν νά γίνονται ἠθικότεροι ἀπό πρίν. Τοιουτοτρόπως, οἱ κλοπές καί οἱ ληστεῖες περιορίσθηκαν σημαντικά.
Τό κήρυγμά του εἶχε τόσο μεγάλη ἀπήχηση, ὥστε νά συμφιλιώνονται καί ἄτομα ἤ οἰκογένειες, πού μεταξύ τους ὑπῆρχε ἀβυσσαλέο μίσος καί ἔφταναν ἀκόμα σέ φόνους. Σημαντικότατη εἶναι ἡ πληροφορία Γάλλου περιηγητῆ τῆς Πελοποννήσου τῆς περιόδου αὐτῆς (1854), τοῦ γνωστοῦ καί ἑλληνικῆς καταγωγῆς Yemeniz Eugene, ὁ ὁποῖος στό ἔργο τοῦ «Voyage dans le Royaume de Grèce», ἀναφέρεται στήν μοναδική προσφορά τοῦ Χριστοφόρου Παπουλᾶκου. Εἶναι γνωστό το φαινόμενο τῆς «βεντέτας», πού δυστυχῶς ὑπάρχει ἀκόμη καί σήμερα, ὡς ἄγραφος νόμος στήν περιοχή τῆς Μάνης. Ἐπίσης ὁ ἔπαρχος Οἰτύλου σέ ἀναφορά του στίς 31 Μαΐου 1852 πρός τό Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν, ἔγραφε: «ἐγένετο καί παραίτιός τινων καλῶν εἰς τόν τόπον του, συνδιαλλάξας οἰκογενείας ἐχθρικῶς διακειμένας πρός ἀλλήλας μέχρις αἵματος».
Ὁ Νομάρχης Μεσσηνίας, περιοδεύοντας τό 1851 στήν ἐπαρχία Ὀλυμπίας, γιά νά ἐξετάσει τό μεγάλο θέμα τῆς ζωοκλοπῆς, ἄκουσε ἀπό κατοίκους ὅτι ὁ περιορισμός τοῦ φαινομένου σαφῶς ὀφείλεται στό κήρυγμα τοῦ Παπουλᾶκου. Αὐτά ἀναγκάζονται νά τά ὁμολογήσουν ἀκόμη καί οἱ ἀντίπαλοί του, πού στίς δεκάδες ἐκθέσεις τους ἀπό φθόνο καί ἐμπάθεια τόν περικοσμοῦν μέ τά χειρότερα ἐπίθετα.
Βέβαια ὁ λαός, τοῦ ὁποίου τό αἰσθητήριο εἶναι ἀλάνθαστο καί ἀκριβοδίκαιο, εἶχε σχηματίσει γνώμη γιά τό πρόσωπο τοῦ Παπουλάκου. Γρήγορα ἀναγνώρισε στή ζωή καί στά ἔργα τοῦ Ὁσίου ἁγιότητα καί γνήσια πνευματικότητα. Ἔτσι, μέρα μέ τή μέρα, ἀνεξάρτητα ἀπό τό κώνειο ὁρισμένων, μεγάλωνε ἡ φήμη τοῦ ὡς ἀγίου ἀνδρός. Ἔφτασαν στό σημεῖο νά κόβουν κομμάτια ἀπό τό χοντρό καί τραχύ ράσο του καί νά τά ἔχουν σάν φυλαχτό, ἀποτρόπαιο κάθε κακοῦ ψυχῆς καί σώματος.
Οἱ γυναῖκες, πού ἀποτελοῦσαν τό μεγαλύτερο καί πιστότερο τμῆμα αὐτῶν, πού τόν ἀκολουθοῦσαν, διατηροῦσαν τά τεμάχια αὐτά στά εἰκονίσματα τῶν σπιτιῶν τους ὡς ἅγια λείψανα. Ἄλλες τά κρεμοῦσαν στόν λαιμό τῶν παιδιῶν τους ὡς φυλαχτό ἄλλες τά χρησιμοποιοῦσαν στή ζύμη γιά τήν παρασκευή τοῦ ψωμιοῦ καί τῆς λειτουργιᾶς. Τό ράσο τοῦ Χριστοφόρου ἔλαβε τέτοια ἐκτίμηση ἀπό τόν ἁπλό κόσμο, ὥστε ἔραβαν στά δίχτυά τους τεμάχιά του οἱ ἁλιεῖς στίς Κυκλάδες, γιά νά πιάσουν πλούσια ψάρια, καί ὁ σκοπός τους πραγματοποῦνταν. Ἐνδεικτικά ἀναφέρεται τό γνωστό παράδειγμα μέ τούς Ψαράδες τῶν Σπετσῶν.
Μία σημαντική μαρτυρία γιά τίς Διδαχές τοῦ Παπουλάκου, πού καταγράφεται στό βιβλίο τοῦ Βασιλείου Χριστοπούλου «Κάτοικος Πατρών» δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τόν λόγο τοῦ Παπουλάκου: Ὁ συγγραφέας, πολιτικός μηχανικός, ἀναφέρεται στό χειρόγραφο ἀρχεῖο, πού ἐντοπίστηκε σέ κατερειπωμένη οἰκία Πατρινοῦ, πού κατασκευάστηκε το πρῶτο μισό του 19ου αἰώνα. Αὐτό φυλασσόταν σέ κρύπτη ἐνός τοίχου καί βρέθηκε, ὅταν ἄρχισαν οἱ ἐργασίες ἀναπαλαίωσης, κατά τήν δεκαετία τοῦ 1990. Τό εἶχε κρύψει ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ παλαιός κάτοικος τοῦ σπιτιοῦ, Δημήτριος Γιαννόπουλος.
Ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων ὁ Γιαννόπουλος «Στόν κύκλο τοῦ ἅγιου δασκάλου (δηλ. τοῦ Φλαμιάτου) γνώρισα καί ἄλλους, τόν ἀδελφό Συμεών καί τόν ἴδιο τόν Παπουλᾶκο. Καταγόταν ἀπό τά Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων καί ἦταν ἄνθρωπος λαϊκός – χασάπης στά νιάτα τοῦ – ἀλλά εἶχε ἐμπνευστεῖ ἀπό τήν ὀρθοδοξία καί τήν χάρη Σου. Πρῶτος αὐτός εἶχε δεῖ τούς κινδύνους ἀπό τόν χωρισμό τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησίας (ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως) καί τήν ἐπιρροή τοῦ καθολικισμοῦ ἀπό τό ἀγγλογαλλικό κόμμα καί ἀπό τόν ἀλλόθρησκο βασιλέα μας.
Ἡ παρουσία του μέ ἐμψύχωνε. Ἕνας ἁπλός καί ἀμόρφωτος ἄνθρωπος μέ τή δύναμή Σου, Κύριε, ἀπόκτησε σοφία καί δύναμη. Κατάλαβα ὅτι τό θέλημά σου εἶναι πάνω ἀπό τίς ἐξουσίες τῶν ἀνθρώπων. Πολλές φορές ὁ ἅγιος Παπουλᾶκος μέ τόν ἁγιοκήρυκα Φλαμιᾶτο καί ἄλλους καλογήρους ἀπό τό Μέγα Σπήλαιο ἐρχόσαντε στό μαγαζί μου. Μετά τίς 10 τό βράδυ ἔκλεινα τίς πόρτες ἀπό τόν φόβο τῶν χωροφυλάκων καί καθόμαστε μέχρι τά μεσάνυχτα. Ἔβγαζα ψωμί καί προσφάι γιά ὅλους, ρακί καί κρασί, καί συζητάγαμε θεολογικά καί πολιτικά. Πιό πολύ ἀκούγαμε τόν ἅγιο νά μιλάει για, τήν ὀρθοδοξία μας. Καθόταν στό κεφάλι τοῦ τραπεζιοῦ, σ’ ἕνα μεγάλο και γερό πάγκο πού τόν εἶχα μόνο γι’ αὐτόν. Ἀκόμα τόν φυλάω, καί στούς δικούς μου ἀνθρώπους, ὅταν μέ ρωτοῦν τούς τόν δείχνω. Κάθονται ἐπάνω του καί κάνουν τό σταυρό τους.
Καθόταν λοιπόν στόν πάγκο του καί ἡ φωνή του, βροντερή καί θεϊκιά, ἦταν σάν νά ἐρχόταν ἀπό τόν οὐρανό. Ὅταν μιλοῦσε, ἦταν σάν ἀπό τό ἀγριεμένο καί κόκκινο πρόσωπό του νά ἀκοῦμε τήν δική Σου φωνή.
«Ἀντισταθεῖτε ἀδελφοί! Σέ λίγο καιρό θά μᾶς εἰποῦν νά μονοιάσουμε μέ τήν Δυτική Ἐκκλησία καί ὕστερα νά ἀρνηθοῦμε καί τήν πίστη μας! Ἀντισταθεῖτε!»
Αὐτές ἦταν οἱ διδαχές τοῦ Παπουλᾶκου. Ἔλεγε καί ἄλλα πιό θεολογικά μέσα ἀπό τίς γραφές, ἀλλά δέν τά θυμᾶμαι. Ἄν σήμερα ἡ ὀρθοδοξία ἔζησε καί δέν φραγκέψαμε, τό χρωστᾶμε σ’ αὐτό τόν ἅγιο, πού τόν κατηγόρησαν ἀγύρτη καί ἀπατεώνα. Μέ τήν βοήθειά του στύλωσα τήν πίστη μου καί προόδεψα θρησκευτικά καί ἐπαγγελματικά.
Σήμερα πού τά γράφω καί πού ἀσχολοῦμαι μέ τά ἐκκλησιαστικά σάν ἐπίτροπος στόν Ἄϊ – Νικόλα τό Βλατεριώτη, βλέπω πόσο λείπουν αὐτές οἱ μορφές ἀπό τή θρησκεία μας. Χάθηκε ἡ μαχητική ὀρθοδοξία, ἄλλοι ἐξορίστηκαν στίς φυλακές καί ἄλλους τούς κλεῖσαν μέ τή βία στά μοναστήρια… Στά τέλη τοῦ 1852 ὁ Παπουλᾶκος ξεσήκωσε Μάνη καί Καλαμάτα καί παραλίγο νά κάμει ἐπανάσταση. Τότε τό κράτος ἀγρίεψε, ὀργανώθηκε καί κτύπησε τούς ὀπαδούς του. Τούς κλεῖσαν σέ φυλακές καί μοναστήρια, ὅμως τόν ἴδιο δέν τόλμησαν νά τόν πάνε σέ δίκη. Τό κίνημα εἶχε ρίζες καί ὁ λαός τόν ἀγάπαγε… Ὅμως τί νά γράψω μπροστά σέ ὅσα πέρασε ὁ ἁγιοπατέρας; Τόν φυλάκισαν στό καστέλλι τοῦ Ρίου καί τόν βασάνισαν. Εὐτυχῶς μετά ἀπό ἕνα μήνα τόν ἔστειλαν σέ μοναστήρι καλόγηρο. Ἀπαλλάχτηκε ἀπό τά βασανιστήρια τῆς φυλακῆς καί ὅλοι ἡσυχάσαμε. Τόν δάσκαλο Φλαμιᾶτο τόν ἔκλεισαν καί αὐτόν στό Ρίο καί μετά τόν στεῖλαν καλόγηρο στήν Ἄνδρο, νά τόν ξεχάσει ὁ κόσμος, καί κεῖ μέ τήν ἡσυχία τους τόν ξεκάνανε. Γιά πολλά χρόνια τους κατηγοροῦσαν ἀγύρτες καί ψευτοπροφῆτες ὅτι φάγανε τά λεφτά τοῦ κόσμου καί πλούτισαν. Γιά μένα ὅμως ἦσαν ἁγνοί πατριῶτες καί καλοί χριστιανοί καί εἶχαν προφητέψει πολλά δεινά πού ἔπεσαν στήν Ἑλλάδα ἀπό τούς Ἀγγλογάλλους. Ἔφτασαν μέχρι νά ἀποκλείσουν μέ τό στόλο τούς Ἀθήνα καί Πειραιά. Ἀκόμα καί τήν Πάτρα δυσκόλεψαν καί πάγωσαν τό ἐμπόριο».
Ἀπό αὐτό τό κείμενο συμπεραίνει κανείς ὅτι σωστά τοῦ ἔχει δοθεῖ ὁ τίτλος «Νέος Ἀπόστολος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους» καί ὅτι ὡς νέος Ἄτλας σήκωσε τήν Πίστη μας στούς γερασμένους ὤμους του, παρά τις κακουχίες καί τά ραπίσματα, πού δέχτηκε ἀκόμα καί ἀπό ἱερατικό χέρι (τοῦ ἐπισκόπου Ἄνδρου Μητροφάνους).
1.στ) Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1851 βρίσκεται στά χωριά τῆς Ὀλυμπίας. Λίγο ἀργότερα περνάει στούς δήμους Δώριο καί Αὐλώνα τῆς Ἐπαρχίας Τριφυλλίας καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ἀρκαδία καί Λακωνία. Παντοῦ δεκάδες κάτοικοι ἀφήνουν τίς ἐργασίες τους καί τόν ἀκολουθοῦν.
Στίς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 1851 εἰσέρχεται στήν Καλαμάτα ἀκολουθούμενος ἀπό πολλούς πιστούς. Ἡ εἴσοδός του στήν πόλη τῆς Καλαμάτας ὑπῆρξε θριαμβευτική. Σχεδόν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης ἐξῆλθαν, γιά νά τόν ὑποδεχθοῦν.
Γράφει ὁ τότε Νομάρχης γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Παπουλᾶκου: «Πλῆθος τόν προέπεμπεν ἐρχόμενον ἐκ Λακωνίας καί ὁλόκληρος ἡ πόλις τόν ὑπεδέχθη μετ’ ἐνθουσιασμοῦ καί αὐτοί οἱ νοημονέστεροι πολῖται προκατειλημμένοι ἀπό τήν φήμην περιέμενον ἀνυπομόνως νά τόν ἀκούσουν. Τήν ἐπιοῦσαν ὡμίλησε πάλιν δίς, πρωίαν καί δείλην, ἀλλά αἱ ὁμιλίαι τοῦ αὗται ἐπέσυρον σπουδαίως τήν προσοχήν μου. Ἐλάλησε κατά τοῦ ὅρκου τοῦ διδομένου ἐνώπιον τῶν Δικαστηρίων εἰς πολιτικάς καί ποινικάς ὑποθέσεις. Παρέστησεν ὅτι ὁ ὅρκος ἀντιβαίνει εἰς τᾶς παραγγελίας τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐξύβρισε τήν ἐπιβάλλουσαν τοῦτον νομοθεσίαν μας καί τά Δικαστήρια, εἰς ἅ μεταφέρεται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον διά τάς ὁρκοδοσίας, τά ἀπεκάλει Γυφτόσπιτα. Ἁπτόμενος τῆς καταστάσεως τῶν θρησκευτικῶν, εἶπεν ὅτι δέν ἔχομεν Πατριάρχην, Ἀρχιερεῖς καί παρέστησε τήν Ἐκκλησίαν ὡς ἐπιβουλευομένην δῆθεν ἀπό ἑτεροδόξους. Προέτρεψε τούς ἀκουομένους νά ἐμμένουν εἰς αὐτήν, κατέκρινε τήν διδακτικήν μέθοδον τῶν γραμμάτων. Ἐλάλησε κατά τῆς Ἀγγλίας ὡς προσπαθούσης δῆθεν νά κατακτήσει τήν Ἑλλάδα».
Οἱ πολιτικές ἀρχές θορυβήθηκαν ἔντονα μόλις πληροφορήθηκαν τήν θριαμβευτική ὑποδοχή τοῦ Παπουλᾶκου στήν Καλαμάτα. Οἱ τοπικές ἀρχές ἔστελναν λεπτομερεῖς ἐκθέσεις γιά τίς κινήσεις του στήν Κεντρική Διοίκηση, ἀλλά δέν περιορίστηκαν μόνο στίς παρακολουθήσεις καί στίς ἐκθέσεις. Ὁ Νομάρχης τοῦ ζήτησε νά φύγει ἀπό τήν περιφέρειά του, ἀλλά ὁ Παπουλᾶκος δέν ὑπήκουσε, διότι προτιμοῦσε τήν ὑπακοή στόν Χριστό καί μετέβη στήν Κυπαρισσία, πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας Τριφυλλίας. Ὁ ἔπαρχος τῆς περιοχῆς προσπάθησε ματαίως νά τόν ἐμποδίσει νά κηρύξει.
Ὅλα τά ἐμπόδια ἐκ μέρους τῶν Ἀρχῶν δέν ὑπῆρξαν ἱκανά νά ἀναχαιτίσουν τό γνήσιο κήρυγμα τοῦ Παπουλᾶκου, γιατί ὁ Λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι δίστομος ρομφαία καί δέν δένεται. Ὁ λαός διψοῦσε γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον καί ἡ ἐποχή χαρακτηριζόταν ἀπό ἔλλειψη πνευματικότητας, γι’ αὐτό ὁ Θεός τόν προστάτευε καί ἐμπόδιζε τίς ἀρχές νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τίς πόλεις, στίς ὁποῖες περιόδευε.
Ὅταν ὅμως ὁ σπόρος τοῦ κηρύγματος ἄρχισε νά φουντώνει στίς διψασμένες καρδιές τῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ καί ἡ φήμη τοῦ ἁπλωνόταν ὅλο καί περισσότερο, κυρίως στά λαϊκά στρώματα, ἡ Κυβέρνηση κατελήφθη ἀπό πανικό καί ἀποφάσισε νά δράσει.
Ἀπό τίς παλαιότερες παραστάσεις τοῦ Παπουλάκου , πού ἐκπονήθηκαν ζῶντος ἤδη ἐκείνου, ὅπου ἐμφανίζεται ὡς Ἱεροκήρυκας (Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους)
1.ζ) ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Ἡ Κυβέρνηση ἐπέβαλε τήν ἐπέμβαση τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ἐκείνη κάλεσε τόν Παπουλᾶκο στήν Ἀθήνα, γιά νά ἀπολογηθεῖ. Ὁ Παπουλᾶκος δέν ἔδωσε σημασία καί συνέχισε μέ περισσότερη μαχητικότητα τίς περιοδεῖες του.
Ἀπό τήν περιοχή τῆς Κορίνθου, πέρασε στήν Ἀργολίδα καί ἀπό ἐκεῖ στίς Σπέτσες. Στίς Σπέτσες βρῆκε πολλούς πιστούς, κλῆρο καί λαό. Στήν συνείδηση τῶν πιστῶν, ἡ ἁγιότητά του ἦταν μεγάλη. Ἀκόμη καί οἱ πέτρες, ἐπάνω στίς ὁποῖες πατοῦσε, θεωροῦνταν ἁγιασμένες καί τίς ἔπαιρναν οἱ πιστοί γιά φυλαχτά καί μεγάλη εὐλογία γιά τίς οἰκογένειές τους. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ εὐλάβεια τοῦ λαοῦ στό πρόσωπό του, πού σέ μερικές περιοχές, ὅπως στό Κρανίδι Ἀργολίδας, οἱ ἱερεῖς κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες δέν μνημόνευαν τούς βασιλεῖς, ἀλλά τόν Παπουλᾶκο! Τίς νύχτες ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, ἔβγαιναν στούς δρόμους μέ κεριά καί θυμιατά καί, κρατώντας κάποιο ἀντικείμενό του ἤ εἰκόνα μέ τήν μορφή τοῦ Παπουλᾶκου, ἔκαναν δεήσεις γιά τήν ὑγεία καί τήν προστασία του.
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1852 ἀπό τήν Ἀργολίδα πέρασε στήν Λακωνία. Τό κήρυγμά του προκάλεσε ἀληθινό πνεὐματικό συναγερμό στό λαό ἀπό τό Ταίναρο ὡς τόν Ἁλμυρό. Ἐπειδή οἱ ἔμμεσες καί ἄμεσες πιέσεις τῶν ἀρχῶν κατά τοῦ γέροντα συνεχῶς αὔξαναν, ὁ λαός διεῖδε κίνδυνο δολοφονίας του καί πῆρε στά χέρια τοῦ τήν προστασία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός. Ἔνοπλοι ὀπαδοί τουύ τόν συνόδευαν παντοῦ. Πλῆθος λαοῦ εἶχε ἐγκαταλείψει τά σπίτια του καί τόν ἀκολουθοῦσε νυχθημερόν στίς κηρυκτικές καί θαυμαστές περιοδεῖες τού. Ἀνάμεσά τούς ἦταν καί πολλοί κληρικοί. Ἀκόμη καί ὁ ἐπίσκοπος Ἀσίνης Μακάριος τόν δεξιώθηκε στό ἐπισκοπικό μέγαρο τῆς Λακωνίας.
Ἡ Κυβέρνηση, βλέποντας τή θρησκευτική ἔξαρση τοῦ κόσμου καί ἀδυνατώντας νά ἀντιμετωπίσει τό πλῆθος, πίεζε σκανδαλωδῶς, χωρίς σεβασμό καί μέ ἀπόλυτο τρόπο, τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας νά λάβει δραστικά μέτρα. Ἡ τελευταία ἀποφάσισε τόν ἐγκλεισμό τοῦ Ὁσίου στή Μονή Προφήτη Ἠλία Σαντορίνης. Στίς περιοχές, πού τό κήρυγμά το, εἶχε μεγάλη ἀπήχηση, ἡ Σύνοδος ἔστειλε ἱεροκήρυκες, γιά νά ἐπηρεάσουν ἀρνητικά πρός τόν Παπουλᾶκο τόν φιλόχριστο λαό. Στήν Λακωνία μετέβη ὁ ἀρχιμ. Καλλίνικος Καστόρχης, ὁ μετέπειτα ἀαχιεπίσκοπος Φθιώτιδος, ἐνῶ τήν Ἑρμιόνη καί στίς Σπέτσες ὁ ἀρχιμ. Νεόφυτος Κωνσταντινίδης. Οἱ ἀποστολές αὐτές κατέληξαν σέ ἀποτυχία. Μάλιστα ὁ τελευταῖος, ὅταν κατηγόρησε τόν Παπουλᾶκο, λιθοβολήθηκε καί ἀποχώρησε κακήν κακῶς.
Στίς 15 Μαΐου 1852 ἡ Σύνοδος ἐξέδωσε ἐγκύκλιο πρός τόν κλῆρο καί τό λαό τῆς Λακωνίας κατά τοῦ διαστρέφοντος «τήν γνησίαν του θείου Εὐαγγελίου διδασκαλίαν», ἀλλά οὔτε καί αὐτή ἡ ἐνέργεια ἔφερε ἀποτέλεσμα. Ἀπεναντίας, ἐνισχύθηκε περαιτέρω ἡ ἀφοσίωση τοῦ λαοῦ στό πρόσωπο τοῦ Παπουλᾶκου. Ἡ Κυβέρνηση, βλέποντας ὅτι ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀδυνατοῦσε νά σταματήσει τήν πνευματικῆ ἐπανάστασή του, ἀποφάσισε νά δράσει δυναμικά. Τά ὄργανα τῆς Κυβερνήσεως καί ἡ Ἱ. Σὕνοδος ἀνησύχησαν πολύ καί ἀποφάσισαν νά ἀντιδράσουν, «ἐφοβήθησαν» δηλαδή «φόβον, ἐκεῖ, ὅπου οὐκ ἦν φόβος». Στρατός καί στόλος ἀποστέλλονται ἐναντίον τοῦ ἄοπλου Γέροντος καί τῶν ἀκολούθων του, γιά νά ξεκαθαρίσουν τό «κίνημα». Τήν ἴδια στιγμή ὁ εὐρωπαϊκός τὕπος, ἀλλά καί ἐν μέρει ὁ ἐγχώριος, πού ὑπηρετοῦσε ξένα συμφέροντα – «μισιονάριοι τῆς Δύσης», σύμφωνα μέ τόν Χριστοφόρο – ἀλλά καί κατά τόπους ἄρχοντες πού προσδοκοῦσαν τιμές ἀπό τήν ἐξουσία, ἔγραφαν κατηγορίες κατά τοῦ Παπουλᾶκου καί πίεζαν, ὥστε νά «ἐξοντωθεῖ».
Ὁ Παπουλᾶκος φτάνει διωκώμενος στά ἀπρόσιτα βουνά τῆς Μάνης, ὅπου τόν προστατεύει μὲν ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων, τόν προδίδουν δέ τά «τριάκοντα ἀργύρια». Ἡ ἀμοιβή τῆς συλλήψεώς του εἶχε ὁριστεῖ σέ ἕξι χιλιάδες δραχμές και ὁ προδότης βρέθηκε ἀνάμεσα στόν κλῆρο. Ἔτσι πῆγαν στήν Λακωνία 2.000 στρατιῶτες ὑπό τόν Γενναῖο Κολοκοτρώνη μέ ἐντολή νά στρατολογήσει καί ἄλλους ἀπ’ τήν περιοχή, ἀλλά καί πολεμικά καράβια. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Παπουλᾶκος συνέχισε νά περιοδεύει καί νά κηρύττει ἀνελλιπῶς σέ πόλεις καί χωριά τῆς Λακωνίας. Ὁ λαός, ὅμως, βλέποντας τίς ἐνέργειες τῆς Κυβέρνησης, ἄρχισε νά ἀνησυχεῖ. Ἐπικρατοῦσε ἕνα κλίμα ἀναβρασμοῦ στίς περιοχές, ἀπό τίς ὁποῖες εἶχε περάσει ὁ Παπουλᾶκος, πού ἐκφράζονταν ἀκόμη καί μέ ἀντικυβερνητικές διαδηλώσεις.
Χαρακτηριστικό εἶναι ἕνα ἐπεισόδιο, πού ἀνέφερε ὁ Γραμματέας τοῦ Ἐπαρχείου Σπετσῶν σέ ἔκθεσή του πρός τό Νομάρχη στίς 22 Μαΐου 1852. Μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει ὅτι οἱ τοπικές ἀρχές εἶχαν ἀπαγορεύσει νά γίνονται παρακλήσεις στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σπετσῶν, γιατί δῆθεν γίνονταν διαδηλώσεις ὑπέρ τοῦ Παπουλάκου. Δυναμική ὅμως ὑπῆρξε ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ. Τό ἴδιο κιόλας βράδυ συγκεντρώθηκαν 3.000 ἄνθρωποι καί περικύκλωσαν τό ἐπαρχεῖο. Οἱ ἀρχές τότε ὑποχώρησαν καί ἔδωσαν τήν ἄδεια νά τελοῦνται κανονικά οἱ ἀκολουθίες στούς Ναούς.
Στίς 26 Μαΐου τοῦ 1852 ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐξέδωσε καί ἐγκύκλιο «Περί ἀνατροπῆς τῶν καθεστώτων», μέ τήν ὁποία βεβαίωνε τό λαό ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πίστη δέν διέτρεχε κανένα κίνδυνο καί ὅτι ὁ Βασιλιάς καί ἡ Κυβέρνηση προστατεύουν τήν Ἐκκλησία.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Παπουλᾶκος γινόνταν θριαμβευτικά δεκτός στούς διάφορους δήμους τῆς ἐπαρχίας τῆς Λακωνίας. Κάποιες προσπάθειες, πού ἔγιναν γιά νά συλληφθεῖ, ἀπέβησαν ἄκαρπες.
Ὁ λαός μόλις ἀντιλαμβανόταν τίς κινήσεις τῆς χωροφυλακῆς καί τοῦ στρατοῦ, συγκεντρωνόταν καί χτυποῦσε τίς καμπάνες σημαίνοντας ἄμυνα, ἐνῶ οἱ ἔνοπλοι ὀπαδοί τοῦ ἔπαιρναν θέση μάχης. Στίς 20 Μαΐου ἀποφάσισε νά ἐπισκεφθεῖ γιά δεύτερη φορά τήν Καλαμάτα. Μάλιστα, μέ ἀνακοίνωσή τού, καλοῦσε τόν ἁγνό λαό νά τόν ἀκολουθήσει. Δύο χιλιάδες λαοῦ καί 500 ἔνοπλοι προσετρεξαν ἀμέσως στό κάλεσμά του.
Ὁ Νομάρχης Μεσσηνίας διαστρεβλώνοντας λόγια τοῦ Παπουλᾶκου, πού καλοῦσε τός Μανιάτες νά τόν ἀκολουθήσουν σέ δίκη, πού θά γινόταν στήν Καλαμάτα, ἐξέδωσε προκήρυξη, μέ τήν ὁποία καλλιεργοῦσε κλίμα φόβου στόν λαό των Μεσσηνίων, ὅτι τάχα ἔρχονταν οἱ Λάκωνες μέ τόν Ἁγιοπατέρα, γιά νά πάρουν τό βιός τους. Παράλληλα, ἔγραφε στό κείμενο, καλοῦσε τόν λαό νά κρύψει τά χρήματά του καί ὅσοι μποροῦσαν νά πάρουν ὄπλα, νά στρατευθοῦν, γιά νά ὑπερασπίσουν τήν περιουσία τους. Έτσι ο Νομάρχης ἐπανέφερε με ἐπαίσχυντο τρόπο μακραίωνα μίση, πού εἶχαν κατευναστεῖ, γιατί ὡς γνωστό οἱ δύο φατρίες εἶχαν περιουσιακές διαφορές. Ἡ προκήρυξη τελείωνε μέ ἀπειλές, ὅτι, ὅποιος πάει στή συγκέντρωση τοῦ Παπουλᾶκου, θά κριθεῖ ἔνοχος μεγάλου ἐγκλήματος καί θά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό τούς στρατιῶτες.
Ὅπως ἦταν φυσικό, ὑπό τέτοιες συνθῆκες ὁ Παπουλᾶκος δέν ἐπέμεινε νά εἰσέλθει στήν Καλαμάτα, γιά νά ἀποφύγει τήν αἱματοχυσία μεταξύ του λαοῦ. Ἔτσι ἔκρινε ἀπαραίτητο νά ἐπιστρέψει στήν Λακωνία. Στό μεταξύ εἶχαν φτάσει στή Λακωνία τά βασιλικά στρατεύματα. Ἡ ὑποδοχή ἀπό τούς Μανιάτες ἦταν ἀπό ψυχρή ἕως ἐχθρική. Ἀρνοῦνταν ἀκόμη και νά τούς δώσουν τρόφιμα. Ἔτσι, οἱ στρατιώτες ἦταν ἀναγκασμένοι νά τά μεταφέρουν ἀπό ἄλλες περιοχές. Σέ ὁλόκληρη τή Λακωνία εἶχαν ἐξαπολυθεῖ ἀποσπάσματα, γιά νά συλλάβουν τον μοναχό Χριστοφόρο.
Ἀσημένια λειψανοθήκη τῶν ὁσίων Χριστοφόρου καί Ἰωακείμ τῶν Παπουλάκηδων
(Ἱ. Ν. Ἀπ. Ἀνδρέου Γηροκομείου Ἀθηνῶν)
1.η) Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ
Ἡ σύλληψή του εἶχε καταστεῖ πρός καιρόν ἀδύνατη, γιατί οἱ Μανιάτες, ὡς ἀνέκαθεν ἀδούλωτος και ἀνυπότακτος λαός, παρότι δέν ἔρχονταν σέ πολεμική ρήξη μέ τούς στρατιῶτες, παρεῖχαν προστασία στόν πνεὐματικό τους καθοδηγητή. Ἀκόμη καί οἱ δημοτικοί ἄρχοντες, πού αἰσθάνταν τήν ἀδικία καί τήν ἱστορική εὐθύνη, τοῦ χορηγοῦσαν κρυφά τήν ἀπαραίτητη τροφή καί στέγη.
Ἐντούτοις, ἡ ἄνωθεν ἐντολή ἦταν σαφής: νά συλληφθεῖ ὁπωσδήποτε. Τότε τή λύση στό πρόβλημα τῆς σύλληψης ἔδωσε ἡ τραγική πράξη τῆς προδοσίας. Ἀναζητήθηκε προδότης καί δυστυχῶς βρέθηκε, ἀφοῦ ὁ ἵδιος προσέγγισε τήν ἐξουσία καί ζήτησε τό ποσό, πού θά τοῦ χορηγοῦσαν γιά τήν ἐπιχείρηση τῆς σύλληψης. Ἦταν ἕνας ἀπό τούς πιό ἔμπιστους ὀπαδούς τοῦ Παπουλάκου, ὁ παπα-Ἀθανάσιος Βασιλαρέας, ὁ γνωστός ὡς Παπά-Βασίλαρος ἀπό τά Λαγκάδια τοῦ δήμου Λεύκτρου. Τό τίμημα τῆς προδοσίας ὁρίστηκε στό ποσό τῶν 6.000 δραχμῶν.
Τήν περίοδο αὐτή ὁ Παπουλᾶκος διέμενε στή Μονή Βοϊδονίτσης (νῦν Ἀνδρουβίστης), κοντά στό δῆμο Καρδαμύλης. Ὁ, ἄλλοτε «ἔμπιστός του», Παπαβασίλαρος τόν ζήτησε και τόν πλησίασε, λέγοντάς τού ψεὐδῶς ὅτι τόν καλεῖ ὁ μητροπολίτης Ἀσίνης Μακάριος γιά κήρυγμα, ἐπιδεικνὗοντας πρός τοῦτο καί πλαστές ἐπιστολές, δῆθεν του Μακαρίου. Ὁ Χριστοφόρος κατάλαβε ὅτι εἶναι ἡ ὥρα να παραδοθεῖ. Ἄλλωστε, διέφευγε ὡς τότε ἀπό πολλές ἀπόπειρες σύλληψής καί δήλωνε «θά ὑποστῶ τήν σύλληψη, ὄχι ὄποτε θέλετε ἐσεῖς, ἀλλά ὅταν τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός!». Ὁ παπα-Βασίλαρος ἐπινόησε καί ἄλλα τεχνάσμτα, ὅπως νά ἑτοιμάσει φρουρά, γιά νά ἀναχωρήσει ὁ Διδάσκαλός του δῆθεν μέ ἀσφάλεια γιά τήν Κρήτη, ὥστε νά ἠρεμήσουν τά πνεύματα. Ὅμως, ἠ ἕτοιμη φρουρά δέν ἀποτελοῦνταν ἀπό ἕξι Μανιάτες, ἀλλά ἀπό ἕξι χωροφύλακες, πού ἦταν μεταμφιεσμένοι σέ Λάκωνες. Ὁ Παπουλᾶκος ἔκανε ὅτι πείσθηκε καί ἀναχώρησε μαζί τούς στίς 22 Ἰουνίου 1852, γιατί ὡς μέγας διδάσκαλος ἔπρεπε νά ἐφαρμόσει τά λεγόμενα Διδαχῆς τού, ὅπου ἔλεγε: «καί νά μᾶς συλλάβουν, τί θά μᾶς κάνουν; Τό σῶμα θά τό ταλαιπωρήσουν, τήν ψυχή μας ὅμως δέν μποροῦν νά τήν ἀγγίξουν»! (Ματθ. 10:28 «καὶ μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι»)
Ἀναχωρώντας ἀπό τήν Μονῆ Ἀνδροὐβίστης προς τήν Μονή Τζίγκου, κοντά στήν Ἀρεόπολη, κάποιος ἀπό τούς μεταμφιεσμένους χωροφύλακες εἰδοποίησε τίς ἄλλες στρατιωτικές δυνάμεις, γιά νά συλλάβουν τόν Παπουλᾶκο. Ἀμέσως κατέφθασαν ἐπί τόπου στρατιωτικές ἐνισχύσεις, σέ ἕνα ρέμα πού βρίσκεται στήν διαδρομή αὐτή, καί συνέλαβαν μέ εὐκολία τόν γέροντα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος δέν εἶχε νά φοβηθεῖ τίποτα. Ὡς ἀληθινός πνευματικός ἄνθρωπος, ἦταν ἕτοιμος νά ἐκδιωχθεῖ καί νά θυσιαστεῖ. Δέν τόν φόβιζαν οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου. Στή συνέχεια, μέ ἄκρα μυστικότητα τόν ἐπιβίβασαν στή γολέτα «Ματθίλδη» καί ἀπό τό Πύθιο μεταφέρθηκε μέ τό πλοῖο «Ὄθων» στόν Πειραιᾶ.
Ἡ εἴδηση τῆς σύλληψης τοῦ Χριστοφόρου προκάλεσε θλίψη καί ἀγανάκτηση στό λαό. Ὁ Νομάρχης Λακωνίας γράφει: «Δύναμαι νά εἴπω ὅτι ἡ Λακωνία ἐπενθηφόρησεν». Ἡ πολυπληθής ὅμως στρατιωτική δύναμη στή Λακωνία ἐμπόδισε ὁποιεσδήποτε ἀντιδράσεις. Μετά ἀπό τή σύλληψή του, ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς ἀναφέρει ὅτι «τά ἔκτακτα ἔξοδα τῆς κατά τῆς Λακωνίας ἐκστρατείας ἀνέβησαν, καθά βεβαιοῦται, εἰς 36.000 δρχ., ποσό διόλου εὐκαταφρόνητο», σέ στιγμή μάλιστα πού ὁ ἀποκλεισμός τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Πειραιᾶ ἀπό τούς Ἄγγλους, γιά νά πιέσουν τήν σύναψη δυσβάστακτου δανείου ἦταν ἀκόμα νωπός.
Δημόσια ἔγγραφα ἐποχής, πού κατέχει τό «Ἱστορικό Ἀρχεῖο Ἰνστιτοῦτου Χριστοφόρου Παπουλᾶκου», παρουσιάζουν ἀποκαλυπτικό περιεχόμενο. Προκύπτουν ἐνδιαφέρουσες συμπτώσεις ἡμερομηνιῶν, πού προκαλοῦν εὐλογη ἀπορία γιά τό πῶς συνέβαινε οί ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους, νά τακτοποιοῦν καί νά διεκπεραιώνουν «ἐγγράφως» καί «ἐμπράκτως» σέ μία μέρα μόνο, τίς σοβαρές ὑποθέσεις τῶν ἐξοριῶν καί διώξεών τοῦ Παπουλάκου, ὥστε τελικά νά θαυμάζει κανείς τό συντονισμό τους, σέ σύγκριση μέ τίς σημερινές!
Ἐνδιαφέρον ἔχει ἡ ἀναφορά στό τέλος τοῦ προδότη: ἡ ἀντιπάθεια τοῦ λαοῦ ἐναντίον του ἦταν μεγάλη. Οἱ Λάκωνες δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν ὅτι βρέθηκε ὀπαδός τοῦ Παπουλάκου, ὁ ὁποῖος ἔναντι χρηματικής ἀμοιβῆς, πρόδωσε τό δίκαιο γέροντά τους. Ἔτσι, τόν ἀναζητοῦσαν συνεχῶς, γιά νά πάρουν ἐκδίκηση. Ὁ προδότης, βλέποντας ὅτι ἡ Λακωνία ἦταν πλέον ἀφιλόξενη γι’ αὐτόν, κατέφυγε στήν Ἀθήνα καί ἐκεῖ ζήτησε νά διορισθεῖ στρατιωτικός ἱερέας. Ἡ ἀντιπάθεια ἐναντίον του δέν προερχόταν μόνο ἀπό τούς κατοίκους τῆς Λακωνίας, ἀλλά καί ἀπό ἄλλες περιοχές. Στίς Σπέτσες μάλιστα, ὅταν ἀγκυροβόλησε πλοῖο, στο ὁποίο ἐπέβαινε ὁ Παπαβασίλαρος, πολλοί πῆγαν καί τόν γιουχάϊσαν, ἀπειλώντας νά τοῦ ἐπιτεθοῦν καί σωματικῶς, σώθηκε ὅμως μετά ἀπό μεγάλες προσπάθειες τῆς στρατιωτικῆς φρουρᾶς. Τελικά, ἕνα χρόνο μετά τήν προδοσία, ἕνας νέος βρῆκε τήν κατάλληλη εὐκαιρία καί τόν δολοφόνησε. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ πατέρας τοῦ προδότη ὄχι μόνο δέν λυπήθηκε γιά τό φόνο τοῦ γιοῦ του, διότι εἶχε βιάσει τήν ἀδελφή του, ἀλλά ἀντιθέτως χάρηκε τόσο πολύ, ὥστε ἔδωσε δύο τάλιρα ἀμοιβή στόν κομιστή τῆς εἴδησης τῆς δολοφονίας.
Ὁ Παπουλᾶκος μέ τήν ἐφαρμογή νιέλου (ἀπό τή συλλογή τοῦ ἀειμνήστου ἱερέως καί ζηλωτοῦ τοῦ Ἁγιοπατέρα, π. Νικολάου Ν. Πέττα)
1.θ) Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
Ἡ εἴδηση τῆς ἄφιξης τοῦ Παπουλάκου στόν Πειραιά ἀναστάτωσε τήν Ἀθήνα. Χιλιάδες λαοῦ κατέβαιναν κάθε μέρα, γιά νά τόν δοῦν, ὅμως κανείς δέν μποροῦσε νά τόν πλησιάσει, γιατί τόν φρουροῦσαν ἑκατοντάδες στρατιῶτες καί χωροφύλακες. Οἱ δοκιμασίες τῶν τελευταίων ἡμερῶν, ἀπό τήν καταδίωξη καί τήν σύλληψή του, τόν εἶχαν καταβάλει. Οἱ γιατροί, πού μέ πολλές δυσκολῖες, λόγῳ τῆς φρουρᾶς, τόν πλησίασαν καί τόν ἐξέτασαν, γνωμάτευσαν ὅτι ἔπρεπε νά ἀποβιβαστεῖ ἀπό τό πλοῖο, διότι εἶχε κλονισθεῖ ἡ ὑγεία του ἀπό τίς κακουχίες. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες ὁδηγήθηκε στίς ὑγρές καί σκοτεινές φυλακές τοῦ Κάστρου τοῦ Ρίου στήν Πάτρα. Ἐκεῖ τόν ἔθεσαν ὑπό αὐστηρά ἀπομόνωση, ἀπαγορεύοντας ἀκόμη καί στούς σκοπούς – φύλακες νά τόν πλησιάζουν. Παρά ταῦτα, ἐνῷ ἦταν ἀμπαρωμένος καί δέσμιος, κατά θαυμαστό τρόπο ἐλευθερωνόταν καί κήρυττε καί βοηθοῦσε τό λαό τῆς γενέτειράς του, Ἀχαΐας. Μετά ἀπό ἕναν χρόνο ἐγκλεισμοῦ σε ἀπομόνωση, παραπέμφθηκε σέ δίκη στίς 26 Ἰουνίου 1853 στό Κακουργοδικεῖο Ἀθηνῶν, ὡς «ὑπαίτιος στάσης κατά τοῦ καθεστῶτος».
Πλῆθος κόσμου εἶχε συγκεντρωθεῖ μέσα καί ἔξω ἀπό τό δικαστήριο. Στή δίκη του, ὁ Παπουλᾶκος ἔδειξε τόλμη καί θάρρος. Ἀρνήθηκε τό διορισμό συνήγορου, λέγοντας ὅτι ἔχει συνήγορο τόν δικαιοκρίτη Χριστό. Ἡ ἀπουσία μαρτὗρων κατηγορίας καί, παράληλλα οἱ τύψεις τῶν δικαστῶν εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀναβολή τῆς δίκης γιά τίς 16 Σεπτεμβρίου 1853.
Στήν ἀναβολή τῆς δίκης ὅμως ὁδήγησαν καί τά ἐξωτερικά γεγονότα, τά ὁποῖα εἶχαν δημιουργήσει ἔνταση καί ἀνησυχία, γιατί ὁ Κριμαϊκός πόλεμος εἶχε ἤδη ἀρχίσει καί ὁ ἀντίκτυπος στήν μικρή χώρα μας ἦταν μεγάλος. Ἀλλά ἡ δίκη τοῦ Παπουλάκου δέν ἔγινε ποτέ, γιατί δέν ὑπῆρχαν κατηγορίες και ὁ λαός, πού ἦταν με τό μέρος του, ἦταν ἕτοιμος νά ἀναίρεσει τίς ἀνυπόστατες κατηγορίες.
Τόν Αὔγουστο 1853, γιά νά ἀποπροσανατολίσουν τήν κοινή γνώμη, πού στήριζε τόν προφήτη της, Χριστοφόρο, ἀμνηστεύτηκε μέ βασιλικό διάταγμα, μαζί μέ τούς συνοδοιπόρους του, κληρικούς καί λαϊκούς.
«Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΓΈΡΩΝ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΌΠΟΥΛΟΣ Ἤ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ» Εἰκόνα ἀπό τό ἐξωτερικό τοῦ κελλιοῦ του στήν Πανάχραντο Ἄνδρου
1.ι) Ο ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΘΗΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ, ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ
Ἡ Πολιτεία μπορεῖ νά τόν ἄφησε τυπικά ἐλεύθερο, ἀλλά ἐκβίασε τήν ἀδύναμη διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ οποία ἀποφάσισε τόν ἐγκλεισμό του ἐπί ἑξάμηνο στήν Ἱερά Μονήῆ Προφήτου Ἠλιού Θήρας ἀπό 22 Ἰανουαρίου 1854. Ὅμως, πολλοί ἐπισκέπτες ἀπό τή Σαντορίνη καί ἀπό ὅλα τά μήκη τῶν Βαλκανίων ἀνηφόριζαν στή Μονή, γιά νά πάρουν τήν εὐχή καί νά ἀκούσουν τίς νουθεσίες τοῦ ταλαιπωρημένου Γέροντα. Ἐκεῖ, στό νησί αὐτό, ὁδηγοῦν οἱ ἀρχές καί τόν ὅσιο καί ὁμολογητή συνοδοιπόρο του, Διονύσιο τόν ἐκ Σκιάθου. Ἡ ἀρετή τῶν δύο, διδασκάλου και μαθητή, ἀνθεῖ καί εὐωδιάζει, εἴτε εἶναι ἐλεύθεροι εἴτε καταδιώκονται. Αὐτό άλλωστε ἰσχύει ἀπό τά πρῶτα χρόνια του χριστιανισμοῦ, ἀπό τούς καταδιωκομένους πατέρες καί τούς μελλοθανάτους μάρτυρες φωτίζονται, ἐνδυναμώνονται καί ἀντλούν παράδειγμα καί οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτούς, ὄχι μόνο ἐν ζωῇ, ἀλλά καί μετά τό ὁμολογιακό τους τέλος.
Ὁ καθηγούμενος Σεραφείμ Καΐρης, κατόπιν ἀποφάσεως τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου, μέ ἀλλεπάλληλα διαβήματα ἐνημερώνει τόν ἔπαρχο Θήρας ὅτι προβληματική εἶναι ἡ διαμονή τοῦ Χριστοφόρου ἐκεῖ ὑπό τό κράτος τῆς ἀθρόας προσέλευσης τῶν χριστιανῶν καί τῆς δυσαρέσκειάς τους, γιά τή δυσκολία ἐπικοινωνίας μέ τόν δεσμώτη ἱεροκήρυκα. Ὄντως, ἐκεῖ τόν ἐπισκέπτονταν πολλοί ὀπαδοί του ἀπό ὅλα τά μήκη τῆς χώρας καί ἀπό ὅλα τά νησιά, ἀκόμα καί ἀπό τήν Κρήτη, γιά νά τόν ἀκούσουν νά τούς ὁμιλεῖ μέσα ἀπό τά κάγκελα τοῦ παραθύρου τοῦ κελλιοῦ του. Ἦταν πραγματικά ἕνας «ἐλεύθερος πολιορκημένος», ὅμως αὐτό δέν τόν ἐνοχλοῦσε, γιατί, ἄν καί τό σῶμα του ἦταν στήν γῆ, τό πνεῦμα τοῦ γαλήνευε στόν Οὐρανό.
Ὡστόσο ὁμοϊδεάτες κληρικοί καί λαϊκοί χωρίς ἀπολογία φυλακίζονται. Ἄρθρο ἐφημερίδας γράφει γιά τό θέμα τοῦ φόβου ἀπό τούς μοναχούς «βεβαιοῦται ὅτι οἱ μέχρι τοῦδε συλληφθέντες καί εἰς φυλακάς ὁδηγηθέντες Καλόγηροι λογίζονται μέχρι τῶν 150». Πίσω μάλιστα ἀπό τό κίνημα αὐτό διέβλεπαν ὅλα τά μοναστικά κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως τό Ἅγιο Ὄρος, τίς Μονές τῆς Βοιωτίας, τῶν Μετεώρων, τῶν Νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καί τοῦ Ἰονίου, τῆς Ἀττικῆς καί τῆς Πελοποννήσου. Σημειώνει ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς γιά τό θέμα: «Μαζί μέ τόν Χριστοφόρον εἶναι ὅλα τά Μοναστήρια. Ἡ ἀνακρίσις ἐπί τῆς καλογηρικῆς συνωμοσίας ἐξακολουθεῖ· συνελήφθησαν πολλά ἔγγραφα, ἐφυλακίσθησαν πολλοί καλόγηροι· ὡς λέγουσιν, ἡ ἑστία τῆς καλογερικῆς ταύτης συνωμοσίας εἶναι τό Ἅγιον Ὅρος καί τό Μέγα Σπήλαιον τῆς Πελοποννήσου καί τά ἐπισημότερα μοναστήρια τῆς Στερεᾶς. Σκοπός δέ τῶν μοναχῶν ἡ καταστροφή τῶν ἐκπαιδευτικῶν καταστημάτων, ἡ διατήρησις μόνον τῶν μικρῶν σχολείων, εἰς τά ὁποῖα νά μανθάνωσι τά μειράκια τό ὀκταήχι, καί τόν ἀπόστολον, ὡς ἐπί τῆς βαρβάρου ἐποχῆς, καί ἄλλα τοιαῦτα μωρῶν καί φωτοσβεστῶν σχέδια».
Μία ἄλλη ἐφημερίδα παρομοιάζει τό γεγονός τῆς σύλληψης τῶν κληρικῶν ὡς ἑξῆς: «Αἱ Ἀθῆναι ἀπό τινός ὁμοιάζουν τήν Μαδρίτην τῆς Ἱσπανίας ἤ τήν Ρώμην, διότι ὡς ἐκεῖ εἰς πᾶσαν γωνίαν δέν ἀπαντᾶ τις ἤ καλογήρους, οὕτω καί ἐνταῦθα, ὡς ἐκ συνθήματος, πρό πολλοῦ εἶχον συρρεύσει ἄπειροι κληρικοί. Ἤδη ὅμως ἤρχισε ν’ ἀραιοῦται ἡ τάξις αὐτῶν, διότι οἱ πλειότεροι ἐξ αὐτῶν συλληφθέντες ἐφυλακίσθησαν καί ἄλλοι ἀπήχθησαν εἰς Πάτρας, ἔνθα ἀνακρίνονται».
Λόγω τῆς συρροῆς πλήθους κόσμου πρός τόν τόπο κράτησής του καί πρός ἀποφυγήν τῶν διαμαρτυριῶν τους, ἀποφασίσθηκε ἡ μεταφορά τοῦ Παπουλάκου ἀπό τή Σαντορίνη «εἴς ἀπόκεντρον μέρος», συγκεκριμένα, στή Μονή Παναχράντου τῆς Ἄνδρου. Ὁ τελευταῖος ἐγκλεισμός του ἐκεῖ ἔγινε κατόπιν τῆς μεταφορᾶς του μέ τή βασιλική γολέττα «Ναυτίλος» τήν 20ή Ἰουλίου 1854. Ἀπό τό Ἐπαρχεῖο Ἄνδρου, μετά ἀπό ἐννέα ἡμέρες, συνοδευόμενος ἀπό δύο στρατιῶτες, παραδίδεται στό Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, κατόπιν ἐπανειλημμένων διαταγῶν γιά τόν αὐστηρότατο περιορισμό του καί τήν ἐπ’ αὐτοῦ ἐπαγρύπνησιν. Στή Μονῆ εἶχε διαμορφωθεῖ εἰδικό μοναχικό κελλί, πού τό φρουροῦσε ἕνας χωροφύλακας, ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖ. Τίς ἡμέρες μποροῦσε νά συμμετέχει κανονικά στό πρόγραμμα τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς καί τό βράδυ ἐγκλειόταν, φρουρούμενος στό κελλί του. Μέ τήν πνευματικότητά του κέρδισε τήν ὑπόληψη τοῦ ἡγουμένου καί τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς, ἐνῷ ἡ φήμη τού ἕλκυε γιά πολύ καιρό κόσμο καθημερινά, καί ἰδιαίτερα τίς ἑόρτιες ἡμέρες. Πολλοί πιστοί, ἀλλά καί πολλοί ξένοι λαϊκοί καί κληρικοί, ἀπό τά γύρω χωριά τοῦ νησιοῦ καί ἀπό ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς Ἑλλάδος, ἰδιαιτέρως δέ ἀπό Ὕδρα, Σπέτσες, Κρανίδι, Κάρυστο, Κρήτη καί ἄλλα νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀπό τό Μοριᾶ καί κυρίως ἀπό τή Λακωνία καί τήν Ἀρκαδία, ἔρχονταν, γιά νά λάβουν τήν εὐχή του ἤ νά πάρουν ράσο του ἤ κάποιο ἐγκόλπιο σταυρό, πού ὁ ἴδιος σκάλιζε. Ἐπίσης, συνέχισε νά κηρύττει στό συγκεντρωμένο κόσμο ἐντός τῆς Μονῆς, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία. Στόν ὑπ’ ἀριθ. 36 Κώδικα τῆς Μονῆς (Πρωτόκολλον ἐξερχομένων, σελ. 339-435) τῶν ἐτῶν 1854-1855 ὑπάρχουν ἐνδεικτικά ἔγγραφα, πού καταγράφουν τά γεγονότα τόν ἡμερῶν του.
Οἱ ἐντολές τῆς ἐξουσίας καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῶν ἐξοριῶν τοῦ Παπουλάκου εἶναι ἰδιαίτερα αὐστηρές. Οἱ διαταγές θυμίζουν δικτατορικά καθεστῶτα. Ἀκόμα, οἱ ἀθρογράφοι ἀναφέρονται σέ ἕνα δυσάρεστο γεγονός, κατά τό ὁποίο ὁ ἐπίσκοπος Ἄνδρου Μητροφάνης, ἔδειρε ἀνηλεώς τόν ὁμολογητή Χριστοφόρο: «Προσεκλήθη εἰς τήν Μονήν Παναχράντου Ἄνδρου ὁ λειτουργός Μητροφάνης … ἐξέρχεται καί προσκαλεῖ τόν γέροντα Παπουλᾶκον, ἵνα τόν νουθετήσῃ ὁ χρείαν ἔχων νουθεσίας καί ἀκούει παρ’ αὐτοῦ τό «ἰατρέ, θεράπευσον πρῶτον σεαυτόν». Ἀλλ’ ἀντί ἑνός λόγου τοῦ θείου Εὐαγγελίου ραπίζει τόν δυστυχῆ αὐτόν γέροντα καί κατασυντρίβει ἐπί τῆς κεφαλῆς του παχεῖαν ράβδον. Εἶτα καταδεσμεύει αὐτόν εἰς κάθυγρόν τι καί σκοτεινόν δωμάτιον τῆς Μονῆς, ὅπως ἐκεῖ ἀποδώση τάς τελευταίας πνοάς του. Ὁ παράτολμος Μητροφάνης κατεβαίνει εἰς τήν πόλιν καί διαδίδει ψευδῶς ὅτι ὁ πνέων τά λοίσθια γέρων ὕβρισε τό ἱερόν τοῦ Βασιλέως πρόσωπον. Μεσολαβήσει τοῦ δικηγόρου Ν. Σαριπόλου πρός τόν ἀπηνῆ Μητροφάνην, μεταφέρεται ὁ δυστυχής γέρων εἰς ἄλλο δωμάτιον, ἄλλως ὁ Χριστοφόρος Παπουλᾶκος ἤθελε κατακλείεσθαι σήμερον εἰς ἕνα ψυχρόν τάφον καί ὁ λεγόμενος Ἱεράρχης ἤθελεν εἶσθαι ὁ προφανής τοῦ ἀνθρώπου φονεύς». Μετά ἀπό αὐτό τό γεγονός ὁ δικηγόρος Ν. Σαρίπολος ζητᾶ νά δεῖ τόν τραυματισμένο γέροντα καί σημειώνει μεταξύ ἄλλων στήν ἀναφορά του: «Περιεργείας χάριν ἐζήτησα νά ἴδω τόν Παπουλᾶκον, καί τοῦτο μοί ἐπετράπη. Εἰς τήν θέαν λοιπόν ἀνδρός γέροντος ἐν καθύγρῳ κεκλεισμένῳ δωματίῳ, καί ἐπί τῆς ὑγρᾶς γῆς κειμένου, τό ράσον αὐτοῦ μόνον ὡς κλίνην ἔχοντος, πικρῶς συνεκινήθην, ἡ δέ λύπη μου ηὔξησε ὅτ’ ἔμαθον ὅτι ἦν καί ἀσθενής, καί ὅτι τῷ ἐγένετο καί ἀφαίμαξις ἐκείνην τήν ἡμέραν. Καίτοι ἐγίνωσκον τήν αἰτίαν, δι’ ἥν ὁ Παπουλᾶκος ἐτιμωρεῖτο οὕτως, ἠρώτησα ὅμως αὐτόν, οὗτος δέ μοί εἶπεν ὅτι τόν ἐκτύπησεν ὁ ἀρχιερεύς καί τόν ἐφυλάκισε, διότι ἐλάλησε πρός αὐτόν τήν ἀλήθειαν. Τίς δέ ἦτο ἡ κατά Παπουλᾶκον ἀλήθεια αὕτη; Ὅτι ὁ ἀρχιερεύς ἠγόρασε χρήμασι τήν ἐπισκοπήν, ὅτι τά δαπανηθέντα, ὡς εἰκός, ἔμελλε νά εἰσπράξῃ παρά τοῦ ποιμνίου του, ἵνα μή ζημιωθῇ, καί πρός τοῦτο μάλιστα ἔφερε τῷ ἀρχιερεῖ καί αὐτός ὁ Παπουλᾶκος τήν εἰσφοράν του δραχμήν μίαν».
Ὁ ζῆλος τοῦ Χριστοφόρου γιά κήρυγμα δέν σταμάτησε ἀκόμη καί κατά τά χρόνια τῆς ἐξορίας του καί τοῦ σωματικοῦ του περιορισμοῦ στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο, γι’ αυτό στά δύο αὐτά Κυκλαδονήσια τιμᾶται ὡς Φωτιστής καί Διδάσκαλος αὐτῶν. Διακήρυττε ὅτι «ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται». Πολλές φορές, ἐνῶ τόν ἀμπάρωναν στά πετρόκτιστα ὑπόγεια τῆς Μονῆς Παναχράντου, ἐν τούτοις ὁ γέροντας κατά παράξενο καί θαυμαστό τρόπο, χωρίς νά ὑπάρχει διαφυγή, χανόταν γιά κάποιες μέρες καί ἐπέστρεφε πάλι στό κελλί τίς δοκιμασίας του. Μοναδική του συντροφιά ἡ εἰκόνα τῆς Βρεφοκρατούσας Παναγίας, πού τά τελευταία χρόνια, κατόπιν ἐνοράσεων τοῦ ὁσιομάρτυρος Παπουλάκου σέ ἄσχετα ἄτομα, στό κελλί του ἐντοπίσθηκε θαμμένη, την ὁποία κατεῖχε ὁ ἴδιος. Σύντομα τό κελλί αὐτό πρόκειται νά διαμορφωθεῖ σέ παρεκκλήσιο ἀπό τούς δύο πατέρες, πού ἀσκοῦνται ἐκεῖ καί τιμοῦν τόν μάρτυρα ἀδελφό τῆς Μονῆς Παναχράντου.
Ὅταν ὁ Γέροντας διαισθάνθηκε ὅτι ἔφτανε ἡ ὥρα νά φύγει ἀπό τό μάταιο αὐτό κόσμο, φέροντας τήν πληγή στήν κεφαλή του ἀπό τον Μητροφάνη, ἀφοῦ συγχωρέθηκε καί ἑτοιμάσθηκε μέ τά μυστήρια της Ἐκκλησίας, κοιμήθηκε τό βράδυ τῆς 18ης πρός 19η Ἰανουαρίου 1861, ἥσυχα καί ταπεινά. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς τόν τίμησαν ὡς ἅγιο. Λίγο νωρίτερα ὁ φρουρός του εἶχε ζητήσει συγγνώμη ἀπό τό Γέροντα καί τήν εὐλογία του, γιά νά γίνει μοναχός, γιατί εἶχε τήν πεποίθηση πώς κάτω ἀπό τήν κατάλευκη γενειάδα του ἐκπορευόταν φῶς καί ἀλήθεια. Ἐτάφη στό κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναχράντου Ἄνδρου καί ἔγραψαν σ’ ἕνα ξύλινο σταυρό «ΜΟΝΑΧΟΣ / ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ / ΚΗΡΥΚΑΣ / ΕΚΟΙΜΗΘΗ ΕΝ ΚΥΡΙΩ / 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1861». Ὁ τάφος του μέχρι σήμερα ἀποτελεῖ πνευματικῆ πηγή καί καύχημα τῆς Μονῆς Παναχράντου.
Ἡ μορφή τοῦ Παπουλάκου μέ ράσο ἀπό τό ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ «ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ»
2ο ΜΕΡΟΣ: ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ
2.α) Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Ὁ ὁσιομάρτυρας Χριστοφόρος Παπουλᾶκος ἐμφανίζεται στό στερέωμα τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ὀρθοδοξίας σέ μία πολύ σημαντική ἐποχή, ἀπό ἐκκλησιαστική καί πολιτική ἄποψη. Τό ἑλληνικό ἔθνος μετά τό θρίαμβο τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 προσπαθεῖ νά συσταθεῖ ὡς κράτος.
Ἡ ἄφιξη τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδος Ἰωάννη Καποδίστρια, «τοῦ μεγάλου Ἕλληνα πατριώτη καί ἀσύγκριτου πολιτικοῦ ἀνδρός», χαροποίησε σφόδρα τούς Ἕλληνες. Οὐδέποτε ἄνθρωποι δέχθηκαν εὐνοϊκότερα τόν λυτρωτή τους. Ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ Καποδίστρια γιά ὀργανωτική συγκρότηση τοῦ κράτους πήγαζαν ἀπό τήν ἀκλόνητη ἀφοσίωσή του στήν Ὀρθοδοξία. Σταθερό κριτήριο γιά τήν κάθε ἐνέργειά του ἦταν ἡ πίστη του στόν ἐπουράνιο Θεό. Ἔδειξε ἰδιαίτερη εὐαισθησία στό ἐκκλησιαστικό ζήτημα. Δέν θεωροῦσε ὀρθή τήν πραξικοπηματική ἀπόσπαση τής Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κανονικό ἔδαφος τοῦ ὁποίου αὐτή ἀποτελοῦσε. Αὐτό μαρτυρεῖ καί ἡ ἀλληλογραφία του μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Λύση ὅμως στό ἐκκλησιαστικό ζήτημα δέν πρόφτασε νά δώσει, γιατί δολοφονήθηκε ἀπό ἐχθρούς τῆς πατρίδας.
Δύο ὄψιμοι φωτιστές τοῦ ἔθνους καί τῆς Ὀρθοδοξίας, οι ὅσιοι Χριστοφόρος Παπουλᾶκος καί Σοφιανός, ἐπισκοπος Δρυϊνουπόλεως
(τοιχογραφία Ἱ. Μ. Γενεσίου Θεοτόκου, Ντάρδιζα Ἀττικῆς)
2.β) Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Τήν λύση προσπάθησε νά δώσει ἡ Ἀντιβασιλεία τό 1833 μέ τήν «Αὐτογνώμονα Ἀνακήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου της Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». Τό ἔργο αὐτό ἀνέλαβε νά τό ὑλοποιήσει ὁ Μάουερ μέ συνεργό του τόν ἀρχιμ. Θεόκλητο Φαρμακίδη καί μέ συνέπειες ὀδυνηρές. Ὄχι μόνο δέν βοήθησαν στήν καλύτερη ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά τουναντίον δημιούργησαν ἀκόμη ἔκρυθμη κατάσταση καί χειρότερη ἐκκλησιαστική ἀνωμαλία, ἀφοῦ διακόπηκαν οἱ κανονικές ἐκκλησιαστικές σχέσεις μέ τό Πατριαρχεῖο. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε τώρα ἐπικεφαλῆς, στό διοικητικό της μέρος, τόν βασιλιά Ὄθωνα, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν καν ὀρθόδοξος. Ἡ ἀκτινοβολία καί τό κύρος, πού εἶχε κατά τά χρόνια τῆς δουλείας, ἄρχισε νά μειώνεται. Αὐτό ἦταν κάτι, πού ἡ Ἀντιβασιλεία ἐπεδίωκε μέ πάθος, γιά νά μπορέσει πλέον ἀνενόχλητη νά ἐφαρμόσει τά ἀντιορθόδοξα σχέδιά της. Ἡ κατάσταση αὐτή διατηρήθηκε ἐπί 17 ἔτη, τόσα δηλαδή, ὅσα χρειαζόταν ἡ Βαυαρική ἐξοὐσία, γιά νά προχωρήσει στό ξερίζωμα τῶν δομῶν καί τῶν θεσμῶν τῆς Ρωμιοσύνης. Ἔτσι προχώρησαν στή δημιουργία ἑνός κράτους, ὅπως τό ἤθελαν αὐτοί, μέ τήν Ἐκκλησία παροπλισμένη καί καταφρονημένη. Μέσα σ’ αὐτήν, λοιπόν, τήν περίοδο, πού ἡ Ἐκκλησία ἦταν στό περιθώριο καί ἐπικρατοῦσε πνευματικῆ σύγχυση σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, βρέθηκαν κάποιοι λαϊκοί καί κληρικοί φωτιστές, οἱ ὁποῖοι ἐπωμίσθηκαν τό βάρος τῆς πνευματικῆς ἀνάτασης.
Ὁ λαός, πού παρακολουθοῦσε τά τεκταινόμενα εἰς βάρος τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, περίμενε μέ ἀγωνία καί προσευχή, τούς πνευματικούς ἡγέτες του, γιά νά κινηθεῖ. Καί νά πού ἐμφανίσθηκε ὁ πρῶτος, ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος ἀπό τήν Κεφαλλονιά. Ὁ Φλαμιᾶτος μελετώντας μόνος του καί κάνοντας σπουδές στήν Δύση ἀπέκτησε σπουδαία παιδεία, ἐνῶ ὡς ἀληθινός πατριώτης, μέ τό κήρυγμά του στηλίτευε τίς ἀγγλικές βαρβαρότητες καί τήν δυναστεία τους στά Ἰόνια Νησιά. Γύρω στά 1830 συνελήφθη, ἀλλά ἀργότερα ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Τό 1841 ἦρθε στήν Πάτρα. Γρήγορα γνωρίζεται μέ φωτισμένους μοναχούς καί λαϊκούς της Ἀχαΐας, οἱ ὁποῖο ἀγωνίζονται καί αὐτοί γιά τήν ἀνόρθωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀποφασίζουν νά ὀργανωθοῦν καί νά μή μείνουν ἀπαθεῖς ἀπέναντι στά τεκναινόμενα ἀπό τούς Βαυαρούς καί ἄλλες ἐξωγενεῖς πηγές ἐξουσίας εἰς βάρος τοῦ ἔθνους καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πίστεως.
Καθώς Βαυαροκρατία ἐκδήλωνε, μέ ἀπαράδεκτες καί ὑστερόβουλες καινοτομίες, τή θέλησή της νά ἀλλοιώσει τό γνήσιο ρωμαίηκο και ορθόδοξο πνεῦμα, ὁ μοναχός Χριστοφόρος μαζί με λογίους μοναχοῦς καί ἱερεῖς ἀντιστέκονται. Μεταξύ αὐτῶν διακρίνονται: ὁ Κεφαλλονίτης Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ὁ Μεγαλοσπηλιώτης Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, ὁ Κωνσταντῖνος ἐξ Οἰκονόμων, ὁ ὅσιος Διονύσιος Ἐπιφανιάδης, ὁ καθηγούμενος τῆς Μονῆς Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους Συμεών καί ἄλλοι Κολλυβάδες καί πνευματικοί ἄνθρωποι, ἀπό ὅλα τά κοινωνικά καί μορφωτικά στρώματα. Περιοδεύουν σέ πολλές περιοχές, κηρύττουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παράδοσής μας, ἐκδίδουν καί διακινοῦν φυλλάδια καί βιβλία, ἐνῶ μέ ὁποιοδήποτε μέσο της ἐποχῆς λαλοῦν λόγο Ἀληθείας.
Οἱ στόχοι τῶν ἀνωτέρων ἦταν:
1. Ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία νά ἐπανέλθει στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
2. Ὁ Βασιλιάς Ὄθων νά βαπτισθεῖ Ὀρθόδοξος, ὡς ἄρχοντας ἑνός Ὀρθοδόξου κράτους.
3. Νά σταματήσουν οἱ προδοσίες εἰς βάρος τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί τοῦ ταλαίπωρου Γένους μέ ὁποιοδήποτε τρόπο φανερό ἤ συγκεκαλυμμένο.
Τό Κράτος πανικοβάλλεται καί ἐπεμβαίνει, συλλαμβάνει τυχηδόν κληρικούς και φυλακίζει πολλούς, ακόμη καί χωρίς ἀπολογία, στά ἀνήλια καί ἀπάνθρωπα κελλιά τοῦ Κάστρου τοῦ Ρίου. Ἀνάμεσά τους καί ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος. Ἐκεῖ, ἀφοῦ πρῶτα θά καρεῖ Μοναχός στό παρεκκλήσιο τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τοῦ Κάστρου τοῦ Ρίου ἀπό πατέρες, πού εἶχαν ἐγκλεισθεῖ μαζί του, θά πεθάνει ἀπό τίς κακουχίες στις 22 Ιουνίου του 1852 καί θά νά γίνει ἕνας ἀπό τούς πρωτομάρτυρες στόν ἀγώνα ὑπέρ τῆς παράδοσης στήν Ἐκκλησία καί τό Κράτος, θύμα τοῦ ἀρτισύστατου Ἑλληνικοῦ Κράτους.
Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἄρθρο τῆς ἐφημερίδα ΑΙΩΝ (23 Ἰουλίου 1852) γιά τό τραγικό τέλος τοῦ Μοναχοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου πού τόν δηλητηρίασαν προτού καν ἀπολογηθεῖ: «Ὁ ἱερεύς Κοσμᾶς Φλαμιάτος, κατηγορηθεῖς ὡς ἀρχηγός τῆς δῆθεν θρησκευτικῆς ἑταιρείας κατά τῶν καθεστώτων, ἀπέθανεν ἐν τῇ δεινῇ φυλακῇ τοῦ ἐρειπωμένου φρουρίου τῶν Πατρών, ἀπέθανε, πρίν ἤ δικασθῆ, διά νά δειχθῶσι καί δικαστικῶς ἤ αὐτός μέν ἔνοχος, οἱ δέ κατήγοροι, μᾶλλον δέ ἡ κατήγορος αὐτοῦ Κυβέρνησις, ἀθῶοι, ἤ αὐτός μέν ἀθῶος, οἱ δέ κατήγοροί του συκοφάνται καί μηχανορράφοι, ἄλλους ὑπηρετοῦντες καί τήν συνείδησίν των προδίδοντες. Προφυλακισθείς οὗτος ἐν τῷ φρουρίῳ, ὑπέπεσεν εἰς νόσον βαρυτάτην· στερούμενος δέ καταλύματος ἁρμοδίου νά σώση τήν ὑγείαν του, ἐστερεῖτο συγχρόνως καί περιποιήσεως καταλλήλου καί ἰατρικῆς βοηθείας. Τήν τοιαύτην ἐλεεινήν καί ἐπικίνδυνον κατάστασιν τούτου βεβαιούμενος ὁ ἐν τῇ πόλει τῶν Πατρών ἐμπορευόμενος ἀδελφός του Συμεών Φλαμιᾶτος, ἐξῃτήσατο διά τῆς ἀπό 25 Ἰουνίου ἀναφορᾶς του πρός τόν Εἰσαγγελέα:
«Α΄. Νά ἀποσταλῶσι παρ’ αὐτοῦ οἱ Ἰατροί Κύριοι Ἄννινος, Χρυσανθόπουλος καί Παπαδόπουλος, ὅπως ἐπισκεφθῶσι τόν πάσχοντα, καί βεβαιώσωσιν, ἄν πάσχῃ οὕτως δεινῶς·
Β΄. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, νά διατάξη καί λόγῳ φιλανθρωπίας καί λόγῳ δικαιοσύνης, ὥστε νά τεθῇ ὑπό θεραπείαν ὁ πάσχων ἐκτός τοῦ φρουρίου, φρουρούμενος συγχρόνως ὑπό τῶν ἀναγκαίων χωροφυλάκων.»
Τί δικαιότερον καί νομιμώτερον ἄλλο παρά τήν τοιαύτην αἴτησιν τοῦ Σ. Φλαμιάτου; Εἰς ποῖον τῶν βαρβαρωτέρων τόπων, εἰς ποίαν καί τήν πλέον ἀπάνθρωπον καί τήν πλέον σκληροτράχηλον κοινωνίαν, δέν ἤθελεν εἰσακουσθῆ εὐθύς αἴτησις τοιαύτη; Καί ὅμως οὐδεμία παρά πᾶσαν προσδοκίαν ἐδόθη ἀκρόασις, ἡ αἴτησις ἀπερρίφθη, καί ὁ πάσχων εἰς τήν προφυλακήν νά καταβῇ, εἵπετο εἰς τόν τάφον ἕνεκα πάσης στερήσεως καί ἰατροῦ καί περιποιήσεως οἰκείας καί ἁρμοδίας.
Βεβαίως δέν διαφιλονεικεῖ τις εἰς τήν Κυβέρνησιν τό δικαίωμα τοῦ νά καταδιώκῃ ἐκείνους, ὅσοι, εἴτε ἀληθῶς εἴτε μή, καταγγέλλονται εἰς αὐτήν ὡς διασείοντες τά καθεστῶτα· ἀλλ’ ἐπίσης καί οἱ καταγγελλόμενοι δέν ἀφαιροῦνται τοῦ δικαιώματός τοῦ νά θεωρῶσιν ἀθώους ἑαυτούς, μέχρις οὗ δικαστικῶς κηρυχθῶσιν ἔνοχοι. Ἀθώων ἄρα θεωρουμένων τῶν ὑπό ἀνάκρισιν μόνην διατελούντων, συγχωρεῖται, ἐρωτῶμεν, ποτέ τό νά ἐνεργῇ ἡ καταδιώκουσα Ἐξουσία ἐναντίον αὐτῶν μέτρα τοιαῦτα, δι’ ὧν νά ἀποθνήσκωσιν οὗτοι, πρίν ἤ ἐξελεγχθῶσιν ἔνοχοι; Ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, καταγγελλόμενοι ὁπωσδήποτε καί ὑπό ἀνάκρισιν τιθέμενοι, συγχωρεῖται νά προφυλακίζωνται μετά τῶν ληστῶν καί τῶν ἐκ συστήματος κακούργων;
Ἀλλ’ ἐν τῇ Ἑλλάδι ὅλα θεωροῦνται συγκεχωρημένα, προκειμένου σκοποῦ πολιτικοῦ μάλιστα. Ἀδιάφορον δι’ ἡμᾶς, ὅσας αἰσχροί ἄνθρωποι καί μισθωτοί λιβελλογράφοι τῶν τριόδων θέλουσιν ἐξεμέσει καί πάλιν ὕβρεις, προπηλακισμούς καί ἐνοχοποιήσεις· ὀφείλομεν τήν ἀλήθειαν νά λέγωμεν, τήν ἀθωότητα νά ὑπερασπίζωμεν, καί τήν ἐπιβουλήν νά καταδιώκωμεν, ὅπου ἄν ὑπάρχωσιν αὖται. Εἰς τήν παροῦσαν δέ περίστασιν καθῆκον ἡμῶν θεωροῦμεν τήν δημοσίευσιν μιᾶς περί τοῦ καταγγελθέντος Κοσμᾶ Φλαμιάτου ἐκθέσεως, τήν ὁποίαν ἐλάβομεν πρό πολλῶν ἡμερῶν, ἀλλά δέν ἠδυνήθημεν εὐθύς νά δημοσιεύσωμεν ἕνεκα ἄλλης σπουδαιοτέρας ὕλης. Διά τῆς ἐκθέσεως ταύτης γνωρίζει πλέον ὅλος ὁ κόσμος, διατί ὁ ἀποθανῶν Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος κατηγγέλθη, καί πρός ποίους σκοπούς προφυλακίσθη· θέλει γνωρίσει ὡσαύτως, διά ποίους σκοπούς περιελήφθησαν εἰς τήν καταγγελίαν κατά τοῦ Φλαμιάτου καί ὅλαι σχεδόν αἱ ἱερεαί Μοναί τῆς Πελοποννήσου καί Στερεᾶς, καί τό μεγαλύτερον μέρος τῶν Μοναχῶν καί Ἱερέων. Ἤδη διεδέχθη τόν σάλον τῶν ἀνακριτῶν, ἐρευνῶν, καταδιώξεων καί φυλακίσεων ἡ νηνεμία, ὄχι διότι ἀπέθανεν ὁ Φλαμιᾶτος, ἀλλά διότι δέν ὑπάρχει πλέον ἀνάγκη, διότι ἐτελείωσαν τά Ἐκκλησιαστικά νομοσχέδια.
Ἰδού ἡ ἔκθεσις:
«Ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ἀνήρ προβεβηκώς ἤδη τήν ἡλικίαν, εὑρίσκεται καθειργμένος διά πολιτικόν ἔγκλημα. Ὑπό τό βάρος κατηγορίας τοιαύτης εὑρισκόμενος, δέν δύναται μέν ἐνώπιον τῶν ἀνακριτῶν του νά ἀκουσθῆ, φέρων εἰς ἀπολογίαν τῆς κατ’ αὐτοῦ συκοφαντίας τόν βίον του ὁλόκληρον καί τήν εἰς πολλά μέρη τοῦ κόσμου πολιτείαν του, ἀλλ’ ἐνόπιον τοῦ κοινοῦ, ἐνώπιον ὅλων ἐκείνων, οἵτινες τόν ἐγνώρισαν, οἵτινες τόν ἤκουσαν λαλοῦντα, οἵτινες ἀνέγνωσαν τάς συγγραφάς του, δύναται μετά πλείστης πεποιθήσεως νά παραστήσῃ τήν ἀθωότητά του καί νά ἐπιτύχῃ, τήν ὁποίαν πᾶς συκοφαντούμενος ἐλπίζει συμπάθειαν καί ἀνακούφισιν εἰς τά δεινά του.
«Ὑπάρχουν ἴσως ἄνθρωποι, οἵτινες, ἐξηπατημένοι ὄντες ἀπό τάς ψευδεῖς φήμας, πιστεύουσιν, ὅτι τό ἔγκλημα τοῦ Φλαμιάτου, τό ἔγκλημα τοῦ Γριμάνη, εἶναι ἤδη ἀποδεδειγμένον ἀπό σωρείαν ἐπιστολῶν καί ἐγγράφων, τά ὁποῖα ἡ δραστηρία ἀνεκάλυψε καί ἔχει ἤδη εἰς τήν κατοχήν τῆς ὡς μέσα ἀποδείξεως.
«Ἄν ποτε οἱ κατηρούμενοι ἴδωσι τά πρόσωπα τῶν ἁρμοδίων δικαστῶν αὐτῶν, ἄν ποτε ἡ δικαστική ὑπεράσπισίς των ἀκουσθῆ ἀπό τό κοινόν, τότε θέλει διαλυθῆ πάσα ἀμφιβολία, τότε θέλει ἀποδειχθῆ, ὅτι καί ὁ Φλαμιᾶτος καί ὁ Γριμάνης ἀδίκως συνελήφθησαν καί ἐφυλακίσθησαν, καί ἀδίκως ἔπαθον, ὅσα πάσχουσι. Ἀλλά τί τό ὄφελος δι’ αὐτούς; Οἱ προκαλέσαντες τήν σκηνήν αὐτήν θέλουν δικαιολογεῖσθαι πάντοτε, ὅτι ἡ τοσαύτη αὐστηρότης ἦτο ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτος, διότι ἐπρόκειτο περί φρικτοῦ καί τρομεροῦ κακουργήματος.
«Καί ποῖον τό κακούργημα τοῦτο; Ἡ θρησκευτική ἀφοσίωσις τοῦ Φλαμιάτου, ἡ ὑπερβάλλουσα αὐτοῦ προσκόλλησις εἰς τήν ἰδέαν του, ὅτι ὀφείλει νά προστατεύῃ τήν θρησκείαν, ἐπιβουλευομένην ὑπό τῶν ξένων. Ἰδού ὅλος ὁ βίος, ἰδού ὅλη ἡ πολιτεία τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου.
«Καί ὁ βίος οὗτος, ἡ πολιτεία αὕτη ἔδωκεν ἀφορμήν εἰς τήν ἀνάκρισιν νά τόν συλλάβῃ καί νά τόν φυλακίσῃ, νά τοῦ κατάσχῃ τά ἔγγραφά του, νά τόν ὑποβάλῃ εἰς τήν κατηγορίαν τοῦ ταραξίου, τοῦ στασιαστοῦ, τοῦ μελετήσαντος τήν καταστροφήν τοῦ παντός. Καί ὄχι μόνον ἐσυκοφαντήθη τοιουτοτρόπως αὐτός ὑπό τῶν ὑπενεργησάντων τήν τοιαύτην δῆθεν ἀνακάλυψιν, ἀλλά προσέτι ἐσυκοφαντήθησαν καί ἐφυλακίσθησαν καί αὐτοί οἱ σχετικοί του ἤ φίλοι του, διότι τόν ἐγνώρισαν, διότι συνωμίλουν μετ’ αὐτοῦ, διότι συνεμερίζοντο τάς πεποιθήσεις του ἤ διότι ἁπλῶς ἔτυχε νά τόν ἀκροασθώσι ποτε ὁμιλοῦντα.
Ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος τά πάντοτε ἐπρέσβευσεν, ὅπου δήποτε καί ἄν ἐστάθη. Καί εἰς τήν Ἑπτάνησον καί εἰς τήν Μολδαυΐαν καί εἰς τήν Ἑλλάδα εἶναι πάντοτε ὁ αὐτός. Καί δέν ἐπρέσβευσε τώρα τάς ἀρχάς, τάς ὁποίας ἔχει καί διά τάς ὁποίας τοσοῦτο σκληρῶς συκοφαντεῖται καί καταδιώκεται, διότι τᾶς ἐπρέσβευε πρό 25 ἐτῶν, προτοῦ ἀκόμη καθιδρυθῆ τό Ἑλληνικόν βασίλειον, καί τᾶς ἐπρέσβευσεν ἔκτοτε καί θέλει τάς πρεσβεύει μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς του, διότι τοιαύτην ἔχει πεποίθησιν, καί οὕτω πως ἡ θρησκευτική του συνείδησις τοῦ λέγει.
«Ἡ ἀνάκρισις δέν εἶχεν ἀνάγκην διόλου νά κατάσχῃ τά ἔγγραφα καί τήν ἀλληλογραφίαν τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου. Δέν ἔκρυπτε ποτέ τίποτε ἀπό τό κοινόν, ἀπό τήν δημοσιότητα. Ὅ,τι σήμερον ἡ ἀνάκρισις ζητεῖ εἰς τά ἔγγραφά του, εἰς τήν ἀλληλογραφίαν του, ἠδύνατο νά τό πορισθῇ ἐκ τῶν δεδημοσιευμένων πρό πολλῶν ἤδη ἐτῶν βιβλίων του. Πρόχειρον εἶναι παντοῦ τά σύγγραμμά του, ἐπιγραφόμενον ‘Φωνή Ὀρθόδοξος’. Ὅ,τι πρεσβεύει, ὅ,τι λέγει, ὅ,τι κηρύττει δι’ αὐτοῦ, τό αὐτό ἀποβλέπουν καί ὅλα τά κατασχεθέντα ἔγγραφά του καί ὅλη ἡ ἀλληλογραφία του· τό αὐτό φρονεῖ καί σήμερον, τό αὐτό ἐφρόνει, καί ὅταν συνελήφθη· τό αὐτό θέλει φρονεῖ καί θέλει φέρει εἰς ἀπολογίαν του· καί, ὅταν ἀπολογηθῇ ἐνώπιον τῶν δικαστῶν, θ’ ἀκούσωσι τήν ἀπολογίαν του, καί θ’ ἀποφανθῶσι περί τῆς παύσεως τῶν δεινῶν του. Ὅταν ἡ Ὀρθόδοξος Φωνή ἐξεδόθη, οὐδόλως ἐκίνησε τήν χολήν τῶν ἀνακριτῶν ὑπαλλήλων, ἀλλ’ ἀπεναντίας ἐθεωρήθη τό ἔργον παρά πάντων θεοφιλέστατον, ἀναγκαιότατον. Καμμία τῶν Ἀρχῶν τοῦ τόπου δέν ἐθεώρησαν αὐτό ἐπιλήψιμον, ἐν Ἀθήναις ἐκδοθέν μάλιστα, ἀλλ’ ἀπεναντίας ἀφέθη παντοῦ ἐλεύθερον νά κυκλοφορῇ καί ν’ ἀναγινώσκεται ἐπί τοσαύτα ἔτη. Καί σήμερον, κατηγορουμένου τοῦ Φλαμιάτου, ἡ ἀνάκρισις δέν στηρίζεται εἰς ἄλλο, εἰμή εἰς τήν παρεξήγησιν καί παρερμήνευσιν τῶν διαλαμβανομένων εἰς τήν Ὀρθόδοξον Φωνήν, διότι ὅλος ὁ νοῦς τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου, ὅλος ὁ βίος του, ὅλη ἡ κατασχεθεῖσα ἀλληλογραφία του δέν περιστρέφονται εἰς ἄλλο, εἰμή εἰς τάς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Φωνῇ διαλαμβανομένας ἀρχάς καί θρησκευτικάς πεποιθήσεις. Ἄν λοιπόν τό βιβλίον τοῦ ἦναι ἀντικοινωνικόν, καί ὄχι φιλοκοινωνικόν, ἄν περιέχῃ βλαστημίαν τινά κατά τῆς Πολιτείας καί τῶν Ἀρχῶν, ἄν ἔχῃ τούς σκοπούς, τούς ὁποίους σήμερον ἀποδίδουν εἰς τόν Φλαμιάτον οἱ διῶκται αὐτοῦ, ἄν, ἐν ἑνί λόγῳ, ὑπάρχῃ τι ἐπιλήψιμον εἰς τό βιβλίον του ἐκεῖνο,τότε ἠμπορεῖ νά εἴπη τίς, ὅτι καί ἡ διαγωγή τοῦ Φλαμιάτου εἶναι ἐπιλήψιμος, εἶναι πολεμία τῆς πολιτείας. Ἀλλά τοῦτο δέν ὑπάρχει, διότι, ἄν τό βιβλίον του ἤθελεν εἶσθαι ἐπιλήψιμον, τό ἄγρυπνον ὄμμα τῶν Ἀρχῶν δέν ἤθελε τό ἀφίνει πρό τοσούτων ἐτῶν εἰς κυκλοφορίαν.
Ἡ διαγωγή λοιπόν τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου εἶναι γνωστή εἰς ὅλον τό Πανελλήνιον πρό 30 σχεδόν ἐτῶν· αὕτη δέν ἔχει κανένα πολιτικόν σκοπόν, καί περιορίζεται μόνον καί μόνον εἰς τά θρησκευτικά καθήκοντά του, τά ὁποῖα θεωρεῖ ἀνώτερα παντός ἄλλου καθήκοντος. Ἡ διαγωγή τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου δέν ἔχει ἀνάγκην ἀνακρίσεων, διά ν’ ἀποδειχθῇ· αὕτη εἶναι φανερά καί ἐκ τῶν λόγων του καί ἐκ τῶν ἔργων του καί ἐκ τῶν συγγραφῶν του. Ἄνθρωπος ζῶν βίον μονῆρη καί σχεδόν ἀσκητικόν, βίον ἐρημίτου, δέν ἠμπορεῖ νά ἦναι ταραξίας, στασιαστής, ἀντάρτης, ἀποστάτης, ὅπως θέλωσι νά τόν ὀνομάσωσι. Ἡ πόλις τῶν Πατρῶν πρό δωδεκαετίας γνωρίζει καί αὐτόν καί τήν διαγωγήν του. Ὁλόκληρος λοιπόν ἡ πόλις αὕτη θά μαρτυρήσῃ εἰς τήν δίκην του, ἄν ἦναι τοιοῦτος, ὁποῖον ἡ παραμόρφωσις τῶν γνωστοτέρων ἀληθειῶν καί ἡ κακοβουλία ἠθέλησαν νά τόν χαρακτηρίσωσι. Ὁ Φλαμιᾶτος δέν ἔχει ἄλλο ἁμάρτημα, ἄν ἁμάρτημα δύναται τοῦτο νά ὀνομασθῆ, εἰμή ὅτι οὔτε τό ἐλάχιστον μέρος τῆς συνειδήσεώς του δέν ἀφιέρωσε πότε εἰς τά ἐγκόσμια, εἰς τά μάταια, εἰς τά ἐπίβουλα καί ψευδῆ τῆς ἐπιγείου κοινωνίας πράγματα. Ἀλλά διά τοῦτο δέν πταίει, δέν ὀφείλει λόγον εἰς κανένα, δέν ἥμαρτεν ἐνώπιον τῶν ἀνθρωπίνων νόμων. Ὁ μέγας πρός τήν θρησκείαν ζῆλος του δέν εἶναι ἔγκλημα προβλεπόμενον ἀπό τούς νόμους, ὡς δέν ἠμπορεῖ νά ἦναι ἔγκλημα, καί ἄν ἱερεύς τις, ἀπό ὑπερβάλλουσαν θρησκευτικήν ἀφοσίωσιν κυριευόμενος, προσεύχεται πρός τόν Θεόν ὄχι ἅπαξ ἤ δίς τῆς ἡμέρας, ἀλλά ἑκατοντάκις ἤ χιλιάκις».
2.γ) ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ
Ἕνας ἄλλος πρωτομάρτυρας, στό ἴδιο πνευματικό κλίμα μέ τόν Κοσμᾶ Φλαμιᾶτο, εἶναι ὁ ὅσιος καί ὁμολογητής Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος. Ἡ φωνή τοῦ λαοῦ τόν καλεῖ νά συνεχίσει τό ἔργο του Φλαμιάτου. Ἡ δράση του ἀρχίζει στό ἑξηκοστό ἔτος τῆς ἡλικίας του καί γι’ αὐτό ὁ λαός τόν ἀποκαλεῖ Παπουλᾶκο. Μέχρι τότε ὅμως δέν εἶχε διακόψει τίς σχέσεις του μέ τό Μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου. Ἡ κάπως ἀπότομη μεταστροφή του στό Μοναχισμό δέν πρέπει νά ἀναζητηθεῖ σέ παθολογικά αἴτια, ὅπως ἀβασάνιστα ἰσχυρίζονται οἱ βιογράφοι του, γιατί κρίνουν τά πράγματα χωρίς τήν πνευματική τους ὑπόσταση. Τό νευρικό του σύστημα δέν πειράχθηκε ἀπό τόν τύφο, ἀπό τόν ὁποῖο ἴσως προσβλήθηκε, ἀλλά ἡ μεταστροφή αὐτή ὀφείλεται σέ οὐράνιο κάλεσμα, πού δέχτηκε στήν οἰκία του, στόν Ἄρμπουνα Καλαβρύτων. Ὁ λαός τούς τρελούς δέν τούς ἁγιοποιεῖ, ὅ,τι καί ἄν ἰσχυρίζονται, ἀλλά τούς γελοιοποιεῖ, εἰδικά ἐκείνη τήν ἐποχή.
Ὁ Παπουλᾶκος δέν παρήγγειλε αἴφνης ἤ παραλόγως, σ’ ἕνα ράφτη ἕνα ράσο κι ἕνα σκοῦφο, γιά νά παριστάνει τόν καλόγερο. Ἀκολούθησε τήν ἀφιερωσή του στό Μοναχικό Τάγμα. Ἐκάρη Μοναχός στή Ἱερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων ἀπό τόν γέροντά του, ἀρχιμ. Ἰγνάτιο Λαμπρόπουλο καί ἔζησε γιά λίγο στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἀθανασίου κοντά στήν Κλειτορία. Ἄλλωστε, καί στίς ἐγκυκλίους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί στά ἑκατοντάδες κρατικά ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς φέρεται ὡς «Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος» ἤ «Παπουλάκης».
Στό Μέγα Σπήλαιο ἔμεινε γιά λίγο καιρό. Ἔπειτα ἐπέστρεψε στό χωριό του καί ἔμεινε στό σπίτι του, ὥσπου νά φτιάξει μία μικρή Ἱερά Σκήτη ἀφιερωμένη στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Δέν παρέμεινε ὅμως γιά πολύ, ὄχι ἐπειδή ὑπέφερε ἀπό μοναξιά (ἄλλωστε εἶχε καί δύο συμμοναστές, τούς μοναχούς Ἀβέρκιο καί Κοσμᾶ), ἀλλά γιατί ὁ Θεός τόν καλοῦσε ἀλλοῦ νά θερίσει στόν ἀμπελώνα Του καί νά θυσιαστεῖ. Δέν μποροῦσε νά βλέπει τήν πνεὐματικῆ ἀλλοτρίωση τοῦ ταλαίπωρου λαοῦ, ἡ ὁποία συστηματικά συντελοῦσαν ἀπό τούς Βαυαρούς καί τούς πάστορες τῆς Δύσης.
Πολύ εὔστοχα ἕνας σύγχρονός μας ἱεράρχης, ὁ γηραιός μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, γράφει: «Ὁ Χριστοφόρος δέν ἠδύνατο πλέον νά μείνει οὔτε μίαν ἡμέραν εἰς τήν σκήτην του. Τόν ἐκάλει ἡ φωνή τοῦ καθήκοντος. Ἐγκαταλείπει τό ἀσκητήριον καί ρίπτεται εἰς τόν ἀγώνα. Περιοδεύει τήν ὕπαιθρον. Κηρύττει εἰς τόν λαό τό κήρυγμα τῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας. Εἶχε πνεῦμα Ἅγιον. Ὅ,τι ἠσθάνετο ἡ καρδία του τό ἐξέφραζε κατά τόν ἁπλούστερον τρόπον. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκήρυττε. Πρόσωπον ἀνθρώπου δέν ἐλάμβανε ὑπ’ ὄψιν. Οἱ τρανοί της γῆς δέν ἠδύναντο νά τόν πτοήσουν. Εἶχε λάβει τήν μεγάλην του ἀπόφασιν: Νά μαρτυρήσει ὑπέρ τῆς ἀλήθειας μιμούμενος τόν Θεάνθρωπον».
Ὁ λόγος τοῦ Παπουλάκου εἶναι βάλσαμο γιά τούς δίκαιους καί ἔλεγχος γιά τούς δόλιους. Εἶναι λόγος τῆς ἀλήθειας. Μέ τό λόγο του μεταμορφώνει τό λαό, μεταλαμπαδεύει ἀγάπη, δικαιοσύνη, συγχώρηση, ὥστε ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς νά γράφει: «ὅ,τι δέν κατάφεραν οἱ νόμοι, τό κατόρθωσε μέ τό κήρυγμά του ὁ Χριστοφόρος». Μπορεῖ νά πεῖ κάποιος ὅτι ἔφτασε σέ κάποιες ὑπερβολές, ἀλλά ἐκεῖ πού εἶχε φτάσει τό θράσος τῆς κοσμικῆς ξενόφερτης ἐξουσίας εἰς βάρος των προγόνων μας και τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, δέν χωροῦσε πλέον ἄλλος λόγος. Κάποιος ἔπρεπε νά τολμήσει καί νά πληρώσει τό τίμημα. Ὅταν οἱ Βαυαροί καί οἰ ἐντόπιοι ὑποτακτικοί τους ἔχουν ξεριζώσει σχεδόν τά πᾶντα ἐκ θεμελίων, πῶς νά καθίσει κανείς μέ σταυρωμένα χέρια. Ἡ συνείδησή του τόν ἀφυπνίζει. Ὅταν ἀπό τά 600 Μοναστήρια, πού ἀποτελοῦσαν τά κάστρα τῆς Ὀρθοδοξίας στό Βυζάντιο καί στήν Τουρκοκρατία, ἔρχεται ὁ Μάουερ καί κλείνει τά 500, ἐκδιώκοντας τό ἔμψυχο ὑλικό καί καίγοντας τήν πολιτιστική μας κληρονομιά, πράγμα πού οὔτε οἱ Τοῦρκοι δέν τόλμησαν νά κάνουν, τό λιγότερο πού μπορεῖ νά κάνει κανείς εἶναι νά ὑψώσει φωνή διαμαρτυρίας, ἔστω καί ἄν αὐτό ἔχει ὡς τίμημα διώξεις, φυλακίσεις καί ξυλοδαρμό ἕως θανάτου.
Ἡ μορφή τοῦ Παπουλάκου μέ εὐλογίες ἀπό τό ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
«ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ»
2.δ) Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ
Πολλοί ἐρευνητές κατηγοροῦν τόν Παπουλᾶκο ὅτι τάχα στράφηκε ἐναντίον τῶν Γραμμάτων, γιατί ἦταν ἀγράμματος. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι στράφηκε ἐναντίον μίας παιδείας ὑλιστικῆς καί ἄθεης καί ἔγινε ὑπέρμαχος μίας παιδείας ἀρχαιοελληνικῆς καί Χριστοκεντρικῆς, πού ἐνέχει πνευματικότητα. Ὁλόκληρη σχεδόν ἡ Παιδεία στήν ἐποχή του βρισκόταν στά χέρια Καθολικῶν καί Προτεσταντῶν, σέ ξένα δηλαδή σώματα, ὡς πρός τήν μικρή πατρίδα μας. Ἦταν ὑποστηρικτής τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος τῆς ἀλληλοδιδακτικῆς μεθόδου καί ὄχι τῆς ξενόφερτης ἑλληνοδιδακτικῆς. Μέ τήν ἀλληλοδιδακτική μέθοδο ὁ Ρωμιός αἰσθανόταν πιό ἀσφαλής, ἀφοῦ μέ αὐτή τήν μέθοδο διδασκαλίας εἶχε ἀπολαύσει πολλούς πνευματικούς καρπούς. Δι’ αὐτῆς ἔγινε ἡ διάσωση τῆς πνευματικότητάς του καί αὐτή ἦταν πού ὁδήγησε στό Μεγάλο Ξεσηκωμό τοῦ 1821. Ἡ νέα μέθοδος βασιζόταν σε βαυαρικά μοντέλα, δέν ταίριαζε στήν ψυχοσύνθεση τοῦ Ἕλληνα καί δεν στέφθηκε ἀπό ἰδιαίτερη ἐπιτυχία. Ἄλλωστε ἤδη ἀπό τό 1821 εἶχε ὀργανωθεῖ ἡ παιδεία σέ ὅλους τούς χώρους τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τοῦ τόπου μας. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρθηκαν οἱ Καθολικοί γιά τήν ἵδρυση σχολείων, ἐκμεταλλευόμενοι τίς ἐλλείψεις τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας στόν τομέα αὐτό, ἐφόσον τό ἀνεξάρτητο κράτος εἶχε μόλις συσταθεῖ. Ἀπό τήν ἄλλη, ἦταν και οι Μισσιονάριοι τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ διάφορες ἱεραποστολικές ἑταιρεῖες, ἐξαπλωμένες παντοῦ, πού θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους «σωτῆρες» τῆς Ἀνατολῆς.
Γιά νά πετύχουν τήν ἀποξένωση τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν ἀγάπη πρός στούς προγόνους τους καί τή πατρίδα τους, χρησιμοποίησαν καί οί Προτεστάντες, ὅπως καί οἱ Καθολικοί, τόν εὐαίσθητο χῶρο τῆς Παιδείας. Οἱ Βαυαροί, ὅπως ἦταν αναμενόμενο, προωθοῦσαν τήν στρατηγική τοποθέτηση καθολικών και προτεσταντῶν στήν Ἑλληνική Κοινωνία, διορίζοντάς τους σέ θέσεις – κλειδιά τῆς Δημόσιας Παιδείας. Μέσα σ΄ αὐτό τό κλίμα, ὁ Παπουλᾶκος καί οἱ ἄλλοι κληρικοί καί λαϊκοί, ὕψωσαν φωνή ἀγανάκτησης καί διαμαρτυρίας, διατυμπανίζοντας ὅτι τό σχολαστικό και ἀθεϊστικό πνεῦμα τῆς Δύσης θά κατέστρεφε τόν τόπο.
Ὁ Παπουλᾶκος καλοῦσε τούς γονεῖς νά μήν στέλνουν τά παιδιά τους σέ τέτοια σχολεῖα, ἀλλά νά ἀρκοῦνται στά ἐκκλησιαστικά βιβλία τῶν Πατέρων καί στήν ἑλληνική γραμματεία, ὥσπου τό ἔθνος να ὀρθοποδήσει καί νά φτιάξει τά δικά του ἐκπαιδευτήρια. Δέν κήρυττε συλλήβδην ἐναντίον τῶν σχολείων, ὅπως τόν κατηγόρησαν κάποιοι. Ἦταν μία ἀντίδραση καθόλα φυσιολογική. Πόσο βάσιμες ἦταν οἱ ἀνησυχίες τοῦ Παπουλᾶκου καί τῶν ἄλλων ἀνήσυχων πνευμάτων τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, φαίνεται ἀπό τήν ἀντίδραση καί τήν καταδίκη του Μισσονάριου King καί ἀπό κάποια μέτρα, πού ἀναγκάστηκε νά λάβει ἡ Κυβέρνηση, ὅπως ὁ ἐκκλησιασμός τῶν μαθητῶν τήν Κυριακή κλπ. Βέβαια, ὁλόκληρη σχεδόν ἡ μετεπαναστική γενιά εἶχε μπολιαστεῖ μέ τό δυτικό θρησκευτικό πνεῦμα καί τρόπο ζωῆς, τό ὁποῖο κληροδοτήθηκε ἀπό γενιά σέ γενιά μέχρι σήμερα, πράγμα πού συντέλεσε στό νά ὁδηγηθεῖ ἡ νεοελληνική κοινωνία σέ πολλά ἀδιέξοδα, ἀκόμη καί σέ πολλά ἀπό τά σημερινά.
Ὁ Παπουλᾶκος κατηγορήθηκε ὅτι στράφηκε κατά τοῦ Ὄθωνα, ἀφοῦ μίλησε γιά «ψωριασμένο γίδι, πού πρέπει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό κοπάδι». Ἡ σημασία ὅμως αὐτῆς τῆς φράσης δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναφέρεται στό νεαρό βασιλιά Ὄθωνα, ἀλλά σέ κάθε ἑτερόδοξο, πού ἔχει καταλάβει βασικές θέσεις στήν κρατική μηχανή καί ἀποτελεῖ κίνδυνο πνευματικῆς διάβρωσης τοῦ λαοῦ. Ἄν δεχθοῦμε πώς ὄντως ἡ φράση αὐτή ἀπευθυνόταν στόν βασιλιά Ὄθωνα, γιατί πρέπει νά ἀποροῦμε γιά τήν ἀντίδραση κάποιων, ἀφοῦ ὁ Ὄθων ἦταν φανατικός Καθολικός, καί μάλιστα με ἐξουσία πού ἐπεκτεινόταν στά πράγματα τῆς Ἑλληνικῆς Ορθόδοξης Ἐκκλησίας;
Ὁ Παπουλᾶκος κατηγορήθηκε ὅτι, μέ τό κήρυγμά του ἐναντίον διαφόρων μέτρων καί κινήσεων τῆς Κυβέρνησης, καλλιεργοῦσε ἀδικαιολόγητα τήν ἀνησυχία στό λαό, ἐνῶ αυτός κήρυττε τήν ὀρθή πίστη καί τήν ἀντίθεση στά ἀντιπαραδοσιακά καί ἀντίθεα μέτρα τῶν Βαυαρῶν. Πραγματι, τό κήρυγμά του, ὅπως τουλάχιστον αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἔκθεση τοῦ Νομάρχη Μεσσηνίας καί πολλές πηγές τῆς ἐποχῆς, εἶναι μεστό σέ ἀλήθειες, αὐστηρά ἀκριβοδίκαιο καί σωτηριολογικό. Τίποτε τό ψεύτικο δέν ὑπάρχει, οὔτε προσωπικό συμφέρον ἐνέχει το κήρυγμά του, ὥστε ο Χριστοφόρος νά δημιουργεῖ ἐπίτηδες πλασματική εἰκόνα γιά τήν πολιτική καί τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση τῆς περιόδου αὐτῆς.
Καταφέρεται, ἐπίσης, μέ δριμύτητα κατά τῶν Χριστιανῶν ἐκείνων, πού μέ εὐκολία τρέχουν στά δικαστήρια καί ὁρκίζονται στό Εὐαγγέλιο καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον ψευδορκοῦν, ἀλλά καί κατά τῶν δικαστῶν, οἱ ὁποῖοι ὑποχρεώνουν τούς χριστιανούς νά ὁρκίζονται, ἀκόμα καί ὅταν δέν ὑπάρχει λόγος. Τό κήρυγμά του αὐτό δέν ἀποτελεῖ καινοτομία, ἀλλά εἶναι τά λόγια του Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ: «ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμώσαι ὅλως, μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, μήτε ἐν τῇ γῇ» (Ματθ. 5, 34-37). Σε ὁμιλία του στήν Καλαμάτα ὑποστήριξε ὅτι δέν ὑπῆρχε ἡ ἐλεύθερη φωνή τοῦ Πατριάρχου, γιατί τοῦ τήν φίμωσαν ὁ Φαρμακίδης, ὁ Καΐρης καί ὁ Μάουερ. Ἐπίσης οἱ θέσεις τῶν Ἀρχιερέων ἦταν κενές, ἀφοῦ δέν ἐπέτρεπε ἡ ἐξουσία ἐκλογή νέων ἐπισκόπων, γιατί φοβόταν τήν δύναμή τους. Ὅμως ἔλεγε ἁπλῶς τήν ἀλήθεια, ἀφοῦ οἱ κανονικές σχέσεις εἶχαν διακοπεῖ μέ τή Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Ἐπίσης δέν εἶναι ἀβάσιμη ἡ ἄποψή του ὅτι τήν Ἐκκλησία ἐπιβουλεύονται οἱ ἑτερόδοξοι καί ὅτι οἱ Ἄγγλοι προσπαθοῦν νά κατακτήσουν πνευματικά τήν Ἑλλάδα. Βέβαια οἱ σχέσεις μεταξύ τόν δύο Ἐκκλησιῶν, τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί τῆς ἐπισήμης πλέον «Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου της Ἑλλάδος», πού ἦταν δουλοπρεπής στήν πολιτική ἐξουσία, εἶχαν κατά κάποιο τρόπο ἀποκατασταθεῖ μόλις πρίν δύο χρόνια ἀπό τό χρόνο πού ἔλεγε αὐτά, ἀλλά οἱ συνέπειες τῆς διακοπῆς δέν ἦταν δυνατόν νά ἔχουν ἀρθεῖ σέ τόσο σύντομο χρόνο.
Εἰκόνα ζωγραφισμένη σέ γυαλί, ἀπό τήν περιοχή τῆς Τρανσυλβανίας, ὅπου ἤδη ζῶν ὁ Παπουλᾶκος ἦταν γνωστός
2.ε) Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΘΟΡΥΒΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ
Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ Ἱερά Σύνοδος στήν ἐγκύκλιο τῆς 15ης Μαΐου 1852 τόν κατηγορεῖ ὅτι: «διαστρέφει τήν γνησίαν διδασκαλίαν τοῦ θείου Εὐαγγελίου» καί ὅτι ἐμπνέει (στό λαό) ἰδέες ἀντιχριστιανικές καί ἄθεες. Ὡστόσο ἀρκετές ἀναφορές τῆς ἐποχῆς μαρτυροῦν τό ἀντίθετο. Ἐνδεικτικά, ὁ ἔπαρχος τῶν Σπετσῶν στίς 23 Μαΐου τοῦ 1852 γράφει: «Οὐδεμία λοιπόν κατά τῆς θρησκείας ἐπιβολή ὑφίσταται ἤδη, οὐδείς κίνδυνος ἀπειλεῖ αὐτήν ὡς ἡ κακοβουλία διαδίδει, διότι τήν ἱεράν ἡμῶν θρησκείαν προστατεύει ὁ τρισσέβαστος ἡμῶν βασιλεύς».
Ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν ὁ καθολικός βασιλιάς, καί μάλιστα φανατικός, μέ σύζυγο θιασώτη τοῦ προτεσταντισμοῦ νά παρέχουν προστασία στήν Ὀρθοδοξία; Προκαλεῖ ἀλγεινή ἐντύπωση τό γεγονός, ὅτι ἡ Σύνοδος φθάνει στό σημεῖο νά τόν κατηγορεῖ ὅτι «διαστρέφει τήν γνήσια διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου», ἐκεῖνον πού ὑπερασπίζεται τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου ἀπέναντι σ’ αὐτούς, οἱ ὁποῖο προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά τίς διαστρεβλώσουν.
Ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς περιόδου αὐτῆς ἔπρεπε νά ἀναλάβει πιό σοβαρά τίς εὐθύνες της, γιατί, παρά τίς πιέσεις πού δεχόταν ἀπό τήν ἀλλόδοξη Ἀντιβασιλεία, ὄφειλε νά ἀντιταχθεῖ δυναμικότερα. Αὐτή ἡ στάση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἔρχεται σε ἀντίφαση μέ τίς ἐγκυκλίους που ἀπέστελλε γιά νά τόν ἀφήσουν κάθε φορά ἐλεύθερο ἀπό τίς πολλές συλλήψεις του, ὅπου διαπίστωνε: «ὅ,τι ὅπου ἂν ἀπῆλθε, κηρύξας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀγυρτίαν, οὔτε ἰδιοτέλειάν τινα ἐφάνη μετελθών, ἀλλ’ ἀφιλοκερδὴς ὤν, καὶ ἀκτήμων, καὶ ὡς ὁ ὑπὸ ἁπλοῦς ἁπλούστατος τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ κηρύξας, συνέστειλε καὶ παντελῶς ἔπαυσε διὰ τῆς διδασκαλίας του τὴν ζωοκλοπήν, τήν δενδροκοπίαν, τὴν ψευδορκίαν κ.τ.λ. καί … ἡ Σύνοδος θεωρεῖ αὐτὸν τῆς κατ’ αὐτοῦ γενομένης κατηγορίας Ἀθῶον».
Δυστυχῶς ἡ Σύνοδος ἔγινε, ἄν ὄχι συμμέτοχος, τουλάχιστον παθητικός θεατής στά ξενόφερτα σχέδια τῶν Βαυαρῶν γιά τήν ἑλληνική κοινωνία. Δέν ἀντιστάθηκε στά σχέδια τῶν μελῶν τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, τά ὁποῖα στρέφονταν κατά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκείνων, πού ἔγιναν διῶκτες τῶν φωτισμένων διανοιῶν, πού ἀντιλήφθηκαν τίς ἐπιδιώξεις τῶν Βαὐαρῶν. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι ὅλες οἱ ἐνέργειες είς βάρος τοῦ Παπουλάκου ξεκινοῦσαν πρῶτα ἀπό τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶχε ὑποταχθεῖ πλήρης στήν κοσμική ἐξουσία. Μέ τήν ὑποταγή αὐτή, τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μοιραίως ὁδηγοῦνταν στήν ἐκκοσμίκευση, με ἀρχηγό ὄχι τόν Χριστό, ἀλλά τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου.
Ὅταν ἡ ξενόφερτη κοσμική ἐξουσία θορυβήθηκε ἀπό τή λαϊκή ὑποστήριξη προς τό πρόσωπο τοῦ Παπουλᾶκου, ἀποφάσισε νά τόν συλλάβει καί νά τόν ἀπομονώσει. Ὁ λαός ὅμως, τοῦ ὁποίου τά αἰσθητήρια τίς περισσότερες φορές εἶναι ἀλάνθαστα, τόν προστάτευε. Εἶναι ἐνδεικτικό αὐτό, πού ἔγραφε ὁ Ἔπαρχος Γυθείου στίς 14 Μαιου 1852: «Μήν σᾶς φαίνεται παράξενο γιατί δέν συνελήφθη μέχρι τοῦδε, καθότι δέν ἐπρόκειτο περί συλλήψεως ἑνός, ἀλλά χιλιάδων ἀνδρῶν καί γυναικῶν». Κάθε ἐνέργεια τῆς χωροφυλακῆς νά τόν σὑλλάβει προσέκρουε κυρίως στήν ἀντίσταση τῶν γυναικῶν καί ὅλων ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, πού εἶχε εὐεργετήσει καί οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τό πιό πιστό μέρος τῶν ὀπαδῶν του.
Προκειμένου νά σταματήσουν τήν ἐξάπλωση τοῦ ὀρθοδόξου καί γνήσιου κηρύγματος τοῦ Παπουλάκου ἔφτασαν μάλιστα στό σημεῖο μέ προκήρυξη νά ἀπαγορεὔοὑν ἀκόμη καί στά παιδιά νά μετέχουν στίς σὑγκεντρώσεις του. Ἡ προκήρυξη ἔλεγε ὅτι ὅσα παιδιά ἄνω τῶν 10 ἐτῶν παρέβαιναν τήν ἐντολή, θά σὑλλαμβάνονταν καί θά φυλακίζονταν πάραυτα! Μέ τέτοια τρομοκρατικά, ἀλλά καί γελοῖα συνάμα, μέτρα νόμιζαν ὅτι θά κατέστελλαν τόν πάνδημο ξεσηκωμό. Ἀκόμη, ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ ἐξουσία, πού χαρακτήριζε τό λαό, ὁ ὁποῖος ἀκολουθοῦσαι στόν Παπουλᾶκο, μέ αἰσχρά κοσμητικά ἐπίθετα. Ἐνδεικτικά χαρακτήριζαν τό πλῆθος ὡς «ἀπονενοημένο, μωρό, σχιζοφρενές, κακοβούλιο, δεισιδαιμονέστατο» κ.λ.π.
Ὅμως τό ὀρθόδοξο πνεὐματικό κίνημα τῶν «Παπουλακιστῶν» ἤ «Χριστοφοριζόντων» συνεχῶς ἀγκάλιαζε περισσότερους ἀνθρώπους ἀπό ὅλα τά κοινωνικά στρώματα. Κάποιοι ἐρευνητές προσπαθοῦν νά βροῦν τή χρονική στιγμή, πού τό κίνημα αὐτό πῆρε καί πολιτικές διαστάσεις. Κατά τή γνώμη μας, ξεκινοῦν ἀπό ἐσφαλμένες βάσεις καί προϋποθέσεις. Χωρίζουν αὐθαίρετα τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν πολιτική καί κοινωνική ζωή, ἐνῶ Ὀρθοδοξία καί κοινωνική ζωή πορεύονται παράλληλα, ἕνα ἀντάμωμα ζυμωμένο καί χαλυβδωμένο διά πυρός και σιδήρου, ἀνά τούς αἰῶνες. Ἔτσι βάδισαν στά 400 χρόνια τῆς δουλείας καί ἔτσι τό ἀπαιτοῦσαν οἱ χιλιάδες ἀγωνιστές, πού ἔδωσαν τό αἷμα τούς, γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ὁ Ἑλληνισμός ὡς πνεῦμα καί σάρκα ἀπό τούς Τούρκους. Ἀλλοτρίωση στήν ὀρθή πίστη σημαίνει ταυτόχρονα ἀλλοτρίωση στήν κοινωνική ζωή τοῦ τόπου. Ἑπομένως, ἀγωνιζόμενος ὁ Παπουλᾶκος γιά τήν ὀρθή πίστη, ἀγωνιζόταν γιά τήν κοινωνική καί πολιτική ἀνόρθωσή του καί γιά τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἐλευθερία.
Τό κήρυγμά τού στρεφόταν ἐναντίον ὅλων ἐκείνων τῶν μέτρων τῆς Πολιτείας, τά ὁποῖα ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί τήν ἰδιαιτερότητα τῆς φυλῆς μας. Ἔτσι, μοιραία τό κήρυγμά του παίρνει μία μορφή πολιτικοῦ χαρακτήρα, μίας ἐπανάστασης. Αὐτή ἡ διάσταση τοῦ κηρύγματός του ἐνόχλησε τούς Βαυαρούς, πού ἤθελαν τήν ἐκκλησιαστική ζωή περιορισμένη σέ μερικές ὧρες τήν ἑβδομάδα, σύμφωνα μέ τά δικά τους μοντέλα καί τήν ἐκκλησία ὑποταγμένη στήν πολιτεία. Ἤθελαν μέ κάθε τρόπο νά διασπάσουν αὐτή τήν ἑνότητα τοῦ κηρὕγματος τοῦ Παπουλᾶκου. Τόν σὐκοφάντησαν, τόν ἐξύβρισαν, τόν ἀποκάλεσαν «λαοπλάνο, ἀγύρτη, ἀπατεῶνα, χυδαῖο».
Δυστυχῶς, ἀπό βιαστική καί ἀνεξέταστη, ἀβασάνιστη καί πρόχειρη, ἐπιδερμική καί ἐπιπόλαια ἔρευνα, αὐτούς τούς βαρεῖς χαρακτηρισμούς ἀντιγράφουν ἀρκετοί μεταγενέστεροι ἐρευνητές στίς δικές τους προσπάθειες κρίσεως περί τοῦ προσώπου του. Ὅμως, μέ τό νά ἐξὑβρίζουν τόν Παπουλᾶκο, ὑβρίζουν τόν ἴδιο τό λαό, ὁ ὁποῖος κατά χιλιάδες τόν τιμοῦσε καί τόν προστάτευσε. Φθάνουν στό σημεῖο νά ἀποκαλοῦν τούς χιλιάδες ὀπαδούς τοῦ Παπουλάκου «ἀμαθεῖς, θρησκόληπτους καί πνευματικά καθυστερημένους». Σέ ἄλλες περιπτώσεις ὅμως, ὅταν ὁ λαός ἐκφράζεται μέ κινήσεις πολιτικές σύμφωνα μέ τήν ἰδεολογία τους, τότε αὐτός ὁ λαός «εἶναι προοδευτικός» καί ἔχει πάντα δίκιο, ἐνῶ σέ κινήσεις θρησκευτικές, συλλήβδην εἶναι «θρησκόληπτος». Σέ κάθε περίπτωση, ὁ λαός ἀκολουθοῦσε κατά χιλιάδες τόν Παπουλᾶκο, παρά τίς συκοφαντίες καί δολοπλοκίες, πού ἐξαπέλυε σέ βάρος του ἡ ἐξουσία.
Ἡ κοσμική ἐξουσία, γιά νά πετύχει τό σκοπό της, ἔφθασε στό τραγικό σημεῖο νά φέρει στήν ἐπιφάνεια παμπάλαια μίση, ξεχασμένα ἤδη τότε, ἀδιαφορώντας γιά τή διχόνοια, τήν ὁποία θά προκαλοῦσε στό λαό, ὅπως συνέβη στήν Καλαμάτα. Ἔτσι ὀχύρωσαν τήν πόλη αὐτή, γιά νά τήν προστατεύσουν τάχα ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν Λακώνων «κατακτητῶν», πού ἀκολουθοῦσαν τόν Παπουλᾶκο! Τό ὀρθόδοξο ἁγνό κίνημα τοῦ Χριστοφόρου ἔπρεπε νά κατασταλεῖ παντοῦ. Γι’ αὐτό, μετά τίς προσπάθειες νά τόν ἐξοντώσουν ἠθικά, ὡς προσωπικότητα, μέ τίς κάθε εἴδους συκοφαντίες, ἔπρεπε νά τόν ἐξοντώσουν καί σωματικά.
Ἡ εἴσοδος τοῦ ὑπογείου κελλιοῦ τῆς ἐξορίας τοῦ Παπουλάκου στήν Πανάχραντο
2.στ) Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ
Ἡ πολιτική καί ἡ ἐκκλησιαστική ἐξοὐσία, ὡς τελικό μέσο ἐξόντωσης τοῦ Χριστοφόρου, ἔστειλαν στήν Πελοπόννησο χιλιάδες στρατιῶτες σέ ξηρά καί θάλασσα, γιά νά συλλάβουν καί νά φέρουν δέσμιο στήν Ἀθήνα ἕναν μικρού ἀναστήματος καί ἄκακο Μοναχό. Ὅμως καί πάλι ὁ λαός δέν ἦταν διατεθειμένος νά ἐπιτρέψει κάτι τέτοιο. Ἁπλοί πολίτες, κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων καί τοπικοί ἄρχοντες τοῦ παρεῖχαν προστασία. Ἡ σύλληψή του ἦταν ἀδύνατη, ἀλλά καί ἡ ἐντολή στόν ἐπικεφαλῆς τῶν στρατιωτικῶν Γενναῖο Κολοκοτρώνη ἦταν σαφής. Οἱ Βαυαροί ἤθελαν νά συνεχίσουν τήν ἡθική ἐκθεμελίωση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας χωρίς κανένα ἐμπόδιο.
Ἐνώπιον τῆς δυσχέρειας νά ἐπιτύχουν τή σύλληψη του, ὡς λύση βρίσκεται ἡ προδοσία. Ἄλλωστε, ἡ προδοσία εἶναι φαινόμενο, πού ἐπαναλαμβάνεται συχνά στήν Ἱστορία. Πάντα ὑπάρχει ἕνας Ἐφιάλτης ἤ ἕνας Ἰούδας. Βρέθηκε ἀνάμεσα στούς 12 Μαθητές του Χριστού καί δέν θά βρισκόταν ἀνάμεσα στούς πολλούς ὀπαδούς τοῦ Παπουλάκου; Εἶναι ὁ Παπαβασίλαρος, πού τοῦ ὑποσχέθηκαν τά 30 ἀργύρια καί αὐτός ἀμέσως δέχτηκε νά τόν προδώσει. Ἡ τύχη τοῦ προδότη; Ὅμοια μέ ἐκείνη ὅλων τῶν κατά καιρούς προδοτῶν. Ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του πλήρωσε νά τοῦ πάρουν τό κεφάλι. Μέχρι σήμερα ἡ Μανιάτες ἀποστρέφονται τό ὄνομα τής οἰκογένειας αὐτῆς καί ὁμολογοῦν παρόμοιες πράξεις της καί στήν ὄψιμη ἱστορία τῆς Ἑλλάδος. Μάλιστα σύμφωνα μέ τούς συντοπίτες τους, σχεδόν ἔχει χαθεῖ ἡ φλέβα τῆς οἰκογενείας αὐτῆς.
Ἡ ὅλη ἐπιχείρηση τῆς σύλληψης κρατήθηκε μυστική. Δεκάδες ὁπλισμένοι φρουροί τόν ὁδήγησαν στίς φυλακές τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν. Δέν τόλμησαν νά τόν δικάσουν. Ἄλλωστε, μέ ποιές κατηγορίες; Ἔτσι, τοῦ παρέχουν ἀμνηστία. Ἡ ἐλευθερία ὅμως γι’ αὐτόν δέν θά ἔρθει. Δέν πτοεῖται ὅμως, ἴσα-ἴσα δέχεται τά πάντα σάν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Γιά τίς ἀρχές εἶναι ἀκόμη ἐπικίνδυνος. Ἔτσι ἡ πολιτεία πιέζει τή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν παραδίδει σέ αὐτήν. Αὐτή τόν κλείνει σέ Μονές τῆς Θήρας καί τῆς Ἄνδρου. Ἐκεῖ τόν ἐπισκέπτονται χιλιάδες κλήρου και λαοῦ. Οἱ ἀρχές θορυβοῦνται καί τοῦ ἀπαγορεύουν κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν κόσμο. Ἀκόμη τόν φοβοῦνται. Θά ἡσυχάσουν μόνο ὅταν επιτέλους τόν «ἐξοντώσουν». Ἀκόμη καί μετά τό μαρτυρικό του τέλος, θά προσπαθήσουν νά τόν ξεριζώσουν ἀπό τή μνήμη τοῦ λαοῦ, ἀπαγορεύοντας τήν προσκύνηση στόν τάφο του, τήν τιμή τῶν εἰκόνων του, ἀκόμη καί τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἀπό τοῦς συντοπίτες του, Πελοποννησίους.
2.ζ) ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΑΛΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΞΑΣΘΕΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ
Πολλοί ἐρευνητές ἰσχυρίζονται ἀνεξέταστα ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Χριστοφόρου Παπουλάκου ἔσβησε ἀπό τίς καρδιές τοῦ λαοῦ μας. Μάλιστα, γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τήν ἄποψή τους, φέρνουν ὡς ἐπιχείρημα τό γεγονός, ὅτι ὁ Παπουλᾶκος ἦταν ἕνας λαοπλάνος καί τίποτε ἄλλο. Στίς μέρες μας διατηρείται ἄσβεστη ἡ μνήμη τοῦ Παπουλᾶκου, ὄχι ὅμως στό βαθμό πού θά ἔπρεπε. Ὡστόσο, σάν μικρή φλόγα καίει στήν καρδιά τοῦ Ἕλληνα, φλόγα πού ἔχει τήν δύναμη νά γίνει πυρκαγιά καί λάβα.
Αὐτό ὀφείλεται, κατά τή γνώμη μας, στούς ἑξῆς παράγοντες:
1. Ἔγινε μία συστηματική, ἔντεχνη προσπάθεια τῆς τότε κοσμικῆς και, ἀτυχῶς, καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, νά ἐξαφανίσουν ὁλοσχερῶς τά ἴχνη τοῦ Παπουλᾶκου ἀπό φόβο ἀπέναντι στό ὀρθόδοξο καί ἑλληνικό κίνημα καί στά μηνύματά του.
2. Ἡ προσπάθεια αὐτή συνεχίσθηκε καί στούς μετέπειτα χρόνους, γιατί οἱ δομές πού ἴσχυαν τότε στήν πολιτική καί ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ὑπάρχουν ἀκόμη καί σήμερα μέ μικρές παραλλαγές καί ἄλλα πρόσωπα. Ἑπομένως, οἱ δομές πού δημιουργήθηκαν καί ἀναπτύχθηκαν σχετικά μέ τίς διώξεις τῶν ἀληθινών ὀπαδῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, φρόντισαν νά ἐξασφαλίζουν τήν ὕπαρξή τους.
3. Δέν περιορίσθηκαν μόνο στήν ἐξαπόλυση συκοφαντιῶν κατά τοῦ Παπουλάκου, ἀλλά, γιά περισσότερη ἀσφάλεια, προχώρησαν καί στήν πνευματική ἀλλοτρίωση τοῦ λαοῦ μας σέ ὅλους τούς τομεῖς. Αὐτό τό τελευταῖο, δυστὑχῶς, εἶναι καί τό σοβαρότερο, διότι τίς περισσότερες φορές εἶναι μία μή ἀναστρέψιμη κατάσταση. Τό στοιχεῖο τῆς διάκρισης ἐξασθένησε ἐπικίνδυνα, σέ σημεῖο, πού σήμερα πολλοί ἄνθρωποι θεωροῦν τό ψεῦδος ἀλήθεια καί τό καλό κακό.
4. Σέ αὐτήν τήν ἀλλοτρίωση συνέβαλαν καί οἱ κάθε εἴδους ἐρευνητές. Αὐτοί, ἀντί νά ζητοῦν σέ βάθος τήν ἀλήθεια, ἔγιναν, ὄχι πάντα ἐσκεμμένα, ὑποστηρικτές ἱστορικῶν ἀνακριβειῶν, πού ἔβλαψαν τήν ἀληθινή εἰκόνα του. Ἄλλες φορές πάλι ἤ ἁπλά σιωποῦν ἤ ἐξακολουθοῦν να τόν λοιδοροὖν.
5. Ἕνας τελευταῖος παράγοντας πού ἔπαιξε καταλυτικό ρόλο στό νά ἐξασθενήσει ἡ μνήμη τοῦ Παπουλάκου ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων εἶναι τά διάφορα ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά γεγονότα, τά ὁποῖα συνέβησαν σχεδόν ἀμέσως μετά τή σύλληψή του. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι καί ὁ Κριμαϊκός Πόλεμος.
Ὁλόκληρος ὁ ἑλληνικός λαός εἶχε στηρίξει στούς Ρώσους τίς ἐλπίδες του γιά τήν πραγματοποίηση τῆς Μεγάλης Ἰδέας, κατά τήν τελική ἔκβαση τοῦ πολέμου. Τό «ξανθό γένος», πού θά ἐλευθέρωνε τήν Κωνσταντινούπολη καί θά ἐτίθετο ἐπικεφαλῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ὑπέστη ἧττα. Οἱ ἐλπίδες τῶν Ἑλλήνων γιά τή Μεγάλη Ἰδέα, μία ἰδέα ἁγνή, ὄχι ἐθνικιστική, διαψεύσθηκαν, ἀλλά δέν ἐγκαταλείφθηκαν.
Ἡ δράση τοῦ Παπουλάκου καί τοῦ κινήματός του ἦλθε ὡς μία ὑγιής ἀντίδραση τῶν δυνάμεων τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἀπέναντι στή βίαιη ἐκδυτικοποίηση τῶν πάντων ἀπό τους Βαυαρούς καί τούς λίγους ντόπιους δυτικίζοντες και τούς λεγόμενους «γραικῦλους».
Πάντως, καί οἱ ἐγχώριες δυνάμεις, πού ἀντιμάχονταν τό φιλορθόδοξο κίνημα πού εἶχε ἱδρύσει ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ἀναζήτησαν πρότυπα πολιτικῆς λειτουργίας τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας μόνο ἀπό ξένες χῶρες, ἐνῶ μποροῦσαν νά προβάλλουν ὡς κορμό τό ἑλληνικό πρότυπο τῶν κοινοτήτων, πού εἶχε δοκιμασθεῖ μέ ἐπιτυχία κατά τούς αἰῶνες τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, παίρνοντας ὅμως καί ξένα στοιχεία, τά ὁποῖα θά βοηθοῦσαν στήν καλύτερη λειτουργία. Τελικά, ἡ Δύση, μέσα ἀπό αὐτή τή διαμάχη τῶν ἑλληνικῶν δὑνάμεων, κατόρθωσε νά πετύχει μέσα σέ λιγότερο ἀπό δύο δεκαετίες, ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο ἀγωνιζόταν πολλούς αἰῶνες, δηλαδή τήν, μερική ἔστω, πνευματική ὑποδούλωση τῆς Ἀνατολῆς, καί μάλιστα μέ δυνάμεις ἀπό τό ἐσωτερικό της!
Ἡ ἀντίσταση, πού προέβαλε τό λαϊκό ὀρθόδοξο κίνημα τοῦ Παπουλᾶκου, μπορεῖ νά μή σταμάτησε τελείως τά σχέδια τῶν Βαυαρῶν, ὅμως ἀναχαίτισε, ἔστω καί γιά λίγο, τά σχέδια αὐτά καί ἄναψε μία ἀχτίδα φωτός, σάν πνευματική ἀγωνιστικῆ παρακαταθήκη στίς ἑπόμενες γενιές τῶν Ρωμιῶν. Αὐτή ἡ ἀχτίδα εἶναι ἡ μεγάλη κληρονομιά τοῦ Νεοέλληνα.
Σήμερα, πού οἱ νέοι «Βαυαροί», μέ ὁποιαδήποτε μορφή, ἔχουν εἰσβάλει στήν ἑλληνική κοινωνία καί προσπαθοῦν νά μᾶς ἀποκόψουν ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ὀφείλουμε νά διατηροῦμε ἄσβεστες τίς ἀχτίδες φωτός, πού μᾶς κληροδότησαν οἱ πλεῖστοι πρωτομάρτυρες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, γιά νά μπορέσουμε νά ἀντισταθοῦμε στή νέα εἰσβολή. Γιατί καί πάλι σκοτεινές παγκόσμιες ἀνθελληνικές δυνάμεις κάνουν τά πάντα, γιά νά ἀλλοτριώσουν τήν ἐθνική μας ταυτότητα καί νά διασπάσουν τήν ἐθνική κοινωνική καί πνευματικῆ συνοχή μας. Οἱ χαλεποί καί μεταβατικοί καιροί μας τό ἐπιτάσσουν καί οἱ ὑγιεῖς δυνάμεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας ὀφείλουν γρηγοροῦν νά ἀντιταχθοῦν δυναμικά!
«ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Ο ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ», τοιχογραφία μέ τή μορφή τοὑ «Ἁγιοπατέρα»,
ἀπό Ἱερό Ναό τῆς Ἀνατολικής Μάνης
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ΣΕΠΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ ΤΙ ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ
Ἄν καί ὁ Παπουλᾶκος ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή, ἡ πνευματικῆ του ἀντινοβολία ἦταν ἀνακαινιστική καί ἀνυψωτική γιά τίς λαϊκές μάζες ἐντεῦθεν. Ὅταν ἀνάψει ἡ ἄσβεστη φλόγα, δέν μπορεῖ κανείς νά τήν ἀναχαιτίσει, ἀλλά τρέχει κατακαίγοντας ὅ,τι κακό συναντᾶ στήν πορεία της καί πυρπολώντας μέ θεῖο ζήλο τις ψυχές τῶν καθαρῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀναπαὐόμενος στό Φωτοδότιον Ἄνδρου Χριστοφόρος, γίνεται πραγματικός Φωτοδότης τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, πού πέρασε ἀναμμένο καί ἔκαυσε τά ἀγκάθια τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀσεβείας καί ἔφτασε να φωτίζει καί να λαμπρύνει τίς ψυχές τῶν ἁγνῶν ἀνθρώπων. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται σέ αὐτούς πού ζοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ σέ κάθε βῆμα τους και διαθέτουν ἔνθεο ζῆλο, εἴτε λόγιοι καί μορφωμένοι εἴτε ἀπλοϊκοί καί ἀγράμματοι.
Ἀπό τούς πρώτους χρόνους τῆς κοίμησής του ἔγιναν προσπάθειες γιά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του καί τήν ἁγιοκατάταξή του, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἡ σθεναρή του δράση, πού ἀπεκάλὑπτε τά πονηρά σχέδια κατά τῆς Πίστεως και τοῦ Ἔθνους, θεωρούμενη ὡς «ἀντιεξουσιαστική», δημιουργοῦσε πρόβλημα. Ὡστόσο, παντοῦ χτίζονταν ναοί στή μνήμη του καί φιλοτεχνοῦνταν εἰκόνες του, σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια, ἀκόμη καί μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη. Ἀργά, ἀλλά σταθερά, ἄρχισε νά ἀποκαθίσταται ἡ μνήμη τού στήν συνείδηση, ὄχι μόνο τῶν πιστῶν, πού, οὕτως ἤ ἄλλως, πάντα πίστευαν στήν ἁγιότητά του, ἀλλά καί στή συνείδηση τῶν ἀνωτάτων ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν καί σημαντικῶν προσωπικοτήτων. Ὁ λαός, ἀπό γενιά σέ γενιά, σάν μέσα σέ θρύλο, μᾶς μεταφέρει μέ εὐλάβεια καί σεβασμό τή μνήμη, τή φήμη καί τά σημεῖα του. Ἔτσι, τώρα πού τόν ἀπομάκρυνε ὁ χρόνος ἀπό τίς σὕγχρονές του πολιτικές περιστάσεις, μποροῦμε καλύτερα νά τόν δοῦμε καί νά τόν κρίνουμε. Μέ σεβασμό ἀναφέρονται ὅλοι στήν πορεία τῆς ζωῆς του, ἀπό τό σπίτι τού στόν Ἄρμπουνα Κλειτορίας μέχρι τή Μονῆ Παναχράντου, «ἐδῶ γεννήθηκε ὁ Παπουλᾶκος», ἤ «ἀπό ἐδῶ πέρασε», ἤ «σέ αὐτή τήν πέτρα ἀνεβασμένος κήρυξε». Σέ μητροπόλεις πού ἔδρασε θεωρείται προστάτης καί Φωτιστής, π.χ. στα ὅρια τῆς Μητροπόλεως Θήρας μνημονεύεται ὡς ἐξῆς: «Τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Χριστοφόρου καί Διονὑσίου τοῦ Ἐπιφανιάδου, τῶν Φωτιστῶν τῆς νήσου Θήρας». Στήν Μάνη μνημονεύεται: «Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Νίκωνος τοῦ «Μετανοείτε» καί Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου, τῶν Φωτιστῶν τῶν Λακεδαιμονίων».
Σχετικά μέ θαυμαστά σημεῖα καί προῤῥήσεις τοῦ Παπουλᾶκου, σημαντική εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς καθηγουμένης Παρθενίας τῆς Μονῆς Ἕλωνος Λεωνιδίου, ὅτι, ὅταν ὁ Ὅσιος εἶχε ἐπισκεφτεῖ τήν σὑγκεκριμένη Μονή, αὐτή ἦταν ἀνδρώα. Ὡστόσο, εἶχε προείπει ὅτι τό Μοναστήρι κάποια στιγμή θά γίνει γυναικεῖο καί ὅτι θά κλαπεῖ ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀλλά μετά ἀπό λίγο θά ξαναβρεθεῖ. Πράγματι, ὅλοι ἀναγνωρίζουμε στήν πρόρρηση αὐτή τό γεγονός τῆς πρόσφατης κλοπῆς. Ἐπίσης, πολλά ἀπό τά δεινά καί τίς δοκιμασίες πού συμβαίνουν στήν ἐποχή μας, τά εἶχε προφητέψει ὁ γέροντας Χριστοφόρος. Εἶναι συνήθης καί γνωστῆ στόν Μοριά ἡ φράση «ζοῦμε τίς μέρες τοῦ Παπουλάκου».
Σπουδαῖες πληροφορίες καταγράφονται στό Δελτίο Τὕπου, πού ἐξέδωσε τό Ἰνστιτοῦτο «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» στά τέλη τοῦ 2009 καί ἀναφέρεται στίς ἐπιστημονικές ἐκδηλώσεις, πού πραγματοποιήθηκαν γιά τόν Παπουλᾶκο. Ἀναφέρεται μεταξύ ἄλλων ὅτι: Μέ πρωτοβουλία τοῦ ἱεραποστολικοῦ καί μή κερδοσκοπικοῦ χαρακτήρα ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ «ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ» τό τρέχον ἔτος ἐκτός τῶν ἄλλων πραγματοποιήθηκαν καί δύο Ἐπιστημονικές Ἐκδηλώσεις, πού στέφθηκαν μέ ἐπιτυχία.
1) Η Α’ Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Ὁ Ὁσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος Παπουλᾶκος στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο», πού συνεκλήθη τήν Πέμπτη 23 Ἰοὐλίου στό πνευματικό κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας, στό Καμάρι. Ἡ Ἡμερίδα συνδιοργανώθηκε μέ τήν ἀνωτέρω Μονή καί τελοῦσε ὑπό τήν αἰγίδα καί τήν ἔκθυμη εὐλογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων.
Μετά τήν ἔναρξη καί τούς χαιρετισμούς:
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων κ. Ἐπιφανίου,
τοῦ πανοσιολογιωτάτου καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας π. Δαμασκηνοῦ Γαβαλᾶ,
καί τοῦ πανοσιολογιωτάτου προέδρου τοῦ Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος», π. Νεκταρίου Ν. Πέττα.
Στήν συνέχεια ἀκολούθησαν οἱ ἐργασίες τῆς Ἡμερίδας.
Εἰδικότερα, προεδρεύοντος τοῦ Ἐλλογιμοτάτου Καθηγητοῦ κ. Ἀθανασίου Παλιούρα, ἀνέπτυξαν τίς θέσεις τους:
Ὁ ὁμ. Καθηγητής τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καί Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων κ. Ἀθανάσιος Παλιούρας μέ θέμα: «Ἡ ἀπεικόνιση καί ἡ τιμή τοῦ ὁσιωτάτου Χριστοφόρου Παπουλᾶκου».
Ὁ Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, Καθηγητής Χημικός τοῦ ΤΕΙ Πειραιῶς κ. Χαραλάμπης Μπούσιας μέ θέμα: «Ὑμνογραφικά ὁσίου Χριστοφόρου Παπουλᾶκου».
Ἡ Λέκτωρ Πατρολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ἄννα Καραμανίδου μέ θέμα: «Τό περιεχόμενο τῶν Διδαχῶν τοῦ Παπουλᾶκου».
Ὁ ἀρχιμ. Νεκτάριος Ν. Πέττας, πρόεδρος τοῦ Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» μέ θέμα: «Ὁ Χριστοφόρος Παπουλᾶκος στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο».
Μετά τή συνεδρία ἀκολούθησε ἐνδιαφέρουσα συζήτηση, ἐνῶ ὁ πρόεδρος τῆς Α’ Ἡμερίδας π. Νεκτάριος Πέττας ἀνακοίνωσε τά πρακτικά πορίσματα τῆς Ἡμερίδας καί κήρυξε τή λήξη της.
Στά πορίσματα καταγράφεται τό γεγονός, ὅτι γιά πρώτη φορά ἐμφανίσθηκαν ἐπιστημονικά ντοκουμέντα τῆς ἐποχῆς τοῦ Παπουλάκου (π.χ. σπάνια ἔγγραφα τοῦ «Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος»).
Ἐπίσης, ἐμφανίσθηκαν λόγοι, σημεῖα, προρρήσεις καί λεπτομερής ἀναφορά στήν τιμή, πού γνώριζε ὁ Παπουλᾶκος ἀπό κλῆρο καί πιστούς, ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα πρίν ἀπό τήν κοίμησή του.
Ἀκόμη ὅτι ὁ ὁσιότατος Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ἤ Ἁγιοπατέρας, ἁγίασε μέ τό πέρασμά του κατά τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα στή Θήρα, καί ἰδιαιτέρως στήν Μονή Προφήτου Ἠλιού, ὅπου διέμεινε περιορισμένος. Μάλιστα στήν περίρρυτη καί φιλόξενη αὐτή νῆσο ἔχουν ἀφιερωθεῖ στό ὄνομά του παρεκκλήσια, ὅπως τό κελλί τῆς κρατήσεώς του στήν προκείμενη Μονῆ, στόν Εὐαγγελισμό Ἐμπορείου.
Γνωστή εἶναι μέχρι σήμερα ἡ παρουσία τοῦ Ἀχαιοῦ ἱεροκήρυκος στή Σαντορίνη, ἔστω καί μέ σκοπό τόν περιορισμό καί τήν ἀπομόνωσή του ἐν εἴδει τιμωρίας, ὅπως φρονοῦσαν οἱ τότε ἁρμόδιες ἀρχές, ἀφοῦ κατέφθαναν κληρικοί καί λαϊκοί ἀπό ὅλα τά μήκη τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γιά νά φωτιστοῦν ἀπό τίς θεόπνευστες Διδαχές τοῦ Γέροντα.
Κατά τό κλείσιμο τῆς Ἡμερίδας, στήν κατάμεστη αἴθουσα, ἱκανοποίηση προκάλεσε ἡ ἀναγγελία ἀπό τόν τοπικό ποιμενάρχη κ. Ἐπιφάνιο, ὅτι ἤδη ἡ Ἱερά Μητρόπολις Θήρας Ἀμοργοῦ καί Νήσων προβαίνει σέ ὅλες τίς ἀπαραίτητες ἐνέργειες γιά τήν ἐπίσημη ἀναγραφή τοῦ Ὁσίου Μοναχοῦ στίς δέλτους τοῦ Ὀρθόδοξου ἑορτολογίου. Ἄς προσευχόμαστε, γιά νά γίνει αὐτό πού θέλει ὁ Θεός.
Ἤδη γιά τήν Ἡμερίδα τῆς Σαντορίνης κυκλοφορεῖ ψηφιοδίσκος (dvd), ὅπου παρουσιάζονται μέσα ἀπό ἦχο καί εἰκόνα ὅλα τά ἀνωτέρω. O ψηφιοδίσκος προσφέρεται δωρεάν στούς ἐνδιαφερομένους, ἀπό τό ἱεραποστολικό καί μή κερδοσκοπικό Ἰνστιτοῦτο «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» (γιά παραγγελίες στήν κ. Μαρία, τηλ. 2610-312151 καί τηλεομοιότυπο: 2610-344629).
2) Δεύτερη μεγάλη Ἐπιστημονική Ἐκδήλωση, τῆς ὁποίας οἱ ἐργασίες στέφθηκαν ἀπό ἐπιτυχία, μέ πρωτοβουλία καί πάλι τοῦ ἱεραποστολικοῦ καί μή κερδοσκοπικοῦ χαρακτήρα Ἰνστιτούτου «ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ», εἶναι τό Α’ Πανελλήνιο Ἐπιστημονικό Συνέδριο μέ θέμα: «Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος Παπουλᾶκος».
Τό Α’ Συνέδριο συγκλήθηκε τό Σάββατο 26η καί τήν Κυριακῆ 27η Σεπτεμβρίου 2009 στή Μαθητική Ἑστία Κλειτορίας τῶν Καλαβρύτων, μέ τήν ἔκθυμη εὐλογία τοῦ τοπικοῦ ποιμενάρχου, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβροσίου καί ὑπό τήν αἰγίδα καί τήν ἀρωγή τοῦ Δήμου Κλειτορίας Ἀχαΐας.
Ἡ ἐπιλογή τῶν ἐλλογιμοτάτων καθηγητῶν δικαίωσε γιά ἀκόμα μία φορά τό Δ.Σ. τοῦ Ἰνστιτούτου καί φώτισε πολλές πτυχές τῆς ζωῆς καί τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τοῦ νεώτερου διδασκάλου τοῦ γένους μας, τοῦ ἀμαθοῦς κατά κόσμον, ἀλλά φωτισμένου ἀπό τή θεία χάρη, Ὁσίου Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου, ἀπό τά Ἄρμπουνα τῆς Κλειτορίας.
Μετά τήν ἔναρξη ἀπηύθυναν χαιρετισμούς:
Ὁ πανοσιολογιώτατος πρόεδρος τοῦ Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος», π. Νεκτάριος Ν. Πέττας.
Ὁ ἀξιότιμος Δήμαρχος Κλειτορίας κ. Ἀνδρέας Δημόπουλος,
Ὁ αἰδεσιμολογιώτατος ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπολίτου Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβροσίου, π. Βασίλειος Πετρόπουλος, ἀναφέροντας χαιρετισμό τοῦ οἰκείου ποιμενάρχου.
Ὁ αἰδεσιμολογιώτατος ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπολίτου Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων κ. Ἐπιφανίου π. Νικολάος Σιγάλας.
Ὁ ἐλλογιμώτατος Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, κ. Χαραλάμπης Μπούσιας, ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπολίτου Κύκκου καί Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος μετέφερε χαιρετισμό αὐτοῦ.
Ὁ ἐλλογιμώτατος κ. Ἀπόστολος Νικολαΐδης, ἐκ μέρους τῆς Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, κ. Ἑλένης Χριστινάκη, καθώς καί τόν Χαιρετισμό τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὡς πρόεδρος αὐτοῦ.
Ὁ πανοσιολογιώτατος π. Νεκτάριος Ν. Πέττας, ἀνέγνωσε τόν Χαιρετισμό τοῦ Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ἰωάννου Κογκούλη.
Ὁ ἐλλογιμώτατος κ. Φώτιος Δημητρακόπουλος ἐκ μέρους τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ὁ ἐλλογιμώτατος κ. Ἀθανάσιος Νασιόπουλος, Πρόεδρος τῶν Ἁπανταχοῦ Ἀρμπουναίων, ἐκ μέρους τοῦ σωματείου του.
Ὁ κ. Γεώργιος Κοσμᾶς Πρόεδρο τῆς Παγκαλαβρυτινῆς Ἕνωσης.
Ὁ κ. Κωνσταντῖνος Κατσιάρης, Πρόεδρος τῆς Ὁμοσπονδίας Πολιτιστικῶν Συλλόγων «Ὁ Ἀρχαῖος Κλείτωρ».
Ἀκολούθησαν καί ἀρκετοί ἀκόμη χαιρετισμοί καί εὐχές, μεταξύ τῶν ὁποίων καί Πολιτευτῶν, Προέδρων πολιτιστικῶν συλλόγων. Ἐπίσης κληρικοί καί λαϊκοί, πού γνωρίζουν γιά τόν Παπουλᾶκο, ἔκαναν σημαντικές παρεμβάσεις τήν ὥρα τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται: ὁ πανοσιολ. καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τρικόρφου Δωρίδος, π. Νεκτάριος Μουλατσιώτης, ὁ αἰδεσιμολ. Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Καλαβρύτων π. Γεώργιος Μπίρμας καί ἡ καθηγουμένη τῆς Μονῆς Ἄνω Χρέπας Τριπόλεως, ὁσιότατη μ. Χριστονύμφη.
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι καί ἀπό τό ἐξωτερικό κατέφθασαν σημαντικές προσωπικότητες, γιά νά συμπνευματισθοῦν καί νά χαιρετίσουν τό Συνέδριο αὐτό. Ἀνάμεσά τους ὁ κ. Γιῶργος Τσάτσος μέ τή σύζυγο του Ζωή ἀπό τό Λονδῖνο, ὁ διεθνούς κύρους γεροντολόγος κ. Κωνσταντῖνος Στεργιόπουλος, πού κατέφτασε ἀπό τό Τόκιο. Μετά ἀπό τούς πολλούς καί ἐνθουσιώδεις χαιρετισμούς ἀκολούθησαν οἱ ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου.
Συγκεκριμένα στήν Α’ ΣΥΝΕΔΡΙΑ, τό ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, προεδρεύοντος τοῦ Καθηγητοῦ κ. Ἀθανασίου Παλιούρα, ἀνέπτυξαν τίς θέσεις τους:
Ὁ ἀρχιμ. Νεκτάριος Ν. Πέττας, πρόεδρος τοῦ Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» μέ θέμα: «Ἀπό τήν Κλειτορία Ἀχαΐας στό μετερίζι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους».
Ὁ Καθηγητής Βυζαντινῆς Φιλολογίας στό Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Φώτιος Δημητρακόπουλος μέ θέμα: «Ὁ Γέρων Διονύσιος Ἐπιφανιάδης, ὁ Κολλυβᾶς, καί ὁ Χριστοφόρος Παπουλᾶκος».
Ὁ Καθηγητής στό Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Ἀπόστολος Νικολαΐδής μέ θέμα: «Ἡ πολιτική θεολογία τοῦ Παπουλάκου».
Ὁ Καθηγητής Πληροφορικῆς τῶν ΑΤΕΙ Ἀθηνῶν κ. Ἀθανάσιος Νασιόπουλος μέ θέμα: «Ἡ μορφή τοῦ Παπουλάκου μέσα ἀπό μαρτυρίες καί κείμενα».
Στήν Β’ ΣΥΝΕΔΡΙΑ, τό πρωί τῆς Κυριακῆς προεδρεύοντος τοῦ Καθηγητοῦ Φωτίου Δημητρακοπούλου ἀνέπτυξαν τίς θέσεις τους:
Ὁ ὁμ. Καθηγητής τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καί Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων κ. Ἀθανάσιος Παλιούρας μέ θέμα: «Ἡ πραγματική φωτογραφία καί ἡ εἰκονογράφηση τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου».
Ὁ Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, Καθηγητής Χημικός τοῦ ΤΕΙ Πειραιῶς κ. Χαραλάμπης Μπούσιας μέ θέμα: «Κίνημα Κολλυβάδων-Κίνημα Παπουλάκου. Παράλληλα ρεύματα».
Ὁ Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Μητροπόλεως Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων, ἀρχαιολόγος, πρωτοπρεσβύτερος π. Νικόλαος Σιγάλας μέ θέμα: «Ἡ διαχρονική τιμή καί μνήμη τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου».
Ὁ Λέκτορας στό Παιδαγωγικό Τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου Πατρών κ. Χρῆστος Μαρκόπουλος μέ θέμα: «Οἱ παιδαγωγικές ἀντιλήψεις τοῦ Παπουλάκου».
Μετά ἀπό κάθε συνεδρία ἀκολούθησε ἐνδιαφέρουσα ἐπιστημονική συζήτηση, στήν ὁποία ἔλαβαν τό λόγο κυρίως Μοραΐτες ἀπό ὅλα τά μήκη και πλάτη τῆς Πελοποννήσου καί ἀπό πολλά ἄλλα σημεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί κατέθεσαν τίς δικές τους θαυμαστές μαρτυρίες περί τοῦ Χριστοφόρου.
Τήν Κυριακή τό μεσημέρι ὁ πρόεδρος τοῦ Συνεδρίου π. Νεκτάριος Ν. Πέττας ἀνακοίνωσε τά πρακτικά πορίσματα τοῦ Συνεδρίου καί κήρυξε τή λήξη του.
Στά πορίσματα τῶν ἐπιστημονικῶν συνεδρίων καταγράφεται τό γεγονός, ὅτι γιά πρώτη φορᾶ ἐμφανίσθηκαν και αναλύθηκαν ἐπιστημονικῶς πηγές τῆς ἐποχῆς (π.χ. ἔγγραφα τοῦ «Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Ἰνστιτοῦτου Χριστοφόρος Παπουλᾶκος»), ἄγνωστες πτυχές τῆς ὁσιακῆς βιοτῆς, τῶν Διδαχῶν καί τῆς τιμῆς τοῦ Παπουλάκου ἀπό κλῆρο καί λαό, ὡς ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀκόμα ἦταν ἐν ζωῇ καθώς καί ἱστορικές τάσεις τῆς ἐποχῆς δράσεώς του.
Σκιαγραφήθηκε ἡ πολυπλοκότητα τοῦ φαινομένου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος ἤ τῶν λεγόμενων “Χριστοφορικῶν”» καί γιά πρώτη φορᾶ μέ ἐπιστημονικά κριτήρια καταγράφηκε ἡ προσφορά τοῦ Ἁγιοπατέρα στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, αὐτῆς πού, ὅπως φάνηκε καί ἀπό τίς συζητήσεις, τόν θεωρεῖ πολύτιμο θησαυρό τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων καί σπάνιο παράδειγμα ὁσιακῆς βιοτῆς καί προσφορᾶς στόν κλυδωνιζόμενο συνάνθρωπό του ἀπό τά ρεύματα τοῦ «διαφωτισμοῦ» καί τῆς ἐπικρατήσεως ξένων δυνάμεων, πού ἐπιδίωκαν νόθευση τῶν πατρώων παραδόσεων καί τοῦ ἤθους τῶν Νεοελλήνων.
Τόσο ἀπό τήν Α’ Ἡμερίδα, ὅσο καί ἀπό τό Α’ Συνέδριο, κατεδείχθη ἡ εὐρεῖα ἀπόδοση τιμῆς τοῦ λαοῦ σέ ἕνα μεγάλο ἱεραπόστολο, ὅπως ὁ Παπουλᾶκος, ὁ ὁποῖος σήκωσε τό λάβαρο τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ζωντανῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας ὡς σύνθημά του τό τῆς Γραφῆς: «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται». Τέλος, ἔγινε φανερό ὅτι ἡ φλόγα, πού καίει στήν καρδιά τοῦ ἁπανταχοῦ Ἑλληνισμοῦ, περιμένει τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Παπουλάκου, γιά νά ὑμνεῖται ἀπό τήν ἐπίσημη Ἐκκλησία μέ ὕμνους καί ᾠδές μέ δημόσια λατρεία, ἀφοῦ πλῆθος ἤδη Ναῶν ἔχει ἀφιερωθεῖ πρός τιμήν του, πλῆθος εἰκόνων του κοσμεῖ τούς Ναούς τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί Ἀκολουθία του ἔχει συντεθεῖ, γιά νά μεγαλύνεται ἡ προσφορά του στούς αἰῶνες.
Μέ πρωτοβουλία τοῦ ἡμετέρου Ἰνστιτούτου, λόγω τοῦ ὅτι ἡ διάδοση τῆς μνήμης τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου είναι εὐρεία, ἐκδόθηκε Ἀκολουθία, Παρακλητικός Κανόνας καί Χαιρετιστήριοι Οἶκοι στόν νέο αὐτό ἱεραπόστολο, ποιήματα τοῦ Μεγάλου Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, Καθηγητοῦ Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια.
Ἡ ἱστορική δαγγεροτυπία τοῦ Παπουλάκου ἀπό τήν ἐποχή πού ζοῦσε καί βρέθηκε στήν οἰκία του στόν Ἄρμπουνα, ἔχει τοποθετηθεί σέ πολλά εἰκονοστάσια σπιτιῶν, ἀλλά καί ναῶν. Ἐπίσης, ἔχουν ἱστορηθεῖ πλεῖστες φορητές εἰκόνες και τοιχογραφίες τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου καί ἔχουν κτισθεί ναοί σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια, ἀφιερωμένοι στήν μνήμη του.
Τό μή κερδοσκοπικό ἵδρυμα πού ἔχει ὡς σκοπό τήν ἀνάδειξη τοῦ Γέροντος Χριστοφόρου καί τήν ἀναπαλαίωση τῆς Οἰκίας τού στόν Ἄρμπουνα, ὡς κέντρο προβολῆς τῆς μορφῆς του καί τής ἐποχῆς τού, φέρει τήν ὀνομασία «Ἰνστιτοῦτο Χριστοφόρος Παπουλᾶκος». Πρός τόν σκοπόν τῆς προβολῆς καί ἀναδείξεως τοῦ βίου καί τοῦ ἔργου τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου, έχει προβεί στήν ὀργάνωση ἐπιστημονικῶν συνεδρίων καί στήν ἔκδοση βιβλίων σχετικῶν μέ τόν Ἁγιοπατέρα καί μέ ἄλλες, ἄγνωστες ὡς τώρα, μορφές τοῦ Γένους καί τῆς Ἐκκλησίας (κεντρική διάθεση: κ. Μαρία, τηλ. 2610-312151, 2610-323243 καί τηλεομοιότυπο: 2610-344629).
Γιά τόν Παπουλᾶκο βλέπε περισσότερα στίς ἱστοσελίδες: www.papoulakos.gr & www.papoulakos.ifno & www.papoulakos.org.
Ὁ ὑπεύθυνος τοῦ Α΄ Συνεδρίου
Ἀρχιμ. Νεκταρίος Ν. Πέττας
Ὑπάρχει πλῆθος ἐπίσημων ἀναφορῶν ἀρχιερέων πού ἀναγνωρίζουν τό ἔργο του, ἀκόμα καί τήν ἁγιότητά του. Ἐνδεικτικά καταγράφονται ὁρισμένες, οἷοι:
Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Ἀθηναγόρας
Ὁ ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος
Ὁ ἀρχιεπ. Ἀμερικῆς Μιχαήλ
Ὁ ἀρχιεπ. Ἀμερικῆς Ἰάκωβος
Ὁ μητροπ. Ἀργολίδος Χρυσόστομος
Ὁ μητροπ. Ὕδρας Ἰερόθεος
Ὁ μητροπ. Νικαίας Γεώργιος
Ὁ μητροπ. Λαρίσης Σεραφείμ
Ὁ μητροπ. Λάμπης καί Σφακίων Θεόδωρος
Ὁ μητροπ. Νικοπόλεως Μελέτιος
Ὁ μητροπ. Μυτιλήνης Ἰάκωβος
Ὁ μητροπ. Κυθήρων Ἰάκωβος
Ὁ μητροπ. Μαρωνείας καί Κομοτηνής Δαμασκηνός
Ὁ μητροπ. Ξάνθης Ἀντώνιος
Ὁ μητροπ. Ἄρτης Ἰγνάτιος
Ὁ μητροπ. Ρόδου Σπυρίδων
Ὁ μητροπ. Φλωρίνης Αὐγουστῖνος
Ὁ μητροπ. Γρεβενῶν Σέργιος
Ὁ μητροπ. Κυδωνίας καί Ἀποκωρώνου Εἰρηναῖος
Ὁ μητροπ. Ν. Ἰωνίας καί Φιλαδελφείας Τιμόθεος
Ὁ μητροπ. Ἐλασσῶνος Σεβαστιανός
Ὁ μητροπ. Ἐδέσσης Σεβαστιανός
Ὁ μητροπ. Ἐδέσσης Καλλίνικος
Ὁ μητροπ. Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Σπυρίδων
Ὁ μητροπ. Κισάμου Εἰρηναῖος
Ὁ μητροπ. Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημήτριος
Ὁ μητροπ. Σερρῶν καί Νιγρίτης Μάξιμος
Ὁ μητροπ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως Διονύσιος
Ὁ μητροπ. Δράμας Διονύσιος
Ὁ μητροπ. Βεροίας καί Ναούσης Παντελεήμων
Ὁ μητροπ. Φθιώτιδος Νικόλαος
Ὁ μητροπ. Λάμπης καί Σφακίων Εἰρηναῖος
Ὁ ὁσιολογ. Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης
Ὁ καθηγ. Πανεπιστημίου Παν. Τρεμπέλας
Ἐπ’ ἐσχάτως δέ δι’ ἐπιστολῶν:
Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος
Ὁ Μακ. Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας κ.κ. Θεόδωρος
Ὁ ἀρχιεπ. Αὐστραλίας Στυλιανός
Ὁ ἀρχιεπ. Κρήτης Εἰρηναῖος
Ὁ μητροπ. Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος
Ὁ μητροπ. Φθιώτιδος Νικόλαος
Ὁ μητροπ. Σύρου καί Ἀνδρου Δωρόθεος Β΄
Ὁ μητροπ. Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας
Ὁ μητροπ. Ἄρτης Ἰγνάτιος
Ὁ μητροπ. Θηβῶν καί Λεβαδείας Γεώργιος
Ὁ μητροπ. Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφαρσάλων Κύριλλος Β΄
Ὁ μητροπ. Σταγῶν καί Μετεώρων Σεραφείμ
Ὁ μητροπ. Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλπωπίας Ἰωήλ
Ὁ μητροπ. Λευκάδος καί Ἰθάκης Θεόφιλος
Ὁ μητροπ. Κίτρους Ἀγαθόνικος
Ὁ μητροπ. Φλωρίνης, Πρεσπῶν καί Ἐορδαίας Θεόκλητος
Ὁ μητροπ. Ξάνθης καί Περιθεωρίου Παντελεήμων
Ὁ μητροπ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως Βαρνάβας
Ἀλλά καί διά χαιρετισμῶν κατά τό Α΄ Συνέδριο τῆς Κλειτορίας οἱ
Ὁ Μακ. Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμος
Ὁ μητροπ. Κορίνθου Διονύσιος
Ὁ μητροπ. Ν. Σμύρνης Συμεών
Ὁ μητροπ. Σερρῶν καί Νιγρίτης Θεολόγος
Ὁ μητροπ. Γλυφάδος Παῦλος
Ὁ μητροπ. Δράμας Παῦλος
Ὁ μητροπ. Λαρίσης Ἰγνάτιος
Ὁ μητροπ. Δημητριάδος Ἰγνάτιος
Καί ἀκόμη οἱ Κοσμήτορες τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Ἑλένη Χριστινάκη καί Θεσσαλονίκης κ. Ἰωάννης Κογκούλης, ὁ Πανιερ. Μητροπ. Κύκκου καί Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος, ἐκπρόσωπος τῶν Σεβ. Μητρ. Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβρόσιος ἐκπρόσωποι συλλόγων καί σωματείων κ.ἄ.
Περί κυκλοφορηθείσης δέ Ἀκολουθίας εὐμενῶς ἀξεφράσθησαν μέχρι τῆς σήμερον:
Ὁ Μακαρ. Ἀρχιεπ. Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος Β΄
Ὁ ἀρχιεπ. Κρήτης Εἰρηναῖος
Ὁ μητροπ. Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Ἄνθιμος
Ὁ μητροπ. Μιλήτου Ἀπόστολος
Ὁ μητροπ. Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Διονύσιος
Ὁ μητροπ. Ἀλεξανδουπόλεως Ἄνθιμος
Ὁ μητροπ. Ἀργολίδος Χρυσόστομος
Ὁ μητροπ. Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου Ἀνδρέας
Ὁ μητροπ. Γόρτυνος καί Ἀρκαδίας Μακάριος
Ὁ μητροπ. Λαρίσης καί Τυρνάβου Ἰγνάτιος
Ὁ μητροπ. Ξάνθης καί Περιθεωρίου Παντελεήμων
Ὁ μητροπ. Σιατίστης καί Σισανίου Παῦλος
Τό ἀναμνηστικό μετάλλιο πού προσέφερε τό μή κερδοσκοπικό Ἰνστιτοῦτο «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» στήν Α΄ Ἐπιστημονική Ἡμερίδα, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στήν Θήρα
Ἐπιλεκτική βιβλιογραφία
Ἡμερολόγιο τοῦ ἔτους 2011 μέ δώδεκα ἄγνωστες ἅγιες μορφές, πού εἶναι ἀφιερωμένο στά 150 χρόνια ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου (+ 18-1-1861), τοῦ ὁποίου τό ὄνομα φέρει τό μή κερδοσκοπικό Ἰνστιτοῦτο «ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ», καθώς καί στά 300 χρόνια ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σοφιανοῦ, ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου (+ 26-11-1711).
Μπούσια Χ., Ἱερά Ἀκολουθία, Κανών Παρακλητικός καί Χαιρετιστήριοι Οἶκοι εἰς τόν ὅσιον καί Θεοφόρον πατέρα ἡμῶν Χριστοφόρον τόν Παπουλᾶκον, ἐκδ. Ἰνστιτοῦτον Χριστοφόρου Παπουλᾶκου, Ἀθήνα 2009.
Μπούσια Χ., Ἱερά Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου Γέροντος Διονυσίου τοῦ νέου ἀσκητοῦ τῆς Σκιάθου, ἐκδ. Ἰνστιτοῦτον Χριστοφόρου Παπουλᾶκου, Ἀθήνα 2009.
Πέττα Ν. Ν. ἀρχιμ., Ὁ Ὁσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος ὁ Παπουλᾶκος στή Θήρα (1854) καί στήν Ἄνδρο (1854-1861), Ἀθήνα 2009, ὅπου συγκεντρωμένη παλαιότερη βιβλιογραφία.
Πέττας, Ν. Ν. ἀρχιμ., Ἱστορικό Ἀρχεῖο τοῦ Ἰνστιτούτου Χριστοφόρου Παπουλάκου,φάκελλοι μέ ἔγγραφα τοπικῶν ἀρχῶν, ὑπουργῶν, Ὄθωνος καί Ἱερᾶς Συνόδου, καί μέ τόν τύπο τῆς ἐποχῆς.
Πέττα Ν. Ν. ἀρχιμ., Χριστοφόρος Παπουλᾶκος, ὁ σύγχρονος ἀπόστολος τῆς Πίστεως καὶ τοῦ Γένους, Θεσσαλονίκη 2009.
Πρακτικά τοῦ Α’ Πανελληνίου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου ἐν Κλειτορίᾳ τῇ 26ῃ καί 27ῃ τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου 2009 μέ θέμα: «Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» καί Πρακτικά τῆς Α’ Ἐπιστημονικῆς Ἡμερίδος ἐν Θήρᾳ τῇ Πέμπτῃ 23ῃ τοῦ μηνός Ἰουλίου 2009 μέ θέμα: «Ὁ Ὁσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος Παπουλᾶκος στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο». Ἐκδίδονται ἐπιμελείᾳ Ἀρχιμανδρίτου Νεκταρίου Ν. Πέττα, δρ. Φιλοσοφίας & Προέδρου τοῦ ἡμετέρου Ἰνστιτούτου, 2010.
Γιά τόν Παπουλᾶκο βλέπε περισσότερα στίς ἱστοσελίδες: www.papoulakos.gr & www.papoulakos.org & www.papoulakos.ifno.
↔
«Ὁ ὁμολογητής καί μάρτυρας τῆς Πίστεως καί τοῦ Γένους, Χριστοφόρος Παπουλᾶκος,
καί ἡ ἱεραποστολική προσφορά του»
(1770 περίπου – 18 Ἰανουαρίου 1861)
Τοῦ προέδρου τοῦ μή κερδοσκοπικοῦ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ «ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ»
ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα, δρ. Φ.
Βασική ἀνάρτηση στό διαδίκτυο: Παρασκευή, 18 Αὐγούστου 2008
Ἀνάμνηση ἀνακομιδῆς μαρτυρικῆς κάρας τοῦ Παπουλᾶκου στό Μοριά
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. β΄. Ἀγγελικαὶ δυνάμεις.
Ἀγγελικῶς τὸν βίον πολιτευσάμενος
τοῦτον μετήλλαξας ἔργῳ κηρύγματος
καὶ ζήλῳ τὰ χωρία καὶ τὰς πόλεις διῆλθες
φωτίζων καὶ διδάσκων·
κατῄσχυνας δὲ πλάνην γενναιοφρόνως, σοφέ,
διὸ σὺν ἰσαποστόλοις πρεσβεύεις ὑπὲρ ἡμῶν,
τῶν σὲ τιμώντων εὐλαβῶς, Χριστοφόρε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ἀληθείας προασπιστὴς
καὶ πρὸς τὸν πλησίον
τῆς ἀγάπης ὁ ἐραστής·
χαίροις, τῶν θαυμάτων
τὴν χάριν δεδεγμένος,
ὦ Χριστοφόρε μάκαρ,
ἡμῶν ἀντίληψις.
(ποιηθέντα ὑπό ἱεροδιακόνου Φιλουμένου Ρούμπη)