Τελικά, ἕνα ἐρώτημα πού ἐνδεχομένως παραμένει αἰωρούμενο, μετά ἀπό αὐτήν τήν ἐργασία, εἶναι: ἦταν ὄντως ὁ Παπουλᾶκος ὅσιος καί μάρτυρας ἤ μήπως ἕνας ἁπλός κοινωνικός ἐπαναστάτης ἤ μήπως ἀκόμα καί ἕνας λαοπλάνος ἀγύρτης; Ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τόν πίστευσε ἐν ζωῇ ἀκόμα ὅτι ἦταν ἅγιος! Ἄλλωστε ἡ συντριμμένη κάρα του ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἄνδρου, ἐπειδή ὁμολογοῦσε ἀλήθιες γιά τήν Πίστη καί τό Ἔνθος μας, ἀκόμα βοᾶ καί συγκινεῖ!
Ὁ λόγος του, τούς συνέπαιρνε, μιλοῦσε κατ’ οὐσίαν τήν «γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ» πού μποροῦσαν νά καταλάβουν καί ἡ εὐθύτητα τοῦ χαρακτήρα του, σέ συνδυασμό μέ τήν σεβάσμια φυσιογνωμία του, τούς ἔδινε αὐτό πού ἀποζητοῦσαν στό «ράσο», τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας.
Ἐπίσης, κατηγορήθηκε ὅτι ἔδειξε «ἀνυπακοή» ἀπέναντι στήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Βασιλείου καί στήν ξενόφερτη ἐξουσία, ἡ ὁποία μέ συνοπτικούς καί ἀντικανονικούς τρόπους ἀποκοβόταν ἀπό τήν καρδιά τοῦ Ρωμιοῦ, τήν Κωνσταντινούπολη. Καί ὁ ἔλεγχός του κατά τῆς Βαυαροκρατίας δικαιώθηκε ἄμεσα, ἀφοῦ ἕνα χρόνο μετά ἀπό τήν κοίμησή του, τήν ἔδιωχναν οἱ πατεράδες μας (ἡ ἔξωση τοῦ Ὄθωνα τίς ἀρχές τοῦ 1862). Ὅλα αὐτά στήν πονηρή καί συμφεροντολογική ἐποχή μας, δημιουργοῦν σύγχυση καί πλῆθος ἀμφιβολιῶν, ἀλλά πρίν καταλήξουμε στό συμπέρασμά μας, θά πρέπει νά προσπαθήσουμε νά ἐξακριβώσουμε τά ἐσωτερικά ὑποκειμενικά στοιχεῖα, πού τόν ὁδήγησαν σέ αὐτήν τήν, φαινομενικά παράδοξη, ἐξωτερική συμπεριφορά.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Βασιλείου (γέννημα καί αὐτή «ἀνυπακοῆς» ἀπέναντι στήν μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης) καί ἡ κρατική ἐξουσία τῆς ἐποχῆς, πού ἔγινε κορυφή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, εἶναι δεδομένο ὅτι δέν βάδιζαν σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ἡ δεύτερη εἶχε ὑποτάξει τήν πρώτη στά κοσμικά της συμφέροντα καί σέ συνδυασμό μέ τόν ἀπαράδεκτο τρόπο πού ἔγιναν οἱ ὄντως ἀναγκαῖες θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις μέ προτεσταντικά μοντέλα, δικαιολογοῦν τήν ἀντίδραση τοῦ Παπουλάκου, τόσο κοινωνικά, ὅσο καί θεολογικά. Ὁ λαός, πού ἀκολούθησε τόν ὅσιο Χριστοφόρο, ἀντέδρασε δυναμικά γιατί πιεζόταν ἀπό τήν ἐξουσία, πράγμα γιά τό ὁποῖο δέν εὐθύνεται ὁ Παπουλάκης.
Ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή ἡ θολή γενική ἄποψη πού ἐξάγεται ἀπό τά «Ἰστορικά Σημειώματα» τοῦ Μπάμπη Ἀννίνου, ὅτι ἦταν ἕνας ἐπικίνδυνος ἀγύρτης καί ἡ ἔπαρση ὑπερηφανείας ἀπό τήν ὁποία διακατείχετο τόν ὁδηγοῦσε στό νά πλανᾶ μέ ἐξαιρετικά ἀνόητο τρόπο τούς εὐκολόπιστους καί «ἀπολίτιστους» χωρικούς.
Ὁ ἀγώνας του δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὅτι ἦταν ἀποκύημα ἔπαρσης, ἐφόσον ἦταν δίκαιος καί περαιτέρω οἱ «ἀπολίτιστοι» χωρικοί δέν πίστεψαν στόν Παπουλάκο ἀνόητα, χωρίς λογική, ἀφοῦ τούς ἔδωσε ξανά ἕνα εὐαγγελικό νόημα ζωῆς, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν ὅτι εἶχαν ἀρχίσει νά χάνουν κάθε ἐλπίδα καί πίστη, συνεπεία τῶν ἀλλεπάλληλων συμφορῶν, πού ἀκολούθησαν τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, καί ἰδιαιτέρως αὐτό τοῦ χαμοῦ τοῦ Μεγάλου Κυβερνήτου Καποδίστρια, κατόπιν παρεμβάσεως ξένου δακτύλου.
Ἐπίσης, μέ τόν τρόπο πού προχώρησε στήν ὅλη δράση του δέν διαφαίνεται νά ὀργανώθηκε γιά μία μυστική ἀνατροπή τοῦ καθεστῶτος, ἄλλωστε οἱ ἀποφάσεις τῶν δικαστηρίων τόν ἀθώωσαν. Παρ’ ὅλες τίς ἐπαφές του μέ τήν Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία, εἶχε ἀνεξάρτητη, δική του ἀληθινή πορεία. Ὁ στόχος του ἦταν ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ λαοῦ, οἱ πονεμένοι ἄνθρωποι καί οἱ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεώς τους. Οἱ ἄδολες Διδαχές του, ἡ ἀσκητικότητά του, ἡ θυσία του, ἡ ὁμολογία του καί οἱ ἀδιαμφισβήτητες ἐλεημοσύνες του, τοῦ προσδίδουν ἀκεραιότητα καί χαρακτήρα χριστοήθειας.
Ἐπιπλέον, ἀπό τά κηρύγματά του προκύπτει ἡ μεγάλη ἠθική καί λατρευτική Ὀρθόδοξη καλλιέργεια τοῦ λαοῦ σέ χρόνια δύσκολα. Γιά τήν «ἐκστρατεία» του στήν Καλαμάτα, δέν εὐθύνεται ὁ ἴδιος, ἀλλά ὁ τότε Νομάρχης πού διαστρέβλωσε τήν ἐπιστολή τοῦ Παπουλάκου καί ἐπανέφερε στήν ἐπιφάνεια μακραίωνα μίση πού εἶχαν κατευνασθεί, μεταξύ τῶν Καλαματιατῶν καί τῶν Μανιατῶν.
Οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι πάντα εἶναι σημεῖα ἀντιλεγόμενα, ἄλλωστε τίς μέλισσες τῆς ἕλκουν τά ἄνθη, ἐνῶ τίς μύγες οἱ ἀκαθαρσίες. Καί ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι συχνά στήν Ὀρθοδοξία οἱ ἀμφιβολίες ἀκολουθοῦν κάθε δογματική Ἀλήθεια καί σέ αὐτό ἔγκειται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπιθυμεῖ τήν ἐθελούσια ἐλεύθερη πίστη τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἀλήθεια, τήν ὁποία φανερώνει σταδιακά στήν ἀρχή καί ἀργότερα τοῦ δίνει καί τίς «ἀποδείξεις–ἀποκαλύψεις πού χρειάζεται». Δηλαδή, ἡ πίστη πάντα προηγεῖται τῶν ξεκάθαρων προσωπικῶν ἀποδείξεων, ἐνῶ, ἐάν θέλει κάποιος, παραμένει στήν διαφορετική του ἄποψη, ἡ ὁποία τεκμηριώνεται ἀπό τήν σύγχυση τῶν ἀμφιβολιῶν του. Ὁμοίως, ξεκάθαρη ἐπιστημονική ἀπόδειξη εἶναι ἀδύνατον νά βρεθεῖ στά περί ἁγιότητος ζητήματα, ἀλλά ἀκόμα καί ἐάν αὐτή ὑπῆρχε, πάλι θά ἀμφισβητεῖτο.
Ἔτσι, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐπισήμου καταγραφῆς τοῦ Παπουλάκου ὡς ἁγίου ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, τό πρόσωπό του θά συνεχίσει νά εἶναι μία μεγάλη προσωπικότητα γιά τήν προσφορά τους σέ χαλεπούς καιρούς γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τό Ἔθνος, σύμφωνα μέ τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων.
Ταπεινή μας γνώμη εἶναι, πῶς ὅταν δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητος ἡ ἱστορική μονογραφία μου, πού θά ἐπιγράφεται «Τά Χριστοφορικά», ἡ ὁποία μέσα ἀπό σχετικές ἀποδείξεις θα συμπεραίνει ὅτι, ὅπως καί μέ τήν περίπτωση τοῦ Παπουλάκου, θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ τό ἴδιο παράδειγμα μέ αὐτό πού ἔγινε μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο, Μητροπολίτη Πενταπόλεως, πού τοῦ ζήτησε συγγνώμη ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία γιά ὅ,τι ὑπέστη. Στήν περίπτωση τοῦ Παπουλάκου ἴσως θά πρέπει καί ἡ Πολιτεία νά κάνει κάτι ἀντίστοιχο, γιά τόν κατρατρεγμό καί τό μαρτύριο πού ὑπέστη.
Ἐν ὀλίγοις, συμπεραίνεται ὅτι τό ἐρώτημα, πού θέσαμε στήν ἀρχή τοῦ ἐπιλόγου δέχεται ἀπάντηση καί προσδιορίζεται ὑποκειμενικά ἀνάλογα μέ τήν προσωπική τοποθέτηση τοῦ καθενός στά θέματα πίστεως καί τήν ἀγάπη του γιά τήν Ἀλήθεια.
Ὁ πονήσας ἀρχιμ. Νεκτάριος Ν. Πέττας,
Δρ.Φ. & Προέδρος τοῦ μή κερδοσκοπικοῦ:
Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος»,
«Ὁ ὅσιος Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος καί ἡ ἐποχή του»
Βασική ἀνάρτηση στό διαδίκτυο: Παρασκευή, 18η Ἰανουαρίου 2008
Μνήμη Ἀθανασίου καί Κυρίλλου Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας καί Παπουλάκου.